Ρωμαϊκή διοίκηση (περιοχή)
Στην Ύστερη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, συνήθως χρονολογείται το 284 μ.Χ. έως το 602 μ.Χ., η επαρχιακή κυβερνητική περιφέρεια γνωστή ως ρωμαϊκή ή πολιτική διοίκηση (λατιν.: diocese), αποτελούταν από μία ομάδα επαρχιών (provincia) με επικεφαλής τον βικάριο (vicarius), ο οποίος ήταν εκπρόσωπος του πραιτοριανού επάρχου (ο οποίος κυβερνούσε απευθείας τη διοίκηση στην οποία κατοικούσαν). Υπήρχαν αρχικά δώδεκα διοικήσεις, οι οποίες αυξήθηκαν σε δεκατέσσερις στα τέλη του 4ου αι.
Ο όρος diocese προέρχεται από το λατινικά: dioecēsis, που προέρχεται από το ελληνικό διοίκησις, που σημαίνει «διαχείριση», «ενισχυτική περιφέρεια» ή «ομάδα επαρχιών». Με τον Χριστιανισμό κάθε διοίκηση έγινε επισκοπή.
Ιστορική εξέλιξη
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Τετραρχία (286-305)
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Δύο μεγάλες μεταρρυθμίσεις στις διοικητικές διαιρέσεις της Αυτοκρατορίας έγιναν κατά τη διάρκεια της Τετραρχίας.[1]
Η πρώτη από αυτές ήταν ο πολλαπλασιασμός του αριθμού των επαρχιών (provincias), οι οποίες είχαν παραμείνει σε μεγάλο βαθμό αμετάβλητες από την εποχή του Αυγούστου, από 48 στην αρχή της βασιλείας του Διοκλητιανού σε περίπου 100 την εποχή της παραίτησής του.[2] Ο πολλαπλασιασμός των επαρχιών πιθανότατα έγινε για στρατιωτικούς, οικονομικούς και οικονομικούς λόγους.[2][3] Έφερε τον κυβερνήτη πιο κοντά στις πόλεις, που ήταν υπεύθυνες για την είσπραξη των φόρων. Περιόριζε επίσης την εξουσία των κυβερνητών και την αυτονομία των πόλεων.[2] Ταυτόχρονα τακτοποιήθηκε το καθεστώς των επαρχιών. Η Αίγυπτος έχασε τη μοναδική της θέση και χωρίστηκε σε τρεις επαρχίες,[3] ενώ η Ιταλία «επαρχιοποιήθηκε»: οι αριθμημένες περιοχές (regiones) που είχαν δημιουργηθεί από τον Αύγουστο, έλαβαν ονόματα και διοικούνταν από επιμελητές (correctores).[2] Η διάκριση μεταξύ συγκλητικών και αυτοκρατορικών επαρχιών καταργήθηκε, και εφεξής όλοι οι κυβερνήτες διορίζονταν από τον Αυτοκράτορα.[1]
Προκειμένου να αντισταθμιστεί η αποδυνάμωση των επαρχιών και να διατηρηθεί ο δεσμός μεταξύ του αυτοκρατορικού κέντρου και των επιμέρους επαρχιών, δημιουργήθηκαν οι διοικήσεις ως νέα εδαφική υποδιαίρεση, επάνω από το επίπεδο της επαρχίας.[1][4] Η αυτοκρατορία χωρίστηκε σε 12 διοικήσεις. Η μεγαλύτερη από αυτές, η διοίκηση της Ανατολής, περιελάμβανε 16 επαρχίες. Κάθε διοίκηση διοικούνταν από ένα agens vices preefectorum praetorio (εκπρόσωπο του πραιτωριανού επάρχου) ή απλώς βικάριο (vicarius), υπό τον πραιτωριανό έπαρχο, αν και ορισμένες επαρχίες διοικούνταν απευθείας από τον πραιτωριανό έπαρχο.[5] Αυτοί οι βικάριοι ήταν αρχικά ad hoc εκπρόσωποι των επάρχων, αλλά μετά οι θέσεις τους έγιναν μόνιμες, κανονικές.[1] Ο βικάριος ήλεγχε τους κυβερνήτες των επαρχιών (με διάφορους τίτλους ως consulares, correctores, praesides) και άκουγε προσφυγές, για υποθέσεις που είχαν κριθεί σε επαρχιακό επίπεδο (τα μέρη μπορούσαν να αποφασίσουν αν θα προσφύγουν στον βικάριο ή στον πραιτωριανός έπαρχος).[5] Οι επαρχίες που διοικούνταν από ανθυπάτους (Αφρική και Ασία) παρέμειναν εκτός της δικαιοδοσίας των βικαρίων [3], όπως και οι πόλεις της Ρώμης και της Κωνσταντινούπολης, οι οποίες διοικούνταν από τον έπαρχο της πόλης (praefectus urbi).[5] Οι βικάριοι δεν είχαν στρατιωτικές εξουσίες. Τα στρατεύματα που στάθμευαν στις διοικήσεις έπεφταν υπό τη διοίκηση ενός κόμη των στρατιωτικών πραγμάτων (come rei militaris), ο οποίος βρισκόταν απευθείας υπό τον έλεγχο του μαγίστρου του στρατού (magister militum) και ήταν επικεφαλής των δουκών (duces), που είχαν τη στρατιωτική διοίκηση μεμονωμένων επαρχιών.
