Φυλετικές ορμόνες
Φυλετικές ορμόνες | |
---|---|
Κατηγορία φαρμάκου | |
Οιστραδιόλη, ένα σημαντικό οιστρογόνο ορμόνης φύλου τόσο στις γυναίκες όσο και στους άνδρες | |
Αναγνωριστικά τάξης | |
Συνώνυμα | Στεροειδές φύλου, γοναδικό στεροειδές |
Χρήση | Διάφορες |
Οι ορμόνες του φύλου ή φυλετικές ορμόνες (Sex hormones), γνωστές και ως στεροειδή του φύλου (sex steroids), γοναδοκορτικοειδή (gonadocorticoids) και γοναδικά στεροειδή (gonadal steroids), είναι στεροειδείς ορμόνες που αλληλεπιδρούν με υποδοχείς στεροειδών ορμονών σπονδυλωτών.[1] Οι ορμόνες του φύλου περιλαμβάνουν τα ανδρογόνα, τα οιστρογόνα και τα προγεστογόνα. Οι επιδράσεις τους διαμεσολαβούνται από αργούς γονιδιωματικούς μηχανισμούς μέσω πυρηνικών υποδοχέων καθώς και από γρήγορους μη γονιδιωματικούς μηχανισμούς μέσω υποδοχέων που σχετίζονται με τη μεμβράνη και αλληλουχιών σηματοδότησης (signaling cascades).[2]. Οι ορμόνες πολυπεπτιδίων, η ωχρινοτρόπος ορμόνη,η θυλακιοτρόπος ορμόνη και Εκλυτική ορμόνη των γοναδοτροπινών – η καθεμία σχετίζεται με τον άξονα γοναδοτροπίνης –δεν θεωρούνται συνήθως ορμόνες φύλου , αν και παίζουν σημαντικούς ρόλους που σχετίζονται με το φύλο.
Παραγωγή
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Οι φυσικές ορμόνες του φύλου παράγονται από τις γονάδες (ωοθήκες ή τους όρχεις),[3] από τα επινεφρίδια, ή με μετατροπή από άλλα στεροειδή του φύλου σε άλλους ιστούς όπως το ήπαρ ή το λίπος.[4]
Τύποι
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Σε πολλά πλαίσια, οι δύο κύριες κατηγορίες ορμονών φύλου είναι τα ανδρογόνα και τα οιστρογόνα, από τα οποία τα πιο σημαντικά ανθρώπινα παράγωγα είναι η τεστοστερόνη και η οιστραδιόλη, αντίστοιχα. Άλλα πλαίσια θα περιλαμβάνουν το προγεσταγόνο ως τρίτη κατηγορία στεροειδών φύλου, διαφορετικά από τα ανδρογόνα και τα οιστρογόνα.[5] Η προγεστερόνη είναι το πιο σημαντικό και μοναδικό φυσικώς απαντώμενο ανθρώπινο προγεσταγόνο. Γενικά, τα ανδρογόνα θεωρούνται ανδρικές φυλετικές ορμόνες, αφού έχουν αρρενοποιητικές επιπτώσεις, ενώ τα οιστρογόνα και τα προγεσταγόνα θεωρούνται γυναικείες φυλετικές ορμόνες, αν και όλοι οι τύποι υπάρχουν σε κάθε φύλο σε διαφορετικά επίπεδα.[6] Οι ορμόνες του φύλου περιλαμβάνουν:
- Προγεσταγόνα
- Πρεγνενολόνη → Προγεστερόνη → Αλλοπρεγνανοδιόνη → Αλλοπρεγνανολόνη
- 17α-υδροξυπρεγνενολόνη→ 17α-υδροξυπρογεστερόνη
- Ανδρογόνα
- Δευδροεπιανδροστερόνη → Ανδροστενεδιόνη → Ανδροστανεδιόνη → Ανδροστερόνη
- Ανδροστενεδιόλη → [Τεστοστερόνη]] → Διυδροτεστοστερόνη → Ανδροστανεδιόλη
- Οιστρογόνα
- 2-υδροξυοιστρόνη ←16α υδροξυοιστρόνη
- 2-υδροξυοιστραδιόλη← Οιστραδιόλη → Οιστριόλη → Οιστετρόλη
- 2-Υδροξυοιστρόνη ← Οιστρόνη → 16α-Υδροξυοιστρόνη
