Ροβέρτος Γυισκάρδος
Ροβέρτος Γυισκάρδος | |
---|---|
Απεικόνιση του Γυισκάρδου σε χειρόγραφο του 14ου αιώνα | |
δούκας της Απουλίας και Καλαβρίας | |
Περίοδος | 1057 - 1085 |
Προκάτοχος | Ονφρουά της Απουλίας |
Διάδοχος | Ρογήρος Α΄ της Απουλίας |
Γέννηση | π. 1015 |
Θάνατος | 17 Ιουλίου 1085 (ετών 70) Αθέρας, Κεφαλλονιά |
Τόπος ταφής | αββαείο Αγ. Τριάδος, Βενόζα |
Σύζυγος | Αλμπεράντα του Μπουοναλμπέργκο Σικελγκάιτα |
Επίγονοι | Βοϊμόνδος Α΄ της Αντιόχειας Έμμα Μωντ της Απουλίας Ρογήρος Μπόρσα Μαμπίλε Γκέρσεντ Ροβέρτος Σκάλιο Γκυ σεβαστός Σίβυλλα Ολυμπιάς |
Οίκος | Οίκος των Ωτβίλ |
Πατέρας | Τανκρέδος του Ωτβίλ |
Μητέρα | Φρεσέντα |
Θρησκεία | Καθολικός Χριστιανός |
Σχετικά πολυμέσα | |
δεδομένα ( ) |
Ο Ροβέρτος ο Γυισκάρδος (= Πονηρός) (γαλλ. Robert Guiscard, 1020 - 17 Ιουλίου 1085) από τον Οίκο των Ωτβίλ ήταν Νορμανδός τυχοδιώκτης και κατακτητής, γνωστός για την κατάκτηση της νότιας Ιταλίας και της Σικελίας. Διετέλεσε κόμης της Απουλίας και της Καλαβρίας (1057 - 1059) και δούκας της Απουλίας και της Καλαβρίας (1059 - 1085) μετά τη μετατροπή της κομητείας σε δουκάτο.
Βιογραφία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Διακρίθηκε στη μάχη του Τσιβιτάτε το 1053 ενάντια στον πάπα Λέοντα τον Θ΄ και στη συνέχεια αυτός και ο αδελφός του Ρογήρος κατέκτησαν την Απουλία και την Καλαβρία και το 1059 ορίστηκε δούκας της Καλαβρίας και της Σικελίας. Κατέλαβε το Ρέτζο, τον Τάραντα και το Μπρίντιζι. Το 1061 εισέβαλε και κατέλαβε μαζί με τον Ρογήρο τη Σικελία. Το 1071 κατέλαβε το Μπάρι, το τελευταίο έδαφος της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας στην Ιταλική χερσόνησο.
Υποταγή της Καλαβρίας
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο Γυισκάρδος οδήγησε έναν στρατό στην Καλαβρία. Ήταν η πρώτη σοβαρή του προσπάθεια να υποτάξει τη Βυζαντινή επαρχία από την εποχή του Γουαϊμάρος. Πολιόρκησε με τον στρατό του το Καριάτι, που υποτάχθηκε. Πριν τον χειμώνα ακολούθησε το Ροσάνο και το Γκεράς, ενώ μόνο το Ρήγιο είχε μείνει στους Βυζαντινούς. έπειτα ο Γυισκάρδος επέστρεψε στην Απουλία. Προσπάθησε να υποτάξει τις Βυζαντινές φρουρές στον Τάραντα και το Μπρίντιζι, κατόπιν επέστρεψε στην Καλαβρία, όπου ο αδελφός του Ρογήρος περίμενε τις νέες πολιορκητικές μηχανές.
Μετά την πτώση του Ρήγιου (Ρέτζιο) και την υποταγή της Σκύλλας, της ακρόπολης σε μια νησίδα όπου είχε καταφύγει η φρουρά του Ρήγιου, συνέχισε για την κατάκτηση ολόκληρης της Σικελίας. Ο Ρογήρος Α΄ της Σικελίας επιτέθηκε πρώτα με μία μικρή δύναμη στη Μεσσήνη, αλλά αποκρούστηκε από τη φρουρά των Σαρακηνών. Η μεγάλη επίθεση που σχεδίαζε ο Γυισκάρδος δεν έγινε τελικά, επειδή συνάντησε αντίσταση από Βυζαντινό στρατό, που έστειλε ο Κωνσταντίνος Ι΄ Δούκας για να λεηλατήσει την Απουλία. Η Μέλφι πολιορκήθηκε ξανά τον Ιανουάριο του 1061, αλλά ο Ρογήρος βρήκε νέα αντίσταση. Οι δυνάμεις του Γυισκάρδου πιέστηκαν από τους Βυζαντινούς να οπισθοχωρήσουν και η Απουλία έμεινε ήρεμη.