Πολλοί σύγχρονοι μελετητές χρονολογούν την εισαγωγή των διοικήσεων στο 296-297 μ.Χ.[3][6] Ένα απόσπασμα του Λακτάντιου, ο οποίος ήταν εχθρικός προς τον Διοκλητιανό λόγω του διωγμού του κατά των Χριστιανών, φαίνεται να υποδηλώνει την ύπαρξη του vicarii praefectorum την εποχή του Διοκλητιανού:
Έτσι ο Λακτάντιος αναφέρεται στο vicarii praefectorum ως ενεργό ήδη από την εποχή του Διοκλητιανού. Άλλες πηγές από τη βασιλεία του Διοκλητιανού αναφέρουν έναν Aυρήλιο Αγρικολανό, που ήταν agens vices praefectorum praetorio, ο οποίος δρούσε στην Ισπανία και καταδίκασε έναν εκατόνταρχο ονόματι Mάρκελλο να εκτελεστεί για τον Χριστιανισμό του, καθώς και έναν Aιμιλιανό Ρουστικιανό, ο οποίος θεωρείται από ορισμένους μελετητές ως ο πρώτος βικάριος της διοίκησης της Ανατολής που γνωρίζουμε. Ο Λακτάντιος αναφέρει επίσης έναν Σωσσιανό Ιεροκλή ως ex vicario, που δραστηριοποιήθηκε στην Ανατολή αυτή την περίοδο. Ο Σεπτίμιος Βαλέντιο μαρτυρείται επίσης ως agens vices praefectorum praetorio της Ρώμης μεταξύ 293 και 296. Ωστόσο αυτές οι πηγές δεν αποδεικνύουν ότι αυτοί οι vicarii (αντιπρόσωποι) ήταν ήδη υπεύθυνοι για διοικήσεις σε μία καλά καθορισμένη και σταθερή περιοχή.[6] Ο Σεπτίμιος Βαλέντιο συγκεκριμένα ήταν σίγουρα ο διοικητής της πραιτωριανής φρουράς κατά τη διάρκεια μίας περιόδου, που ο πραιτωριανός έπαρχος απουσίαζε από την πόλη, αλλά δεν ήταν επικεφαλής της Προαστιακής [Νότιας] Ιταλίας (Italia Suburbicaria). Σύμφωνα με τον Ζούκερμαν, η ίδρυση των διοικήσεων θα έπρεπε να χρονολογηθεί γύρω στο 313/14 μ.Χ., μετά την προσάρτηση της Αρμενίας στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και τη συνάντηση Κωνσταντίνου Α΄ και Λικίνιου στο Μεδιολάνο.[6][7] ] Το θέμα παραμένει αμφιλεγόμενο.
