Ριζίτικα τραγούδια
Τα ριζίτικα τραγούδια είναι το παλαιότερο είδος κρητικής μουσικής και προέρχονται κυρίως από τη Δυτική Κρήτη, ωστόσο είναι διαδεδομένα και στην κεντρική και ανατολική Κρήτη. Ρίζες, είναι οι υπώρειες των βουνών. Μια άποψη λέει ότι από τις ρίζες των βουνών έλαβαν την ονομασία τους αυτά τα τραγούδια, από τον Ψηλορείτη, τη Δίκτη και τα Λευκά Όρη. Μια άλλη άποψη υποστηρίζει ότι τα τραγούδια της ρίζας, των προγόνων, της γενιάς, τα ονόμασε ο λαός Ριζίτικα. Σήμερα με τον όρο ριζίτικα νοούνται όλα εκείνα τα τραγούδια αγνώστων δημιουργών τα οποία έφτασαν στις μέρες μας μεσώ της παράδοσης από περασμένους αιώνες.
«Ἀγρίμια κι΄ἀγριμάκια μου
΄λάφια μου ΄μερωμένα
πεστέ μου ποῦ 'ν οἱ τόποι σας
καὶ ποῦ 'ν τὰ χειμαδιά σας;
- Γκρεμνὰ 'ν ἐμᾷς οἱ τόποι μας
λέσκες τὰ χειμαδιά μας
τὰ σπηλιαράκια του βουνού
είναι τὰ γονικά μας.»
Ριζίτικο
Περιγραφή
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Τα ριζίτικα τραγούδια δεν έχουν ονόματα, αναφερόμαστε σε αυτά με τον πρώτο τους στίχο, ή με κάποιον άλλο στίχο τους. Τα ριζίτικα τραγούδια δε χορεύονται, χωρίζονται παραδοσιακά σε τραγούδια της τάβλας και της στράτας. Ο Παπαγρηγοράκης Ιδομενέας στο βιβλίο του Τα Κρητικά ριζίτικα τραγούδια, τα ταξινόμησε σε 32 μελωδίες, ενώ βρήκε 31 τραγούδια να έχουν δικές τους μοναδικές μελωδίες, πάντα σε μείζονες κλίμακες.[1] Η μουσική τους είναι σοβαρή και με στοιχεία πόνου. Τυπικά, πρώτα άδεται ένας στίχος από έναν τραγουδιστή και κατόπιν επαναλαμβάνεται χορωδιακά, χωρίς αυτό να είναι απαραίτητο. Δεν υπάρχει πάντα ομοιοκαταληξία, ο στίχος δεν είναι πάντα δεκαπεντασύλλαβος αν και αυτός υπερέχει στατιστικά.
Τραγούδια
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο Διγενής είναι ένα μνημείο της κρητικής μουσικής και για πολλούς η επιτομή του ακριτικού κύκλου. Η μουσική του είναι επική και οι στίχοι αψεγάδιαστοι. Εξιστορεί το υπερφυσικό όχι με κατορθώματα και άθλους αλλά με το αίσθημα του φόβου, ο άνθρωπος τρομάζει στη θέα της γης που είναι έτοιμη να τον υποδεχτεί και ανατριχιάζει στη θέα της πλάκας που θα τον σκεπάσει, στην περίπτωση του Διγενή αυτά αντιστρέφονται. Στο δεύτερο μέρος, ενώ πεθαίνει, δεν ζητά τη θεία βοήθεια να τον πάει στον ουρανό και να τον απαλλάξει από τα δεινά του, άλλα εύχεται να μπορούσε να σκαρφαλώσει μόνος του, να διπλωθεί να κάτσει.
«Ὁ Διγενὴς ψυχομαχεῖ, κι ἡ γῆς τόνε τρομάσσει,
κι ἡ πλάκα τὸν ἀνατριχιᾶ, πὼς θὰ τόνε σκεπάση,
γιατί από `κειά που κοίτεται, λόγια ἀντρειωμένου λέει.
- Νά 'χεν ἡ γῆς πατήματα, κι΄ ὁ οὐρανός κερκέλια,
νὰ πάτου τὰ πατήματα, νά `πιανα τὰ κερκέλια,
ν' ἀνέβαινα 'ς τὸν οὐρανό, νὰ διπλωθῶ νὰ κάτσω,
νὰ δώσω σεῖσμα τ' οὐρανοῦ.»[2]
Ένα ιστορικό ριζίτικο με θέμα τον κρητικό πόλεμο του 1644 – 1669 μαρτυρά τη διχόνοια μεταξύ των χριστιανών κατά τη διάρκεια του πολέμου, και εν ολίγοις εξηγεί τους μαζικούς εξισλαμισμούς που ακολούθησαν την πτώση του κάστρου το 1669.
«Κάστρο και ποῦ 'ν' οἱ πύργοι σου καὶ τὰ καμπαναργιά σου,
καὶ πού 'ν' οἱ γιἀντριωμένοι σου, τὰ ὄμορφα παλληκάργια;
- Μα μένα οἱ γιἀντριωμένοι μου, τὰ ὄμορφα παλληκάργια,
ἡ μαύρη γῆς τὰ χαίρεται 'ς τὸ μαυρισμένο 'Αδη.
