Μετάβαση στο περιεχόμενο

Ιππέας

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
(Ανακατεύθυνση από Ιππεύς)
Λακωνικό μελανόμορφο κύπελλο από τον Ζωγράφο του Ιππέα, απεικονίζοντας έναν ιππέα.

Ο Ιππέας ή Ιππεύς (αρχαία ελληνικά: ἱππεύς‎‎, πληθυντικός Ἱππεῖς) είναι ο ελληνικός όρος για το μέλος του στρατού που μάχεται έφιππο, δηλαδή ανήκει στο ιππικό. Στην αρχαία αθηναϊκή κοινωνία, μετά τις πολιτικές μεταρρυθμίσεις του Σόλωνα, οι ιππεῖς ήταν η δεύτερη υψηλότερη από τις τέσσερις κοινωνικές τάξεις. Αποτελούνταν από άνδρες με ετήσιο εισόδημα τουλάχιστον 300 μέδιμνους, ή το ισοδύναμό τους. Σύμφωνα με το Τιμοκρατικό Σύνταγμα η μέση εισφορά ήταν μικρότερη από 200 μέδιμνους. Αυτό έδινε στους άνδρες που παρήγαγαν 300 μέδιμνους τη δυνατότητα να αγοράσουν και να συντηρήσουν ένα πολεμικό άλογο κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας τους στο κράτος.[1]

Οι αντίστοιχοι τους ήταν οι Ρωμαίοι equites και οι ιππότες του Μεσαίωνα.[2]

Πρώιμη Διαμόρφωση

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το αθηναϊκό ιππικό σχηματίστηκε μετά τους Περσικούς Πολέμους τον 5ο αιώνα π.Χ.· αρχικά αποτελούνταν από 300 άνδρες και στη συνέχεια αυξήθηκε σε 1.200 άνδρες κατά τη διάρκεια της Χρυσής Εποχής της Αθήνας. Αυτό περιλάμβανε 200 έφιππους τοξότες (ἱπποτοξόται) και 1.000 Αθηναίους πολίτες. Οι ἱππεῖς συνέχιζαν την εκπαίδευσή τους σε περιόδους ειρήνης. Επίσης, συμμετείχαν σε πομπές κατά τη διάρκεια δημόσιων εορτών. Τους διοικούσαν δύο ἱππαρχοι, οι οποίοι επέβλεπαν τη στρατολόγηση. Υπό την εποπτεία κάθε ἱππαρχος βρίσκονταν πέντε φυλαρχοι, που διοικούσαν μία φυλή. Και οι δύο κατηγορίες αξιωματικών προέρχονταν από τις δύο υψηλότερες τάξεις. Ήταν καθήκον της βουλής να διασφαλίσει ότι το ιππικό ήταν σε καλή κατάσταση και να εξετάζει τα νέα μέλη ως προς τον εξοπλισμό τους και την επιλεξιμότητα.[3]

Πλήρως οπλισμένος ἱππεύς. Αττική μελανόμορφη αμφορέας, 550–540 π.Χ. (Λούβρο)

Ο αριθμός των ιππέων καθοριζόταν από το διάταγμα της εκκλησίας του δήμου. Κάθε ιππέας έπαιρνε χρήματα για εξοπλισμό κατά την ένταξή του και μια επιχορήγηση για τη συντήρηση ιπποκόμου και δύο αλόγων· αυτό εξελίχθηκε σε ετήσια κρατική επιχορήγηση, ύψους σαράντα ταλάντων, αλλά κανονική πληρωμή δινόταν μόνο στο πεδίο μάχης.[2]

To Σπαρτιατικό Iππικό

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 424 π.Χ., σχηματίστηκε ένα τακτικό σώμα ιππικού, επιλύοντας παραμελήσεις πολλών ετών συγκριτικά με το πεζικό. Οι πλούσιοι έπρεπε μόνο να παρέχουν άλογα, εξοπλισμό και πανοπλία· σε καιρό πολέμου, εκείνοι που κρίνονταν ακατάλληλοι για υπηρεσία ως οπλίτες, επιλέγονταν για το ιππικό και αποστέλλονταν χωρίς προκαταρκτική εκπαίδευση. Στις μεταγενέστερες εποχές, κάθε μόρα οπλιτών φαίνεται να είχε διατεθεί 60 ιππείς.[1]

Ιππικό των Πολιτών

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Ρωμαϊκό ψηφιδωτό που απεικονίζει ιππέα σε μάχη με Αμαζόνα, 4ος αιώνας μ.Χ. (Λούβρο)

