Μετάβαση στο περιεχόμενο

Επιθηλιακός ιστός

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
(Ανακατεύθυνση από Μικρολάχνες)

Ο επιθηλιακός ιστός είναι ένας ιστός, ο οποίος αποτελείται από κύτταρα τα οποία ονομάζονται επιθηλιακά κύτταρα. Αυτά τα κύτταρα είναι πολυεδρικά, πυκνά και στενά συνδεδεμένα μεταξύ τους, αποτελούνται από ελάχιστη μεσοκυττάρια ουσία και συνδέονται με ένα λεπτό στρώμα εξωκυττάριας ουσίας. Ως εκ τούτου σχηματίζουν μεμβράνες οι οποίες έχουν ως σκοπό την κάλυψη επιφανειών και κοιλοτήτων του σώματος (καλυπτήρια ή επενδυτικά επιθήλια) ή σχηματίζουν αδένες για την έκκριση σημαντικών μορίων για τον οργανισμό (αδενικά ή εκκριτικά επιθήλια). Κάτω από τον επιθηλιακό ιστό συναντάμε τον συνδετικό ιστό.

Γενικά χαρακτηριστικά επιθηλιακών κυττάρων

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το σχήμα και το μέγεθος αυτών των κυττάρων είναι πλούσιο, καθώς μπορούμε να τα βρούμε ως πλακώδη, κυβικά και κυλινδρικά. Ανάλογα με το σχήμα τους λαμβάνει σχήμα και ο πυρήνας τους: συνήθως τα σφαιρικά και τα κυβοειδή έχουν σφαιρικούς πυρήνες ενώ τα πλακώδη έχουν επίσης πλακώδη πυρήνα.

Αυτός ο ιστός δεν διαθέτει "δικά του" αγγεία για την τροφοδοσία του με θρεπτικές ουσίες και για την αποβολή των άχρηστων ουσιών. Ακόμα και όταν μιλάμε για πλούσιες δομές, όπως τα πολύστιβα επιθήλια, η τροφοδοσία τους εξαρτάται από τον συνδετικό ιστό, ο οποίος συμβάλλει και στην στήριξη τον επιθηλίων. Ο συνδετικός ιστός που διαδραματίζει αυτόν τον ρόλο είναι γνωστός και ως χόριο ή υποδόριος ιστός. Στο σημείο της επαφής των δυο αυτών ιστών υπάρχει πάντα μια εξωκυττάρια βασική μεμβράνη. Οι ουσίες διαχέονται μέσω της βασικής μεμβράνης από τον έναν ιστό στον άλλον. Ενδιαφέρον είναι πως οι νευρικές ίνες διαπερνούν τη βασική μεμβράνη σε αντίθεση με τα τριχοειδή αγγεία.

Σε επιθήλια που ασκείται συχνά μηχανική τριβή (π.χ. στη γλώσσα) είναι σύνηθες να παρατηρείται ένα μόρφωμα που λέγεται θηλή, η οποία ουσιαστικά είναι μια ενθυλάκωση.

Τα επιθηλιακά κύτταρα εμφανίζουν πολικότητα. Το σημείο που ενώνονται με τον συνδετικό ιστό ονομάζεται βασικός πόλος και η απέναντι περιοχή (που είναι ελεύθερη επιφάνεια συνήθως) λέγεται κορυφαίος πόλος. Οι πόλοι διαφέρουν και στη λειτουργία και στη δομή τους. Στα κυλινδρικά και στα κυβοειδή κύτταρα οι επιφάνειες που έρχονται σε επαφή με τα γειτονικά κύτταρα λέγονται πλάγιες επιφάνειες. Για την αύξηση της λειτουργικής ικανότητας εμφανίζουν συχνά αλληλοεσοχές, που έχουν ως σκοπό την επέκταση της επιφάνειας επαφής τους.