Δὲν ἔχω ἀμάχη τσῆ τουρκιᾶς, μήδε κακιὰ τοῦ χάρου,
μόνο 'χω ἀμάχη και κακιὰ τοῦ σκύλου τοῦ προδότη ἁπού μοῦ τὰ κατάδουδε.»[3]
Ένα από τα παλαιότερα ριζίτικα, το οποίο ο Καβρουλάκης θεωρεί ότι έχει τις ρίζες του στην εποχή του εμιράτου της Κρήτης είναι το παρακάτω:
«Ἀπέστειλε με βασιληᾶς τσὶ βίγλες νὰ μπαστίσω,
κι οὗλες τσὶ βίγλες μπάστισα, κι οὗλες λαγόνεψά τσι,
κι οὗλες τσὶ βρῇκα ξυπνητὲς, κι οὗλες τσι παραβλεπα,
τὴ βίγλα τῶ Σαρακηνῶ ηὕρηκα κι ἁκοιμᾶτο,
ξύπνα λουβοσαρακηνέ!»[4]
Οι βίγλες εκ του λατινικού vigilare[5], ήταν καταλύματα στις κορυφές βουνών με θέα ακτές που θεωρούταν επίφοβες για απόβαση εισβολέων. Η έννοια του πρώτου συνθετικού (λουβο-) της λέξης λουβοσαρακηνός φαίνεται ότι έχει χαθεί στον χρόνο.[6]
Το πιο γνωστό ριζίτικο εκτός Κρήτης είναι το Πότε θα κάμει ξαστεριά, το οποίο αναφέρεται σε κάποια βεντέτα του 16ου αιώνα, ανάμεσα στην οικογένεια πιθανόν Γιάνναρη, και εκείνη των Μουσούρων, τους οποίους αναφέρει το τραγούδι σε όλες του τις παραλλαγές[7]. Οι Μουσούροι και ο τόπος κατοικίας τους αναφέρονται επίσης και σε ενετικές πηγές του 16ου αιώνα, όχι με καλά σχόλια[8]. Η παλαιότερη μορφή του τραγουδιού ήταν η εξής:
«Χριστὲ νὰ ζώνουμουν σπαθὶ, καὶ νᾄπιανα κοντάρι
νὰ πρόβαινα 'ς τὸν Ὁμαλὸ, 'ς τὴ στράτα τῶ Μουσούρω
νὰ σύρω τἀργυρὸ σπαθὶ καὶ τὸ χρυσὸ κοντάρι
νὰ κάμω μάνες δίχως γιούς, γυναῖκες δίχως ἄντρες»[9]
Το τραγούδι έγινε γνωστό στην Ελλάδα με την παρακάτω μορφή και συνδέθηκε με πολέμους και λαϊκούς αγώνες του 20o αιώνα.
«Πότε θὰ κάμη ξαστεριά, πότε θὰ φλεβαρίση,
νὰ πάρω τὸ ντουφέκι μου, τὴν ὄμορφη πατρώνα,
νὰ κατεβῶ 'ς τὸν Ὁμαλό, 'ς τὴ στράτα τῶ Μουσούρω,
νὰ κάμω μάννες δίχως γιούς, γυναῖκες δίχως ᾄντρες.»[10]
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ Οι ρίζες των ριζίτικων, σελ. 28
- ↑ Praktika Tetartou Symposiou Poiēsēs: aphierōma sto dēmotiko tragoudi, Ekdoseis "Gnōsē", 1985. σελ. 422.
- ↑ Οι ρίζες των ριζίτικων, σελ. 90-91
- ↑ Οι ρίζες των ριζίτικων, σελ. 80
- ↑ ''βίγλα'' Στο: Το μεγάλο ετυμολογικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Γιάννης Κουλάκης (1993) Εκδόσεις Μαλλιάρης. σελ. 266.
- ↑ Οι ρίζες των ριζίτικων, σελ. 81
- ↑ Οι ρίζες των ριζίτικων, σελ. 87
- ↑ Σ. Σπανάκης, Κρητικά Χρονικά, τόμος Ά, σσ. 431-444. Απο την αναφορά του προβλεπτή Φίλλιπου Πασκουαλίνγκο, 16ος αιώνας: «Είναι ακόμα οι Μουσούροι και οι Σγουράφοι, άνθρωποι με κακά φυσικά, που κατοικούν στον Ομαλό, στο Ορθούνι»
- ↑ Οι ρίζες των ριζίτικων, σελ. 83
- ↑ I. N. Kouphos (1970) Ta hellēnika dēmotika tragoudia, Seirios. σελ. 102.
Πηγές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Καβρουλάκης, Νίκος (1967), Οι ρίζες των ριζίτικων τραγουδιών, εκδότης Πέτρος Κ. Ράνος
Βιβλιογραφία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Το Ηράκλειον και ο νομός του. Ηράκλειο: Νομαρχία Ηρακλείου. 1971.
- Βλαζάκης Μιχαήλ, Ριζίτικα Τραγούδια Κρήτης, Χανιά, 1961.
- Παπαγρηγοράκη Ιδομενέως, Τα Κρητικά ριζίτικα τραγούδια, Χανιά 1957.
- Μανώλης Γασπαράκης,Το ιδανικό της προσωπικής αρετής στο ριζίτικο τραγούδι: προτροπή για αρετή,Κρητολογικά Γράμματα, τόμ. 13 (1997),σελ.319-325