Κωνσταντινιανές μεταρρυθμίσεις (326-337)
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Από το 310 ο Κωνσταντίνος Α' ήταν ένας από τους Αυγούστους της Αυτοκρατορίας και από το 324 ήταν ο μοναδικός κυρίαρχος όλου του κράτους. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του πραγματοποίησε πολλές κρίσιμες μεταρρυθμίσεις, δημιουργώντας τη διοικητική και στρατιωτική οργάνωση της Αυτοκρατορίας που θα διαρκέσει μέχρι την πτώση της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
Περιφερειοποίηση των Πραιτωριανών Επαρχιών
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η κύρια εδαφική μεταρρύθμιση που ανέλαβε ο Κωνσταντίνος, ως μέρος μίας διαδικασίας δοκιμής-και-λάθους,[3] ήταν η «περιφερειοποίηση» της πραιτωριανής επαρχίας. Μέχρι τώρα, ένας ή δύο πραιτοριανοί έπαρχοι υπηρετούσαν ως κύριοι υπουργοί για ολόκληρη την Αυτοκρατορία, με στρατιωτικές, δικαστικές και δημοσιονομικές ευθύνες.[3][4]
Ο πολιτικός συγκεντρωτισμός υπό τον Κωνσταντίνο Α΄, που κορυφώθηκε με την επανένωση ολόκληρης της Αυτοκρατορίας υπό την κυριαρχία του, είχε ως αποτέλεσμα μία «διοικητική αποκέντρωση».[3] Ένας μόνο Αυτοκράτορας δεν μπορούσε να ελέγξει τα πάντα, έτσι μεταξύ 326 και 337, ο Κωνσταντίνος Α΄ μετέτρεψε σταδιακά τον «υπουργικό» Πραιτωριανό έπαρχο σε «περιφερειακό» έπαρχο, υπεύθυνο για μία συγκεκριμένη περιοχή, που περιείχε πολλές επισκοπές και ονομαζόταν «επαρχότητα του πραιτωρίου» (praefectura praetorio).[3]
Αυτοί οι πραιτωριανοί έπαρχοι είχαν εξουσία επί των βικάριων και των επαρχιακών κυβερνητών.[1][3] Ο Πωλ Πετί υποστηρίζει ότι οι διοικήσεις «οι ίδιες προεικόνιζαν σε κάποιο βαθμό» τις περιφερειακές πραιτωριανές επαρχίες.[3] Έτσι, η δημιουργία των πραιτωριανών επαρχιών μείωσε τη χρησιμότητα των διοικήσεων. Ο άμεσος δεσμός μεταξύ των πραιτωριανών επάρχων και των κυβερνητών παρέκαμψε τους βικάριους και προκάλεσε την παρακμή της εξουσίας τους: γίνονταν όλο και περισσότερο πράκτορες, που εκτελούσαν τη θέληση των πραιτωριανών επάρχων. Ωστόσο, παρά τη μειωμένη σημασία τους, οι βικάριοι έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην ιεραρχία της αυλής: ο Κωνσταντίνος Α΄ τους ανέβασε στον βαθμό των clarissimi (μεταξύ των υπάτων και των ανθυπάτων).[4]
Δημιουργία των κομήτων
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο άλλος λόγος για την αποδυνάμωση των εφημέριων ήταν η τακτική αποστολή κομήτων (comites), οι οποίοι υπερτερούσαν των βικαρίων και πιθανότατα είχαν τον ρόλο να επιθεωρούν τη συμπεριφορά τους.[4]
Εδαφικές προσαρμογές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Πιθανότατα ήταν ο Κωνσταντίνος Α΄ το 312 που μετέτρεψε τους agens vices prefectorum praetorio της Ρώμης -που ήταν ο διοικητές των στρατευμάτων που στάθμευαν στην Πόλη όταν ο Πραιτοριανός Έπαρχος απουσίαζε από την περίοδο των Σεβεριανών- σε πολιτικό εφημέριο της Italia Suburbicaria, ως μέρος της αποστρατικοποίησης της πόλης μετά τη νίκη του επί του Μαξέντιου. Έτσι, επί Κωνσταντίνου Α΄, η διοίκηση Ιταλίας χωρίστηκε στα δύο βικαριάτα, της Italia Suburbicaria στο νότο και της Italia Annonaria στο βορρά, υπό τη διοίκηση του vicarius urbis Romae και του vicarius Italiae αντίστοιχα. Η Italia Suburbicaria και η Italia Annonaria δεν ήταν de jure διοικήσεις, αλλά βικαριάτα μέσα σε μία ενιαία ιταλική διοίκηση, όπως αναφέρουν τα Laterculus Veronensis και Notitia Dignitatum.[5] Ο Κωνσταντίνος Α' διαίρεσε επίσης τη διοίκηση Μοισίας στις διοικήσεις Δακίας και Μακεδονίας το 327 [5]
Επί Αυτοκράτορα Βάλη (364-378), η διοίκηση της Αιγύπτου διασπάστηκε από τη διοίκηση της Ανατολής.[5] Η Notitia Dignitatum υποδεικνύει ότι σε κάποιο σημείο, η διοίκηση της Γαλατίας καταργήθηκε και ενσωματώθηκε στη διοίκηση της επαρχίας Septem Provinciae.
