Άορνος
Το λήμμα παραθέτει τις πηγές του αόριστα, χωρίς παραπομπές. |
Αυτό το λήμμα τεκμηριώνεται κυρίως με πρωτογενείς πηγές. Παρακαλούμε βελτιώστε το προσθέτοντας δευτερογενείς ή τριτογενείς πηγές. |
Πολιορκία της Αόρνου Πέτρας | |||
---|---|---|---|
Πόλεμοι του Μεγάλου Αλεξάνδρου | |||
«Η Άορνος Πέτρα όπως φαίνεται από τη Χουζάρα», (Huzara) στο διαμέρισμα Χαριπούρ (Haripur). Πίνακας του 1850, του στρατηγού Τζέιμς Άμποτ (James Abbott).[1] | |||
Χρονολογία | Χειμώνας 327 ΠΚΕ - Άνοιξη του 326 ΠΚΕ | ||
Τόπος | Άορνος Πέτρα ή απλά Άορνος, βρίσκεται στην περιοχή του Σβάτ ή Σουάτ ή περιοχή Σάνγκλα, στο Πακιστάν. | ||
Έκβαση | Αποφασιστική νίκη του Αλέξανδρου, είσοδος και συνέχεια την εκστρατείας στην Πενταποταμία και συνέχεια προέλασης προς την Αρχαία Ινδία. | ||
Αντιμαχόμενοι | |||
| |||
Ηγετικά πρόσωπα | |||
Δυνάμεις | |||
| |||
Απώλειες | |||
|
Η Άορνος Πέτρα ή απλά Άορνος (αρχαία ελληνικά: Ἄορνος (άρθρο: ο ή η),[2]) ήταν οχυρώτατη ορεινή τοποθεσία της Ινδίας, η οποία πολιορκήθηκε και κατελήφθη από τον Μέγα Αλέξανδρο, «στο αποκορύφωμα της καριέρας του ως του μεγαλύτερου πολιορκητή στην ιστορία», σύμφωνα με τον σύγχρονο βιογράφο του Μεγάλου Αλεξάνδρου Ρόμπιν Λέιν Φοξ (Robin Lane Fox).[3] Βρίσκεται στο σημερινό Πακιστάν.
Χρονολογία-τοποθεσία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η πολιορκία έλαβε χώρα τον χειμώνα του 327π.Χ προς την άνοιξη του 326 π.Χ. Η τοποθεσία ταυτίσθηκε ικανοποιητικά με το σύγχρονο βουνό Πιρ-Σαρ (Pir-Sar) στο διαμέρισμα Σουάτ, στο Πακιστάν, από τον Άουρελ Στάιν (Sir Aurel Stein) το 1926, και έχει επιβεβαιωθεί και από τους αρχαιολόγους. Το Πιρ-Σαρ βρίσκεται λίγα χιλιόμετρα δυτικά του Ινδού ποταμού και βόρεια του ποταμού Μπουνέρ (Buner) στο βόρειο Πακιστάν, πολύ κοντά στα σημερινά σύνορα με το βόρειο Αφγανιστάν, βόρεια της πόλης Άττοκ ή Αττόκ (Attock) της Πενταποταμίας (της σημερινής περιοχής Παντζάμπ του Πακιστάν).
Η Άορνος Πέτρα και οι ινδικές δυνάμεις που την περιφρουρούσαν αποτελούσαν σαφώς απειλή για τη γραμμή τροφοδοσίας των στρατευμάτων του Μεγάλου Αλεξάνδρου, η οποία απλωνόταν, επικίνδυνα ευάλωτη, πάνω από τον μεγάλο ορεινό όγκο της νοτιο-κεντρικής Ασίας, την οροσειρά του Ινδοκαυκάσου (Χίντου Κους ή Ινδοκούς), ως πίσω στο σημερινό Μπαλκ ή Μπαλχ (αρχαία ελληνικά: Ζαρίασπα ή Βάκτρα). Ο Αρριανός αναφέρει ως κυριότερη αιτία της πολιορκίας την ηρωική επιθυμία που είχε ο Μέγας Αλέξανδρος να ξεπεράσει, ως απόγονός του, τον ίδιο τον Ηρακλή, ο οποίος φέρεται να είχε αποτύχει να την καταλάβει κατά το μυθολογικά παρελθόν.
Σύμφωνα με τον Αρριανό («Αλεξάνδρου Ανάβασις»), η Άορνος Πέτρα βρισκόταν μεταξύ του Γουραίου ποταμού και της κοιλάδας του Ινδού ποταμού. Ο Γουραίος ποταμός βρίσκεται μεταξύ του Ιμάου όρους (σημερινά δυτικά Ιμαλάια στο βόρειο Πακιστάν) και του Σουάστη ποταμού (σημερινός Σουάτ ή Swat, στο ΒΔ Πακιστάν), ο οποίος βρίσκεται μετά τον Υδάσπη ποταμό (σημερινός Τζέλουμ), της περιοχής Παντζάμπ στο ΒΑ Πακιστάν.
Ιστορικό πλαίσιο - υπόβαθρο πριν την πολιορκία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Είναι γνωστό από τους ιστορικούς που ακολουθούσαν την εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου στην Ινδία, ότι, στην προέλαση προς τα ανατολικά, η κύρια δύναμη του μακεδονικού στρατού φαίνεται να πέρασε μέσω του Κυβέριου Περάσματος (Khyber Pass) το οποίο ήταν και είναι ένα πέρασμα μεταξύ των βουνών, που σήμερα συνδέει το σύγχρονο Αφγανιστάν με το Πακιστάν. Ωστόσο, μια μικρότερη δύναμη, υπό την αρχηγία του ίδιου του Μεγάλου Αλεξάνδρου, πέρασε από μια άλλη βόρεια διαδρομή, συναντώντας στον δρόμο της, τον χειμώνα του 326 π.Χ., το φρούριο της Αόρνου. Η τοποθεσία αυτή είχε υψηλή μυθολογική σημασία για τους Έλληνες, καθώς, σύμφωνα με τον μύθο, ο Ηρακλής είχε αποτύχει να την καταλάβει, Είχε προηγηθεί ή κατάληψη των Ώρων η οποία πιθανολογείται ότι βρισκόταν κάπου στη δυτική όχθη του Ινδού). Η τελευταία αυτή επιτυχία των Μακεδόνων ήταν σημαντική διότι οι υπερασπιστές των Βαζίρων αντελήφθησαν ότι ήταν σε δυσχερή θέση και αφού εγκατέλειψαν νύχτα την πόλη τους κατέφυγαν σε οχυρή τοποθεσία. Το ίδιο έπραξαν και άλλοι Ινδοί οι οποίοι εγκατέλειπαν μαζικά τις πόλεις τους και κατέφευγαν σε το φυσικό φυσικό οχυρό της Αόρνου Πέτρας.
