Μετάβαση στο περιεχόμενο

Στύγα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
(Ανακατεύθυνση από Στυξ)
Ωκεανίδα Στυξ (Στύγα)
Σύζυγος-οιΠάλλας
ΓονείςΤιτάνας Ωκεανός και Τιτανίδα Τηθύς
ΑδέλφιαΟι υπόλοιπες 2.999 Ωκεανίδες και οι 3.000 Ποταμοί.
ΤέκναΘεά Νίκη, Ζήλος, Κράτος και Βία
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Η Στύγα (Στυξ) ήταν αρχέγονη χθόνια θεότητα, απεχθής και φρικαλέα,[σ 1] προσωποποίηση του ομώνυμου ποταμού του Άδη.

Η Στυξ ήταν κόρη του Ωκεανού και της Τηθύος[1] ή κόρη του Ερέβους και της Νυκτός.[2][σ 2] Από τον Δία απέκτησε την Περσεφόνη[3] και από τον Πάλλαντα τη Νίκη, τον Ζήλο, το Κράτος[σ 3] και τη Βία.[4] Στα παιδιά της από τον Πάλλαντα ο Υγίνος προσέθεσε και τη Σκύλλα.[5] Σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή, σύζυγος της ήταν ο Πείρας, όπου ως καρπός της ένωσής τους προέκυψε η Έχιδνα.[6]

Συμβολή στην Τιτανομαχία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Στύγα κατοικούσε μακριά από τους άλλους θεούς, στο βαθύ σκότος του Άδη, μέσα στο, κτισμένο πάνω σε πανύψηλους αργυρούς στύλους, ξακουστό παλάτι της.[7]

Ανέβηκε στον Όλυμπο μόνο μια φορά: όταν έσπευσε μαζί με τα παιδιά της να βοηθήσει τον Δία στην άγρια και αμφίρροπη μάχη του εναντίον των Τιτάνων. Όταν αυτός, τελικά, επικράτησε, ανταμείβοντάς την, όρισε να δίνουν, πλέον, οι θεοί όρκο στο ιερό της όνομα και προσκάλεσε τα παιδιά της να έρθουν να ζήσουν για πάντα μαζί του, στον Όλυμπο.[8] Ο Κράτος και η Βία θα γίνουν, έκτοτε, μόνιμοι παραστάτες του και απηνείς εκτελεστές των αποφάσεών του.[σ 4]

Ο Στύγιος ποταμός και η λίμνη Στύγα

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Χαλκογραφία του Γκουστάβ Ντορέ.

Η Στύγα ήταν, επίσης, ένας από τους μεγάλους ποταμούς του Κάτω Κόσμου, κλάδος του αρχέγονου Ωκεανού.[9] Από την κορυφή ενός απόκρημνου βράχου, του Τάρταρου, ανάβλυζε το νερό που σχημάτιζε αρχικά τον Στύγιο ποταμό και, ακόλουθα, τη λίμνη Στύγα.[10] Τα νερά τους είχαν την τρομερή δύναμη να διαλύουν και να αφανίζουν ότι έπεφτε μέσα τους.

Αυτά τα νερά αναμεμειγμένα με θειάφι χρησιμοποιούσαν οι Τελχίνες για να καταστρέψουν φυτά και ζώα[11] και σ'αυτά, επίσης, η Θέτις (σύμφωνα με έναν μετα-ομηρικό μύθο που διέσωσε ο Ρωμαίος Στάτιος[12]) βάπτισε τον νεογέννητο Αχιλλέα και έτσι τον κατέστησε άτρωτο - εκτός του σημείου που τον κρατούσε, την πτέρνα, μοναδικό, έκτοτε, τρωτό σημείο του σώματός του, γνωστό μέχρι σήμερα ως αχίλλειος πτέρνα.

