Μετάβαση στο περιεχόμενο

Νικολάι Γιουντένιτς

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Νικολάι Γιουντένιτς
Ο Στρατηγός Νικολάι Γιουντένιτς
Γέννηση30 Ιουλίου 1862
Μόσχα, Ρωσία
Θάνατος5 Οκτωβρίου 1933
Σεντ Λορέν ντου Βαρ, Γαλλία
Χώρα Ρωσική Αυτοκρατορία
ΒαθμόςΣτρατηγός
ΔιοικήσειςΡωσικός Αυτοκρατορικός Στρατός
Μάχες/πόλεμοιΡωσοϊαπωνικός Πόλεμος
Α' Παγκόσμιος Πόλεμος
Ρωσικός Εμφύλιος Πόλεμος
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Ο Νικολάι Νικολάγεβιτς Γιουντένιτς (ρωσ. Никола́й Никола́евич Юде́нич) ήταν Διοικητής του Ρωσικού Αυτοκρατορικού Στρατού κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου και ηγέτης του Λευκού Κινήματος στη Βορειοδυτική Ρωσία κατά τη διάρκεια του Ρωσικού Εμφυλίου Πολέμου.

Ο Γιουντένιτς γεννήθηκε στη Μόσχα, όπου ο πατέρας του υπηρετούσε ως κατώτερος δικαστικός υπάλληλος. Αποφοίτησε από το Αλεξάντροφσκι Στρατιωτικό Κολλέγιο το 1881 και από την Ακαδημία του Γενικού Επιτελείου το 1887. Υπηρέτησε αρχικά στην Αυτοκρατορική Φρουρά στη Λιθουανία από τον Νοέμβριο του 1889 μέχρι τον Δεκέμβριο του 1890. Τον Ιανουάριο του 1892 μετατέθηκε στη Στρατιωτική Περιοχή του Τουρκεστάν και προήχθη σε Αντισυνταγματάρχη τον Απρίλιο του 1892. Ήταν μέλος της εκστρατείας του Παμίρ το 1894 και προήχθη σε Συνταγματάρχη το 1896. Από τις 20 Σεπτεμβρίου 1900, ο Γιουντένιτς υπηρέτησε στο επιτελείο της 1ης Ταξιαρχίας Τυφεκιοφόρων του Τουρκεστάν.

Το 1902, ορίστηκε Διοικητής του 18ου Συντάγματος Πεζικού, με το οποίο έλαβε μέρος στον Ρωσοϊαπωνικό Πόλεμο των ετών 1904 και 1905. Τραυματίστηκε στο μπράτσο κατά τη διάρκεια της μάχης του Σαντέπου και στον λαιμό κατά τη διάρκεια της μάχης του Μουκντέν. Στο τέλος του πολέμου, προήχθη σε Υποστράτηγο.

Από τον Φεβρουάριο του 1907 υπηρέτησε ως Επιμελητής του Γενικού Επιτελείου της Στρατιωτικής Περιοχής του Καυκάσου. Προχήθη σε Αντιστράτηγο το 1912 και υπηρέτησε ως Αρχηγός Επιτελείου στο Καζάν.

Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Ο Νικολάι Γιουντένιτς

Με την έναρξη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, ο Γιουντένιτς ορίστηκε Αρχηγός Επιτελείου της Ρωσικής Στρατιάς του Καυκάσου. Κατά τη διάρκεια της απόσπασης του Γιουντένιτς στον Καύκασο έλαβε χώρα η μάχη του Σαρίκαμις που έληξε με νίκη των Ρώσων κατά του Εμβέρ πασά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Τον Ιανουάριο του 1915, ο Γιουντένιτς προήχθη σε Στρατηγό Πεζικού και αντικατέστησε τον Ιλλαριόν Ιβάνοβιτς Βοροντσόβ-Ντασκόβ στη θέση του Διοικητή της εκστρατείας του Καυκάσου. Οι Ρώσοι κατέλαβαν το Βαν τον Μάη του 1915, αλλά αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν μετά από δύο μήνες, καθώς η 3η Οθωμανική Στρατιά ανακατέλαβε την πόλη τον Αύγουστο.

Την ίδια εποχή, ο Μέγας Δούκας Νικολάι Νικολάγεβιτς της Ρωσίας, ο οποίος απαλλάχτηκε από τη διοίκηση όλων των ρωσικών στρατιών, μετατέθηκε στην περιοχή του Καυκάσου. Ο Γιουντένιτς έλαβε την εξουσία από τον Μέγα Δούκα και τον Σεπτέμβριο, τα ρωσικά στρατεύματα ανακατέλαβαν το Βαν και εγκαθίδρυσαν την Διαχείριση της Δυτικής Αρμενίας τον Ιούνιο του 1916. Οι μάχες στην περιοχή συνεχίστηκαν για τους επόμενους 14 μήνες χωρίς να υπάρχει ξεκάθαρος νικητής.

