Συμμαχική εισβολή στην Ιταλία
Συμμαχική εισβολή στην Ιταλία | |||
---|---|---|---|
Δυτικό Μέτωπο του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου | |||
Συμμαχικά στρατεύματα και οχήματα αποβιβάζονται στο Σαλέρνο υπό πυρά πυροβολικού. Σεπτέμβριος 1943 | |||
Χρονολογία | 3 - 16 Σεπτεμβρίου 1943 | ||
Τόπος | Σαλέρνο, Καλαβρία και Τάραντας, Ιταλία | ||
Έκβαση | Συμμαχική νίκη | ||
Αντιμαχόμενοι | |||
Ηγετικά πρόσωπα | |||
Δυνάμεις | |||
| |||
Απώλειες | |||
|
Η Συμμαχική εισβολή στην Ιταλία ήταν ευρεία επιχείρηση απόβασης στην ηπειρωτική Ιταλία κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η οποία ξεκίνησε στις 3 Σεπτεμβρίου 1943. Σε αυτήν έλαβαν μέρος η 15η Ομάδα στρατιών του στρατηγού Χάρολντ Αλεξάντερ, στην οποία συμπεριλήφθηκαν η 5η αμερικανική Στρατιά του στρατηγού Μαρκ Κλαρκ και η 8η Στρατιά του Βρετανού Μπέρναρντ Μοντγκόμερυ. Η επιχείρηση πραγματοποιήθηκε αμέσως μετά την επιτυχημένη ολοκλήρωση της εισβολής των Συμμάχων στη Σικελία, η οποία κατέληξε στην ολοκληρωτική κατάληψη της νήσου. Ο κύριος όγκος των δυνάμεων αποβιβάστηκε στην περιοχή γύρω από το Σαλέρνο της δυτικής ιταλικής ακτής (επιχείρηση Χιονοστιβάδα, Operation Avalanche), ενώ δύο μικρότερες επιχειρήσεις πραγματοποιήθηκαν στην Καλαβρία (Επιχείρηση Baytown) και στον Τάραντα (επιχείρηση Slapstick).
Το Συμμαχικό σχέδιο
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Μετά την ήττα των γερμανικών δυνάμεων στη Βόρεια Αφρική, υπήρξε διαφωνία μεταξύ των Συμμάχων σχετικά με το ποιο θα έπρεπε να είναι το επόμενο βήμα τους. ο Ουίνστον Τσώρτσιλ ήθελε να πραγματοποιηθεί εισβολή στην Ιταλία, την οποία είχε, ήδη από τον Νοέμβριο του 1942, χαρακτηρίσει ως το "μαλακό υπογάστριο" των δυνάμεων του Άξονα.[1] Ο στρατηγός Μαρκ Κλαρκ αργότερα αποκάλεσε το ίδιο θέατρο μαχών "one tough gut" (σε ελεύθερη απόδοση "σκληρό καρύδι").[2]
Η υποστήριξη του Πολέμου από πλευράς ιταλικού λαού έφθινε καθημερινά και ο Τσώρτσιλ πίστευε ότι παρόμοια εισβολή θα έθετε την Ιταλία εκτός μάχης και, συνεπώς, θα αδυνάτιζε σημαντικά τον Άξονα στο μεσογειακό θέατρο των πολεμικών επιχειρήσεων, διευκολύνοντας ιδίως τις θαλάσσιες επικοινωνίες των Συμμάχων. Έτσι, θα χρειάζονταν μικρότερες δυνάμεις για τον ανεφοδιασμό των Συμμάχων στη Μέση και στην Άπω Ανατολή,[3] τη στιγμή μάλιστα που η συνολική χωρητικότητα των συμμαχικών σκαφών βρισκόταν σε χαμηλά επίπεδα λόγω της δράσης των γερμανικών υποβρυχίων.[4] και παράλληλα θα δινόταν η δυνατότητα αύξησης των αποστολών εφοδίων προς τη Σοβιετική Ένωση. Επιπλέον, η εισβολή αυτή θα απασχολούσε δυνάμεις και θα κατανάλωνε εφόδια από πλευράς Ναζιστικής Γερμανίας και θα αποτελούσε το "Δεύτερο Μέτωπο", το οποίο πιεστικά ζητούσε ο Στάλιν από τους Συμμάχους, ώστε να εξασθενήσει η αφόρητη πίεση που δεχόταν από τους Γερμανούς η χώρα του.[1]