Η Σικελική εκστρατεία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο Ροβέρτος Γυισκάρδος επιτέθηκε στη Σικελία με τον αδελφό του Ρογήρο και κατέλαβαν τη Μεσσήνη με σχετική ευκολία (1061), όταν στρατοπέδευσαν αθέατοι τη νύχτα και αιφνιδίασαν τον στρατό των Σαρακηνών.[1] Με την επιτυχία αυτή απέκτησαν τον έλεγχο στο Στενό της Μεσσήνης.[1] Ο Γυισκάρδος συμμάχησε αμέσως με τον Ίμπν-ατ-Τιμνάχ, έναν από τους εμίρηδες της Σικελίας, εναντίον του αντιπάλου του Ίμπν-αλπ-Χαουά. Ο Γυισκάρδος, ο αδελφός του και ο Ίμπν-ατ-Τιμνάχ βάδισαν στην κεντρική Σικελία μέσω της Ρομέττας που είχε μείνει πιστή στον Ίμπν-ατ-Τιμνάχ, και στη συνέχεια πέρασαν στην πεδιάδα στην οποία είχαν διακριθεί πριν από 21 χρόνια ο Γεώργιος Μανιάκης και οι πρώτοι Ωτβίλ. Ο Γυισκάρδος επιτέθηκε στην Κεντουρίπ, αλλά η αντίσταση που συνάντησε ήταν σκληρή και μετακινήθηκε. Αφού το Πατέρνο έπεσε, μετακίνησε τον στρατό του σε ένα ισχυρό κάστρο στην Έννα.
Οι Σαρακηνοί ηττήθηκαν, αλλά η Έννα δεν έπεσε και ο Γυισκάρδος επέστρεψε με τη σύζυγο του Σίλτσεγκαιτα στην Καλαβρία για τα Χριστούγεννα. Το 1064 επέστρεψε, προσπέρασε την Έννα και βάδισε για το Παλέρμο, όταν το στρατόπεδό του μολύνθηκε από ταραντούλες και αναγκάστηκε να δραπετεύσει. Η εκστρατεία ήταν ανεπιτυχής, αλλά σε μία μετέπειτα εκστρατεία (1072) έπεσε το Παλέρμο· η υπόλοιπη Σικελία ήταν θέμα χρόνου. Στη διάρκεια της Σικελικής εκστρατείας ο Ροβέρτος·Γυισκάρδος καταγράφεται ως "Ροβέρτος ο Μελανοχίτων" επειδή φορούσε κομψά υφάσματα με εισαγόμενες βαφές, που τους έδιναν μελανό χρώμα.[2]
Ήττα από τους Βενετούς (1081)
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο Ροβέρτος Γυισκάρδος προσπάθησε να κατακτήσει το μεγαλύτερο τμήμα της Ιταλικής χερσονήσου και να διώξει όλες τις Βυζαντινές φρουρές. Αφού κατέκτησε τη Σικελία, βάδισε βόρεια και άρχισε να απειλεί τις Βυζαντινές πόλεις στο Ιόνιο Πέλαγος και την Αδριατική Θάλασσα.[3] Τον Μάιο του 1081 πολιόρκησε το Δυρράχιο, που βρισκόταν στο ένα άκρο της Εγνατίας Οδού, του περίφημου αρχαίου δρόμου που οδηγούσε στην Κωνσταντινούπολη. Ο νέος Αυτοκράτορας Αλέξιος Α΄ Κομνηνός έστειλε μήνυμα στον Δόγη της Βενετίας Ντομένικο Σέλβο και του ζήτησε να κινητοποιήσει τον στόλο του για την υποστήριξη του Δυρραχίου αντί τεραστίων κερδών.