Σύμφωνα με το Notitia Dignitatum, οι διοικήσεις Δακίας και Ιλλυρικού δεν είχαν βικαρίους, αλλά διοικούνταν απευθείας από τον πραιτωριανό έπαρχο του Ιλλυρικού. Πριν από την υπαγωγή της, η διοίκηση της Γαλατίας φαίνεται επίσης να διοικούνταν απευθείας από τον πραιτωριανό έπαρχο της Γαλατίας.[5] Στην πραγματικότητα, σύμφωνα με τον Τζόουνς, η διοίκηση στην οποία έδρευε κάθε πραιτωριανός έπαρχος ήταν γενικά υπό τον άμεσο έλεγχό του, εκτός από τη διοίκηση Θράκης, την οποία διοικούσε ένας vicariusThraciarum, παρόλο που ο πραιτωριανός έπαρχος της Ανατολής είχε την έδρα του στη διοίκηση.[5] Ο τίτλος του βικάριου χρησιμοποιήθηκε σε όλες τις επαρχίες, εκτός από τη διοίκηση της Ανατολής, η οποία διοικούνταν από έναν comes Orientis και την Αίγυπτο, η οποία συνέχιζε να διοικείται από έναν έπαρχο.
Μεταγενέστερη εξέλιξη
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Οι διάδοχοι του Θεοδοσίου Α' έκαναν ελάχιστες αλλαγές στις διοικητικές υποδιαιρέσεις της Αυτοκρατορίας. Μερικές επαρχίες υποδιαιρέθηκαν περαιτέρω. Για παράδειγμα, οι επαρχίες Ηπείρου, Γαλατίας, Παλαιστίνης και Θηβαΐδος χωρίστηκαν στα δύο. Στις αρχές του 6ου αι. χωρίστηκε στα δύο και η επαρχία της Αιγύπτου. Στη Θράκη δημιουργήθηκε από τον Αναστάσιο Α' (491-518) ένα ξεχωριστό βικαριάτο των Μακρών Τειχών.
Πτώση της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Γύρω στα τέλη του 5ου αι., η πλειονότητα των επισκοπών της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας έπαψε να υπάρχει, μετά την ίδρυση των Βαρβαρικών βασιλείων. Δεν υπάρχουν στοιχεία ότι οι Φράγκοι και οι Βουργουνδοί διατήρησαν το ρωμαϊκό επαρχιακό σύστημα, πάντως οι Βησιγότθοι και οι Βάνδαλοι διατήρησαν πράγματι τις επαρχίες (που διοικούνταν από rectores ή iudices), αλλά όχι τις διοικήσεις ή τις επαρχίες.[5] Στην Ιταλία ο Οδόακρος και στη συνέχεια οι Οστρογότθοι βασιλείς, ιδιαίτερα ο Θεοδώριχος ο Μέγας, διατήρησαν βασικά το ρωμαϊκό επαρχιακό σύστημα, συμπεριλαμβανομένου της πραιτωριανής επαρχίας της Ιταλίας και των δύο βικάριων της Προμηθευτικής [Βόρειας] Ιταλίας (Italia Annonaria) και της Προαστιακής [Νότιας] Ιταλίας (Italia Suburbicaria), καθώς και τις διάφορες επαρχίες που περιείχαν. Όταν ο Θεοδώριχος κατέκτησε την Προβηγκία το 508, επανίδρυσε επίσης μία διοίκηση Γαλατίας, η οποία προήχθη στον βαθμό της πραιτωριανής επαρχίας με πρωτεύουσα την Αρελάτη δύο χρόνια αργότερα. Αυτή η επαρχότητα του πραιτωρίου καταργήθηκε το 536, επί βασιλείας του Ουίτιγη, μετά την παραχώρηση της Προβηγκίας στους Φράγκους. Το σκεπτικό πίσω από τη διατήρηση του ρωμαϊκού επαρχιακού συστήματος από τον Oδόακρο και τον Θεοδώριχο ήταν ότι ήταν επίσημα αντιβασιλείς του Ρωμαίου Αυτοκράτορα στην Κωνσταντινούπολη, για τον οποίο η Ιταλία συνέχιζε ονομαστικά να αποτελεί μέρος της ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Τα πολιτικά αξιώματα, συμπεριλαμβανομένων των βικαρίων, των προέδρων και των πραιτωριανών επάρχων, συνέχισαν να πληρούνται με Ρωμαίους πολίτες, ενώ οι Βάρβαροι χωρίς υπηκοότητα απαγορεύονταν να τα κρατούν. Ωστόσο σύμφωνα με τον Κασσιόδωρο η εξουσία του vicarius urbis Romae μειώθηκε: τον 4ο αι. δεν ήλεγχε πλέον τις δέκα επαρχίες της Italia Suburbicaria, αλλά μόνο τη γη σε απόσταση σαράντα μιλίων από την πόλη της Ρώμης.[8]