Ο Ηφαιστίων και ο Περδίκκας στο μεταξύ οχύρωσαν την Οροβάτιδα (σήμερα Πεσαβάρ ή Πεσαουάρ) και έζευξαν με γέφυρα τον Ινδό ποταμό. Ο Μέγας Αλέξανδρος, αφού μετέτρεψε σε φρούρια τα Ώρα και τα Μάσσαγα (σημ. Τσακνταρά), οχύρωσε τα Βάζιρα ως πόλη, μετέβη στον Ινδό όπου είχε καταληφθεί η πόλη Πευκελαώτιδα και ακολουθούμενος από τους Ινδούς διοικητές της περιοχής, Κωφαίο και Ασσαγέτη, κατέλαβε πολλές μικρές παραποτάμιες πόλεις. Στα Εμβόλιμα, κοντά στην Άορνο Πέτρα, εγκατέστησε τον στρατηγό Κρατερό με διαταγές να συγκεντρώσει εφόδια για μακρόχρονη πολιορκία. Σε περίπτωση, που η Άορνος Πέτρα δεν έπεφτε με έφοδο, θα επεδίωκε την εξάντληση των υπερασπιστών της.
Με τους τοξότες, τους Αγριάνες, την τάξη του Κοίνου, τους καλύτερους και ελαφρύτερους πεζούς, περί τους 200 εταίρους και 100 ιπποτοξότες ο Μέγας Αλέξανδρος κινήθηκε από τα Εμβόλιμα ξανά προς την Άορνο Πέτρα και στρατοπέδευσε εκεί κοντά. Την επομένη μετακίνησε το στρατόπεδο ακόμη πιο κοντά στον βράχο. Τότε τον πλησίασαν μερικοί ντόπιοι και προσφέρθηκαν έναντι αμοιβής (κατά άλλους ήταν αυτόμολοι), να του υποδείξουν το πιο ευπρόσβλητο σημείο του βράχου. Εκείνος έστειλε μαζί τους τον Πτολεμαίο (μετέπειτα βασιλιά της Αιγύπτυ) με τους Αγριάνες, τους άλλους ψιλούς και μερικούς επίλεκτους υπασπιστές με διαταγές να καταλάβουν την περιοχή, να εγκαταστήσουν φρουρά και να τον κρατούν ενήμερο. Ο Πτολεμαίος πέρασε από ένα δύσκολο δρομολόγιο, δεν έγινε αντιληπτός από τις δυνάμεις των Ινδών, κατέλαβε τον αντικειμενικό σκοπό του και οχύρωσε το στρατόπεδό του με τάφρο και χάρακα. Ο Μέγας Αλέξανδρος είδε τον πυρσό που άναψε ο Πτολεμαίος και την επομένη ξεκίνησε να τον συναντήσει. Όμως οι Ινδοί, που γνώριζαν καλά την κακοτράχαλη περιοχή, προέβαλαν σκληρή αντίσταση και τον εμπόδισαν. Ο Μέγας Αλέξανδρος αναδιπλώθηκε και εκείνοι στράφηκαν κατά του Πτολεμαίου πιστεύοντας ότι τον είχαν αποκόψει. Η επίθεση των Ινδών ήταν σφοδρότατη και παρότι υστερούσαν έναντι των Μακεδόνων σε τοξεύματα, χρειάστηκε να πέσει η νύχτα για να υποχωρήσουν.
Ήταν φανερό ότι ο Αλέξανδρος έπρεπε να ενωθεί με τον Πτολεμαίο. Έστειλε λοιπόν μήνυμα με έναν πιστό Ινδό αυτόμολο και με το πρώτο φως της επομένης ημέρας ξεκίνησε στο δρομολόγιο, που είχε ακολουθήσει και ο Πτολεμαίος. Κατά το μεσημέρι ήρθαν σε επαφή με τους Ινδούς, που βρέθηκαν πλέον μεταξύ των τμημάτων του Πτολεμαίου και του Αλεξάνδρου. Οι Ινδοί πολέμησαν και πάλι πολύ σκληρά, αλλά οι Μακεδόνες δεν καταπονήθηκαν πολύ, επειδή τα τμήματα κρούσης του Αλεξάνδρου διαδέχονταν το ένα το άλλο κατά κύματα. Τελικά, με μεγάλη δυσκολία και μόλις κατά το σούρουπο κατάφεραν να απωθήσουν όλους τους Ινδούς από το πέρασμα.[4]
Οχύρωση
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η περιοχή της Αόρνου , ήταν μια καλά ενισχυμένη οχυρή θέση, στο βουνό με τα αρκετά στενά φαράγγια, σε μία στροφή του άνω ρου του Ινδού ποταμού. Το φρούριο βρισκόταν σε μια επίπεδη κορυφή στην οποία υπήρχε επάρκεια νερού που παρέχονταν από φυσικές πηγές και ήταν αρκετά ευρύ, ώστε να καλλιεργείται. Οι φύλακές του πίστευαν ότι δεν κινδύνευαν από ασιτία σε περίπτωση επίθεσης – πολιορκίας.
Οι αρχαίες πηγές δεν συμφωνούν όλες στην περιγραφή αυτού του οχυρού:
- Κατά τον Αρριανό η Άορνος Πέτρα ήταν βράχος απρόσβλητος και η μοναδική πρόσβαση ήταν ένα μονοπάτι, τεχνητό και δύσβατο.[5] Το πόσο δύσκολη ήταν η πρόσβαση τονίζεται από το ελληνικό της όνομα (Ἄ-ορνος), που δηλώνει ότι ούτε «ὄρνις», δηλαδή πουλί, δεν μπορούσε να την πατήσει. Ωστόσο πιθανόν και να πρόκειται για εσφαλμένη ετυμολογία, διότι ακουστικά πολύ κοντά στο ελληνικό «άορνος» βρίσκεται το σανσκριτικό «αβάρνα »ή «αβαράνα», που σημαίνει φρούριο ή κρησφύγετο. Κατά τον Αρριανό, η Άορνος Πέτρα είχε περιφέρεια περί τα 200 στάδια (37 χιλιόμετρα) και ύψος στο χαμηλότερο σημείο της 11 στάδια (περίπου 2 χιλιόμετρα). Στην κορυφή του βράχου άφθονο νερό άρδευε δάση και γη η οποία ήταν εύφορη και αρκετή για να δουλέψουν 1.000 άνθρωποι. Δηλαδή ήταν τεράστια η δυσκολία για τους πολιορκητές και απίστευτη η άνεση για τους πολιορκημένους.
