Μετάβαση στο περιεχόμενο

Βίλχελμ Χάινριχ Βάκενροντερ

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Βίλχελμ Χάινριχ Βάκενροντερ
Γενικές πληροφορίες
Όνομα στη
μητρική γλώσσα
Wilhelm Heinrich Wackenroder‎‎ (Γερμανικά)
Γέννηση13  Ιουλίου 1773[1][2][3]
Βερολίνο
Θάνατος13  Φεβρουαρίου 1798[1][2][4]
Βερολίνο[5][6]
Χώρα πολιτογράφησηςΒασίλειο της Πρωσίας
Εκπαίδευση και γλώσσες
Ομιλούμενες γλώσσεςΓερμανικά[2][7]
ΣπουδέςΠανεπιστήμιο του Γκέτινγκεν
Πανεπιστήμιο Μαρτίνου Λούθηρου του Χάλλε-Βιτεμβέργης
Πανεπιστήμιο Φρειδερίκου και Αλεξάνδρου των Έρλανγκεν-Νυρεμβέργης[8]
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότητασυγγραφέας[9]
νομικός
ποιητής-νομικός
ιστορικός της τέχνης[10]
Περίοδος ακμής1793[11] - 1798[11]
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Ο Βίλχελμ Χάινριχ Βάκενροντερ (γερμανικά: Wilhelm Heinrich Wackenroder‎‎, 13 Ιουλίου 1773 - 13 Φεβρουαρίου 1798) ήταν Γερμανός νομικός και συγγραφέας. Με τον Λούντβιχ Τηκ και τους αδελφούς Άουγκουστ και Φρίντριχ Σλέγκελ, με το θεωρητικό του έργο συνέβαλε σε μερικές από τις σημαντικότερες ιδέες του Γερμανικού Ρομαντισμού.[12]

Βιογραφικά στοιχεία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Βάκενροντερ γεννήθηκε το 1773 στο Βερολίνο και ήταν γιος του δημάρχου του Βερολίνου, μεγαλωμένος εξ ολοκλήρου στο πνεύμα του ορθολογισμού του Διαφωτισμού. Οι προσδοκίες του πατέρα ότι ο γιος του θα ακολουθήσει μια επιτυχημένη διοικητική καριέρα ήταν ασυμβίβαστες με τις φυσικές κλίσεις του αγοριού και προκάλεσαν σοβαρές συγκρούσεις σε όλη τη σύντομη ζωή του. Στο γυμνάσιο, που παρακολούθησε μεταξύ 1786 και 1792, ο ντροπαλός και μελαγχολικός Βάκενροντερ, χαρούμενος μόνο όταν άκουγε μουσική, έγινε στενός φίλος με τον πιο ζωηρό και κοινωνικό Λούντβιχ Τηκ. Αυτή η φιλία επηρέασε τη δουλειά και των δύο συμμαθητών που αργότερα συνεργάστηκαν σχεδόν σε όλα όσα έγραψαν. [13]

Το 1793, ο ταλαντούχος μουσικά νεαρός άρχισε να σπουδάζει νομικά κατόπιν επιμονής του πατέρα του . Ταυτόχρονα, όμως, συνέχισε να παρακολουθεί διαλέξεις για την πολιτιστική ιστορία και μελέτησε εντατικά την τέχνη της ιταλικής Αναγέννησης.[14]

Αφού σπούδασε με τον Τηκ στο πανεπιστήμιο του Έρλανγκεν (1793) και του Γκέτιγκεν (1793–94), επέστρεψε στο Βερολίνο το 1794. Εκεί αναγκάστηκε από τον πατέρα του να εργασθεί στην Πρωσική κρατική υπηρεσία, αλλά τα ενδιαφέροντά του παρέμειναν λογοτεχνικά, κυρίως μετέφρασε αγγλικά μυθιστορήματα. Κατά τη διάρκεια ενός καλοκαιρινού ταξιδιού στη Βαμβέργη, τη Νυρεμβέργη και το Πόμερσφελντεν, γνώρισε τα τοπία της νότιας Γερμανίας και τα έργα τέχνης του Άλμπρεχτ Ντύρερ, στα οποία αναφέρθηκε με ενθουσιασμό σε επιστολές που ήδη αποκαλύπτουν τις απόψεις του για τον πρώιμο ρομαντισμό. Κάτω από αυτές τις εντυπώσεις, το 1795/1796 έγραψε μια συλλογή από θεωρητικές πραγματείες τέχνης και εν μέρει φανταστικές βιογραφίες του Άλμπρεχτ Ντύρερ, του Λεονάρντο ντα Βίντσι, του Μιχαήλ Άγγελου και του Ραφαήλ. Έγραψε επίσης μια «βιογραφία» του Γιόζεφ Μπέργκλινγκερ, η ιστορία ενός φανταστικού αποτυχημένου μουσικού που εξέφραζε τις απόψεις του Βάκενροντερ για την τέχνη και με πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία. Σε αυτά τα έργα ανέπτυξε μια ενθουσιώδη συναισθηματική αισθητική, σύμφωνα με την οποία το τέλειο έργο τέχνης δημιουργείται από ένα θεϊκό θαύμα και είναι μια ηθική, αισθητική και θρησκευτική ενότητα που πρέπει να συλληφθεί μόνο από την καρδιά, όχι από το νου. Απορρίπτοντας τον ορθολογισμό, θαυμάζει τη μεσαιωνική τέχνη και τον μεσαιωνικό πολιτισμό, όχι απομονωμένα, αλλά συνδεδεμένα με τη θρησκεία και συγκεκριμένα τον Καθολικισμό. Η εξιδανίκευση του Μεσαίωνα γενικά και του γερμανικού Μεσαίωνα ειδικότερα από τον Βάκενροντερ προκάλεσε το ενδιαφέρον για τη μελέτη της γερμανικής μεσαιωνικής λογοτεχνίας και είχε τεράστια επίδραση στον γερμανικό ρομαντισμό.[15]

