Μετάβαση στο περιεχόμενο

Άλμπερτ Φις

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Άλμπερτ Φις
Ο Φις κατά την πρώτη σύλληψή του το 1903 (33 χρονών)
Πραγματικό όνομαΧάμιλτον Χάουαρντ Φις
Γέννηση19 Μαΐου 1870
Ουάσινγκτον, Η.Π.Α
Θάνατος16 Ιανουαρίου 1936
Φυλακές Σινγκ-Σινγκ, Νέα Υόρκη
Αιτία θανάτουΘάνατος στην ηλεκτρική καρέκλα
ΕθνικότηταΑμερικανική
Ψευδώνυμο(α)"The Gray Man"
"The Werewolf of Wysteria"
"The Brooklyn Vampire"
ΠοινήΘανατική ποινή
ΕγκλεισμόςΦυλακές Σινγκ-Σινγκ (Sing Sing Correctional Facility), Οσίνινγκ, (Ossining) Νέα Υόρκη
δεδομένα

Ο Άλμπερτ Φις (Hamilton Howard "Albert" Fish) ( 19 Μαΐου 1870, Ουάσινγκτον - 16 Ιανουαρίου 1936 Νέα Υόρκη) ήταν διαβόητος Αμερικανός κατ' εξακολούθηση δολοφόνος μικρών παιδιών- με κανιβαλική συμπεριφορά. Αν και ο ίδιος παραδέχτηκε ότι είχε κακοποιήσει και θανατώσει 100 περίπου παιδιά, ωστόσο για ένα έγκλημα έδωσε λόγο στην δικαιοσύνη. Δικάστηκε για τον φόνο της 10 χρονης Γκρέις Μπαντ ) - δυο ακόμα δολοφονίες του ήρθαν στο φως κατά τη διάρκεια της σύλληψής του -και καταδικάστηκε σε θάνατο στην ηλεκτρική καρέκλα. Εκτελέστηκε στις 16 Ιανουαρίου του 1936 στις φυλακές Sing Sing της Νέας Υόρκης, και σε ηλικία 66 χρονών έγινε ο γηραιότερος άνθρωπος που πέθανε στην ηλεκτρική καρέκλα.
Στον Φις έχουν δοθεί κατά καιρούς τα προσωνύμια "Ο άνθρωπος με τα γκρι", και "Ο μανιακός του φεγγαριού " .
Η ζωή του έγινε κινηματογραφική ταινία, το 2007 με τίτλο "The Gray Man".[1]