Εν τούτοις, ο στρατηγός Τζωρτζ Μάρσαλ και η πλειονότητα του αμερικανικού επιτελείου ήθελαν να αποφύγουν επιχειρήσεις που ήταν πιθανό να προκαλέσουν καθυστερήσεις στην απόβαση των Συμμάχων στη δυτική Ευρώπη, η οποία είχε αρχίσει να συζητείται και να σχεδιάζεται ήδη από το 1942 και τελικά υλοποιήθηκε ως Απόβαση της Νορμανδίας. Όταν έγινε πλέον σαφές ότι παρόμοια απόβαση δεν ήταν δυνατό να πραγματοποιηθεί το 1943, συμφωνήθηκε να γίνει εισβολή των Συμμάχων στη Σικελία, χωρίς όμως καμία δέσμευση για μελλοντικές επιχειρήσεις. Ωστόσο και ο Ρούζβελτ και ο Τσώρτσιλ αποδέχτηκαν ότι ήταν ανάγκη οι συμμαχικές στρατιές να συνεχίσουν να εμπλέκονται με τις δυνάμεις του Άξονα και μετά την επιτυχή έκβαση της εκστρατείας στη Σικελία στο διάστημα που θα μεσολαβούσε ως την απόβαση στη βορειοδυτική Ευρώπη. [3] Οι συζητήσεις συνεχίστηκαν και κατά τη διάσκεψη της Ουάσινγκτον (1943) τον Μάιο του 1943 αλλά η κατάσταση ξεκαθάρισε μετά την εκστρατεία της Σικελίας και την πτώση του Μουσολίνι, όταν οι αρχηγοί των (ενοποιημένων) επιτελείων εξουσιοδότησαν τον Ντουάιτ Αϊζενχάουερ να προχωρήσει την εισβολή στην Ιταλία το συντομότερο δυνατό.[3]
Πριν την εισβολή στη Σικελία, ο σχεδιασμός είχε προβλέψει τον διάπλου των στενών της Μεσσήνης, περιορισμένη απόβαση στην ηπειρωτική Ιταλία - στον Τάραντα - και την προώθηση προς το άκρο της ιταλικής χερσονήσου, ώστε να προλάβουν την ανάπτυξη άμυνας από τις γερμανικές και τις ιταλικές δυνάμεις. Η ανατροπή του Μουσολίνι και των φασιστών του κατέστησε εφικτό ένα πιο φιλόδοξο σχέδιο και οι Σύμμαχοι αποφάσισαν να "συμπληρώσουν" την απόβαση της 8ης βρετανικής στρατιάς με την κατάληψη του λιμένα της Νάπολης. Είχαν δύο εναλλακτικές θέσεις απόβασης: Μια στη λεκάνη του ποταμού Βολτούρνο και μία στο Σαλέρνο: Και οι δύο αυτές θέσεις βρίσκονταν μέσα στην ακτίνα δράσης των αεροσκαφών που διέθεταν στη Σικελία. Τελικά επιλέχθηκε το Σαλέρνο, ως εγγύτερο προς τις αεροπορικές βάσεις, η ακτή δεν είχε έντονο κυματισμό, άρα ήταν πιο κατάλληλη για απόβαση, ενώ παράλληλα επέτρεπε στα πολεμικά σκάφη να αγκυροβολήσουν πλησιέστερα στην ακτή, η οποία διέθετε πιο στενές παραλίες για την κατασκευή διόδων εξόδου, οι οποίες, επιπλέον, θα οδηγούσαν στο άρτιο οδικό δίκτυο που διέθετε η περιοχή.