Βασικές μεμβράνες

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο βασικός πόλος αποτελείται από ένα ηλεκτροπυκνωτικό στρώμα πάχους 20-100 nm (νανόμετρα) και αποτελείται από δύο υμένες: Τον βασικό υμένα, ο οποίος περιλαμβάνει ένα δίκτυο από λεπτά ινίδια, και τον δικτυωτό υμένα ο οποίος βρίσκεται κάτω από τον βασικό και είναι πιο διάχυτος και ινώδης.

Η σύνθεση του βασικού υμένα είναι η εξής:

  • Κολλαγόνο τύπου 4 που περιλαμβάνει τρεις πολυπεπτιδικές αλυσίδες που σχηματίζουν δαντελωτό δίκτυο
  • Λαμινίνη Μεγάλες γλυκοπρωτεΐνες που σχηματίζουν δίκτυο κάτω από το βασικό πόλο και συνδέονται με της διαμεμβρανικές ιντεγκρίνες.
  • Τέλος, τα παραπάνω συνδέονται μεταξύ τους με τις συγκολλητικές πρωτεΐνες εντακτίνη και νιντογένη και με την πρωτεογλυκάνη περλεκάνη.

Στον διχτυωτό υμένα μπορούμε να συναντήσουμε ένα διάχυτο δίκτυο το οποίο περιέχει κολλαγόνο τύπου 3 και συνδέεται με το βασικό υμένα μέσω ινιδίων κολλαγόνου τύπου 7.

Συνοψίζοντας της λειτουργίες της βασικής μεμβράνης θα λέγαμε πως θα μπορούσαμε να την συντάξουμε στης εξής 6 κύριες λειτουργίες και επιρροές:

  1. Επηρεάζει την πολικότητα των κυττάρων
  2. Δομική στήριξη τον κυττάρων
  3. Ημιδιαπερατός φραγμός ουσιών προς το κύτταρο
  4. Ρυθμίζει τον πολλαπλασιασμό, διαφοροποίηση, μεταβολισμό (συγκεντρώνουν αυξητικούς παράγοντες)
  5. Στηρίζει την επούλωση και αναγέννηση
  6. Οργάνωση πρωτεϊνών κυτταρικής μεμβράνης και έλεγχος δραστηριότητας

Διακυτταρικές συνδέσεις

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στην πλασματική μεμβράνη διακρίνουμε διάφορες δομές, οι οποίες βοηθούν στη συνοχή των κυττάρων καθώς και στην κυτταρική επικοινωνία. Αυτές οι δομές είναι πολυάριθμες και αρκετά εμφανείς στα επιθήλια. Σε αντίθεση με άλλους ιστούς,τα επιθήλια εμφανίζουν πολλές εξειδικευμενες διακυτταρικές συνδέσεις, οι οποίες εξυπηρετούν διαφορετικές λειτουργίες, τις εξής:

  • οι στερεές ή αποφρακτικές συνδέσεις,
  • οι συνδέσεις πρόσφυσης ή αγκυροβολίας,
  • οι χασματικές συνδέσεις.

Στερεές συνδέσεις

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι στερεές συνδέσεις φράσσουν τον χώρο μεταξύ των κυττάρων και τις βρίσκουμε στο κορυφαίο τμήμα του μεσοκυττάριου χώρου. Ο φραγμός μεταξύ των μεμβρανών οφείλεται σε δυο πρωτεΐνες που υπάρχουν σε κάθε κύτταρο, στην οκκλουδίνη και στην κλοδίνη. Στα επιθηλιακά κύτταρα αυτές οι συνδέσεις σχηματίζουν ζώνες, οι οποίες εμποδίζουν τις μεμβρανικές πρωτεΐνες από το να μετακινηθούν (από την κορυφαία επιφάνεια σε άλλες θέσεις, π.χ. πλάγια, αντίστροφα κλπ.) αυτό επιτρέπει την δημιουργία δύο μεμβρανών, με διαφορετική πρωτεϊνική σύνθεση, με διαφορετικούς υποδοχείς και εν τέλει με διαφορετικές λειτουργίες επειδή κάθε κύτταρο έχει δύο πλευρές. Τέλος, τα πλαγιοβασικά τμήματα είναι μέρος του βασικού διαμερίσματος και στηρίζεται στον εκάστοτε συνδετικό ιστό, ενώ η κορυφαία κυτταρική μεμβράνη αποτελεί τμήμα ενός συνόλου κυττάρων (είτε οργάνου είτε ιστού).