Οι μεταρρυθμίσεις του Ιουστινιανού
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το 535–536 ο Ιουστινιανός Α΄ αποφάσισε να καταργήσει τις διοικήσεις της Ανατολής, της Ασίας και του Πόντου: οι βικάριοί τους υποβιβάστηκαν σε απλούς επαρχιακούς διοικητές.[9] Για παράδειγμα, ο come Orientis (κόμης της Ανατολής) έγινε ο τίτλος του κυβερνήτη της Syria I, ενώ οι βικάριοι της Ασίας και του Πόντου έγιναν κυβερνήτες της Phrygia Pacatiana και της Galatia I αντίστοιχα, με τον τίτλο comes Iustinianus και είχε πολιτικές και στρατιωτικές δυνάμεις.[9] Τον Μάιο του 535, ο Ιουστινιανός Α΄ κατήργησε τα βικαριάτα της Θράκης και των Μακρών Τειχών, για να βελτιώσει την άμυνα των Μακρών Τειχών, τερματίζοντας τις συνεχείς συγκρούσεις μεταξύ των δύο βικαρίων. Ανέθεσε τη διοίκηση της διοίκησης Θράκης σε έναν praetor Iustinianus με πολιτικές και στρατιωτικές εξουσίες.[5][9] Έναν χρόνο αργότερα, προκειμένου να βελτιωθεί η αποτελεσματικότητα της τροφοδοσίας των στρατευμάτων που βρισκόταν σε φρουρά στη Θράκη, εισήχθη μία νέα επαρχότητα του πραιτωρίου, η επαρχότητα του πραιτωρίου των Νήσων, η οποία διοικούνταν από ένα quaestor exercitus (ταμία του στρατού) με έδρα την Οδησσό. Η επαρχότητα του πραιτωρίου αυτή περιλάμβανε τις επαρχίες της Μοισίας ΙΙ, Μικράς Σκυθίας, Νησιών (Κυκλάδων), Καρίας και Κύπρου.[5][9] Το 539 ο Ιουστινιανός Α΄ κατήργησε επίσης τη διοίκηση της Αιγύπτου, χωρίζοντάς την σε πέντε ανεξάρτητες περιφέρειες (ομάδες επαρχιών), που διοικούνταν από duces με πολιτική και στρατιωτική εξουσία, οι οποίοι ήταν άμεσα υφιστάμενοι του πραιτωριανού επάρχου της Ανατολής. Ο πραιτωριανός έπαρχος της Αιγύπτου, που προηγουμένως ήταν υπεύθυνος για ολόκληρη τη διοίκηση, μετονομάστηκε σε dux augustalis και άφησε τον έλεγχο μόνο από τις επαρχίες Αegyptus Ι και Αegyptus ΙΙ.[9] Ουσιαστικά οι τροποποιήσεις στο επαρχιακό σύστημα που πραγματοποίησε ο Ιουστινιανός A΄, είχαν ως κίνητρο την επιθυμία να τερματιστεί η σύγκρουση μεταξύ πολιτικών και στρατιωτικών αξιωματούχων και έτσι απομακρύνθηκαν από το σχέδιο του Διοκλητιανού για τον πλήρη διαχωρισμό της πολιτικής και της στρατιωτικής εξουσίας. Έτσι, σύμφωνα με τον Τζ. Μπ. Μπιούρυ, ο Ιουστινιανός Α΄ προέβλεψε την εισαγωγή των θεμάτων τον 7ο αι.[9] Επιπλέον, καταργώντας τις διοικήσεις, ο Ιουστινιανός Α΄ προσπάθησε να απλοποιήσει τη γραφειοκρατία και ταυτόχρονα να μειώσει τα έξοδα του κράτους, σημειώνοντας ότι τα βικαριάτα είχαν γίνει περιττά, καθώς οι εφέσεις τους χρησιμοποιούνταν όλο και λιγότερο και οι κυβερνήτες των επαρχιών μπορούσαν να ελέγχονται άμεσα από τον πραιτωριανό έπαρχο, μέσω των λεγόμενων χειριστών (tractatores).[5]