Όπως αναφέρει ο Ησίοδος, όταν δυο θεοί φιλονικούσαν μεταξύ τους κι ο Δίας δεν μπορούσε να διαπιστώσει ποιος λέει την αλήθεια και ποιος όχι, έστελνε την Ίριδα να φέρει από τον Άδη λίγο από το νερό της Στύγας μέσα σε χρυσό αμφορέα. Οι θεοί έπρεπε να ορκιστούν τότε μπροστά στο ιερό ύδωρ. Ο επίορκος παρέλυε, μένοντας άφωνος και δίχως ανάσα. Για ένα ολόκληρο έτος θα παράμεινε σε αυτή την κατάσταση και, σύν τοις άλλοις, θνητός. Όμως και ύστερα από το κώμα, θα βρίσκονταν αποκλεισμένος από τα συμβούλια και τα συμπόσια των θεών για ακόμα εννιά χρόνια.[13]

Ο καταρράκτης της Στύγας στα Αροάνια Όρη.

Ψηλά στα Αροάνια όρη, από έναν απόκρημνο σκιερό βράχο αναβλύζει ακόμη και σήμερα πηγή, που οι αρχαίοι ονόμαζαν Ύδωρ Στυγός[14] ενώ ακόμη και σήμερα αποκαλείται Μαυρονέρι. Τα ύδατα της πηγής διέρχονται υπογείως και αναβλύζουν ξανά, χαμηλότερα στην ίδια περιοχή, για να ενωθούν με τον Κράθι ποταμό.

Η σκούρα όψη τους οφειλόταν, σύμφωνα με τον μύθο, στη θεά Δήμητρα: όταν αυτή μεταμορφωμένη σε φοράδα (για να ξεφύγει από τον Ποσειδώνα που την είχε ερωτευθεί και την κυνηγούσε), ήρθε και καθρεφτίστηκε μέσα τους, η εικόνα που αντίκρισε τη δυσαρέστησε, ταράχτηκε κι ευθύς, ο ποταμός έγινε μελανός.[15]

Οι αρχαίοι πίστευαν ότι τα ύδατα της πηγής προέρχονταν από τον χθόνιο ποταμό της Στύγας και γι' αυτό οι Αρκάδες συνήθιζαν να ορκίζονται μπροστά τους, μιμούμενοι τον Όρκο των θεών.[16] Πίστευαν ακόμη ότι είχαν παρόμοιες με τα χθόνια ύδατα μαγικές δυνάμεις: όποιο, δηλαδή, ζωντανό πλάσμα έπεφτε μέσα τους δηλητηριαζόταν και πέθαινε, τα πήλινα αγγεία ράγιζαν, ενώ εκείνα από μέταλλο (ακόμη και από χρυσό) σκούριαζαν και διαλύονταν. Κανένα δοχείο δεν μπορούσε να συγκρατήσει το ύδωρ της Στυγός εκτός και αν ήταν κατασκευασμένο από οπλή αλόγου.[17][σ 5]

Το ύδωρ της Στυγός και ο θάνατος του Μ. Αλεξάνδρου

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σύμφωνα με φήμες στις οποίες αναφέρονται αρχαίοι Έλληνες και Ρωμαίοι ιστορικοί,[18] ο Μέγας Αλέξανδρος πέθανε όντας δηλητηριασμένος από ύδωρ της Στύγας που έριξε κρυφά στο κρασί του ο οινοχόος του Ιόλλας. Εμπνευστής της συνωμοσίας φέρεται ο Αντίπατρος, με εκτελεστές τους υιούς του.