Συνδέσεις πρόσφυσης

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι συνδέσεις πρόσφυσης είναι θέσεις ζωνοειδούς κυτταρικής συγκόλλησης. Αυτές περιβάλλουν το κύτταρο κάτω από την αποφρακτική ζώνη. Η κυτταρική σύνδεση αποτελείται από γλυκοπρωτεΐνες του κυττάρου, που αλληλεπιδρούν με ιόντα Ca2+ και λέγονται καδχερίνες, το κυτταροπλασματικό τους άκρο συνδέεται με την κατενίνη η οποία μέσω πρωτεϊνών προσφύεται σε νημάτια ακτίνης στη ζώνη συγκόλλησης, σχηματίζοντας τμήμα του τελικού δικτύου ενός κυτταροπλασματικού χαρακτηριστικού που παρατηρείται σε αρκετά επιθηλιακά κύτταρα. Αυτό το χαρακτηριστικό συμβάλει σε πολλές λειτουργίες και μια εξ αυτών είναι και η κινητικότητα του κυτταροπλάσματος. Σε αυτές της συνδέσεις ανήκει επίσης και η αποκαλούμενη κηλίδα συγκόλλησης, η οποία μοιάζει με κηλίδα.

Χασματικές συνδέσεις

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι χασματικές συνδέσεις χρησιμεύουν περισσότερο στην επικοινωνία και όχι στην σύνδεση και είναι πολυάριθμες. Οι πρωτεΐνες τους λέγονται κονεξίνες, και δομούν τα κονεξόνια τα οποία είναι εξαμερή συμπλέγματα. Όταν δυο κύτταρα ακουμπούν μεταξύ τους τότε οι κονεξίνες κινούνται και ενώνονται, δημιουργώντας έτσι το κονεξόνιο. Αυτές οι συνδέσεις επιτρέπουν την διακυτταρική ανταλλαγή μικρών μορίων κάτω του 1,5 nm καθώς ο ίδιος ο πόρος τον κονεξονίων είναι 1,5 nm, μερικοί διαμεσολαβητές κινούνται ταχύτατα μέσο αυτών των συνδέσεων με αποτέλεσμα να επιτρέπονται κύτταρα από διάφορους ιστούς να δρουν συγχρονισμένα, παράδειγμα αποτελεί η καρδιά, η οποία μπορεί να κάνει συγχρονισμένη σύσπαση χάρη αυτού του μηχανισμού.

Εξειδικεύσεις ελεύθερης επιφάνειας τον επιθηλιακών κυττάρων

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στην κορυφή επιθηλίων που περιβάλλουν ένα όργανο μπορούν να βρεθούν διάφορες δομές που εξυπηρετούν σημαντικούς σκοπούς, όπως η μετακίνηση ουσιών η η αύξηση της επιφάνειας του κυττάρου. Αυτές οι εξειδικεύσεις μπορούν να βρεθούν σε πολλά συστήματα, όπως για παράδειγμα στο αναπνευστικό σύστημα. Η παρουσία κροσσωτού επιθηλίου στους βρόγχους. Οι εξειδικεύσεις της ελεύθερης επιφάνειας που διακρίνονται είναι οι εξής:

