Το ισλίκ(ι) είναι μια μορφή σκούφου, που συνήθως φορούσαν Έλληνες Ορθόδοξοιβογιάροι της Μολδοβλαχίας, οι Φαναριώτες και οι Αρμένιοι στην Οθωμανική Αυτοκρατορία στα μέσα του 19ου αιώνα. Μαζί με την ανατολική στολή που υποδεικνύει τη μόδα και την αυστηρή κοινωνική ιεραρχία της τάξης των βογιάρων, το ισλίκι σταμάτησε να φοριέται κατά τη δεκαετία του 1840.[1]
Αποτελούσε σημαντικό μέρος της φορεσιάς των βογιάρων της Μολδοβλαχίας, καθώς το μέγεθος, το σχήμα και ο τύπος της τσόχας από την οποία κατασκευαζόταν ένα ισλίκι υποδήλωνε την κατάταξη κάποιου στην κοινωνική ιεραρχία των ΟθωμανικώνΠαραδουνάβιων Πριγκηπάτων.[3]
Για παράδειγμα, οι βογιάροι της υψηλότερης τάξης φορούσαν μεγάλα ισλίκια από τσόχα. Οι βογιάροι χαμηλότερων βαθμίδων φορούσαν μικρότερα ισλίκια από φθηνότερη τσόχα, μερικές φορές με μεγάλα τετράγωνα μαξιλάρια. Το ισλίκι ήταν σαφώς μεγάλο και συχνά προσέλκυε την προσοχή Δυτικών ταξιδιωτών στις παραδουνάβιες επαρχίες. Το χρώμα της τσόχας στο ισλίκι ενός βογιάρου ήταν επίσης ενδεικτικό του δημόσιου αξιώματος που κατείχε. [4]
↑Cartianu, Ana (1983). History and Legend in Romanian Short Stories and Tales. Minerva. σελ. 98.
↑Fermor, Patrick Leigh (2010). Mani. John Murray Press. ISBN1848545436.
↑Vintilă-Ghiţulescu, Constanţa (2011). From Traditional Attire to Modern Dress: Modes of Identification, Modes of Recognition in the Balkans (XVIth-XXth Centuries). Cambridge Scholars Publishing. σελ. 125. ISBN1443832634.
↑Taki, Victor (2021). Russia on the Danube: Empire, Elites, and Reform in Moldavia and Wallachia, 1812–1834. Central European University Press. σελίδες 332–337. ISBN9789633863831.