Το 1916, ο Γιουντένιτς νίκησε στη μάχη του Ερζουρούμ και στη μάχη της Τραπεζούντας. Το καλοκαίρι του ίδιου έτους, οι δυνάμεις του απώθησαν την τουρκική αντεπίθεση που έλαβε χώρα στα πλαίσια της μάχης του Ερζικάν (παρουσία του Τούρκου Στρατηγού Μουσταφά Κεμάλ). Μετά τη μάχη, ο Γιουντένιτς έλαβε το παράσημο του Τάγματος Αγίου Γεωργίου Β' Τάξεως - αυτή ήταν η τελευταία απονομή του παράσημου στην ιστορία της Ρωσικής Αυτοκρατορίας.

Μετά τη Φεβρουαρινή Επανάσταση του 1917, ο Γιουντένιτς ορίστηκε Διοικητής του Μετώπου του Καυκάσου, αλλά τον Μάη, η Προσωρινή Κυβέρνηση της Ρωσίας απάλλαξε τον Γιουντένιτς από τη διοίκηση και τον απέλυσε από τον στρατό με διαταγή του Αλεξάντερ Κέρενσκυ. Τότε, ο Γιουντένιτς μετακόμισε από τη Τιφλίδα στο Πετρογκράντ (Αγία Πετρούπολη), όπου έλαβε τη στήριξη από το κίνημα του Κορνίλοβ.

Οδοφράγματα στο Πετρογκράντ κατά την επίθεση του Στρατηγού Γιουντένιτς το 1919

Μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917, ο Γιουντένιτς προσπάθησε να κρυφτεί από τους Μπολσεβίκους με τη βοήθεια ενός πρώην Δεκανέα από τη Λιθουανία, ο οποίος είχε υπηρετήσει μαζί του στο Παμίρ. Προσπάθησε να ξεφύγει στη Φινλανδία τον Ιανουάριο του 1919. Στο Ελσίνκι, ο Γιουντένιτς έγινε μέλος της «Ρωσικής Επιτροπής», η οποία σχηματίστηκε τον Νοέμβριο του 1918 για να αντιπολιτευτεί τους Μπολσεβίκους, και ανακηρύχτηκε ηγέτης της Λευκής Κυβέρνησης στη Βορειοδυτική Ρωσία με απόλυτη εξουσία. Την άνοιξη του 1919, ο Γιουντένιτς επισκέφθηκε τη Στοκχόλμη, όπου συναντήθηκε με αντιπροσώπους από τη Μεγάλη Βρετανία, τη Γαλλία και τις Ηνωμένες Πολιτείες, τους οποίους προσπάθησε (με ελάχιστη επιτυχία) να πείσει να βοηθήσουν στον αγώνα κατά των Μπολσεβίκων.

Τον Ιούνιο του 1919, ο Γιουντένιτς προέβη σε επαφή με την κυβέρνηση του Ναύαρχου Αλεξάντερ Κολτσάκ στο Όμσκ και ορίστηκε Αρχιστράτηγος των ρωσικών δυνάμεων που μάχονταν κατά των Μπολσεβίκων στη Βαλτική Θάλασσα και στη βορειοδυτική Ρωσία. Ο Κολτσάκ του παραχώρησε ένα μεγάλο ποσό χρημάτων ώστε ο Γιουντένιτς να μισθώσει και να εκπαιδεύσει τα στρατεύματα του. Τον Ιούνιο του 1919, ο Γιουντένιτς συναντήθηκε με τον Στρατηγό Αλεξάντερ Ροντζιάνκο (Διοικητής του Λευκού Ρωσικού Βορείου Στρατού) στο Τάλιν και προχώρησαν σε επίθεση κατά του Πετρογκράντ.

Τον Αύγουστο το 1919, ο Γιουντένιτς σχημάτισε την αντεπαναστατική «Βορειοδυτική Κυβέρνηση»,[1] η οποία συμπεριλάμβανε Μοναρχικούς, Σοσιαλεπαναστάτες και Μενσεβίκους. Ο Γιουντένιτς υπηρέτησε ως Υπουργός Πολέμου και τους επόμενους δύο μήνες ασχολήθηκε με την οργάνωση και την εκπαίδευση του στρατού. Μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1919, ο Γιουντένιτς είχε στη διάθεση του 17.000 καλά εκπαιδευόμενους στρατιώτες, 53 πυροβόλα και έξι άρματα, τα οποία είχαν εισαχθεί από τη Μεγάλη Βρετανία.[2]