  • Μικρολάχνες
  • Στερεοκροσσοί
  • Κροσσοί

Η κίνηση του κυτταροπλάσματος και η δραστικότητα τον νηματίων ακτίνης έχουν ως αποτέλεσμα κύτταρα να εμφανίζουν κυτταροπλασματικές εκβολές. Αυτές οι εκβολές γενικά διαφοροποιούνται ως προς το σχήμα το μεγεθος καθώς και τον αριθμό τους. Στην περίπτωση τον επιθηλιακών κυττάρων που είναι απορροφητικά παρουσιάζονται αυτές οι εκβολές και λέγονται μικρολάχνες. Το μέσο μέγεθος μίας μικρολάχνης είναι 1μm και το μέσο φάρδος 0,1μm, ωστόσο λόγω του μεγάλου όγκου μικρολαχνών που βρίσκουμε σε κάθε κύτταρο (από εκατοντάδες ως και χιλιάδες) η δυνατότητα της απορροφητικότητας κάθε σαπροφυτικού επιθηλιακού κυττάρου αυξάνεται κατά 20 με 30 φορές. Στον εντερικό σωλήνα συναντάμε μικρολάχνες. Αυτές οι μικρολάχνες είναι επενδυμένες με έναν παχύ γλυκοκάλυκα ο οποίος έχει ένζυμα κατάλληλα για την διάσπαση κάποιον μακρομορίων. Οι μικρολάχνες, αν και συνήθως είναι ακίνητες, χάρη στα νημάτια ακτίνης που φέρουν έχουν τη δυνατότητα να κινούνται, διαμορφώνοντας έτσι καλύτερες συνθήκες απορρόφησης.

Οι στερεοκροσσοί είναι ο πιο σπάνιος τύπος από τους τρεις. Συναντάται στο αναπαραγωγικό σύστημα του άνδρα (αυλός της επιδιδυμίδας και αυλός σπερματικού πόρου) .Πιο εξειδικευμένοι στερεοκροσσοί συναντώνται επίσης και στα αισθητηριακά κύτταρα του έσω ωτός. Οι στερεοκροσσοί αυξάνουν την επιφάνεια επαφής και μοιάζουν με τις μικρολάχνες καθώς μπορούμε να συναντήσουμε ίδιο είδος ορισμένων δεσμευτικών πρωτεϊνών και λόγω της διάταξης των νηματίων ακτίνης, έχουν όμως μεγαλύτερο μήκος και η κινητική τους δυνατότητα είναι μικρή. Κατά μήκος της πορείας τους μπορούν να διακλαδίζονται.

Οι κροσσοί μοιάζουν με τις μικρολάχνες, στο εσωτερικό τους έχουν εννέα ζεύγη περιφερικά τοποθετημένων μικρών σωληναρίων και ένα κεντρικό, των οποίων η διάταξη ονομάζεται αξόνημα. Οι πρωτεΐνες κινεσίνη και δυνεΐνη είναι υπεύθυνες για την κίνηση τον κροσσών. Γενικά οι περισσότεροι τύποι κυττάρων διαθέτουν έναν μοναδικό κροσσό, τον πρωτογενή κροσσό, ο οποίος, παρότι είναι ακίνητος, είναι πλούσιος σε υποδοχείς και σηματοδοτικά συμπλέγματα για την ανίχνευση οσμών, κίνησης, ροής νερού και ανίχνευσης φωτός. Εκεί που διαφέρει το επιθήλιο είναι πως σε αυτό μπορούμε να συναντήσουμε άφθονους κροσσούς με μεγάλη κινητικότητα. Το τυπικό μήκος τους είναι 5-10μm και διάμετρος 0,2μm. Σε γενικές γραμμές τα αξόνημα αποτελεί τη συνέχεια των βασικών σωματίων, τα οποία είναι δομές που βρίσκονται κάτω από την πλασματική μεμβράνη και αποτελούνται από εννέα τριάδες μικρών σωληναρίων. Οι κροσσοί για την προώθηση των υγρών δημιουργούν έναν παλμό, σαν κύμα, προς μία κατεύθυνση κατά μήκος τους. Αυτό επιτυγχάνεται με τη βοήθεια της δυνεΐνης ( τα συμπλέγματα - ζεύγη των πρωτεϊνών της δυνεΐνης συνδέουν τα μικρά ζεύγη σωληναρίων εκτεινόμενα δίκην βραχίονα στο παρακείμενο ζεύγος μικρών σωληναρίων) και την άντληση ενέργειας από την ATP. Ενδιαφέρον είναι πως και τα σπερματοζωάρια κινούνται με τον ιδιο μηχανισμό. Επίσης υπάρχει και ένα σύνδρομο, το σύνδρομο τον ακίνητων κροσσών.