Το 1797, κατόπιν παραίνεσης του Τηκ, αυτά τα κείμενα δημοσιεύτηκαν με τίτλο που επέλεξαν οι εκδότες, Διαχύσεις ενός φιλότεχνου μοναχού (Herzensergiessungen eines kunstliebenden Klosterbruders), έργο που θεωρείται το πρώτο θεωρητικό κείμενο του ρομαντικού κινήματος. Είχε διαρκή αντίκτυπο στο θέμα της καλλιτεχνικής ταυτότητας και δημιουργίας και επηρέασε μεταξύ άλλων τους ζωγράφους της Ναζαρηνής Σχολής.[16]

Μαζί με τον Λούντβιχ Τηκ, ο Βάκενροντερ θεωρείται ο ιδρυτής της ρομαντικής μουσικής αισθητικής. Και οι δύο συγγραφείς πίστευαν σε έναν υπερβατικό χαρακτήρα της μουσικής, στις εκστατικές στιγμές του οποίου οι άνθρωποι υψώνονται πάνω από τον εαυτό τους.

Ο Βίλχελμ Βάκενροντερ πέθανε στο Βερολίνο το 1798 σε ηλικία 24 ετών από τυφοειδή πυρετό.[17]

Το 1799, ένα χρόνο μετά το θάνατο του φίλου του, ο Τηκ δημοσίευσε τη συνέχεια του έργου Διαχύσεις ενός φιλότεχνου μοναχού με την προσθήκη μερικών δικών του δοκιμίων με τίτλο Φαντασίες για την Τέχνη (Phantasien über die Kunst).[18]

  1. 1,0 1,1 1,2 Εθνική Βιβλιοθήκη της Γερμανίας: (Γερμανικά) Gemeinsame Normdatei. Ανακτήθηκε στις 9  Απριλίου 2014.
  2. 2,0 2,1 2,2 2,3 Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας: (Γαλλικά) καθιερωμένοι όροι της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Γαλλίας. 123881344. Ανακτήθηκε στις 10  Οκτωβρίου 2015.
  3. 3,0 3,1 «Wilhelm Heinrich Wackenroder» (Ολλανδικά) 329302.
  4. «Encyclopædia Britannica» (Αγγλικά) biography/Wilhelm-Heinrich-Wackenroder. Ανακτήθηκε στις 9  Οκτωβρίου 2017.
  5. Εθνική Βιβλιοθήκη της Γερμανίας: (Γερμανικά) Gemeinsame Normdatei. Ανακτήθηκε στις 30  Δεκεμβρίου 2014.
  6. «Большая советская энциклопедия» (Ρωσικά) Η Μεγάλη Ρωσική Εγκυκλοπαίδεια. Μόσχα. 1969. Ανακτήθηκε στις 28  Σεπτεμβρίου 2015.
  7. CONOR.SI. 150457955.
  8. Ανακτήθηκε στις 10  Ιουλίου 2019.
  9. «Library of the World's Best Literature». Library of the World's Best Literature. 1897.
  10. «Dictionary of Art Historians» (Αγγλικά) wackenroderw. Ανακτήθηκε στις 23  Απριλίου 2022.
  11. 11,0 11,1 11,2 (Ολλανδικά) RKDartists. 329302. Ανακτήθηκε στις 12  Οκτωβρίου 2022.
  12. . «britannica.com/biography/Wilhelm-Heinrich-Wackenroder». 
  13. . «archive.org/Phantasien über die Kunst». 
  14. . «fau.eu/alumni/alumni-personlichkeiten/notable-alumni/wilhelm-heinrich-wackenroder/». 
  15. . «rep.routledge.com/romanticism-german». 
  16. . «worldatlas.com/articles/what-was-the-nazarene-art-movement». 
  17. . «goodreads.com/author/Wilhelm_Heinrich_Wackenroder». 
  18. . «digitale-sammlungen.de/Wackenroder, Wilhelm Heinrich: Phantasien über die Kunst».