Καλλίνικον
Το Καλλίνικον ή Νικηφόριον ήταν αρχαία πόλη της Μεσοποταμίας. Βρισκόταν μεταξύ της Αμφιπόλεως και της Δούρας Ευρωπού, επί της συμβολής του ποταμού Ευφράτη με τον Βιλήχα ποταμό.
Οι αρχαίοι συγγραφείς Ισίδωρος Χαρακηνός[1] και ο Πλίνιος[2] ισχυρίζονταν πως την έχτισε ο Μέγας Αλέξανδρος, ίσως κατά το 331 π.Χ. όταν βάδιζε για την αποφασιστική μάχη των Γαυγαμήλων, αντιλαμβανόμενος τα πλεονεκτήματα της τοποθεσίας του ποταμού. Πολύ πιθανόν ο Μέγας Αλέξανδρος να έκτισε τον ναό του Διός Νικηφόρου, σε ανάμνηση κάποιας νίκης του. Αργότερα ο Σέλευκος Β' Καλλίνικος επανίδρυσε την πόλη ως Καλλίνικον. Η σελευκιδική ονομασία εκτόπισε την προγενέστερη αλεξανδρινή. Αυτό θα έλαβε χώρα είτε κατά το τέλος του 3ου συριακού πολέμου (246 -241 π.Χ.), οπότε επανέκτησε την βόρεια Συρία και Μεσοποταμία από τον Πτολεμαίο Γ', είτε κατά την εκστρατεία του κατά των Πάρθων (~235 π.Χ.).
Το γεγονός της σελευκιδικής επανίδρυσης της πόλης είχε αμφισβητηθεί από κάποιους ιστορικούς μελετητές (όπως ο Γιόχαν Γκούσταφ Ντρόιζεν) που υποστήριξαν ότι το Καλλίνικον κτίστηκε κοντά στο Νικηφόριον. Αντίθετα ο Αντιοχεύς ρήτωρ-σοφιστής Λιβάνιος απέδωσε την ίδρυση του Καλλινίκου σε κάποιον σοφιστή Καλλίνικο που φονεύθηκε εκεί στους χρόνους του αυτοκράτορα Γαλλιηνού (253 -268 μ.Χ.).
Πιθανώς κατά τα τέλη του 2ου αιώνα π.Χ. η πόλη καταλήφθηκε από το βασίλειο των Πάρθων, για να περάσει λίγο αργότερα στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Κατέστη σημαντική εμπορική πόλη. Κατά τον Σπαρτιανό από το ναό του Διός Νικηφόρου, ο Αδριανός -με χρησμό- έμαθε ότι θα γινόταν αυτοκράτορας. Την εποχή του Γορδιανού Πίου και του Γαλλιηνού η πόλη εξέδωσε και νομίσματα με την επιγραφή COLONIA NICEPH. CONS ή COND. και σε άλλο παριστάνεται η κεφαλή της προσωποποιημένης πόλης.
Κατά τη βυζαντινή περίοδο, το Καλλίνικον μετονομάστηκε από τον αυτοκράτορα Λέοντα Ά΄ (457–474 μ.Χ.) σε Λεοντόπολη, αλλά η ελληνιστική επισκίασε την βυζαντινή ονομασία. Στις 19 Απριλίου του 531 μ.Χ. η βυζαντινή στρατιά του Βελισαρίου συγκρούστηκε με τους Σασσανίδες Πέρσες σε μια αιματηρότατη ισοπαλία. Αργότερα ο Πέρσης βασιλιάς Χοσρόης σε μια εισβολή στην βυζαντινή Συρία, κατέστρεψε το Καλλίνικον, για να ξανακτιστεί από τον Ιουστινιανό. Τον 6ο αιώνα, η πόλη έγινε το κέντρο του συριακού χριστιανικού μοναχισμού. Κατά το 509 μ.Χ. ιδρύθηκε στα βόρεια της ελληνιστικής πόλης, η μονή του αγίου Ζακχαίου (Deir Mār Zakkā) στην περιοχή Tall al-Bi'a, αποκτώντας μεγάλη φήμη. Από ένα ψηφιδωτό των αρχών του 6ου αιώνα, υπολογίζεται η χρονολογία ίδρυσης της μονής, η οποία αναφέρεται σε διάφορες πηγές ως και τον 10ο αιώνα. Ένα άλλο μοναστήρι της περιοχής ήταν η Bīzūnā ή Dairā d-Esţunā που σημαίνει το μοναστήρι της στήλης. Αργότερα κατά τον 9ο αιώνα -όταν η Συρία ήταν στο χαλιφάτο των Αββασιδών- το μοναστήρι ήταν η έδρα του Πατριαρχείου της Αντιόχειας. Το 639 μ.Χ. η πόλη έπεσε στα χέρια των Αράβων του 'Iyāḍ ibn Ghanm μετά από συνθηκολόγηση.
Στη θέση της αρχαίας πόλης βρίσκεται η σημερινή Αρ Ρακά (Ar-Raqqah) της βορειοκεντρικής Συρίας.
Αναφορές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Πηγές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Νικηφόριον
- Γιόχαν Γκούσταφ Ντρόιζεν, Ιστορία των Επιγόνων του Μεγάλου Αλεξάνδρου, εκδ. ελεύθερη σκέψις.