Μερικές από τις αποφάσεις του Ιουστινιανού Α΄ επανεξετάστηκαν στη συνέχεια. Πράγματι δεκατρία χρόνια μετά τις μεταρρυθμίσεις τού 535, το 548, ο Ιουστινιανός Α΄ αποφάσισε την επανίδρυση της διοίκησης του Πόντου, λόγω σοβαρών εσωτερικών προβλημάτων. Στον εφημέριο του Πόντου δόθηκαν και στρατιωτικές εξουσίες, προκειμένου να αντιταχθεί αποτελεσματικά στους ληστές, που κατέκλυσαν την περιοχή.[9] Την ίδια περίοδο, πέντε επαρχίες της πρώην διοίκησης της Ασίας, που είχαν κατακλυστεί από ληστές (Λυκαονία, Πισιδία, Λυδία και οι δύο Φρυγίες), τέθηκαν στη δικαιοδοσία ενός biocolytes (που κωλύει, προλαμβάνει τη βία), προκειμένου να διατηρηθεί τάξη στην περιοχή.[5] Η δικαιοδοσία αυτού του αξιωματούχου περιορίστηκε μόνο στη Λυκαονία και τη Λυδία το 553, αφού οι άλλες τρεις επαρχίες είχαν ειρηνεύσει.[5] Η νεαρά (novel) 157 του 542 μ.Χ., σχετικά με την Oσροηνή και τη Μεσοποταμία, απευθύνεται στους comes Orientis, υποδηλώνοντας ότι το βόρειο τμήμα της πρώην διοίκησης της Ανατολής παρέμεινε υπό την εξουσία των comes Orientis σε αυτήν την περίοδο.[5] Περαιτέρω, φαίνεται από το γεγονός ότι μαρτυρείται και πάλι βικάριος Θράκης το 576, φαίνεται και ότι η επισκοπή Θράκης αναβίωσε κάποια στιγμή, ίσως και επί Ιουστινιανού Α΄.[5]
Όταν η Αφρική και η Ιταλία ανακατακτήθηκαν, ο Ιουστινιανός Α΄ ίδρυσε την επαρχότητα του πραιτωρίου της Αφρικής, ενώ ο επαρχότητα του πραιτωρίου της Ιταλίας επέστρεψε στα αυτοκρατορικά χέρια μετά τον Γοτθικό Πόλεμο. Ολόκληρη η επικράτεια της Αυτοκρατορίας στην Αφρική, που ήταν η διοίκηση Αφρικής τον 4ο και 5ο αι., προήχθη έτσι στον βαθμό της πραιτωριανής επαρχίας. Δεν χωριζόταν σε διοικήσεις. Είναι απίθανο η επαρχότητα του πραιτωρίου της Ιταλίας να υποδιαιρέθηκε σε δύο βικαριάτα και πάλι στη βυζαντινή περίοδο.[8] Η εξουσία των δύο Ιταλών βικαρίων ήταν σίγουρα πολύ μειωμένη σε σύγκριση με τον 5ο αι.[8]
Οι διάδοχοι του Ιουστινιανού Α΄ συνέχισαν την πολιτική του να συγκεντρώνει την πολιτική και στρατιωτική εξουσία στα χέρια ενός και μόνο ατόμου. Ο Μαυρίκιος (582-602) μετέτρεψε τις παλιές πραιτωριανές επαρχίες της Ιταλίας και της Αφρικής σε εξαρχάτα, που διοικούνταν από έναν έξαρχο, ο οποίος είχε πολιτική και στρατιωτική εξουσία. Οι βικάριοι και άλλοι πολιτικοί αξιωματούχοι φαίνεται ότι έχασαν το μεγαλύτερο μέρος της σημασίας τους για τους εξάρχους και τους υφισταμένους τους, αλλά εξαφανίστηκαν μέχρι τα μέσα του 7ου αι. Μετά το 557 δεν υπάρχει κανένα αρχείο για vicarii στην Ιταλία, αλλά δύο αντιπρόσωποι (agentes vices) του πραιτωριανού επάρχου της Ιταλίας με τις έδρες τους στη Γένουα και τη Ρώμη αναφέρονται στις επιστολές του πάπα Γρηγορίου Α΄.[8] [α] Αυτοί οι agentes vices δεν επιβεβαιώνονται πλέον μετά το πρώτο μισό του 7ου αι.[8]
Εξαφάνιση
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Τον 7ο αι., ως αποτέλεσμα της καθιέρωσης των πρώτων θεμάτων (στρατιωτικές περιφέρειες που διοικούνταν από έναν στρατηγό με στρατιωτική και πολιτική εξουσία) και τις επιδρομές των Αράβων και των Σλάβων, εξαφανίστηκαν οι πραιτωριανές επαρχίες της Ανατολής και του Ιλλυρικού. Η τελευταία σίγουρη βεβαίωση ενός πραιτωριανού επάρχου της Ανατολής είναι το 629, ενώ το Ιλλυρικό επιβίωσε μέχρι τα τέλη του 7ου αι., χωρίς όμως κάποια αποτελεσματική εξουσία, αφού η πλειονότητα