Ο Hamilton Howard "Albert" Fish γεννήθηκε στις 19 Μαΐου του 1870 στην Ουάσινγκτον των Η.Π.Α από τους Έλεν και Ράνταλ Φις. Ο πατέρας του ήταν 75 χρονών, όταν γεννήθηκε ο Άλμπερτ, το τελευταίο παιδί μιας οικογένειας με ιστορικό σοβαρών ψυχικών ασθενειών. Πολλοί από τους προγόνους του έπασχαν από ψυχικές ασθένειες, η μητέρα του βασανιζόταν από ακουστικές και οπτικές ψευδαισθήσεις ενώ και τα τρία αδέρφια του παρουσίασαν σοβαρές ψυχικές διαταραχές, η αδερφή του μάλιστα κλείστηκε σε ψυχιατρικό άσυλο.
Ωστόσο το δραματικό γεγονός στην ζωή του Φις ήρθε το 1875, στην ηλικία των 5 ετών, αφού ύστερα από τον θάνατο του πατέρα του, η μητέρα του τον έστειλε να μεγαλώσει σε ορφανοτροφείο, γιατί αδυνατούσε να φροντίζει όλα τα παιδιά της.[2] Από τα 5 μέχρι και τα 9 του χρόνια, κατά τη διάρκεια των χρόνων εγκλεισμού στο "Saint John's Orphanage" της Ουάσινγκτον, ο μικρός Άλμπερτ ήρθε αντιμέτωπος με κάθε είδους αρρωστημένη συμπεριφορά και ψυχική απόκλιση. Όντας το μικρότερο αγόρι στο ίδρυμα, έπεφτε συχνά θύμα ξυλοδαρμών και σεξουαλικών κακοποιήσεων και εξευτελισμών. Ο ίδιος ο Φις, καταλαβαίνοντας ίσως την απαρχή όλης της διαστροφής του, είπε όταν συνελήφθη ότι «...ήμουν εκεί (στο ορφανοτροφείο) σχεδόν μέχρι τα εννιά μου χρόνια και από κει άρχισαν να πηγαίνουν όλα στραβά. Μας έδερναν ανελέητα. Εκεί μέσα είδα αγόρια να κάνουν πράγματα που δεν έπρεπε να κάνουν». Το 1880 η μητέρα του κατάφερε να βρει μια καλοπληρωμένη δουλεία στον δημόσιο τομέα, και πήρε τον Άλμπερτ από το ορφανοτροφείο. Ο Φις όμως είχε ήδη μάθει να παίρνει ηδονή από τον πόνο: τον δικό του αλλά και των άλλων.
Στην ηλικία των 12 χρονών , το 1882 γνωρίστηκε με ένα αγόρι που τον μύησε στην ουρολαγνεία και την κοπροφαγία αλλά και στην ηδονοβλεψία. 15 χρονών εγκατέλειψε το σχολείο και άρχισε να δουλεύει κυρίως ως ελαιοχρωματιστής.

Το 1890, σε ηλικία 20 ετών θα φύγει από το πατρικό του και θα εγκατασταθεί στη Νέα Υόρκη, όπου θα ζήσει κάνοντας την αρσενική πόρνη. Λίγο καιρό μετά, έφερε και την μητέρα του να μείνει μαζί του. Το 1898 η μητέρα του, φρόντισε να τον παντρέψει με την Άννα Μαρί Χόφμαν (Anna Mary Hoffman) με την οποία απέκτησε έξι παιδιά. To 1903 θα κάνει συλληφθεί πρώτη φορά για μια μεγάλη κλοπή και θα φυλακιστεί στις φυλακές του Σιγνκ - Σινγκ (Sing Sing Correctional Facility) στην Νέα Υόρκη.

Οι φυλακές Σινγκ - Σινγκ την δεκαετία του 1910

Το 1910 σε ηλικία 40 χρονών, θα γνωριστεί με τον 19χρονο Τόμας Κέντεν (Thomas Kedden) και θα αναπτύξουν μια σαδομαζοχιστική σχέση. Ο Φις θα κακοποιήσει τον Κέντεν υποβάλλοντάς τον σε διάφορα βασανιστήρια, με αποκορύφωμα να του κόψει το πέος.
Το 1917 η γυναίκα του τον εγκατέλειψε με έναν άλλον άνδρα, παίρνοντας όλα τα χρήματα και τα έπιπλα του σπιτιού, και αφήνοντάς του μόνο τα παιδιά τους. Σύμφωνα με ένα από τα παιδιά του, την χρονιά εκείνη ο Φις άρχισε να εξωτερικεύει την αλλοπρόσαλη και παρανοϊκή συμπεριφορά του.[3]. Ο Φις πήρε τα παιδιά του και εγκαταστάθηκαν στο εξοχικό τους, το "Wysteria cottage" στην επαρχία Γουέτσεστερ (Westchester County) της Νέας Υόρκης. Άρχισε να δείχνει την επιθυμία του για τον πόνο, παρακινώντας και τα παιδιά του αλλά και τα γειτονόπουλα να τον βασανίζουν, ενώ συχνά προκαλούσε εγκαύματα στον εαυτό του καθώς και τρυπήματα στο σώμα του.
Τον πρώτο του φόνο θα τον κάνει το 1919, όταν μαχαίρωσε μέχρι θανάτου ένα ανάπηρο αγόρι στην Τζορτζτάουν της Ουάσινγκτον.
Στις 11 Ιουνίου του 1924 επιχείρησε να απαγάγει την οχτάχρονη Μπέατρις Κίιλ (Beatrice Kiel), αλλά η έγκαιρη παρέμβαση των γονέων της, έσωσε το παιδί.
Το ίδιο προσπάθησε να κάνει και με τον Σύριλ Κουήν (Cyril Quinn) και τον φίλο του, όταν τα συνάντησε να παίζουν έξω στο δρόμο. Με την πρόφαση να τους δώσει φαγητό, τα οδήγησε στο διαμέρισμά του, αλλά τα δυο αγόρια ανακάλυψαν τυχαία κάτω από το στρώμα του, τα συνηθισμένα σύνεργά του, ένα χασαπομάχαιρο, ένα πριόνι, και έναν μπαλτά, και το έσκασαν έντρομα.
Ωστόσο η υπόθεση για την οποία κατάφεραν να τον πιάσουν ήταν αυτή της 10 χρονης, Γκρέις Μπαντ (Grace Budd).