- Κατά τον Διόδωρο, ήταν κυκλικός βράχος, ύψους 16 σταδίων (περίπου 3.000 μέτρων), περιφέρειας 100 σταδίων (περίπου 18,5 χιλιόμετρα), άρα επιφάνειας περί τα 27 τχμ και στους νότιους πρόποδές του έρεε ο Ινδός (ποταμός).
- Ο Κουίντος Κούρτιος Ρούφος συμφωνεί ότι στους πρόποδες έρεε ο Ινδός, αλλά την περιγράφει ως κακοτράχαλη, κωνική και με μυτερή απόληξη. Πρέπει να θυμίσουμε ότι την επιβεβαιωμένη περιγραφή του Αρριανού ο Κούρτιος την έχει δώσει νωρίτερα και εσφαλμένα σε κάποιο φυσικό οχυρό της Αρείας.
Πολιορκία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Φάση 1η: Γειτονικές φυλές που αυτομόλησαν ή χρηματίσθηκαν, παραδόθηκαν ή συμμάχησαν με τον Μέγα Αλέξανδρο και προσφέρθηκαν να τον οδηγήσουν στο καλύτερο σημείο πρόσβασης του φρουρίου της Αόρνου Πέτρας. Ολόκληρη η στρατιά πλέον προέλασε προς το σημείο της Αόρνου Πέτρας, που τους υπέδειξαν οι Ινδοί αυτόμολοι, και στρατοπέδευσε.
Ο Πτολεμαίος που έγραψε το βιβλίο «Περί των Πράξεων του Αλεξάνδρου», το οποίο δεν σώθηκε, αλλά αναφέρεται στο έργο του Αρριανού, «Αλεξάνδρου Ανάβασις», και ο γραμματέας και στρατηγός του Μεγάλου Αλεξάνδρου ο Ευμένης ο Καρδιανός, των οποίων τα κείμενα παρείχαν τις βασικές βιβλιογραφικές αναφορές για όλα αυτά στους μεταγενέστερους, πιστοποιούν ότι ο Μέγας Αλέξανδρος ενίσχυσε τις δυνάμεις του που στρατοπέδευαν προς τα δυτικά και τις περιφρούρησε με φράκτη και τάφρο.[6] Αυτό αυξάνει την πιθανότητα στην περιοχή να ιδρύθηκε μια ακόμα Αλεξάνδρεια πόλη με τα χαρακτηριστικά της μακεδονικής φρουράς, με το όνομα Αλεξάνδρεια Άορνος ή Αλεξάνδρεια Αόρνου Πέτρας, αλλά προς το παρόν δεν υπάρχει σχετική αρχαιολογική επιβεβαίωση. Τα σήματα φωτιάς που χρησιμοποιούσε το μακεδονικό σώμα προειδοποίησαν επίσης τους υπερασπιστές της Αόρνου Πέτρας με αποτέλεσμα να χρειαστούν δύο ημέρες επιπλέον αψιμαχίες στα στενά φαράγγια και τον Αλέξανδρο να εξαναγκάζεται σε ανασύνταξη των δυνάμεών του.
Φάση 2η: Ο Αλέξανδρος διατάσσει τους στρατιώτες του να κατασκευάσουν από 100 πασσάλους ο καθένας, ώστε το μηχανικό σώμα να κλείσει με πρόσχωση τη χαράδρα ανάμεσα στο στρατόπεδό του και την Άορνο Πέτρα. Στη βόρεια ευάλωτη πλευρά που οδηγούσε προς το φρούριο, ο Μέγας Αλέξανδρος και οι καταπέλτες του συνάντησαν ως εμπόδιο μια βαθιά χαράδρα. Προκειμένου να προχωρήσουν οι πολιορκητικές μηχανές και να γεφυρωθεί το φαράγγι, κατασκευάστηκε από το μηχανικό σώμα, ένα χωμάτινο ανάχωμα με ξυλουργικές εργασίες, φερτά υλικά και χώμα. Οι εργασίες του μηχανικού σώματος των πρώτων ημερών δημιούργησαν ένα ανάχωμα 50 μέτρων (50 m ~ 60 γιάρδες) και την πιθανότητα της επιτυχίας μιας πολιορκίας πιο κοντά, αλλά η αντιστήριξη που δημιουργήθηκε βιαστικά προς τις πλευρές του φαραγγιού κατέρρευσε και κατακρημνίστηκε πέφτοντας απότομα προς τα κάτω, με αποτέλεσμα η αρχική πρόοδος που είχε συντελεστεί να αρχίσει να επιβραδύνεται.
Με το πρώτο φως της ημέρας οι στρατιώτες διατάχθηκαν να κόψουν από 100 πασσάλους ο καθένας. Μετά, πρώτος ο Αλέξανδρος άρχισε να ρίχνει χώμα στη πλαγιά από την κορυφή του λόφου, όπου είχαν στρατοπεδεύσει, για να δημιουργήσει πρόχωμα. Ήθελε να φτάσει στο ύψος του βράχου, ώστε τα τοξεύματά του να πλήττουν τους οχυρωμένους Ινδούς. Την πρώτη μέρα το πρόχωμα προχώρησε περί το ένα στάδιο (περίπου 185 μ). Τις επόμενες δύο μέρες οι εργασίες προχώρησαν υπό την κάλυψη καταπελτών από το σταθερό έδαφος και σφενδονητών από το πρόχωμα, που απέκρουαν τις επιθέσεις Ινδών κατά των εργαζομένων στην πρόσχωση.