- 2-Υδροξυοιστραδιόλη ← Οιστραδιόλη → Οιστριόλη → Οιστετρόλη
Συνθετικά στεροειδή φύλου
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Υπάρχουν επίσης πολλά συνθετικά στεροειδή φύλου.[7] Τα συνθετικά ανδρογόνα αναφέρονται συχνά ως αναβολικά στεροειδή. Συνθετικά οιστρογόνα και προγεστίνες χρησιμοποιούνται σε μεθόδους ορμονικής αντισύλληψης (hormonal contraception). Η αιθινυλοιστραδιόλη είναι ένα ημι-συνθετικό οιστρογόνο. Συγκεκριμένες ενώσεις που έχουν μερική αγωνιστική δραστικότητα για υποδοχείς στεροειδών, και επομένως δρουν εν μέρει όπως οι φυσικές στεροειδείς ορμόνες, χρησιμοποιούνται σε ιατρικές καταστάσεις που απαιτούν θεραπεία με στεροειδές σε έναν τύπο κυττάρου, αλλά όπου συστηματικές επιδράσεις του συγκεκριμένου στεροειδούς σε ολόκληρους οργανισμούς είναι επιθυμητές μόνο εντός ορισμένων ορίων[8]
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ Guerriero, G (April 2009). «Vertebrate sex steroid receptors: evolution, ligands, and neurodistribution.». Annals of the New York Academy of Sciences 1163 (1): 154–68. doi: . PMID 19456336. Bibcode: 2009NYASA1163..154G.
- ↑ Thakur, MK; Paramanik, V (2009). «Role of steroid hormone coregulators in health and disease». Hormone Research 71 (4): 194–200. doi: . PMID 19258710. http://www.karger.com/Article/Pdf/201107.
- ↑ Brook, CG (1999). «Mechanism of puberty». Hormone Research 51 Suppl 3 (3): 52–4. doi: . PMID 10592444.
- ↑ Catherine Panter-Brick· Agustín Fuentes. «Glossary». Health, Risk, and Adversity - Volume 2 of Studies of the Biosocial Society. Berghahn Books, 2011. σελ. 280.
- ↑ «An Overview Of Sex Hormones». News-Medical.net (στα Αγγλικά). 24 Ιουνίου 2022. Ανακτήθηκε στις 22 Μαΐου 2023.
- ↑ ElAttar, TM; Hugoson, A (1974). «Comparative metabolism of female sex steroids in normal and chronically inflamed gingiva of the dog». Journal of Periodontal Research 9 (5): 284–9. doi: . PMID 4281823.
- ↑ Schreiber, A. D.; Nettl, F. M.; Sanders, M. C.; King, M.; Szabolcs, P.; Friedman, D.; Gomez, F. (1988). «Effect of endogenous and synthetic sex steroids on the clearance of antibody-coated cells». The Journal of Immunology 141 (9): 2959–2966. doi: . PMID 3171183. https://journals.aai.org/jimmunol/article-abstract/141/9/2959/21053/Effect-of-endogenous-and-synthetic-sex-steroids-on. Ανακτήθηκε στις 2023-05-22.
- ↑ Copland, JA; Sheffield-Moore, M; Koldzic-Zivanovic, N; Gentry, S; Lamprou, G; Tzortzatou-Stathopoulou, F; Zoumpourlis, V; Urban, RJ και άλλοι. (June 2009). «Sex steroid receptors in skeletal differentiation and epithelial neoplasia: is tissue-specific intervention possible?». BioEssays 31 (6): 629–41. doi: . PMID 19382224.