των Βαλκανίων, εκτός από τη Θεσσαλονίκη, είχε περιέλθει στους Σλάβους. Έτσι ο πραιτωριανός έπαρχος του Ιλλυρικού μετονομάστηκε σε πραιτωριανό έπαρχο Θεσσαλονίκης. Την ίδια περίοδο εξαφανίστηκαν τελικά οι διοικήσεις Δακίας και Μακεδονίας, ως αποτέλεσμα της απώλειας σχεδόν όλης της επικράτειάς τους. Ωστόσο το Tακτικόν Ουσπένσκι που γράφτηκε στις αρχές του 9ου αι., αναφέρει έναν πραιτωριανό έπαρχο της Κωνσταντινούπολης και ανθυπάτους των θεμάτων, γεγονός που υποδηλώνει ότι η επαρχότητα του πραιτωρίου της Ανατολής συνέχισε να υπάρχει, παρόλο που είχε χάσει το μεγαλύτερο μέρος τής προηγούμενης εξουσίας της και είχε μόνο μερικές δικαστικές λειτουργίες.[10] Εάν οι διοικήσεις έχασαν τις δημοσιονομικές τους λειτουργίες κατά τον 6ο και 7ο αι., μπορεί να αντικαταστάθηκαν από νέες ομάδες επαρχιών υπό τη δικαστική διοίκηση ενός ανθυπάτου.[10] Οι επαρχίες συνέχισαν να υπάρχουν κάτω από τα θέματα μέχρι το δεύτερο μισό του 9ου αι.[11]
Οργάνωση
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Εφημέριοι
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο βικάριος ήταν υψηλόβαθμος αξιωματούχος, που διοριζόταν από τον Αυτοκράτορα και λογοδοτούσε μόνο σε αυτόν.[3][4] Τη θέση κατείχαν μέλη της τάξης των ιππέων, που λάμβαναν τον βαθμό του τελειοτάτου [perfectissimus] (πριν από τους εξοχοτάτους [egregii] και μετά τους επιφανεστάτους [eminentissimi]).[12] Έτσι, σε βαθμό, οι βικάριοι ήταν κατώτεροι από τους κυβερνήτες των συγκλητικών επαρχιών (υπάτων), αν και έπρεπε να ασκούν πολιτική εξουσία επάνω τους. Ο Ρενέ Ρεμόν προτείνει ότι αυτό το παράδοξο επιλύθηκε με την προώθηση εφημέριων, των οποίων οι διοικήσεις περιείχαν επαρχίες με συγκλητικούς κυβερνήτες στον βαθμό του clarissimus, αλλά δεν υπάρχουν στοιχεία γι' αυτό.[1]
Αρχικά, οι εξουσίες των βικαρίων ήταν σημαντικές: έλεγχαν και παρακολουθούσαν τους κυβερνήτες (εκτός από τους ανθυπάτους που κυβερνούσαν την Ασία και την Αφρική), διαχειρίζονταν τη συλλογή φόρων, παρενέβαιναν σε στρατιωτικές υποθέσεις για την οχύρωση των συνόρων και έκριναν εφέσεις.[3] Δεν ήταν υπό τον έλεγχο του πραιτωριανού επάρχου, αλλά μόνο του Αυτοκράτορα. Οι προσφυγές για τις νόμιμες αποφάσεις τους πήγαιναν κατευθείαν στον Αυτοκράτορα.[4]
Οι βικάριοι δεν είχαν πραγματικό στρατιωτικό ρόλο και δεν είχαν στρατεύματα υπό τις διαταγές τους, κάτι που ήταν μία σημαντική καινοτομία, σε σύγκριση με το επαρχιακό σύστημα του Αυγούστου. Αυτό είχε σκοπό να διαχωρίσει τη στρατιωτική και την πολιτική δύναμη, και έτσι να αποτρέψει εξεγέρσεις και εμφύλιους πολέμους.
Δείτε επίσης
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Κλασική αρχαιότητα
- Ύστερη Αρχαιότητα
- Κατάλογος υστερορωμαϊκών επαρχιών
- Τοπική Αυτοδιοίκηση (αρχαία Ρωμαϊκή)
Βιβλιογραφικές αναφορές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Σημειώσεις
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, ο όρος agentes vices praefectorum praetorio ήταν ένα συνώνυμο για τους vicarii. Ο βικάριος με βάση το Μιλάνο, μάλλον μετακινήθηκε στη Γένοβα έπειτα από την Λομβαρδική κατάκτηση.