Φάση 3η: Την τέταρτη μέρα της πολιορκίας μερικοί Μακεδόνες καταλαμβάνουν ένα ύψωμα που είχε το ίδιο ύψος με την Άορνο Πέτρα. Ο Αλέξανδρος διατάσσει το μηχανικό σώμα να στρέψει την πρόσχωση προς εκείνο το ύψωμα, ώστε τα τοξεύματά του να εξαπολύονται κατά των Ινδών από το ίδιο ύψος με εκείνους. Παρ 'όλα αυτά, στο τέλος της τρίτης ημέρας, ένα χαμηλός χωμάτινος λόφος συνέδεε πλέον με το πλησιέστερο άκρο του βουνού του Πιρ Σαρ και ήταν εφικτή η έναρξη της πολιορκίας. Ο Μέγας Αλέξανδρος επικεφαλής στην πρώτη γραμμή έδωσε το πρόσταγμα της επίθεσης, ενώ σύντομα η πρώτη δύναμη κρούσης αποκρούστηκε με την ρήψη ογκόλιθων που εκτοξεύονταν από πάνω προς τα κάτω.
Φάση 4η: Οι Ινδοί εκπλήσσονται από την επιμονή και την αποτελεσματικότητα των Μακεδόνων. Ζητούν διαπραγματεύσεις, αλλά στην πραγματικότητα θέλουν να κωλυσιεργήσουν, για να εγκαταλείψουν την Άορνο μέσα στη νύχτα. Ο Αλέξανδρος το πληροφορείται, δεν κάνει τίποτα για να εμποδίσει, αλλά στήνει ενέδρες και τους κατακόπτει κατά τη φυγή τους. Δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι η πρόσχωση τελικά έφτασε μέχρι το ύψος της Αόρνου Πέτρας, άλλωστε δεν ήταν πια απαραίτητο μετά την ήττα των Ινδών. Οι Ινδοί είχαν μείνει έκπληκτοι από την επιμονή και την αποτελεσματικότητα του μηχανικού των Μακεδόνων και ζήτησαν διαπραγματεύσεις. Όταν ο Αλέξανδρος έμαθε ότι σκόπευαν να κωλυσιεργήσουν μέχρι το βράδυ, οπότε θα ξεγλιστρούσαν από τον βράχο, τους διευκόλυνε στην απαγκίστρωση.
Απώλειες
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο Μέγας Αλέξανδρος ολοκλήρωσε την πολιορκία της Αόρνου Πέτρας, σκοτώνοντας μερικούς φυγάδες που δεν παραδόθηκαν, σύμφωνα με τον σύγχρονο βιογράφο του Μεγάλου Αλεξάνδρου, Ρόμπιν Λέιν Φοξ[3]. Είχε στήσει ενέδρες, τους επετέθη και σκότωσε πολλούς κατά τη φυγή τους, όπως λέει ο Αρριανός. Κατά τον Διόδωρο απλώς τους άφησε να διαφύγουν, αλλά αυτή η εκδοχή δεν είναι συνεπής με τη γενικότερη τακτική του. Ίσως ο Διόδωρος θέλησε να αντισταθμίσει την αρνητική εικόνα που δίνει για τον Αλέξανδρο, με τη σφαγή των Ινδών μισθοφόρων, οι οποίοι είχαν συνθηκολογήσει όταν πολιόρκησε τα Μάσσαγα. Ο Κούρτιος δεν αναφέρει τίποτα για τη μετάβαση του Αλεξάνδρου από την Άορνο Πέτρα στον Ινδό ποταμό και ξανά πίσω, ούτε για την προετοιμασία μακρόχρονης πολιορκίας, ούτε για την αντίσταση στην προσέγγιση του Αλεξάνδρου στην Άορνο Πέτρα, ενώ για την κατάληψή της λέει ότι χρησιμοποιήθηκαν αναρριχητές, όπως και στη Σογδιανή Πέτρα. Λέει ότι οι Ινδοί προέβαλαν αποτελεσματική άμυνα, σκότωσαν αρκετούς αναρριχητές και πανηγύριζαν με τυμπανοκρουσίες επί δύο ημέρες. Εντούτοις για κάποιο λόγο, που δεν εξηγεί ο Ρωμαίος ιστορικός, την τρίτη νύχτα άρχισαν να εγκαταλείπουν το οχυρό. Τότε ο Αλέξανδρος διέταξε όλη τη στρατιά να αλαλάξει, οι Ινδοί πίστεψαν ότι δέχονταν γενική επίθεση, πανικοβλήθηκαν και προσπαθώντας να ξεφύγουν μέσα στο σκοτάδι οι περισσότεροι σκοτώθηκαν στους αδιάβατους γκρεμούς της περιοχής.
Μετά την πολιορκία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο ίδιος ο Μέγας Αλέξανδρος ανέβηκε στο φρούριο, πανηγυρικά, αφού ανασύρθηκε με σχοινί ως το γείσο των τειχών. Για τον εορτασμό των επινικείων χτίστηκαν ναός και θυσιαστήρια προς τη Νίκαια Αθηνά, τα ίχνη των οποίων εντοπίστηκαν από τον Άουρελ Στάιν το 1926.[7] Κάπως έτσι ο Αλέξανδρος κατέλαβε τον βράχο, τον οποίο ο μύθος ήθελε απόρθητο ακόμη και από τον Ηρακλή. Πιθανόν να μην πρόκειται για τον Ηρακλή του ελληνικού πανθέου, κι ο Αρριανός πιστεύει ότι μάλλον πρόκειται για τοπικό μύθο, τον οποίο η προπαγάνδα του Αλεξάνδρου ευχαρίστως υιοθέτησε για να μεγεθύνει το κατόρθωμά του. Οι Ινδοί που τον καθοδήγησαν πήραν 80 τάλαντα ως αμοιβή για τις υπηρεσίες τους. Στην κορυφή του βράχου ο Αλέξανδρος κατασκεύασε φρούριο και εγκατέστησε ως φρούραρχο τον Σισίκοτο, έναν Ινδό αυτόμολο. Ο στόχος του Μεγάλου Αλεξάνδρου μετά την Άορνο στις αρχές της άνοιξης του επόμενου έτους 326 π.Χ., ήταν να συνδυάσει τις δυνάμεις του με αυτές του βασιλιά Ταξίλη, που ήταν βασιλιάς του ινδικού βασιλείου των Τάξιλα ή Ταξάσιλα (Takshaçila तक्षशिला), εναντίον του γείτονά του βασιλιά Πώρου που ήταν ο βασιλιάς της περιοχής του ποταμού Υδάσπη. Ο Μέγας Αλέξανδρος ήταν πλέον ελεύθερος να συνεχίσει την πορεία στην Πενταποταμία (σήμερα: Παντζάμπ) και η φήμη του αήττητου φαινόταν να δημιουργείται, μετά την Περσία, και στην Ινδία. Θα ακολουθούσε σύντομα η επίσης νικηφόρος Μάχη του Υδάσπη.