Ο Ντομένικο Σέλβο βάδισε για την υπεράσπιση του Δυρραχίου με 14 πολεμικά πλοία και άλλα 45 μικρότερα. Ο Βενετός δόγης, πέρα από τους οικογενειακούς και εμπορικούς δεσμούς με το Βυζάντιο, είχε πρόσθετους λόγους να πολεμήσει τους Νορμανδούς: αν ο Γυισκάρδος αποκτούσε τον έλεγχο στο Στενό του Οτράντο θα απειλούσε την πόλη του.[4] Ο Σέλβο πλησίαζε το Δυρράχιο, ενώ τα πλοία του Γυισκάρδου βρίσκονταν ήδη στο λιμάνι της πόλης. Η μάχη ήταν σκληρή, αλλά οι έμπειροι και εκπαιδευμένοι Βενετοί στη θάλασσα συνέτριψαν τους άπειρους Νορμανδούς. Ο στόλος του Γυισκάρδου έφυγε πανικόβλητος με τεράστιες απώλειες· ο Ντομένικο Σέλβο άφησε τον γιο του διοικητή του στόλου και επέστρεψε στη Βενετία σαν ήρωας.[5]
Κατάληψη του Δυρραχίου
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο Ροβέρτος Γυισκάρδος διατήρησε ακέραιο τον στρατό του, παρά την καταστροφή του στόλου του και ανασυγκροτήθηκε. Έπειτα νίκησε έναν μεγάλο Βυζαντινό στρατό με αρχηγό τον ίδιο τον αυτοκράτορα Αλέξιο Α΄, ανακατέλαβε το Δυρράχιο και έδιωξε όλα τα Βενετσιάνικα πλοία (1082).[5] Ο Γυισκάρδος, ενώ συνέχιζε την επέλαση στα Βαλκάνια, δέχτηκε μήνυμα από τον σύμμαχό του πάπα Γρηγόριο Ζ΄ να έρθει να τον υπερασπιστεί από τον Ερρίκο Δ΄ της Γερμανίας, που τον απειλούσε με τον στρατό του. Ο Σέλβο, γνωρίζοντας ότι ο Γυισκάρδος θα εγκαταλείψει τα Βαλκάνια, ανακατέλαβε με τον στόλο του το Δυρράχιο και την Κέρκυρα. Έτσι οι Νορμανδοί έχασαν οριστικά ό,τι είχαν κερδίσει στη Βαλκανική χερσόνησο.[6]
Τελική συντριβή των Βενετών
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο Γυισκάρδος επέστρεψε στα Βαλκάνια και σχεδίασε νέα οργανωμένη επίθεση στην Κέρκυρα (1084). Τον περίμεναν οι δυνάμεις των Ελλήνων και των Βενετών υπό την ηγεσία του Σέλβο. Οι Νορμανδοί πλησίασαν το νησί, αλλά η συντριβή που γνώρισαν από τους δύο συμμάχους ήταν μεγαλύτερη από αυτήν που είχαν υποστεί στη ναυμαχία του Δυρραχίου. τότε ο Γυισκάρδος διέταξε άλλη μία επίθεση τρεις ημέρες μετά, αλλά τα αποτελέσματα ήταν περισσότερο καταστροφικά.[6] Ο Ντομένικο Σέλβο, πεπεισμένος ότι τους είχε εξουδετερώσει οριστικά, έστειλε όλα τα πλοία του στη Βενετία για επισκευή για να τα χρησιμοποιήσει σε άλλες ανάγκες. Ο Σέλβο σίγουρος ότι μια τρίτη επίθεση του Γυισκάρδου είναι απίθανη, απέσυρε και τα υπόλοιπα πλοία του από την Αλβανική ακτή και περίμενε την αναχώρηση των Νορμανδών.
Ο Γυισκάρδος, μόλις έμαθε τα σχέδια του δόγη, κάλεσε μυστικά τον στόλο του να βρίσκεται σε εγρήγορση για να κάνει αιφνίδια αντεπίθεση. Το σχέδιο του Γυισκάρδου είχε μεγάλο ρίσκο, αλλά η διάλυση του στρατού των αντιπάλων του και η φυγή των Βενετσιάνικων πλοίων και των Ελλήνων του έδινε μεγάλες πιθανότητες επιτυχίας. Οι Βενετοί, αυτή τη φορά αιφνιδιασμένοι, γνώρισαν τη μεγαλύτερη συντριβή· ο ίδιος ο Σέλβο μετά βίας μπόρεσε να δραπετεύσει, ενώ 3.000 Βενετοί σκοτώθηκαν και άλλοι 2.500 αιχμαλωτίστηκαν.[5][7] Οι Βενετοί έχασαν επίσης εννιά γαλέρες, τις μεγαλύτερες και τις ισχυρότερες του στόλου τους.[8]
Το τέλος
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το 1085 επέστρεψε για να ανακαταλάβει τα εδάφη που είχε απολέσει ο γιος του Βοημούνδος Α΄, καταλαμβάνοντας την Κέρκυρα και την Κεφαλλονιά, όπου απεβίωσε στις 17 Ιουλίου 1085, στην παραλία του Αθέρα.