Αναφορές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ 1,0 1,1 1,2 1,3 1,4 1,5 Rémond
- ↑ 2,0 2,1 2,2 2,3 Lo Cascio
- ↑ 3,00 3,01 3,02 3,03 3,04 3,05 3,06 3,07 3,08 3,09 3,10 3,11 Petit
- ↑ 4,0 4,1 4,2 4,3 4,4 4,5 Piganiol
- ↑ 5,00 5,01 5,02 5,03 5,04 5,05 5,06 5,07 5,08 5,09 5,10 5,11 5,12 5,13 5,14 5,15 Jones
- ↑ 6,0 6,1 6,2 Wiewiorowski
- ↑ Zuckerman, Travaux et Memoires 14, Melanges Gilbert Dagron, 2002.
- ↑ 8,0 8,1 8,2 8,3 8,4 Cosentino
- ↑ 9,0 9,1 9,2 9,3 9,4 9,5 9,6 Bury
- ↑ 10,0 10,1 Haldon & Brubaker
- ↑ Ostrogorsky
- ↑ See G. Bloc, L'Empire romain. Évolution et décadence, Flammarion, Paris, 1922, vol. II, chapter 2.
Πηγές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Bury, J. B. (6 Φεβρουαρίου 2019) [1st pub. MacMillan: London (1889)]. A History of the Later Roman Empire (Vol. 1&2): From the Death of Theodosius I to the Death of Justinian - German Conquest of Western Europe & the Age of Justinian. e-artnow. ISBN 978-80-273-0318-2. first published in 1889 in two volumes:
- ——— (1889a). A History of the Later Roman Empire from Arcadius to Irene, Volume One (PDF). OCLC 905670303. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 3 Ιουλίου 2007. and
- ——— (1889b). A History of the Later Roman Empire from Arcadius to Irene, Volume Two (PDF). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 3 Ιουλίου 2007.
- Lo Cascio, Elio (2005). «The government and administration in the empire in the central decades of the third century». Στο: Bowman, Alan· Cameron, Averil· Garnsey, Peter. The Cambridge Ancient History, XII, The Crisis of Empire, A.D. 193-337. Cambridge: Cambridge University Press. σελίδες 156–169. ISBN 978-0521-26335-1. OCLC 492053048.
- Cosentino, Salvatore (2008). Storia dell'Italia bizantina, VI–XI secolo : da Giustiniano ai normanni [History of Byzantine Italy, 6th – 11th centuries: from Justinian to the Normans]. Bologna: Bononia University Press. ISBN 978-88-7395-360-9. OCLC 690608962.
- Haldon, John F.· Brubaker, Leslie (2011). Byzantium in the Iconoclast era (ca 680-850): a history. Cambridge: Cambridge University Press. ISBN 978-0-521-43093-7. OCLC 892568486.
- Jones, Arnold Hugh Martin (1964). The later Roman Empire, 284-602: a social, economic, and administrative survey. ISBN 9780801833540. OCLC 1130974042.
- Meyendorff, John (1989). Imperial unity and Christian divisions: The Church 450-680 A.D. The Church in history. 2. Crestwood, NY: St. Vladimir's Seminary Press. ISBN 9780881410563.
- Ostrogorsky, George (1956). History of the Byzantine State. Oxford: Basil Blackwell.
- Petit, Paul (1978) [1974]. Histoire générale de l'Empire romain. 3, Le Bas-Empire 284–395 [General history of the Roman Empire. Late Roman Empire 284–395]. Points., Histoire H37 (στα Γαλλικά). Paris: Seuil. ISBN 978-2020-04971-9. OCLC 39171497.
- Piganiol, André (1972). L'empire chrétien, 325–395 [The Christian Empire, 325–395] (στα Γαλλικά). Paris: Presses Universitaires de France. ISBN 2130321259.
- Rémondon, Roger (1997) [Paris (1964)]. La Crise de l'Empire romain : de Marc Aurèle à Anastase [Crisis in the Roman Empire: from Marcus Aurelius to Anastasius]. Nouvelle Clio, 11 (στα Γαλλικά) (3e éd. έκδοση). Paris: Presses universitaires de France. ISBN 978-2130-31086-0. OCLC 38827662.
- Wiewiorowski, Jacek (2016) [Wydawnictwo Naukowe: Poznan (2012)]. The Judiciary of Diocesan Vicars in the Later Roman Empire. Adam Mickiewicz University Law Books, no 1. Poznan: Adam Mikiewics University. ISBN 978-8323-22925-4. OCLC 951378004.