Παραπομπές-σημειώσεις
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ 'The Rock Aornos from Huzara' - British Library Online Gallery
- ↑ Στέφανος ο Βυζάντιος, Εθνικά, «Εκ των Εθνικών Στεφάνου, κατά Επιτομήν», (Stephanos (ho Byzantios), Lucas Holstenius, Abraham van Berkel) [1] - Έκδοση Λειψίας 1825, Σελ. 66 ή (Stephanus (Byzantius), Anton Westermann, Stephani Byzantii Ethnikōn quae supersunt, Sumptibus et typis B.G. Teubneri), [2] - Έκδοση Λειψίας 1839, Σελ. 46: «Άορνος, πόλις αρσενικώς και θηλυκώς. το εθνικόν Αορνεύς ως Αβαρνεύς».
- ↑ 3,0 3,1 Lane Fox, Robin. Alexander the Great, σελ. 343 και εξής, Penguin, 1973, ISBN 0-14-008878-4.
- ↑ Αρριανός, «Αλεξάνδρου Ανάβασις», Βιβλίο Τέταρτο, παράγραφος 28: [28] Καὶ ταῦτα οἱ ἐν τοῖς Βαζίροις ὡς ἔμαθον, ἀπογνόντες τὰ σφέτερα πράγματα ἀμφὶ μέσας νύκτας τὴν πόλιν ἐκλείπουσιν, ἔφυγον δὲ ἐς τὴν πέτραν. ὣς δὲ καὶ οἱ ἄλλοι βάρβαροι ἔπραττον• ἀπολιπόντες τὰς πόλεις ξύμπαντες ἔφευγον ἐς τὴν πέτραν τὴν ἐν τῇ χώρᾳ τὴν Ἄορνον καλουμένην. Μέγα γάρ τι τοῦτο χρῆμα πέτρας ἐν τῇ χώρᾳ ταύτῃ ἐστί, καὶ λόγος ὑπὲρ αὐτῆς κατέχει οὐδὲ Ἡρακλεῖ τῷ Διὸς ἁλωτὸν γενέσθαι τὴν πέτραν. εἰ μὲν δὴ καὶ ἐς Ἰνδοὺς ἀφίκετο ὁ Ἡρακλῆς ὁ Θηβαῖος ἢ ὁ Τύριος ἢ ὁ Αἰγύπτιος ἐς οὐδέτερα ἔχω ἰσχυρίσασθαι• μᾶλλον δὲ δοκῶ ὅτι οὐκ ἀφίκετο, ἀλλὰ πάντα γὰρ ὅσα χαλεπὰ οἱ ἄνθρωποι ἐς τοσόνδε ἄρα αὔξουσιν αὐτῶν τὴν χαλεπότητα, ὡς καὶ τῷ Ἡρακλεῖ ἂν ἄπορα γενέσθαι μυθεύειν. κἀγὼ ὑπὲρ τῆς πέτρας ταύτης οὕτω γιγνώσκω, τὸν Ἡρακλέα ἐς κόμπον τοῦ λόγου ἐπιφημίζεσθαι. τὸν μὲν δὴ κύκλον τῆς πέτρας λέγουσιν ἐς διακοσίους σταδίους μάλιστα εἶναι, ὕψος δὲ αὐτῆς, ἵναπερ χθαμαλώτατον, σταδίων ἕνδεκα, καὶ ἀνάβασιν χειροποίητον μίαν χαλεπήν• εἶναι δὲ καὶ ὕδωρ ἐν ἄκρᾳ τῇ πέτρᾳ πολὺ καὶ καθαρόν, πηγὴν ἀνίσχουσαν, ὡς καὶ ἀποῤῥεῖν ἀπὸ τῆς πηγῆς ὕδωρ, καὶ ὕλην καὶ γῆν ἀγαθὴν ἐργάσιμον ὅσην καὶ χιλίοις ἀνθρώποις ἀποχρῶσαν ἂν εἶναι ἐργάζεσθαι. Καὶ ταῦτα ἀκούοντα Ἀλέξανδρον πόθος λαμβάνει ἐξελεῖν καὶ τοῦτο τὸ ὄρος, οὐχ ἥκιστα ἐπὶ τῷ ἀμφὶ τὸν Ἡρακλέα μύθῳ πεφημισμένῳ. τὰ μὲν δὴ Ὦρα καὶ τὰ Μάσσαγα φρούρια ἐποίησεν ἐπὶ τῇ χώρᾳ, τὰ Βάζιρα δὲ τὴν πόλιν ἐξετείχισε. καὶ οἱ ἀμφὶ Ἡφαιστίωνά τε καὶ Περδίκκαν αὐτῷ ἄλλην πόλιν ἐκτειχίσαντες, Ὀροβάτις ὄνομα τῇ πόλει ἦν, καὶ φρουρὰν καταλιπόντες ὡς ἐπὶ τὸν Ἰνδὸν ποταμὸν ᾔεσαν• ὡς δὲ ἀφίκοντο, ἔπρασσον ἤδη ὅσα ἐς τὸ ζεῦξαι τὸν Ἰνδὸν ὑπὸ Ἀλεξάνδρου ἐτέτακτο. Ἀλέξανδρος δὲ τῆς μὲν χώρας τῆς ἐπὶ τάδε τοῦ Ἰνδοῦ ποταμοῦ σατράπην κατέστησε Νικάνορα τῶν ἑταίρων. αὐτὸς δὲ τὰ μὲν πρῶτα ὡς ἐπὶ τὸν Ἰνδὸν ποταμὸν ἦγε, καὶ πόλιν τε Πευκελαῶτιν οὐ πόῤῥω τοῦ Ἰνδοῦ ᾠκισμένην ὁμολογίᾳ παρεστήσατο καὶ ἐν αὐτῇ φρουρὰν καταστήσας τῶν Μακεδόνων καὶ Φίλιππον ἐπὶ τῇ φρουρᾷ ἡγεμόνα, ὁ δὲ καὶ ἄλλα προσηγάγετο μικρὰ πολίσματα πρὸς τῷ Ἰνδῷ ποταμῷ ᾠκισμένα. ξυνείποντο