Η χρησιμότητα του ιππικού των Ελλήνων πολιτών ήταν χαμηλή λόγω της βαριάς πανοπλίας τους, του μεταλλικού τους κράνους, της πανοπλίας τους από αλυσόπλεκτο θώρακα, των μεταλλικών φουστανέλων τους, των κνημίδων που έφταναν μέχρι το γόνατο και των δερμάτινων περικνημίδων τους. Δεν μετέφεραν ασπίδες στη μάχη. Ως επιθετικά όπλα είχαν ένα ευθύ δίκοπο σπαθί και ένα δόρυ, το οποίο χρησιμοποιούσαν είτε ως λόγχη είτε το πετούσαν ως ακόντιο. Οι πέταλοι και οι αναβατήρες ήταν άγνωστα στους Έλληνες. Το πλησιέστερο που έμοιαζε με σαμάρι ήταν ένα κάλυμμα σέλας ή ένα κομμάτι πίλημα που στερεωνόταν σφιχτά κάτω από την κοιλιά του αλόγου. Οι Θεσσαλοί θεωρούνταν οι καλύτεροι αναβάτες. Εκπαιδεύτηκαν τόσο στην ιππασία όσο και στον πεζικό πόλεμο, ο Ιερός Λόχος Θηβών[4] μπορεί να συνόδευσε τον μεγάλο Θηβαίο αρχηγό ιππικού Πελοπίδα στη μοιραία αντιπαράθεσή του με τον Αλέξανδρο Φεραίο το 364 (ο Πελοπίδας δίδαξε στον Φίλιππο Β΄ της Μακεδονίας πολλές δεξιότητες ιππικού). Το ιππικό έγινε σημαντικό στον μακεδονικό στρατό κάτω από τον Φίλιππο Β΄ και τον γιο του Αλέξανδρο τον Μέγα. Αν και στο παρελθόν ο αριθμός των ιππέων στις ελληνικές δυνάμεις ήταν χαμηλός, στον αργότερο στρατό του Αλεξάνδρου αποτελούσαν σχεδόν το ένα έκτο. Το μακεδονικό ιππικό χωριζόταν σε βαρύ και ελαφρύ, και τα δύο αποτελούνταν από σμήνη (ιλαί) με μέση δύναμη 200 ανδρών. Το ελαφρύ ιππικό, το οποίο δημιουργήθηκε υπό την ονομασία πρόδρομοι (προπομποί), αποτελούνταν από Μακεδόνες σαρισσοφόροι, ονομαζόμενοι έτσι από την σάρισα, μια λόγχη μήκους 5 μέτρων μακριά (Πολύβιος, XVIII, 12), και από Θρακικούς ιππείς. Οι ιππείς του βαρέος ιππικού είχαν έκαστος έναν έφιππο υπηρέτη και πιθανώς ένα οδηγούμενο άλογο για τη μεταφορά αποσκευών και ζωοτροφών. Μετά τον Αλέξανδρο, εμφανίστηκαν οι Ταρεντίνοι ιππείς, ή ελαφροί λογχοφόροι, με δύο άλογα ο καθένας (192 π.Χ., Λίβιος, XXXV 28, 29).

Τρία κύρια στάδια εξέλιξης διαδραματίστηκαν στην αρχαία Ελλάδα, ξεκινώντας περίπου το 1400 π.Χ. κατά τη Μυκηναϊκή περίοδο. Το πρώτο στάδιο αφορούσε στη μετατροπή ενός οικόσιτου αλόγου σε πολεμικό άλογο και τη χρήση του για την έλξη ενός άρματος, το οποίο χρησιμοποιούνταν για τη μεταφορά πεζικών στη μάχη και για τη μεταφορά τραυματιών. Στο δεύτερο στάδιο, το άρμα αντικαταστάθηκε ως πλατφόρμα μάχης από το ίδιο το άλογο. Οι έφιπποι στρατιώτες χρησιμοποιούνταν για την προστασία του στρατού, την ενόχληση του εχθρού και την καταδίωξη των φευγόντων εχθρών. Στο τρίτο στάδιο, τον 4ο αιώνα, εμφανίστηκε η έφοδος του ιππικού.[1]

  1. 1,0 1,1 1,2 Worley, Leslie J. (1994). Hippeis: The Cavalry of Ancient Greece. Westview, Boulder, Colorado. (ISBN 978-1-85367-303-0), σ. 45.
  2. 2,0 2,1 Connolly, Peter (2006). Greece and Rome at War. Greenhill Books. (ISBN 978-1-85367-303-0), σ. 40.
  3. Ξενοφών. Περί Ιππικής (On Horsemanship), περίπου 350 π.Χ. Το έργο αναλύει τις αρχές της ανατροφής, της εκπαίδευσης και της φροντίδας των αλόγων, αντανακλώντας τις εμπειρίες και τις φιλοσοφικές ιδέες του Ξενοφώντα για την αρμονία μεταξύ αναβάτη και ίππου, καθώς και τις πρακτικές πτυχές των τακτικών του ιππικού και της διαχείρισης των αλόγων.
  4. Ο Ιερός Λόχος των Θηβών, James DeVoto στο The Ancient World, Vol.XXIII, No.2, 1992

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]