Το αρχικό στάδιο του σχεδίου προέβλεπε την "επιχείρηση Baytown" (=παράκτια πόλη). Η 8η στρατιά υπό τον στρατηγό Μπέρναρντ Μοντγκόμερυ θα εκκινούσε από τον λιμένα της Μεσσίνα στη Σικελία, θα διέσχιζε το ομώνυμο στενό και θα αποβιβαζόταν στην άκρη της Καλαβρίας στις 3 Σεπτεμβρίου 1943. Η μικρή απόσταση από τον λιμένα σήμαινε ότι τα αποβατικά σκάφη θα μπορούσαν να διασχίσουν το στενό με ίδια μέσα. Το 5ο βρετανικό σώμα και η 5η βρετανική μεραρχία πεζικού θα αποβιβάζονταν στο βόρειο τμήμα της ακτής, ενώ η 1η καναδική μεραρχία πεζικού θα αποβιβαζόταν στο ακρωτήριο Σπαρτιβέντο στο νότιο τμήμα της. Ο στρατηγός Μοντγκόμερυ ήταν σφόδρα αντίθετος με την επιχείρηση αυτή: Προέβλεψε ότι θα ήταν απλά μια σπατάλη δυνάμεων, εφόσον οι Γερμανοί θα έδιναν μάχη στην Καλαβρία. Αν δεν το έκαναν, το μόνο αποτέλεσμα της επιχείρησης θα ήταν η 8η Στρατιά να λάβει θέσεις περίπου 300 μίλια μακριά από τον κύριο χώρο της απόβασης, που ήταν το Σαλέρνο. Ο στρατηγός αποδείχτηκε σωστός στην πρόβλεψή του: Μετά την επιχείρηση αυτή, η 8η Στρατιά χρειάστηκε να διασχίσει αυτά τα 300 μίλια προς τα βόρεια, χωρίς να συναντήσει την παραμικρή αντίσταση, με μόνα εμπόδια αυτά που είχε κατασκευάσει το αντίπαλο Μηχανικό.
Εξετάστηκαν, επίσης, σχέδια για την αερομεταφορά δυνάμεων, αλλά όλα απορρίφθηκαν. Το αρχικό σχέδιο για τη χρήση μεγάλων ανεμοπτέρων μεταφοράς στρατευμάτων στα ορεινά περάσματα της χερσονήσου του Σορρέντο στα βόρεια του Σαλέρνο επίσης απορρίφθηκε στις 12 Αυγούστου. Έξι ημέρες αργότερα αντικαταστάθηκε από την "επιχείρηση Giant" (=γίγας), σύμφωνα με την οποία δύο συντάγματα της 82ης αερομεταφερόμενης μεραρχίας των ΗΠΑ θα απέκλειαν τη διάβαση του ποταμού Βολτούρνο. Αρχικά το σχέδιο επεκτάθηκε, περιλαμβάνοντας ολόκληρη τη μεραρχία, συμπεριλαμβάνοντας και αμφίβια απόβαση από το σύνταγμα ανεμοπτέρων, αλλά στη συνέχεια διαφάνηκε ότι η επιχείρηση δεν ήταν δυνατό να υποστηριχθεί από πλευράς ανεφοδιασμού και περιορίστηκε στη ρίψη μόνο δύο ταγμάτων στην Κάπουα, τα οποία θα μπλοκάριζαν την εθνική οδό σε αυτή τη θέση. Η παράδοση της Ιταλίας την 3η Σεπτεμβρίου επέφερε ακύρωση της αρχικής επιχείρησης (που επονομάστηκε "Giant I" και αντικατάστασή της με την επιχείρηση Giant II, που προέβλεπε τη ρίψη του 504ου συντάγματος αλεξιπτωτιστών στα αεροδρόμια "Stazione di Furbara" και Τσερβετέρι (Cerveteri) 25 μίλια βορειοδυτικά της Ρώμης, με αποστολή την υποβοήθηση των ιταλικών δυνάμεων να διατηρήσουν εκτός της πόλης τους Γερμανούς, όπως προβλεπόταν από τη συνθήκη παράδοσης της Ιταλίας. Λόγω της απόστασης των θέσεων της απόβασης από τη συγκεκριμένη θέση προσεδάφισης των αερομεταφερόμενων στρατευμάτων, δεν προβλεπόταν καμία συμμαχική υποστήριξή τους, ο υποδιοικητής της 82ης αερομεταφερόμενης Μάξουελ Ντ. Τέιλορ έκρινε ότι η όλη επιχείρηση δεν ήταν τίποτα περισσότερο από μια παγίδα και πρότεινε τη ματαίωσή της. Όντως, η επιχείρηση ματαιώθηκε αργά το απόγευμα της 8ης Σεπτεμβρίου κι ενώ τα πρώτα αεροσκάφη ετοιμάζονταν για απογείωση.