δὲ αὐτῷ Κωφαῖός τε καὶ Ἀσσαγέτης οἱ ὕπαρχοι τῆς χώρας. ἀφικόμενος δὲ ἐς Ἐμβόλιμα πόλιν, ἣ ξύνεγγυς τῆς πέτρας τῆς Ἀόρνου ᾠκεῖτο, Κρατερὸν μὲν ξὺν μέρει τῆς στρατιᾶς καταλείπει αὐτοῦ, σῖτόν τε ἐς τὴν πόλιν ὡς πλεῖστον ξυνάγειν καὶ ὅσα ἄλλα ἐς χρόνιον τριβήν, ὡς ἐντεῦθεν ὁρμωμένους τοὺς Μακεδόνας χρονίῳ πολιορκίᾳ ἐκτρυχῶσαι τοὺς κατέχοντας τὴν πέτραν, εἰ μὴ ἐξ ἐφόδου ληφθείη. αὐτὸς δὲ τοὺς τοξότας τε ἀναλαβὼν καὶ τοὺς Ἀγριᾶνας καὶ τὴν Κοίνου τάξιν καὶ ἀπὸ τῆς ἄλλης φάλαγγος ἐπιλέξας τοὺς κουφοτάτους τε καὶ ἅμα εὐοπλοτάτους καὶ τῶν ἑταίρων ἱππέων ἐς διακοσίους καὶ ἱπποτοξότας ἐς ἑκατὸν προσῆγε τῇ πέτρᾳ. καὶ ταύτῃ μὲν τῇ ἡμέρᾳ κατεστρατοπεδεύσατο, ἵνα ἐπιτήδειον αὐτῷ ἐφαίνετο, τῇ δὲ ὑστεραίᾳ ὀλίγον προελθὼν ὡς πρὸς τὴν πέτραν αὖθις ἐστρατοπεδεύσατο. [3].
- ↑ Αρριανός, «Αλεξάνδρου Ανάβασις», Βιβλίο Τέταρτο, παράγραφος 29: [29] Καὶ ἐν τούτῳ ἧκον παρ´ αὐτὸν τῶν προσχώρων τινές, σφᾶς τε αὐτοὺς ἐνδιδόντες καὶ ἡγήσεσθαι φάσκοντες ἐς τῆς πέτρας τὸ ἐπιμαχώτατον, ὅθεν οὐ χαλεπὸν αὐτῷ ἔσεσθαι ἑλεῖν τὸ χωρίον. καὶ ξὺν τούτοις πέμπει Πτολεμαῖον τὸν Λάγου τὸν σωματοφύλακα τούς τε Ἀγριᾶνας ἄγοντα καὶ τοὺς ψιλοὺς τοὺς ἄλλους καὶ τῶν ὑπασπιστῶν ἐπιλέκτους, προστάξας, ἐπειδὰν καταλάβῃ τὸ χωρίον, κατέχειν μὲν αὐτὸ ἰσχυρᾷ φυλακῇ, οἷ δὲ σημαίνειν ὅτι ἔχεται. καὶ Πτολεμαῖος ἐλθὼν ὁδὸν τραχεῖάν τε καὶ δύσπορον λανθάνει τοὺς βαρβάρους κατασχὼν τὸν τόπον• καὶ τοῦτον χάρακι ἐν κύκλῳ καὶ τάφρῳ ὀχυρώσας πυρσὸν αἴρει ἀπὸ τοῦ ὄρους ἔνθεν ὀφθήσεσθαι ὑπὸ Ἀλεξάνδρου ἔμελλεν. καὶ ὤφθη τε ἅμα ἡ φλὸξ καὶ Ἀλέξανδρος ἐπῆγε τῇ ὑστεραίᾳ τὴν στρατιάν• ἀμυνομένων δὲ τῶν βαρβάρων οὐδὲν πλέον αὐτῷ ὑπὸ δυσχωρίας ἐγίγνετο. ὡς δὲ Ἀλεξάνδρῳ ἄπορον τὴν προσβολὴν κατέμαθον οἱ βάρβαροι, ἀναστρέψαντες τοῖς ἀμφὶ Πτολεμαῖον αὐτοὶ προσέβαλλον• καὶ γίγνεται αὐτῶν τε καὶ τῶν Μακεδόνων μάχη καρτερά, τῶν μὲν διασπάσαι τὸν χάρακα σπουδὴν ποιουμένων, τῶν Ἰνδῶν, Πτολεμαίου δὲ διαφυλάξαι τὸ χωρίον• καὶ μεῖον σχόντες οἱ βάρβαροι ἐν τῷ ἀκροβολισμῷ νυκτὸς ἐπιγενομένης ἀπεχώρησαν. Ἀλέξανδρος δὲ τῶν Ἰνδῶν τινα τῶν αὐτομόλων πιστόν τε ἄλλως καὶ τῶν χωρίων δαήμονα ἐπιλεξάμενος πέμπει παρὰ Πτολεμαῖον τῆς νυκτὸς, γράμματα φέροντα τὸν Ἰνδόν, ἵνα ἐνεγέγραπτο, ἐπειδὰν αὐτὸς προσβάλλῃ τῇ πέτρᾳ, τὸν δὲ ἐπιέναι τοῖς βαρβάροις κατὰ τὸ ὄρος μηδὲ ἀγαπᾶν ἐν φυλακῇ ἔχοντα τὸ χωρίον, ὡς ἀμφοτέρωθεν βαλλομένους τοὺς Ἰνδοὺς ἀμφιβόλους γίγνεσθαι. καὶ αὐτὸς ἅμα τῇ ἡμέρᾳ ἄρας ἐκ τοῦ στρατοπέδου προσῆγε τὴν στρατιὰν κατὰ τὴν πρόσβασιν, ᾗ Πτολεμαῖος λαθὼν ἀνέβη, γνώμην ποιούμενος, ὡς, εἰ ταύτῃ βιασάμενος ξυμμίξει τοῖς ἀμφὶ Πτολεμαῖον, οὐ χαλεπὸν ἔτι ἐσόμενον αὐτῷ τὸ ἔργον. καὶ ξυνέβη οὕτως. ἔστε μὲν γὰρ ἐπὶ μεσημβρίαν ξυνειστήκει καρτερὰ μάχη τοῖς τε Ἰνδοῖς καὶ τοῖς Μακεδόσιν, τῶν μὲν ἐκβιαζομένων ἐς τὴν πρόσβασιν, τῶν δὲ βαλλόντων