Βίρθα Μεσοποταμίας
Η Βίρθα ή Μακεδονόπολις ήταν αρχαία πόλη της Μεσοποταμίας, αρχικά ελληνιστική αποικία που ιδρύθηκε από τους αρχαίους Μακεδόνες.
Το όνομα στα αραμαϊκά σημαίνει κάστρο, όπως επιβεβαιώνουν οι αρχαίοι συγγραφείς (βλ. Ιεροκλής, 715, 2).
Βρισκόταν στην αριστερή όχθη του Ευφράτη, 62 μίλια δυτικά της Ούρφας και 95 μίλια βορείως του Χαλεπίου. Πιστεύεται ότι η σύγχρονη πόλη Μπιρετζίκ (Birejik, αρχαίο Ζεύγμα) προέρχεται από τη Βίρθα[εκκρεμεί παραπομπή]. Δεν αποκλείεται να αποτελούσε το προπύργιο της αιρέσεως των Μανιχαίων που την καλούσαν και Μακεδονία, η οποία βρισκόταν στη Μικρά Αρμενία.[εκκρεμεί παραπομπή]
Σύμφωνα με την παράδοση ο Μέγας Αλέξανδρος ανακαίνισε την πόλη ως Μακεδονόπολη.[1] Το γεγονός ότι η πόλη της Βίρθας και η Μακεδονόπολη είναι η μία και αυτή αποδεικνύεται από τις συνδρομές στην Οικουμενική Σύνοδο της Νικαίας, όπου σε λίστες στην αραβική και στην αραμαϊκή (συριακή) γλώσσα απαντά ο τύπος Μακεδονόπολις (Gelzer, Patrum Niceænorum διορισμου[ασαφές], 242). Μάλιστα, κατά τη Σύνοδο της Χαλκηδόνος το 451, παρών ήταν ο επίσκοπος της πόλεως Μαρέας.
Από τον 6ο αιώνα μ.Χ. και ύστερα επικρατεί η αραμαϊκή ονομασία.[2] Ο βυζαντινός αυτοκράτωρ Αναστάσιος μετά τη νίκη του κατά των Περσών (505 μ.Χ.), ανέθεσε στον επίσκοπο της πόλεως Σέργιο την ανοικοδόμησή της[3] που ολοκληρώθηκε επί Ιουστινιανού (Προκόπιος, Περί κτισμάτων Just., II, 4). Το αρχαιότερο Τακτικόν του πατριαρχείου Αντιοχείας που εξεδόθη από τον πατριάρχη Αναστάσιο Α΄ (599) τοποθετεί τη Μακεδονόπολη κοντά στην Έδεσσα (σημ. Ούρφα). Σε μεταγενέστερη εποχή αναφέρεται ως Byrte και σε παλαιότερη λατινική μετάφραση ως Virchi.[4] Η πόλη κατεστράφη από τον Ταμερλάνο τον 14ο αιώνα. Επί οθωμανικής περιόδου ανασυστήθηκε ως οικισμός με το όνομα Μπιρετζίκ στο βιλαέτι του Χαλεπιού με 10.000 κατοίκους – εκ των οποίων 1.500 χριστιανοί Αρμένιοι και Ουνίτες.
Ο Κλαύδιος Πτολεμαίος (V, xviii, xix) μνημονεύει δύο πόλεις με το όνομα Βίρθα, τη μια στον Τίγρη στην νότια Μεσοποταμία και την άλλη στον Ευφράτη, νότια της Αμφιπόλεως. Αν και η τοποθεσία της πρώτης τυγχάνει άγνωστη, η δεύτερη ταυτίζεται με το Εντ-Ντεΐρ.[5]