Μετάβαση στο περιεχόμενο

Ντέρεκ Λώρενς

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
(Ανακατεύθυνση από Derek Lawrence)
Ντέρεκ Λώρενς
Γενικές πληροφορίες
Γέννηση16  Νοεμβρίου 1941
Λονδρέζικο Προάστιο του Μπαρνέτ
Θάνατος13  Μαΐου 2020[1]
Πίτερμπρο
Χώρα πολιτογράφησηςΗνωμένο Βασίλειο
Εκπαίδευση και γλώσσες
Ομιλούμενες γλώσσεςΑγγλικά
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταηχολήπτης
μουσικός παραγωγός
συνθέτης
μηχανικός
μάνατζερ ταλέντων[2]

Ο Ντέρεκ Λώρενς (αγγλικά: Derek Lawrence) είναι βρετανός μουσικός παραγωγός, γνωστότερος για τη συνεργασία του με τους Deep Purple για τα τρία πρώτα τους άλμπουμ, τους Wishbone Ash και τους Jethro Tull.

Αρχικά, ο Λώρενς δούλεψε με τους Outlaws του Τζο Μηκ και τον Ρόναν ο'Ράχιλι από το 1963 μέχρι και το 1965. Στη συνέχεια, δούλεψε σαν παραγωγός συγκροτημάτων όπως οι Nocturnes, οι Pretty Things και οι Zephyrs. Στα τέλη του 1967, έκανε την μουσική παραγωγή για το πρώτο σινγκλ των Jethro Tull, με τίτλο "Sunshine Day". Το καλοκαίρι του 1968 γνώρισε την πρώτη του επιτυχία, κάνοντας παραγωγή στο σινγκλ των Deep Purple, "Hush" το οποίο έφτασε στο # 4 των αμερικανικών τσαρτ. Επίσης, έκανε παραγωγή στα άλμπουμ "Shades of Deep Purple", "The Book of Taliesyn" και "Deep Purple".

Στις αρχές της δεκαετίας του '70, ηχογράφησε τα άλμπουμ "Wishbone Ash", "Pilgrimage", "Argus" και "Live Dates" του ροκ συγκροτήματος Wishbone Ash. Επίσης, έκανε την παραγωγή για τον δίσκο Green Bullfrog, στον οποίο συμμετείχαν αρκετοί μουσικοί, μεταξύ αυτών ο Τόνι Άστον, ο Ρίτσι Μπλάκμορ, ο Ίαν Πέις, ο Τζιμ Σάλιβαν, κ.α. Στη συνέχεια, έκανε παραγωγή για άλμπουμ της εταιρείας "Retreat" και όταν η εταιρεία διαλύθηκε, το 1976, ο Λώρενς μετακόμισε στην Αμερική όπου εργάστηκε σε άλμπουμ των χέβι μέταλ συγκροτημάτων Angel και Fist. Επέστρεψε στη Μεγάλη Βρετανία το 1979, όντας λιγότερο ενεργός κατά την δεκαετία του '80 συνεργαζόμενος με καλλιτέχνες όπως η Καρλ Γουάιν και ο Τόνι Γουίλσον.

  1. www.thehighwaystar.com/news/2020/05/14/derek-lawrence-r-i-p/.
  2. Ανακτήθηκε στις 24  Ιουνίου 2019.
  • Allmusic [1]
  • Συνέντευξη με τον Ντέρεκ Λώρενς, Μάιος 2003 [2]