Στις 25 Μαΐου του 1928 ο 18χρονος Έντουαρντ Μπαντ έβαλε μια αγγελία στις εφημερίδες που ζητούσε δουλειά στα περίχωρα (την εξοχή) της Νέα Υόρκης. Στην αγγελία του απάντησε ο Άλμπερτ Φις, και ύστερα από τη γνωριμία του με τον Μπαντ και την οικογένειά του, τον προσέλαβε να δουλέψει μαζί του στο σπίτι του, το "Wysteria cottage". Ο Φις είχε φιλικό πρόσωπο, ήταν καλοντυμένος και είχε ευγενικούς τρόπους, και έτσι ύστερα από δυο επισκέψεις στο σπίτι της οικογένειας Μπαντ, προσφέρθηκε να συνοδέψει στο πάρτι γενεθλίων της ανηψιάς του, την 10χρονη αδερφή του Έντουαρντ, Γκρέις Μπαντ. Η οικογένεια Μπαντ αφού έμαθε την διεύθυνση που θα γινόταν το πάρτυ, ξεγελασμένοι από την εμφάνιση αλλά και την προοπτική εργασίας που τους έδινε ο Φις και επιθυμώντας να διασκεδάσει η κόρη τους, δέχτηκαν. Ο Φις υποσχέθηκε να επιστρέψει το κορίτσι σπίτι του, πριν τις 9 το βράδυ, αλλά αυτό δεν έγινε ποτέ.
Την επόμενη μέρα, η οικογένεια πήγε στην αστυνομία να δηλώσει το συμβάν και από τότε η Αστυνομία άρχισε, μάταια, να τον ψάχνει. Οι αστυνομικοί γρήγορα ανακάλυψαν ότι τίποτα από όσα είπε ο Φις στην οικογένεια δεν ήταν αληθινά. 20 αστυνομικοί ανέλαβαν να ερευνήσουν την υπόθεση, μοιράστηκαν φυλλάδια σε όλη την Νέα Υόρκη με την περιγραφή της Γκρέις αλλά και του Φις, δεκάδες ύποπτοι ανακρίθηκαν αλλά τίποτα δεν βρέθηκε.
Τα χρόνια πέρναγαν και παρόλο που η υπόθεση ήταν τυπικά ανοιχτή, κανείς δεν περίμενε ότι θα βρεθεί η μικρή Γκρέις ή ο δράστης της απαγωγής. Από τους αστυνομικούς, μόνο ένας ερευνούσε ακόμα την υπόθεση, ο αστυνομικός Γουίλλιαμ Κινγκ (William F. King).

