Χορδόφωνο
Το λήμμα παραθέτει τις πηγές του αόριστα, χωρίς παραπομπές. |
Στην επιστήμη της μουσικολογίας και ειδικότερα στον κλάδο της οργανολογίας ο όρος χορδόφωνο χρησιμοποιείται για να περιγράψει εκείνα τα μουσικά όργανα τα οποία φέρουν χορδές υπό τάση, μεταξύ δύο σταθερών σημείων. Η ηχοπαραγωγή αυτών των οργάνων οφείλεται στην ταλάντωση της χορδής, η οποία αποδίδει συγκεκριμένο τονικό ύψος, ο ήχος του οποίου μεγεθύνεται με τη βοήθεια ενός αντηχείου, το λεγόμενο σώμα ή σκάφος του οργάνου. Απαραίτητος συνδετικός κρίκος μεταξύ της χορδής και του σκάφους είναι η λεγόμενη γέφυρα ή καβαλάρης, διαμέσου της οποίας μεταδίδονται οι δονήσεις της χορδής στο σκάφος.
Είδη χορδόφωνων
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ανάλογα με το διάφορες παραμέτρους, όπως τρόπος ταλάντωσης της χορδής, σχήμα, υλικό κατασκευής, χρήση στη μουσική κλπ, τα όργανα της κατηγορίας αυτής διαιρούνται σε δύο κύριες κατηγορίες και ακολούθως σε υποκατηγορίες:
Απλά χορδόφωνα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Στην κατηγορία αυτή το σκάφος του οργάνου και η χορδή αποτελούν δύο ανεξάρτητα στοιχεία και συνεπώς δεν συνιστούν ενιαίο σώμα· για παράδειγμα, στο πιάνο, αν αφαιρεθεί το αντηχείο, ο μηχανισμός με τις χορδές μπορεί αυτόνομα να λειτουργήσει ηχοπαραγωγικά, χωρίς ωστόσο να μεγεθύνεται ο ήχος του. Οι δύο κύριες υποκατηγορίες ορίζονται ως ιδιόχορδα (η χορδή συνίσταται από το υλικό του σώματος αυτού καθαυτού, π.χ. μπαμπού) και ετερόχορδα (η χορδή είναι από διαφορετικό υλικό, π.χ. έντερο).
Η παραπάνω κατηγορία υποδιαιρείται στις εξής πέντε ομάδες:
- ραβδοειδή, το κυρίως σώμα των οποίων συνιστά μία ράβδο (π.χ. μουσικό τόξο, ινδική βίνα).
- σωληνοειδή, το κυρίως σώμα των οποίων συνιστά έναν κύλινδρο ή άλλο σωληνοειδές σχήμα, συχνά σε αψιδωτή μορφή (π.χ. ιαπωνικό κότο).
- επιπεδοειδή, το κυρίως σώμα των οποίων συνιστά μια τρόπον τινά σχεδία.
- τραπεζοειδή, το κυρίως σώμα των οποίων συνιστά ένα τραπέζιο (π.χ. σαντούρι, πιάνο).
- κυφοειδή, το κυρίως σώμα των οποίων συνιστά τρόπον τινά μια σκάφη.
Οι παραπάνω ομάδες υποδιαιρούνται σε πολλές άλλες μικρότερες υποομάδες, ανάλογα με τον τρόπο δόνησης της χορδής, την ύπαρξη ή μη κλειδιών ρύθμισης τάσης (χόρδισμα) κλπ.
Σύνθετα χορδόφωνα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Στην κατηγορία αυτή τόσο η χορδή όσο και το σώμα του οργάνου αποτελούν ενιαίο μηχανισμό. Αυτό συμβαίνει, π.χ. στην κιθάρα, διότι οι χορδές συγκρατούνται στη θέση τους λόγω της τάσης, ούσες πάντα στερεωμένες στο σκάφος του οργάνου. Η κατηγορία αυτή διαιρείται σε τρεις κύριες υποκατηγορίες και ακολούθως σε ομάδες και υποομάδες:
- αχλαδόσχημα ή λαουτοειδή, το σώμα των οποίων θυμίζει σχήμα αχλαδιού και οι χορδές διατρέχουν σε παράλληλη θέση το σώμα του οργάνου. Πρόκειται για την πιο συνηθισμένη ομάδα χορδόφωνων, τα λεγόμενα έγχορδα όπως έχει επικρατήσει να αποκαλούνται, τα οποία διαχωρίζονται σε αδρές γραμμές στα: νυκτά, όπου η ηχοπαραγωγή οφείλεται στη νύξη (τσίμπημα) των χορδών (π.χ. λαούτο, μαντολίνο)· τοξωτά, όπου η ηχοπαραγωγή οφείλεται στη δια τόξου τριβή της χορδής (π.χ. βιολί, τρόμπα μαρίνα).
- αρποειδή, οι χορδές των οποίων εκτείνονται κάθετα ως προς το σώμα του οργάνου
- αρπο-λαούτα, ένα υβρίδιο των δύο παραπάνω υποκατηγοριών, όπου οι χορδές εκτείνονται μεν παράλληλα ως προς το σκάφος, αλλά υπό γωνία (π.χ. αφρικανικό κόρα).
Επίμετρο
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Αν και οι όροι έγχορδο και χορδόφωνο είναι κατ' ουσίαν ταυτόσημοι, είναι προτιμητέο να αναφερόμαστε στο πρώτο μεν εντός του πλαισίου της λόγιας, δυτικής μουσικής, στο δεύτερο δε για τα υπόλοιπα έγχορδα που καταγράφονται στη μουσική παράδοση των διαφόρων λαών. Ορισμένα όργανα, λόγω του περίπλοκου της κατασκευής τους, τυγχάνει να εμπίπτουν σε παραπάνω από μία κατηγορία· π.χ. το τσέμπαλο, υπό την ως άνω ανάλυση, θεωρείται ένα απλό, ετερόχορδο, τραπεζοειδές χορδόφωνο, ωστόσο ειδικότερα εμπίπτει και στην κατηγορία των νυκτών εγχόρδων, αφού οι χορδές νύσσονται μέσω ενός μηχανισμού που περιλαμβάνει μικρές ακίδες, λειτουργικά παρόμοιες με την πένα που χρησιμοποιείται στο μπουζούκι ή το κανονάκι. Ένα άλλο ακόμη πιο πολυσύνθετο παράδειγμα αποτελεί το πληκτροφόρο κλαβιόργκανουμ, το οποίο συνδυάζει τη λειτουργία ενός τσεμπάλου και ενός εκκλησιαστικού οργάνου· αυτή η περίπτωση κατατάσσεται τόσο στα χορδόφωνα όσο και στα αερόφωνα μουσικά όργανα.
Τέλος, άξιο προσοχής είναι το γεγονός ότι τα περισσότερα -αν όχι όλα- τα τοξωτά έγχορδα δύνανται να λειτουργήσουν και ως νυκτά, μια τεχνική που συμβατικά έχει επικρατήσει να λέγεται pizzicato (τσιμπητά), ορισμένα μάλιστα σε ίση αναλογία των δύο χρήσεων, όπως το κοντραμπάσο· το αντίστροφο συνήθως δεν είναι εφικτό, λόγω της φύσης των οργάνων.
Δείτε επίσης
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Πηγές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Baines, A. The Oxford companion to musical instruments, λήμμα Classification of musical instruments § Chordophones, Οξφόρδη, 1992 ISBN 0-19-311334-1