Οι κύριες αποβάσεις, στις οποίες είχε δοθεί η κωδική ονομασία "Operation Avalanche" (επιχείρηση Χιονοστιβάδα) ήταν προγραμματισμένες για τις 9 Σεπτεμβρίου. Σύμφωνα με το σχέδιο, η κύρια δύναμη θα αποβιβαζόταν γύρω από το Σαλέρνο στη δυτική ακτή. Οι δυνάμεις που θα συμμετείχαν ήταν η 5η αμερικανική Στρατιά, υπό τον αντιστράτηγο Μαρκ Κλαρκ, στην οποία θα ενσωματώνονταν και το 5ο αμερικανικό Σώμα, υπό τον στρατηγό Έρνεστ Ντώλεϋ (Ernest J. Dawley), το 10ο βρετανικό Σώμα του στρατηγού Ρίτσαρντ ΜακΚρήρυ (Richard McCreery), ενώ η 82η αερομεταφερόμενη θα παρέμενε ως εφεδρεία. Συνολικά θα συμμετείχαν οκτώ μεραρχίες και δύο μονάδες μεγέθους ταξιαρχίας.
Πρωταρχικοί στόχοι της επιχείρησης ήταν η κατάληψη του λιμένα της Νάπολης, ώστε να διασφαλιστεί ο ανεφοδιασμός, και στη συνέχεια η πορεία προς την ανατολική ακτή, ώστε να εγκλωβιστούν όσες αντίπαλες δυνάμεις είχαν παραμείνει στα νότια. Στην επιχείρηση συμμετείχαν συνολικά 627 σκάφη (περιλαμβανομένων των αποβατικών και των φορτηγών σκαφών), υπό τη διοίκηση του αντιναυάρχου Κεντ Χιούιτ (Kent Hewitt).[3] Στον στόλο αυτό περιλαμβάνονταν και πέντε αεροπλανοφόρα της Δύναμης V (Force V), τα αεροσκάφη των οποίων θα παρείχαν την απαιτούμενη αεροπορική κάλυψη της επιχείρησης. Η προκάλυψη του στόλου θα διασφαλιζόταν από τη Δύναμη Η (Force H), την οποία αποτελούσαν πέντε βρετανικά θωρηκτά και δύο μεταγωγικά με υποστήριξη αντιτορπιλικών, απευθείας υπαγόμενα στη διοίκηση του Ναυάρχου του Στόλου Σερ Άντριου Κάννινγκαμ (Andrew Cunningham).[3]
Στον αρχικό σχεδιασμό ήταν εμφανής η έλξη που ασκούσε η κατάληψη ενός σημαντικού λιμένα όπως αυτός του Τάραντα (στο αποκαλούμενο "τακούνι της ιταλικής μπότας"), αλλά αρχικά η πρόταση επιχείρησης εναντίον του απορρίφθηκε, καθώς εκεί υπήρχαν σημαντικές εχθρικές δυνάμεις. Η κατάσταση άλλαξε με την παράδοση της Ιταλίας στις 3 Σεπτεμβρίου και αποφασίστηκε η μεταφορά της 1ης αερομεταφερόμενης βρετανικής μεραρχίας όχι από αέρος αλλά από βρετανικά πολεμικά σκάφη. Θα ακολουθούσε κατάληψη του λιμένα και ορισμένων παρακειμένων αεροδρομίων και, στη συνέχεια, αποστολή του 5ου βρετανικού Σώματος, καθώς και μερικών σμηνών καταδιωκτικών αεροσκαφών. Η αερομεταφερόμενη μεραρχία, η οποία είχε πραγματοποιήσει ασκήσεις για την επιχείρηση σε δύο ανάλογες παραλίες σε απόσταση περίπου 400 μιλίων από τον αντικειμενικό σκοπό, έλαβε διαταγή στις 4 Σεπτεμβρίου να επιβιβαστεί στα σκάφη στις 8 του ίδιου μήνα. Η επιχείρηση, εν τούτοις, που αρχικά είχε ονομαστεί "Slapstick", είχε ελάχιστο χρόνο διαθέσιμο για την κατάστρωση λεπτομερών σχεδίων, ενώ μετονομάστηκε σε "επιχείρηση Bedlam".[3]