Σύμφωνα με Αμερικανούς επιστήμονες, οι φήμες αυτές ενδέχεται να επαληθεύονται, αφού πριν από μερικά χρόνια στα ασβεστολιθικά πετρώματα του καταρράκτη της Στύγας εντοπίστηκε η εξαιρετικώς τοξική ουσία καλιχεαμυκίνη (calicheamicin). Η ουσία αυτή προξενεί βλάβες στο DNA, με αρχικά συμπτώματα αίσθημα αδυναμίας, κόπωση και πόνο, στη συνέχεια κατάρρευση των εσωτερικών οργάνων και του νευρικού συστήματος, που τελικά οδηγούν στο θάνατο.[19]

Η κουκουβάγια στύγα

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στο Λεξικό του Ησυχίου αναφέρεται ένα πτηνό ονόματι στύγα (στύξ),[20] πού ήταν ίσως ένα είδος μπούφου ή κουκουβάγιας (γλαύκας). Η γλαύκα ήταν, άλλωστε, σύμβολο των χθόνιων θεών, το σκοτεινό πτηνό της Στύγας όπως λέει ο Οβίδιος.[21]

Το πτηνό στύγα αναφέρει και ο Αντωνίνος Λιβεράλις στην ιστορία της Πολυφόντης.[22] Ο Ερμής, αναφέρει, αφού τιμώρησε τους υιούς της, επειδή ήταν ασεβείς απέναντι στους θεούς και σκληροί με τους ανθρώπους, μεταμόρφωσε την ίδια στο νυχτοπούλι στύγα, του οποίου το κρώξιμο του τη νύχτα προαναγγέλλει πόλεμο και διχόνοια.

  1. Η λέξη στύξ προέρχεται από το ρήμα στυγέω [μισώ, απεχθάνομαι]. Στύγα σημαίνει στην κυριολεξία η Μισητή, η Φρικαλέα. (Λεξικόν της Ελληνικής Γλώσσης, Ι. Σταματάκου)
  2. Ο Κ. Κερένυϊ (στη «Μυθολογία» του) κάπου γράφει πως ήταν κόρη της Θέτιδος και κάπου αλλού κόρη της Τηθύος. Αλλά, όπως σημειώνει ο ίδιος (σελ. 53): «λίγο ξέρει κανείς αν η Τηθύς, η Θέτις και η Ευρυνόμη δεν είναι η παρουσία της ίδιας θεάς, εκείνης μάλιστα που τριπλά συνδέεται με τη θάλασσα και ονομάζεται διαφορετικά, ανάλογα με τον χρόνο και τον τόπο». (Η Μυθολογία των Αρχαίων Ελλήνων, Βιβλιοπωλείον της Εστίας)
  3. Σε ορισμένα νεοελληνικά κείμενα, όπως στη μετάφραση της "Μυθολογίας" του Κερένυϊ, αποδίδεται ως ο Κράτος (στο αρσενικό γένος).
  4. Στον «Προμηθέα Δεσμώτη» του Αισχύλου βλέπουμε, στην αρχή του έργου, τον Κράτο να πιέζει τον δισταχτικό Ήφαιστο να εκτελέσει την προσταγή του Δία και ν' αλυσοδέσει τον αιχμάλωτο Τιτάνα, ενώ η Βία παρίσταται όπως πάντα σιωπηλή και έτοιμη.
  5. Παίρνοντας στοιχεία από τους μύθους για τη Στύγα, ο Πλάτων αργότερα επινόησε τον Αμέλη ποταμό, τον χθόνιο ποταμό της λήθης.
  1. Ησίοδος, Θεογονία, 361-363. Απολλόδωρος, Βιβλιοθήκη, Α 2.2.
  2. Υγίνος, Fabulae, proefatio I.
  3. Απολλόδωρος, Βιβλιοθήκη, Α 3.1.
  4. Ησίοδος, Θεογονία, 383-385. Απολλόδωρος, Βιβλιοθήκη, Α 2.4.
  5. Υγίνος, Fabulae, proefatio XVII.
  6. Παυσανίας, Ελλάδος Περιήγησις, Αρκαδικά, 18.2.
  7. Ησίοδος, Θεογονία, 775-779.
  8. Ησίοδος, Θεογονία, 797-401. Απολλόδωρος, Βιβλιοθήκη, Α 2.5.
  9. Ησίοδος, Θεογονία, 789.
  10. Πλάτων, Φαίδων, 113c.
  11. Στράβων, Γεωγραφικά, Βιβλίον ΙΔ, 2.7.
  12. Στάτιος, Αχιλληίς, Βιβλίον 1.
  13. Ησίοδος, Θεογονία, 782-806.
  14. Παυσανίας, Ελλάδος Περιήγησις, Βιβλίον 8 (Αρκαδικά), 17.6.
  15. Πτολεμαίος Χέννος, Καινή Ιστορία, Βιβλίον 3, (Βιβλιοθήκη Φωτίου, 190).
  16. Ηρόδοτος, Ἱστορίαι, Βιβλίο Ζ (Ερατώ), 74-1.
  17. Παυσανίας, Ελλάδος Περιήγησις, Βιβλίον 8 (Αρκαδικά), 18.4-18.6.
  18. Αρριανός, Αλεξάνδρου Ανάβασης, Βιβλίο έβδομο, 27.1, 27.2. Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι, Αλέξανδρος, 77. Παυσανίας, Ελλάδος Περιήγησις, Βιβλίον 8 (Αρκαδικά), 18.6. Κούρτιος Ρούφος, Ιστορία του Μ. Αλεξάνδρου, τόμος 3 (LIV. X). Ιουστίνος, Επιτομή των Φιλιππικών του Πομπήιου Τρόγου, Βιβλίον ΙΒ, κεφ. 14.
  19. Το θανατηφόρο νερό της Στυγός, Εφημερίδα Ελευθεροτυπία. Ανακτήθηκε:09/10/2016.
  20. Ησύχιος, Γλώσσαι / Σ («Στύξ• κρήνη εν άδου ή ο σκώψ το όρνεον ή όρκος θεών»).
  21. Οβίδιος, Μεταμορφώσεις, XV, 779.
  22. Αντωνίνος Λιβεράλις, Μεταμορφώσεων συναγωγή, 21.