Στις 12 Νοεμβρίου του 1934, έξι χρόνια μετά την απαγωγή, ένα φρικτό γράμμα έφτασε στην οικογένεια Μπαντ:
«Αγαπητή μου, κυρία Μπαντ,
το 1894 ένας φίλος μου μπάρκαρε στο πλοίο του καπετάνιου Τζον Ντέιβις, το ατμόπλοιο "Tacoma", από το Σαν Φρανσίσκο με προορισμό το Χονγκ-Κονγκ. Όταν έφτασαν στην Κίνα, ο καπετάνιος και άλλοι δυο ναύτες βγήκαν από το πλοίο για να διασκεδάσουν, μέθυσαν και ξενύχτησαν. Όταν επέστρεψαν στο λιμάνι, το πλοίο είχε φύγει. Εκείνον τον καιρό, στην Κίνα υπήρχε λιμός. Το κρέας οποιουδήποτε είδους κόστιζε πανάκριβα, από 1 έως και 3 δολλάρια το μισό κιλό (pound). Τόσο μεγάλη ήταν η απελπισία των φτωχών ανθρώπων ώστε όλα τα αγόρια κάτω των 12 χρόνων τα πουλούσαν στους χασάπηδες για να εξασφαλίσουν λίγο κρέας και να μην πεθάνουν της πείνας. Οποιοδήποτε παιδί κάτω των 14 χρονών δεν ήταν ασφαλές στο δρόμο, μόνο του. Μπορούσες να πας σε οποιοδήποτε χασάπικο και να αγοράσεις λίγο από το κρέας τους, οποιοδήποτε κομμάτι μπριζόλες, παϊδάκια ή για βραστό. (Ο χασάπης) σου έδειχνε τα κομμάτια από το γυμνό παιδί, και συ διάλεγες μόνος σου από πού ήθελες να σου κόψει. Τα οπίσθια του παιδιού ήταν το πιο νόστιμο μέρος του και πωλούνταν στην υψηλότερη τιμή. Όταν ο καπετάνιος επέστρεψε στην Νέα Υόρκη έκλεψε δυο αγόρια, 7 και 11 χρονών. Τα πήγε σπίτι του, τα ξεγύμνωσε, τα έδεσε και τα έχωσε μέσα σε μια ντουλάπα, και έκαψε τα ρούχα τους. Αρκετές φορές την ημέρα, τα έδερνε -τα βασάνιζε- για να κάνει το κρέας τους καλό και τρυφερό. Πρώτο σκότωσε το 11χρονο αγόρι, γιατί αυτό είχε το πιο παχύ πισινό και φυσικά το περισσότερο κρέας. Κάθε μέρος του σώματός του μαγειρεύτηκε και φαγώθηκε εκτός από το κεφάλι, τα κόκκαλα και το στομάχι. Τον πισινό του τον μαγείρεψε στο φούρνο, (τα άλλα μέρη) τα έβρασε, τα έψησε, τα τηγάνισε, τα έκανε σούπα. Το ίδιο έγινε και με το άλλο αγόρι. Τον καιρό εκείνο ζούσα στο 409 της Ε 100 και ο καπετάνιος που έλεγε τόσο συχνά πόσο νόστιμο ήταν το παιδικό κρέας που αποφάσισα να δοκιμάσω κα εγώ. Στις 3 Ιουνίου του 1928 σας επισκέφτηκα (στο σπίτι σας) στο 406 της W 15. Σας έφερα και φρέσκο τυρί κρέμα -με φράουλες. Γευματίσαμε όλοι μαζί. Η Γκρέις έκατσε στα γόνατά μου και με φίλησε. Τότε σκέφτηκα να την φάω και προφασίστηκα ότι θα την πήγαινα σε ένα παιδικό πάρτυ. Εσείς,είπατε «Εντάξει». Την πήγα σε ένα άδειο σπίτι στο Γουίτσεστερ που είχα επισημάνει. Όταν φτάσαμε, της είπα να περιμένει έξω. Ενώ εκείνη μάζευε αγριολούλουδα, ανέβηκα επάνω και γδύθηκα εντελώς για να μην γεμίσω αίματα. Όταν τα ετοίμασα όλα, βγήκα στο παράθυρο και της φώναξα να ανέβει. Εγώ εν τω μεταξύ κρύφτηκα μες στην ντουλάπα. Όταν βγήκα και με είδε γυμνό έβαλε τα κλάματα και άρχισε να τρέχει προς τις σκάλες. Την άρπαξα και μου είπε ότι θα τα μαρτυρούσε όλα στη μαμά της. Πρώτα την έγδυσα εντελώς. Πόσο κλωτσούσε - με δάγκωνε και με γρατσούνιζε. Την έπνιξα και ύστερα την έκοψα μικρά κομμάτια για να μπορέσω να μεταφέρω το κρέας στο δωμάτιο μου, να το μαγειρέψω και να το φάω. Πόσο νόστιμος και τρυφερός ήταν ο πισινός της, ψητός στον φούρνο. Μου πήρε 9 μέρες για να φάω όλο το σώμα της. Ωστόσο, δεν την γάμησα, θα μπορούσα αν ήθελα. Πέθανε παρθένα.»[4]