Το σχέδιο για την "επιχείρηση Χιονοστιβάδα" μπορεί να χαρακτηριστεί ως τολμηρό, αλλά δεν ήταν απαλλαγμένο από μειονεκτήματα: Η 5η Στρατιά θα αποβιβαζόταν σε ευρύ μέτωπο (35 μίλια), με μόνο τρεις μεραρχίες εφόδου (δύο βρετανικές του 10ου σώματος και μια αμερικανική του 6ου Σώματος) [5] ενώ τα δύο Σώματα θα ήταν αποκομμένα, καθώς μεταξύ τους θα μεσολαβούσαν 12 "κενά" μίλια και, επιπλέον, ο ποταμός Σέλε. Ο στρατηγός Κλαρκ αρχικά δεν είχε διαθέσει στρατεύματα για να καλύψει τον ποταμό, γεγονός που θα παρείχε στις γερμανικές δυνάμεις μια εύκολη δίοδο επίθεσης, αλλά, έστω και καθυστερημένα, αποβίβασε δύο συντάγματα για την επιτήρησή του.[5] Επιπλέον, το έδαφος ήταν ιδιαίτερα ευνοϊκό για τους αμυνόμενους. Ο σχεδιασμός για τη φάση της κατάληψης του Σαλέρνο πραγματοποιήθηκε μέσα σε μόλις 45 ημέρες, αντί για το διάστημα μερικών μηνών που θα απαιτούσε[5]
Μια ομάδα Αμερικανών Ρέιντζερ, αποτελούμενη από τρία συντάγματα ρέιντζερς και βοηθούμενη από δύο συντάγματα βρετανών κομμάντος, υπό τη διοίκηση του Αμερικανού συνταγματάρχη Ουίλιαμ Ο. Ντάρμπυ (William O. Darby) επιφορτίστηκε με τη διαφύλαξη των ορεινών διαβάσεων που οδηγούσαν προς τη Νάπολη, αλλά δεν είχε γίνει καμία πρόβλεψη για τη διασύνδεση αυτής της δύναμης με τις δυνάμεις της 10ης Στρατιάς που θ' ακολουθούσε. Παρά το γεγονός ότι ήταν τελείως απίθανο να πραγματοποιηθεί τακτικός αιφνιδιασμός των αντιπάλων δυνάμεων, ο Κλαρκ διέταξε να μη πραγματοποιηθεί προκαταρκτικός βομβαρδισμός με τα πυροβόλα των πολεμικών σκαφών, παρά το ότι η εμπειρία από το θέατρο επιχειρήσεων του Ειρηνικού είχε αποδείξει ότι παρόμοιος βομβαρδισμός ήταν απαραίτητος.[6]
Από γερμανικής πλευράς ο επικεφαλής των δυνάμεων του Άξονα Άλμπερτ Κέσσελρινγκ δεν είχε τις απαιτούμενες δυνάμεις ώστε να απωθήσει τις συμμαχικές δυνάμεις, ενώ δεν έγινε δεκτή η αίτησή του να του αποσταλούν δύο μεραρχίες θωρακισμένων από τη βόρεια Ιταλία.[5] Αυτό πιθανόν οφειλόταν στο γεγονός ότι η όλη επιχείρηση υποστηρίχθηκε, από πλευράς Συμμάχων, με την αποκαλούμενη "επιχείρηση Boardman", η οποία στην πραγματικότητα ήταν παραπλανητικό σχέδιο, το οποίο στόχευε να στρέψει την προσοχή των Γερμανών σε επικείμενη απόβαση στην Κρήτη και γενικότερα στη Βαλκανική χερσόνησο.[7]
Αμυντικές δυνάμεις του Άξονα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Περί τα μέσα Αυγούστου, οι Γερμανοί είχαν κινητοποιήσει την Ομάδα Στρατιών Β (Heeresgruppe B), υπό τη διοίκηση του Έρβιν Ρόμελ, με δικαιοδοσία στο τμήμα της Ιταλίας ως την Πίζα. Η διοίκηση της ομάδας Νότου (OB Süd) παρέμενε υπό τον Κέσσελρινγκ και ήταν υπεύθυνη για τη νότια Ιταλία,[3] ενώ η γερμανική ανώτατη διοίκηση σχημάτισε ένα νέο διοικητικό κέντρο για την νεοσυσταθείσα 10η Στρατιά (10. Armee) με διοικητή τον Χάινριχ φον Φίτινγκχοφ (Heinrich von Vietinghoff), η οποία τέθηκε σε υπηρεσία στις 22 Αυγούστου. Η Στρατιά αυτή διέθετε δύο Σώματα στρατού, κατανεμημένα σε συνολικά έξι μεραρχίες, οι οποίες έλαβαν θέσεις σε σημεία πιθανής απόβασης. Υπό το XIV Σώμα θωρακισμένων (XIV Panzerkorps) βρίσκονταν οι μεραρχίες θωρακισμένων "Χέρμαν Γκαίρινγκ", η 15η μεραρχία Πάντσερ γρεναδιέρων (15. Panzergrenadier-Division) και η 16η μεραρχία θωρακισμένων, Υπό το LXXVI Σώμα θωρακισμένων (LXXVI Panzerkorps) βρίσκονταν οι 26η θωρακισμένων, η 29 Πάντσερ γρεναδιέρων και η 1η Μεραρχία αλεξιπτωτιστών.[3] Ο Φίτινγκχοφ τοποθέτησε τη 16η μεραρχία θωρακισμένων στους λόφους πάνω από το Σαλέρνο.