Οι κύριοι τύποι επιθηλίων που διακρίνουμε είναι δυο, τα καλυπτήρια επιθήλια και τα εκκριτικά. Ωστόσο οι κατηγορίες δεν είναι απόλυτες διότι υπάρχουν καλυπτικά επιθήλια που εκκρίνουν ουσίες και εκκριτικά επιθήλια τα οποία βρίσκονται διάσπαρτα μαζί με καλυπτήρια επιθήλια.

Καλυπτήρια επιθήλια

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα καλυπτήρια η αλλιώς επενδυτικά επιθήλια έχουν ως σκοπό την κάλυψη κοιλοτήτων (π.χ. το στομάχι, το έντερο, το στόμα κλπ) και επιφανειών (π.χ. δέρμα). Η ταξινόμησή τους γίνεται με δυο κύρια κριτήρια, τον αριθμό των στοιβάδων και το σχήμα τον κυττάρων.

Μονόστοιβο καλυπτήριο επιθήλιο

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στο μονόστιβο καλυπτήριο επιθήλιο παρατηρούνται σχηματισμοί κυττάρων που οδηγούν στης εξής κατηγορίες επιθηλίου:

  • Πλακώδες, το συναντάμε στην επένδυση των αγγείων, στην επένδυση της περικαρδιακής και υπεζωκοτικής κοιλότητας και στην επένδυση της περιτοναϊκής κοιλότητας. Κύριες λειτουργίες του αποτελούν η έκκριση βιολογικά ενεργών μορίων, η ενεργητική μεταφορά με πινοκύττωση και η διευκόλυνση της κίνησης των σπλάχνων.
  • Κυβοειδές, το συναντάμε στην επικάλυψη τον ωοθηκών καθώς και την επικάλυψη του θυρεοειδούς αδένα. Κύριες λειτουργίες του αποτελούν η κάλυψη και η έκκριση.
  • Κυλινδρικό, το συναντάμε στην επένδυση του εντέρου και στην επένδυση της χοληδόχου κύστης. Κύριες λειτουργίες του αποτελούν, η προστασία, η έκκριση, η απορρόφηση και η λίπανση.

Ψευδοπολύστιβο καλυπτικό επιθήλιο

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το ψευδοπολύστιβο καλυπτικό επιθήλιο δίνει την εντύπωση πως αποτελείται από πολλές στοιβάδες ενώ στην πραγματικότητα τα κύτταρα έχουν ακανόνιστο σχήμα, στηρίζονται στον βασικό υμένα, οι πυρήνες βρίσκονται σε διαφορετικά επίπεδα και δεν φτάνουν όλοι στην ελεύθερη επιφάνεια. Το συναντάμε στην επένδυση της τραχείας, την επένδυση τον βρόγχων και την επένδυση των ρινικών κοιλοτήτων. Κύριες λειτουργίες του αποτελούν η προστασία και η μεταφορά ουσιών που βρίσκονται παγιδευμένες σε βλέννη έξω από την αεροφόρο οδό.

Πολύστιβο καλυπτικό επιθήλιο

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Για να χαρακτηριστεί ένα καλυπτικό επιθήλιο πολύστιβο καλυπτικό επιθήλιο, πρέπει να έχει δυο η παραπάνω σειρές κυττάρων. Εδώ συναντάμε επίσης και τα κερατινοποιημένα επιθήλια, τα οποία είναι γεμάτα ενδιάμεσα με ινίδια κεράτινης, η μη κερατινοποιημένα, δηλαδή να έχουν μικρή ποσότητα ινιδίων κερατίνης εν ολίγοις διακρίνουμε τους εξής τύπους:

