Μετάβαση στο περιεχόμενο

Άβαντας

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
(Ανακατεύθυνση από Άβας)

Στην ελληνική μυθολογία με το όνομα Ἄβας (του Ἄβαντος), νεοελληνική Άβαντας, (από το α + βαίνω, δηλαδή αυτός που δεν αποχωρεί, ο ανυποχώρητος) είναι γνωστά τα παρακάτω έξι διαφορετικά πρόσωπα:


  1. Άβας ο Αργείος ήρωας και βασιλιάς του Άργους, γιος του Λυγκέως και της Υπερμήστρας, εγγονός επομένως του Δαναού. Υπάρχει η άποψη ότι αυτός ο Άβαντας υπήρξε ο γενάρχης του λαού των Αβάντων και ιδρυτής της πόλεως Άβαι στη Φωκίδα. Ο Άβαντας πήρε ως σύζυγό του την Αγλαΐα και μαζί απέκτησαν δίδυμα αγόρια, τον Ακρίσιο και τον Προίτο, καθώς και μία κόρη, την Ιδομένη. Σύμφωνα με άλλη παράδοση, ο Άβας αυτός ήταν ο οικιστής του «Πελασγικού Άργους». Θρυλική στην αρχαία Ελλάδα ήταν η ασπίδα του Άβαντα, η «Αβαντεία ασπίς», η οποία είχε τη μαγική ιδιότητα να προξενεί τρόμο στους εχθρούς και να τους τρέπει σε φυγή.
  2. Μεταγενέστερος ήρωας των Αβάντων, γιος του θεού Ποσειδώνα και μιας Νύμφης, της Αρέθουσας. Σύμφωνα με αθηναϊκή παράδοση, ο Άβαντας αυτός ήταν απόγονος του Μητίονα και πατέρας του Χαλκώδοντα και του Κανήθου, καθώς γράφουν ο Απολλώνιος ο Ρόδιος στα «Αργοναυτικά» (Α΄ 77) και ο «Σχολιαστής του Ευριπίδη» (για τον στίχο 123 της Εκάβης).
  3. Γιος του ήρωα Μελάμποδα και πατέρας της Λυσιμάχης, του Αργοναύτη Ίδμωνα και του Κοιράνου.
  4. Τρωαδίτης, γιος του Ευρυδάμαντα, αδελφός του Πολυίδη και πολεμιστής του Τρωικού Πολέμου, όπου και σκοτώθηκε από τον Διομήδη. Αυτός ο `Αβαντας αναφέρεται στην Ιλιάδα (Ε 148).
  5. Κένταυρος, γιος του Ιξίονος και της Νεφέλης. Ο Άβαντας ήταν καλεσμένος στους επεισοδιακούς γάμους του Πειρίθου και έλαβε μέρος στη μάχη που επακολούθησε (Οβιδίου «Μεταμορφώσεις», ΧΙΙΙ 306).
  6. Φίλος του Διομήδη. Αυτός ο Άβας μεταμορφώθηκε σε πουλί από τη θεά Αφροδίτη (Οβιδίου «Μεταμορφώσεις», ΧΙV 505).
  7. Οπαδός του Αινείου[1]


  1. Βιργιλίου Αινειάς, Ι. 121
  • Emmy Patsi-Garin: Επίτομο λεξικό Ελληνικής Μυθολογίας, εκδ. οίκος «Χάρη Πάτση», Αθήνα 1969, σελ. 5-6
  • Κρουσίου: Λεξικόν Ομηρικόν, διασκευή από την 6η γερμανική έκδ. υπό Ι. Πανταζίδου, έκδοση «Βιβλιεκδοτικά καταστήματα Αναστασίου Δ. Φέξη», Αθήνα 1901, σελ. 2