Οι μάχες
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Επιχειρήσεις στη νότια Ιταλία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Στις 3 Σεπτεμβρίου 1943 το 13ο Σώμα της 8ης βρετανικής Στρατιάς, που το αποτελούσαν βρετανικοί και καναδικοί σχηματισμοί, ξεκίνησαν την "επιχειρηση Baytown" υπό τη διοίκηση του στρατηγού Μοντγκόμερυ. Οι αντίπαλες δυνάμεις αποτελούνταν από ελαφρές ιταλικές μονάδες, οι οποίες παραδόθηκαν σχεδόν αμέσως.
Ο Κέσσελριγκ και οι επιτελείς του δεν πίστευαν ότι οι αποβάσεις στην Καλαβρία αποτελούσαν το κύριο σημείο επίθεσης των Συμμάχων, θεωρώντας την περιοχή του Σαλέρνο ή ακόμα και την περιοχή βόρεια της Ρώμης ως πλέον πιθανά και λογικά σημεία. Είχε ήδη διατάξει τον στρατηγό Τράουγκοτ Χερ (Traugott Herr) να μετακινήσει την LXXVI Μεραρχία θωρακισμένων που διοικούσε από το πεδίο εμπλοκής με την 8η βρετανική, αφήνοντας εκεί μόνο το 15ο σύνταγμα της 9ης μεραρχίας Πάντσερ γρεναδιέρων. Η μονάδα αυτή είχε αναπτυχθεί σε θέση στην Μπανιάρα (Bagnara) στις 3 Σεπτεμβρίου, έχοντας διαταγές να κρατήσει τις θέσεις της ως τις 6 του ίδιου μήνα. Μετά όφειλε να αποσυρθεί, για να ενωθεί με τις υπόλοιπες μονάδες της 29ης Πάντσερ γρεναδιέρων, που θα συγκεντρωνόταν στο Καστροβιλλάρι (Castrovillari), περίπου 80 μίλια από την αρχική θέση.
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ 1,0 1,1 Ρειμόν Καρτιέ, Ιστορία του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, τ. Β΄, Πάπυρος, Αθήνα, 1964
- ↑ Churchill, Winston, Langworth, Richard (2008). Churchill by Himself: The Definitive Collection of Quotations. New York: PublicAffairs σελ. 43.
- ↑ 3,0 3,1 3,2 3,3 3,4 3,5 3,6 3,7 C.J.C. Molony, Brigadier, with F.C. Flynn, Captain (R.N.); H.L. Davies, Major-General & Gleave, Group Captain T.P. (2004) [1η έκδοση Office of Public Sector Information, 1973]
- ↑ Leighton, Richard M. (2000) [1960]. «Chapter 8: U.S. Merchant Shipping and the British Import Crisis». Στο: Greenfield, Kent Roberts. Command Decisions. Washington: United States Army Center of Military History. CMH Pub 72-7. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 30 Δεκεμβρίου 2007. Ανακτήθηκε στις 15 Απριλίου 2014.
- ↑ 5,0 5,1 5,2 5,3 Terdoslavich, William. "Nothing Goes Right in Italy", in Fawcett, Bill, ed. How to Lose WWII (New York: Harper, 2000), p.157.
- ↑ Grigg, John, 1943: The Victory that Never Was, Kensington Pub Corp., 1982. ISBN 0-8217-1596-8
- ↑ Terry Crowdy, Deceiving Hitler: Double-Cross and Deception in World War II, Osprey Publishing, 20 Δεκ 2011, κεφ.13 στο Google books[νεκρός σύνδεσμος]
Αυτό το λήμμα χρειάζεται επέκταση. Μπορείτε να βοηθήσετε την Βικιπαίδεια επεκτείνοντάς το. |