  • Πλακώδες κερατινοποιημένο: το συναντάμε στην επιδερμίδα. Κύριες λειτουργίες του είναι η προστασία και η παρεμπόδιση απώλειας υγρών από το σώμα.
  • Πλακώδες μη κερατινοποιημένο: το συναντάμε στο στόμα, στον οισοφάγο στον λάρυγγα, στον κολεό και στον πρωκτικό σωλήνα. Κύριες λειτουργίες του είναι η προστασία, η έκκριση και η παρεμπόδιση απώλειας υγρών από το σώμα.
  • Κυβοειδές: το συναντάμε στους ιδρωτοποιούς αδένες και στα ωριμάζοντα ωοθυλάκια. Κύριες λειτουργίες του είναι η προστασία και η έκκριση.
  • Μεταβατικό: το συναντάμε στην ουροδόχο κύστη, στους ουρητήρες και στους νεφρικούς κάλυκες. Κύριες λειτουργίες του είναι η προστασία και η διατασιμότητα.
  • Κυλινδρικό: το συναντάμε στον επιπεφυκότα. Κύριες λειτουργίες του είναι η προστασία.

Εκκριτικά επιθήλια

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα εκκριτικά επιθήλια έχουν σκοπό την έκκριση και παραγωγή ουσιών. Τα συναντάμε στα επιθήλια ανεξάρτητα ή και σε εξειδικευμένα όργανα που λέγονται αδένες. Το έκκριμά τους αποθηκεύεται στα εκκριτικά κοκκία, τα οποία εντοπίζονται στο κυτταρόπλασμα και ουσιαστικά κρατούν το έκκριμα μέσα σε μία μεμβράνη. Δουλειά αυτών τον κυττάρων είναι η έκκριση ουσιών όπως οι πρωτεΐνες και τα συμπλέγματα πρωτεϊνών, λιπίδια και συμπλέγματα υδατανθράκων. Οι μαζικοί αδένες έχουν την δυνατότητα να εκκρίνουν και τις τρεις αυτές ουσίες από την άλλη έχουμε τους ιδρωτοποιούς αδένες όπου εκκρίνουν νερό και ηλεκτρολύτες όπου τους παραλαμβάνουν από το αίμα και δεν εκκρίνουν ιδιαίτερα τις παραπάνω ουσίες.

Γενικά τους αδένες βάσει του πού παροχετεύουν το έκκριμά τους, τούς χωρίζουμε σε τρεις κατηγορίες:

  • Ενδοκρινείς αδένες, αυτοί παροχετεύουν το έκκριμά τους σε ένα αγγείο κατευθείαν παράδειγμα ο θυρεοειδής αδένας.
  • Εξωκρινείς αδένες, που παροχετεύουν το έκκριμά τους σε μια κοιλότητα κατευθείαν, παράδειγμα οι αδένες του στομάχου.
  • Μεικτοί αδένες, αυτοί παροχετεύουν το έκκριμά τους και ενδοκρινώς και εξωκρινώς και για αυτό λέγονται μεικτοί, παράδειγμα το πάγκρεας που εκκρίνει με την ενδοκρινή μοίρα την ινσουλίνη και με την εξωκρινή το παγκρεατικό υγρό.

Σε μονόστιβο κυβοειδές, κυλινδρικό και σε ψευδοπολύστιβο επιθήλιο διαφόρων οργάνων είναι δυνατόν να συναντήσουμε μονοκυτταρικούς αδένες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα μονοκυτταρικού αδένα αποτελούν τα καλυκοειδή κύτταρα, τα οποία συναντάμε σε μεγάλες συγκεντρώσεις στο επιθήλιο του λεπτού εντέρου και στο αναπνευστικό σύστημα, δηλαδή περιοχές με μεγάλη ανάγκη έκκρισης βλέννης.