ἀνιόντας• ὡς δὲ οὐκ ἀνίεσαν οἱ Μακεδόνες, ἄλλοι ἐπ´ ἄλλοις ἐπιόντες, οἱ δὲ πρόσθεν ἀναπαυόμενοι, μόγις δὴ ἀμφὶ δείλην ἐκράτησαν τῆς παρόδου καὶ ξυνέμιξαν τοῖς ξὺν Πτολεμαίῳ. ἐκεῖθεν δὲ ὁμοῦ ἤδη γενομένη ἡ στρατιὰ πᾶσα ἐπήγετο αὖθις ὡς ἐπ´ αὐτὴν τὴν πέτραν• ἀλλὰ γὰρ ἔτι ἄπορος ἦν αὐτῇ ἡ προσβολή, ταύτῃ μὲν δὴ τῇ ἡμέρᾳ τοῦτο τὸ τέλος γίγνεται. Ὑπὸ δὲ τὴν ἕω παραγγέλλει στρατιώτῃ ἑκάστῳ κόπτειν χάρακας ἑκατὸν κατ´ ἄνδρα. καὶ οὗτοι κεκομμένοι ἦσαν καὶ αὐτὸς ἐχώννυεν ἀρξάμενος ἀπὸ τῆς κορυφῆς τοῦ λόφου, ἵνα ἐστρατοπεδευκότες ἦσαν, ὡς ἐπὶ τὴν πέτραν χῶμα μέγα, ἔνθεν τοξεύματά τε ἂν ἐξικνεῖσθαι ἐς τοὺς προμαχομένους {δυνατὰ} αὐτῷ ἐφαίνετο καὶ ἀπὸ μηχανῶν βέλη ἀφιέμενα• καὶ ἐχώννυον αὐτῷ πᾶς τις ἀντιλαμβανόμενος τοῦ ἔργου• καὶ αὐτὸς ἐφειστήκει θεατὴς καὶ ἐπαινέτης τοῦ ξὺν προθυμίᾳ περαινομένου, κολαστὴς δὲ τοῦ ἐν τῷ παραχρῆμα ἐκλιποῦς. [4].
- ↑ Αρριανός, «Αλεξάνδρου Ανάβασις», Βιβλίο Τέταρτο, παράγραφος 30: «[30] Τῇ μὲν δὴ πρώτῃ ἡμέρᾳ ὡς ἐπὶ στάδιον ἔχωσεν αὐτῷ ὁ στρατός. ἐς δὲ τὴν ὑστεραίαν οἵ τε σφενδονῆται σφενδονῶντες ἐς τοὺς Ἰνδοὺς ἐκ τοῦ ἤδη κεχωσμένου καὶ ἀπὸ τῶν μηχανῶν βέλη ἀφιέμενα ἀνέστελλε τῶν Ἰνδῶν τὰς ἐκδρομὰς τὰς ἐπὶ τοὺς χωννύοντας. καὶ ἐχώννυτο αὐτῷ ἐς τρεῖς ἡμέρας ξυνεχῶς τὸ χωρίον. τῇ τετάρτῃ δὲ βιασάμενοι τῶν Μακεδόνων οὐ πολλοὶ κατέσχον ὀλίγον γήλοφον ἰσόπεδον τῇ πέτρᾳ. καὶ Ἀλέξανδρος οὐδέν τι ἐλινύων ἐπῆγε τὸ χῶμα ξυνάψαι ἐθέλων τὸ χωννύμενον τῷ γηλόφῳ, ὅντινα οἱ ὀλίγοι αὐτῷ ἤδη κατεῖχον. Οἱ δὲ Ἰνδοὶ πρός τε τὴν ἀδιήγητον τόλμαν τῶν ἐς τὸν γήλοφον βιασαμένων Μακεδόνων ἐκπλαγέντες καὶ τὸ χῶμα ξυνάπτον ἤδη ὁρῶντες, τοῦ μὲν ἀπομάχεσθαι ἔτι ἀπείχοντο, πέμψαντες δὲ κήρυκας σφῶν παρὰ Ἀλέξανδρον ἐθέλειν ἔφασκον ἐνδοῦναι τὴν πέτραν, εἴ σφισι σπένδοιτο. γνώμην δὲ ἐπεποίηντο ἐν τῷ ἔτι διαμέλλοντι τῶν σπονδῶν διαγαγόντες τὴν ἡμέραν νυκτὸς ὡς ἕκαστοι διασκεδάννυσθαι ἐπὶ τὰ σφέτερα ἤθη. καὶ τοῦτο ὡς ἐπύθετο Ἀλέξανδρος, ἐνδίδωσιν αὐτοῖς χρόνον τε ἐς τὴν ἀποχώρησιν καὶ τῆς φυλακῆς τὴν κύκλωσιν τὴν πάντῃ ἀφελεῖν. καὶ αὐτὸς ἔμενεν ἔστε ἤρξαντο τῆς ἀποχωρήσεως• καὶ ἐν τούτῳ ἀναλαβὼν τῶν σωματοφυλάκων καὶ τῶν ὑπασπιστῶν ἐς ἑπτακοσίους κατὰ τὸ ἐκλελειμμένον τῆς πέτρας ἀνέρχεται ἐς αὐτὴν πρῶτος, καὶ οἱ Μακεδόνες ἄλλος ἄλλῃ ἀνιμῶντες ἀλλήλους ἀνῄεσαν. καὶ οὗτοι ἐπὶ τοὺς ἀποχωροῦντας τῶν βαρβάρων τραπόμενοι ἀπὸ ξυνθήματος, πολλοὺς μὲν αὐτῶν ἐν τῇ φυγῇ ἀπέκτειναν, οἱ δὲ καὶ πεφοβημένως ἀποχωροῦντες κατὰ τῶν κρημνῶν ῥίψαντες σφᾶς ἀπέθανον. εἴχετό τε Ἀλεξάνδρῳ ἡ πέτρα ἡ τῷ Ἡρακλεῖ ἄπορος γενομένη καὶ ἔθυεν ἐπ´ αὐτῇ Ἀλέξανδρος καὶ κατεσκεύασε φρούριον, παραδοὺς Σισικόττῳ ἐπιμελεῖσθαι τῆς φρουρᾶς, ὃς ἐξ Ἰνδῶν μὲν πάλαι ηὐτομολήκει ἐς Βάκτρα παρὰ Βῆσσον, Ἀλεξάνδρου δὲ κατασχόντος τὴν χώραν τὴν Βακτρίαν ξυνεστράτευέ τε αὐτῷ καὶ πιστὸς ἐς τὰ μάλιστα ἐφαίνετο». [5].