Στις αρχές Οκτωβρίου 1919, ο Γιουντένιτς οδήγησε τον στρατό του κατά του Πετρογκράντ, όπου βρίσκονταν μονάχα λίγες επαναστατικές δυνάμεις, καθώς ο Κόκκινος Στρατός ήταν απασχολημένος στα άλλα μέτωπα: κατά των δυνάμεων του Κολτσάκ στη Σιβηρία και κατά των Κοζάκων στην Ουκρανία. Ο φίλος του Γιουντένιτς από τον Αυτοκρατορικό Ρωσικό Στρατό, Στρατηγός Καρλ Γκουστάβ Εμίλ Μάννερχαϊμ ζήτησε από τον Πρόεδρο της Φινλανδίας, Κάαρλο Ζούχο Στάχλμπεργκ, να ενωθεί με τις δυνάμεις του Γιουντένιτς και να επιτεθεί στο Πετρογκράντ με τη βοήθεια της Λευκής Φρουράς της Φινλανδίας. Ο Γιουντένιτς θα αναγνώριζε την ανεξαρτησία της Φινλανδίας και τις σχέσεις της χώρας πριν την εποχή της Αντάντ. Καθώς ο Κολτσάκ (ηγέτης του Λευκού Στρατού) δεν θα αναγνώριζε την ανεξαρτησία της Φινλανδίας, ο Στάχλμπεργκ αρνήθηκε τις προτάσεις του Μάννερχαϊμ.

Στις 12 Οκτωβρίου 1919, οι Λευκοί ανακατέλαβαν το Γιάμπουργκ. Δύο μέρες αργότερα, ο Γιουντένιτς έφθασε πλησίον της Γκάτσινα. Στις 19 Οκτωβρίου 1919, οι δυνάμεις του έφθασαν στα περίχωρα του Πετρογκράντ (Αγία Πετρούπολη) - ωστόσο, οι δυνάμεις του απέτυχαν να διατηρήσουν ασφαλής τον σιδηρόδρομο Μόσχα-Αγία Πετρούπολη, δίνοντας την ευκαιρία στο Επαναστατικό Στρατιωτικό Συμβούλιο να στείλει ενισχύσεις που απέτρεψαν την κατάληψη της πόλης από τους Λευκούς. Η επίθεση του Γιουντένιτς απωθήθηκε στα τέλη του Οκτώβρη, ενώ η 7η και η 15η Στρατιά απώθησαν τις δυνάμεις των Λευκών στην Εσθονία τον Νοέμβριο. Η ανώτατη ηγεσία της Εσθονίας, η οποία δεν πίστευε πλέον στους Λευκούς, αφοπλίστηκε και παραδόθηκε, αναγκάζοντας τις δυνάμεις του Βορειοδυτικού Μετώπου να υποχωρήσουν από την Εσθονία. Πολιτικά, οι Μπολσεβίκοι υπέγραψαν συνθήκη με την Εσθονία στις 3 Ιανουαρίου και υποσχέθηκαν να αναγνωρίσουν την ανεξαρτησία της Εσθονίας (θέση που ήταν αντίθετη με τη θέση των Λευκών και της κυβέρνησης του Κολτσάκ).[3] Στις 28 Ιανουαρίου 1920, ο Στρατηγός Στανίσλαβ Μπουλάκ-Μπαλάχοβιτς, σε συνεργασία με αρκετούς Ρώσους αξιωματικούς και την Αστυνομία της Εσθονίας, συνέλαβε τον Γιουντένιτς, ο οποίος προσπαθούσε να δραπετεύσει στη Δυτική Ευρώπη. Κατά τη σύλληψη του, ο Γιουντένιτς μετέφερε ένα μεγάλο ποσό χρημάτων (περίπου 227.000 βρετανικές λίρες, 250.000 μάρκες Εσθονίας και 110.000.000 μάρκες Φινλανδίας), το οποίο κατασχέθηκε και δόθηκε στους στρατιώτες του Λευκού Στρατού. Η διπλωματική πίεση από την πλευρά της Αγγλίας και της Γαλλίας είχαν ως αποτέλεσμα την απελευθέρωση του Γιουντένιτς από τη φυλακή.

Μετά την απελευθέρωση του, ο Γιουντένιτς εξορίστηκε στη Γαλλία. Κατά τη διάρκεια 13 ετών, δεν είχε παίξει σημαντικό ρόλο στην κοινότητα των Λευκών μεταναστών. Απεβίωσε στο Σεντ Λορέντ ντου Βαρ, κοντά στη Νις στην Κυανή Ακτή, στις 5 Οκτωβρίου 1933.

Τάφος του Νικολάι Γιουντένιτς
  1. Richard K. Debo Survival and Consolidation. The Foreign Policy of Soviet Russia, 1918-1921, σελ. 126. McGill-Queens University Books, 1992
  2. Lt Col A J Parrott RLC British Army. With Lieutenant Colonel Hope Carson in Estonia and Russia Αρχειοθετήθηκε 2011-09-27 στο Wayback Machine., Baltic Defence Review, February, 1999
  3. Richard K. Debo Survival and Consolidation. The Foreign Policy of Soviet Russia, 1918-1921, σελ. 137-139 McGill-Queens University Books, 1992

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]