Οικογένεια
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Νυμφεύτηκε το 1051 την Αλμπεράντα του Μπουοναλμπέργκο, κόρη του Ρενώ Α΄ των Ιβρέα κόμη της Βουργουνδίας και είχε τέκνα:
- Βοημούνδος Α΄ π. 1054-1111, πρίγκιπας του Τάραντο και μετά της Αντιόχειας.
- Έμμα άκμασε π. το 1080 - π. 1120, παντρεύτηκε τον Όντο τον καλό μαρκήσιο. Γιος της ήταν ο:
- Ταγκρέδος 1075-1112, πρίγκιπας της Γαλιλαίας.
Ο Ροβέρτος διαζεύχθηκε την Αλμπεράντα (απεβ. 1112) λόγω συγγένειας εξ αίματος και έκανε δεύτερο γάμο το 1058-59 με τη Σικελγκάιτα, κόρη του Γουαϊμάρος Δ΄ πρίγκιπα του Σαλέρνο & της Κάπουα και δούκα του Αμάλφι & της Γκαέτα, και είχε τέκνα:
- Μωντ (Mατίλντα) 1059-μετά το 1085, παντρεύτηκε τον Ραϋμόνδο-Βερεγγάριο Β΄ κόμη της Βαρκελώνης.
- Ρογήρος Α΄ Μπόρσα 1060/61-1111, δούκας της Απουλίας & Καλαβρίας.
- Μάμπιλε, παντρεύτηκε τον Γουλιέλμο του Γκαντμέσνιλ.
- Γκερσέντα, παντρεύτηκε τον Ούγο Ε΄ κόμη του Μαιν.
- Ροβέρτος Σκάλιο π. 1068-1110.
- Γουίδων/Γκυ απεβ. 1108, σεβαστός στην υπηρεσία του Αλεξίου Α΄ Κομνηνού Αυτοκράτορα των Ρωμαίων. Ίσως απόγονός του είναι ο Αλέξιος Γίδος του 12ου αι.
- Σίβυλα, παντρεύτηκε τον Εμπλ Β΄ κόμη του Ρουσύ.
- Ολυμπιάς (Ελένη), μνηστεύθηκε με τον Κωνσταντίνο Δούκα, γιο του Μιχαήλ Ζ΄ Αυτοκράτορα των Ρωμαίων. Ο αρραβώνας ακυρώθηκε το 1078 από τον Νικηφόρο Γ΄ Βοτανειάτη και με αυτό το πρόσχημα ο Ροβέρτος εισέβαλε στη Ρωμανία.
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ 1,0 1,1 Rogers 2010, p. 66.
- ↑ «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 17 Σεπτεμβρίου 2012. Ανακτήθηκε στις 25 Δεκεμβρίου 2018.
- ↑ Skinner. Family Power in Southern Italy, pp. 3–5.
- ↑ Nicol. Byzantium and Venice, pp. 57–59.
- ↑ 5,0 5,1 5,2 Hazlitt. The Venetian Republic, pp. 134–143.
- ↑ 6,0 6,1 Norwich. A History of Venice, pp. 71–75.
- ↑ Hazlitt and Norwich list different numbers of casualties, but it is more probable that Norwich, who says 13,000 Venetians died, is mistaken as the only source he cites The Alexiad by Anna Komnene and Hazlitt cites several sources that state that only 13,000 Venetians were present at the battle at all. The entirety of the Venetian fleet was not destroyed, so Hazlitt's numbers seem to be more believable. The entirety of Anna Komnene's account can be found in Book VI of The Alexiad which is referenced below.
- ↑ J. Norwich, A History of Venice, 72
Πηγές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Hazlitt, W. Carew. (1915). The Venetian Republic: Its Rise, its Growth, and its Fall. A.D. 409–1797, London: Adam and Charles Black.
- Nicol, Donald M. (1988). Byzantium and Venice: A Study in Diplomatic and Cultural Relations, Cambridge: Cambridge University Press.
- Norwich, John Julius. (1989). A History of Venice, New York: Vintage Books.
- Rogers, Clifford J. (2010). The Oxford Encyclopedia of Medieval Warfare and Military Technology: Vol. 1. Oxford: Oxford University Press.
- Skinner, Patricia. (2003). Family Power in Southern Italy, Cambridge: Cambridge University Press.