- ↑ Αρριανός - Arrian.
Άλλες πηγές - ενδεικτική βιβλιογραφία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Σύγχρονες πηγές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Στα αγγλικά:
- Από το λήμμα της αγγλικής έκδοσης της Βικιπαίδειας για την πολιορκία στην Άορνο (αγγλικά: Battle of the Hydaspes ή Battle of the Hydaspes River) [6], με ενσωμάτωση στοιχείων από τα λήμματα: Για τα Χουζάρα ή Χάζαρα (αγγλικά: Huzara ή Hazara, Hazāra ή Abisāra) [7], για Αβισάρης ή Εμβίσαρος (αγγλικά: Abisares ή Abhisara ή Embisarus) [8]
- Lane Fox, Robin: Alexander the Great, Penguin, 1973, ISBN 0-14-008878-4
- J.F.C. Fuller (1960): The Generalship of Alexander the Great. New Jersey: De Capo Press, ISBN 978-0-306-80371-0
- Peter Green (1974): Alexander of Macedon: A Historical Biography. ISBN 978-0-520-07166-7
- Peter Green (1990): Alexander to Actium: The Historical Evolution of the Hellenistic Age, University of California Press.
- Peter Green (1992): Alexander of Macedon, 356-323 B.C.: A Historical Biography, University of California Press, London.
- Rogers, Guy (2004): Alexander: The Ambiguity of Greatness. New York: Random House.
- N. Sekunda et Jοhn Warry, Alexander the Great: His Armies and Campaigns 334-323 BC, London, 1998.
- Bosworth, A.B. (1993), Conquest and Empire: The Reign of Alexander the Great, Cambridge University Press, ISBN 0-521-40679-X
- Hammond, N.G.L. (1994), Alexander the Great: King, Commander and Statesman Bristol Classical Press, ISBN 1-85399-068-X
- Hammond, N.G.L. (1998), The Genius of Alexander the Great, UNC Press, ISBN 0-807-84744-5.
- Hammond, N.G.L. (2007), Sources for Alexander the Great, Cambridge University Press, ISBN 0-521-71471-0
- Bagnell Bury, John ym.(1928), The Cambridge Ancient History VI: The fourth century BC. Cambridge University Press, ISBN 0-521-23348-8
- Warry, John (1991): Alexander, 334-323 BC, Osprey Publishing, ISBN 1-855-32110-6
- Paul Cartledge: Alexander the Great:The Hunt for a New Past, Pan Books, Macmillan Editions, London, 2005.
- J.B. Burry & Russel Meiggs: A History of Greece: To the Death of Alexander the Great, Macmillan Editions, London, 1975.
- Robin Lane Fox: Alexander the Great, Pen-guin Books, England 1986.
- Στα ελληνικά:
- Droysen J.G. 1996: «Ιστορία του Μεγάλου Αλεξάνδρου», Έκδοση: «Τράπεζα Πίστεως», Αθήνα.
- Engels, Donald W. (1978): Alexander the Great and the Logistics of the Macedonian Army. Berkeley/Los Angeles/London.
- Green, Peter 2008. «Αλέξανδρος ο Μακεδόνας: 356-323 π.Χ.», Εκδόσεις: «Διόπτρα», Αθήνα.
- Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμ. Δ’ «Μέγας Αλέξανδρος – Ελληνιστικοί Χρόνοι», Εκδόσεις: «Εκδοτική Αθηνών», Αθήνα, 1973.
- Αρριανός: «Αλεξάνδρου Ανάβασις», Περιοδικό Utopia, Τεύχος 20, Αύγουστος 2012.
- Αρριανός: «Αλεξάνδρου Ανάβασις», τόμος 3, βιβλίο πέμπτο – έκτο, Αρχαία Ελληνική Γραμματεία, Εκδόσεις: «Κάκτος».
- Πλούταρχος: «Βίοι Παράλληλοι: Βίος Αλεξάνδρου», Αρχαία Ελληνική Γραμματεία, Εκδόσεις: «Κάκτος».
- Γεώργιος Παπαντωνίου: «Αρχαία Ελληνική Ιστορία – Αλέξανδρος», τόμ. Δ’, Αθήνα 1979.
- Σπυρίδων Λάμπρου: Ιστορία της Ελλάδος, τόμ. Β’, Εκδόσεις: «Δημιουργία», Αθήνα, 1998.
- Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους (362-323 π.Χ.), τόμος 6, Εκδόσεις National Geographic Society, Αθήνα 2009-2010.
- Διόδωρος Σικελιώτης: Βιβλιοθήκη Ιστορική ΙΖ Βιβλίο, Αρχαία Ελληνική Γραμματεία, Εκδόσεις: «Κάκτος».
- Καλλισθένης ή Ψευδο-Καλλισθένης: «Βίος Αλεξάνδρου του Μακεδόνος», (μυθιστοριογραφία) Αρχαία Ελληνική Γραμματεία, εκδόσεις «Κάκτος».
- Στα γαλλικά:
- Arrian, Anabasis IV chapters 28.1–30.4
Αρχαίες πηγές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Κουίντος Κούρτιος Ρούφος, Historiae Alexandri Magni.
- Πλούταρχος «Βίοι: Βίος Αλεξάνδρου» και The Life of Alexander the Great, Parallel Lives.
- Αρριανός, «Αλεξάνδρου Ανάβασις».
- Ιουνιανός Ιουστίνος, Historiarum Philippicarum libri XLIV.
- Διόδωρος Σικελιώτης, Bibliotheca Historica – «Ιστορική Βιβλιοθήκη
- Metz Epitome.
Εξωτερικοί σύνδεσμοι
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Zoomify Αρχείο: On original mount: 'The Rock Aornos from Huzara' Αρχειοθετήθηκε 2012-10-21 στο Wayback Machine.