Η προέλευση των αδένων είναι προφανώς από τα καλυπτικά επιθήλια, εκεί τα κύτταρα πολλαπλασιάζονται, διαφοροποιούνται και μετά σχηματίζουν έναν αδένα. Αυτό συμβαίνει κατά την εμβρυακή ανάπτυξη, ουσιαστικά αυτά τα κύτταρα καταλήγουν να εμβυθίζονται μέσα στον συνδετικό ιστό και από εκεί, οι εξωκρινείς αδένες σχηματίζουν έναν "σωλήνα" προς το επιφανειακό επιθήλιο όπου λέγεται πόρος, και μέσω αυτού προωθούν το έκκριμά τους προς την επιφάνεια, ενώ οι ενδοκρινείς αδένες δεν έρχονται σε επαφή με το επιθήλιο από το οποίο αναπτύχθηκαν και το έκκριμα τους παροχετεύεται διαμέσου τριχοειδών αγγείων κατευθείαν στην αιματική κυκλοφορία.

Εξωκρινείς αδένες

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ένας εξωκρινής αδένας εν τέλει αποτελείται από την εκκριτική μοίρα, η οποία είναι εμβυθισμένη στον συνδετικό ιστό και αποτελεί το τμήμα του αδένα που παράγει το έκκριμα και τον πόρο, ο οποίος είναι ο σωλήνας που ενώνει την εκκριτική μοίρα με την επιφάνεια ενός επιθηλίου. Τους εξωκρινείς αδένες τους διακρίνουμε καταρχάς από ένα πολύ σημαντικό χαρακτηριστικό. Αυτό είναι αν αποτελούνται από μια εκκριτική μοίρα ή αν ο πόρος διακλαδίζεται έτσι που να συνδέεται με παραπάνω εκκριτικές μοίρες, βάσει αυτού διακρίνονται σε:

  • Απλούς αδένες,που έχουν μία εκκριτική μοίρα
  • Σύνθετους αδένες, που έχουν έναν διακλαδισμένο πόρο με παραπάνω από μία εκκριτική μοίρα.

Ο επόμενος τρόπος ταξινόμησης είναι το σχήμα του ιδίου του πόρου, έτσι μπορούμε να διακρίνουμε:

  • Σωληνοειδής, μπορεί να είναι απλός ή σύνθετος
  • Διακλαδιζόμενος σωληνοειδής, μπορεί να είναι μόνο απλός
  • Περιπλεγμένος σωληνοειδής, μπορεί να είναι μόνο απλός
  • Κυψελοειδής, μπορεί να είναι απλός ή σύνθετος
  • Διακλαδιζόμενος κυψελοειδής, μπορεί να είναι μόνο απλός
  • Σωληνοκυψελοειδής, μπορεί να είναι μόνο σύνθετος

Ανανέωση επιθηλιακών κυττάρων

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Θα λέγαμε πως τα κύτταρα του επιθηλιακού ιστού είναι αρκετά ασταθή. Για τον λόγο αυτό, ανάλογα με το σημείο στο οποίο εξετάζουμε, συναντάμε διαφορετικούς χρόνους ανανέωσης. Ο τρόπος ανανέωσης είναι μέσω μιτώσεως και από αρχέγονους βλαστικούς κυτταρικούς πληθυσμούς. Η ανανέωση σε γενικούς ρυθμούς είναι πολύ γρήγορη σε κατεστραμμένα η αποπτωτικά κύτταρα. Ένα καλό παράδειγμα είναι το ήπαρ, στο οποίο μετά από βλάβη του, είτε τραυματική είτε χειρουργική ή ακόμα και χημική, ο υγιής ιστός θα αρχίσει να πολλαπλασιάζεται προσδίδοντας στο ήπαρ πάλι πλήρη φυσική λειτουργία.

  1. Άνθονι Λ. Μέσχερ, L. Carlos Junqueira, - (Ιανουάριος 2015). JUNQUEIRA'S ΒΑΣΙΚΗ ΙΣΤΟΛΟΓΙΑ. 3316-0257: ΙΑΤΡΙΚΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ Π. Χ. ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ. σελ. Κεφάλαιο 4 επιθηλιακός ιστός, σελίδες 117-145. ISBN 978-9963-716-89-0.