Το πρωτοσέλιδο της νεο-υορκέζικης εφημερίδας "Daily News", την επομένη της σύλληψης του Φις

Αυτό το γράμμα, οδήγησε στην σύλληψή του. Με βάση ένα έμβλημα που ήταν πάνω στον φάκελο, βρέθηκε το χαρτί αλληλογραφίας που χρησιμοποίησε ο Φις, και τελικά και η κατοικία όπου διέμενε. Ήταν στο νούμερο 200 της 52ης οδού. Όταν ο ντετέκτιβ Κινγκ επισκέφτηκε την ιδιοκτήτρια των δωματίων, εκείνη αναγνώρισε στη περιγραφή που της έκανε ,τον νοικάρη της, Άλμπερτ Φις. Αν και ο Φις είχε πρόσφατα μετακομίσει σε άλλο σπίτι, θα επέστρεφε για να πάρει την αλληλογραφία του. Όταν έγινε αυτό, στις 13 Δεκεμβρίου του 1934, η σπιτονοικοκυρά τηλεφώνησε στην Αστυνομία η οποία έφτασε αμέσως και τον συνέλαβε.
Την ίδια μέρα, η Αστυνομία τον οδήγησε στο σπίτι που διέπραξε το έγκλημα, το σπίτι του, το Wysteria Cottage, όπου και βρέθηκαν τα κόκκαλα της μικρής Γκρέις και την ίδια νύχτα αναγνωρίστηκε ως δολοφόνος της μικρής από την οικογένεια Μπαντ.
Με την δημοσίευση των φωτογραφιών του και των λεπτομερειών του εγκλήματος, βρέθηκαν μάρτυρες και στοιχεία που τον ενοχοποιούσαν και για άλλες υποθέσεις. Ο Φις δεν αρνήθηκε καμμία κατηγορία και ομολογούσε σε ότι και αν τον ρωτούσαν.