Ελεύθερης πρόσβασης αρχαία κείμενα

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Για τη θεά Στύγα και τον χθόνιο ποταμό Για το Ύδωρ της Στυγός
Απολλόδωρος, Βιβλιοθήκη, Βιβλίο Α, 2.2, 2.4, 3.1. αρχ. Πλάτων, Φαίδων, 113c. αρχ.&μτφ. Ηρόδοτος, Ιστορίαι, Βιβλίον Ζ', 74.1, 74.2. αρχ.&μτφ
Ησίοδος, Θεογoνία, 361-363, 383-385, 775-806. αρχ. Στάτιος, Αχιλληίς, Βιβλίον 1. αγγ.μτφ. Παυσανίας, Ελλάδος Περιήγησις, Αρκαδικά, 18. αρχ.
Όμηρος, Ιλιάς, Ραψωδία Ο, 36-38. αρχ.&μτφ. Στράβων, Γεωγραφικά, Βιβλίον ΙΔ, 2.7. αρχ. Πτολεμαίος Χέννος, Καινή Ιστορία, Βιβλιοθήκη Φωτίου 190. αρχ.
Όμηρος, Οδύσσεια, Ραψωδία Ε, 184-186. αρχ. Υγίνος, Fabulae, proefatio, I & XVII. λατ. ...και την δηλητηρίαση του Μ. Αλεξάνδρου
Ομηρικός ύμνος, Εις Απόλλωνα [Δήλιον], 84-86. αρχ. Αρριανός, Αλεξάνδρου Ανάβασις, Βιβλίο Ζ, 27.1, 27.2. αρχ
Παυσανίας, Ελλάδος Περιήγησις, Αρκαδικά, 18.2. αρχ. Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι, Αλέξανδρος, 77. αρχ.
  • Κ. Κερένυϊ, Η Μυθολογία των Αρχαίων Ελλήνων, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 1996.
  • J.-P. Vernant, Μύθος και Σκέψη στην Αρχαία Ελλάδα, Δαίδαλος - Ζαχαρόπουλος.
  • J.-P. Vernant, Το Βλέμμα του Θανάτου, Αλεξάνδρεια, 1992.