Κατά την διάρκεια των ανακρίσεων η Αστυνομία είτε από ομολογίες του Φις είτε από οικογένειες θυμάτων που αναγνώρισαν τον δράστη, οδηγήθηκε στην ανακάλυψη και άλλων θυμάτων του Φις.
Στις 2 Ιουλίου του 1924 ο 8χρονος Φράνσις ΜακΝτόνελ, -γιός αστυνομικού- απήχθη από την γειτονιά του στο Στέιτεν Άιλαντ της Νέας Υόρκης. Το πτώμα του μικρού παιδιού βρέθηκε την επόμενη μέρα, στο παρακείμενο δάσος, στραγγαλισμένο με τις τιράντες του παντελονιού του. Αυτόπτες μάρτυρες τότε, είχαν δει έναν ξένο άντρα με γκρι κοστούμι και μεγάλο μουστάκι να γυροφέρνει στην περιοχή την μέρα της απαγωγής. Στην ίδια περιοχή, εξάλλου, έναν χρόνο πριν, το 1923 είχε βρεθεί και πάλι το πτώμα ενός κρεμασμένου από ένα δέντρο παιδιού. Με την δημοσίευση των φωτογραφιών του Φις, οι μάρτυρες αναγνώρισαν τον άντρα που μιλούσε με το παιδί εκείνη τη μέρα. Ο Φις ο ίδιος αν και αργοπορημένα, μετά το τέλος της δίκης του, παραδέχτηκε ότι αυτός σκότωσε το παιδί.[5]
Στις 11 Φεβρουαρίου του 1927 άλλο ένα παιδί, ο 4χρονος, Μπίλι Γκάφνι, εξαφανίστηκε από το Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης. Ο μικρός δεν βρέθηκε ποτέ. Ένας οδηγός δημόσιου λεωφορείου, αναγνώρισε τον Φις σαν τον άνθρωπο που καθόταν στο λεωφορείο μαζί με τον μικρό Μπιλ εκείνη την ημέρα. Ο Φις σε ακόμα ένα ανατριχιαστικό γράμμα προς τον δικηγόρο του, παραδέχτηκε ότι είχε απαγάγει, σκοτώσει και φάει τον μικρό Μπιλ.
Υπάρχουν ακόμα κάποια παιδιά που η Αστυνομία έχει συνδέσει με τον Φις, χωρίς εκείνος να έχει παραδεχτεί την ενοχή του.[6]

  • Emma Richardson, 5 χρονών, 3 Οκτωβρίου 1926
  • Yetta Abramowitz, 12 χρονών, 1927
  • Robin Jane Liu, 6 χρονών, 2 Μάη 1931
  • Mary Ellen O'Connor, 16χρονών, 15 Φβρουαρίου 1932
  • Benjamin Collings, 17 χρονών, 15 Δεκεμβρίου 1932

Η δίκη για τον φόνο της Γκρέις Μπαντ ξεκίνησε στις 11 Μαρτίου του 1935 και κράτησε δέκα μέρες. Η υπεράσπιση του Φις προσπάθησε να τον αθωώσει (να τον εγκλείσει δηλαδή για το υπόλοιπο της ζωής του σε ψυχιατρικό άσυλο) υποστηρίζοντας ότι ήταν ψυχικά άρρωστος κάτι που βέβαια επιβεβαιώθηκε από αρκετούς ψυχιάτρους που εξέτασαν τον Φις και στο παρελθόν αλλά και κατά την διάρκεια της φυλάκισής του. Ο δικηγόρος μάλιστα, τόνισε ότι ο Φις όχι μόνο ήταν άρρωστος αλλά ήταν και ψυχιατρικό φαινόμενο, αφού πρώτη φορά καταγράφεται στα νομικά και ιατρικά χρονικά άνθρωπος με τόσες συνδυασμένες σεξουαλικές διαστροφές, και παραφιλίες. Και πραγματικά, οι ψυχίατροι έκαναν λόγο για Σαδισμό, Μαζοχισμό, Επιδειξιομανία, Οφθαλμολαγνεία, Κανιβαλισμό, Κοπροφιλία, Ουρολαγνεία, Παιδοφιλία, και άλλες διεστραμμένες πρακτικές για την πρόκληση σεξουαλικής ηδονής. Ο βασικός ψυχίατρος της υπεράσπισης Fredric Wertham, αφού μελέτησε επισταμένα τον Φις, έδωσε στους ενόρκους μια ολοκληρωμένη εκτίμηση της προσωπικότητας και της ψυχοπαθολογίας του Φις.
Οι ψυχίατροι που κλήθηκαν από τον δημόσιο κατήγορο, αν και συμφώνησαν με την διάγνωση του Γουέρχαμ, ωστόσο θεώρησαν τον Φις «πνευματικά υγιή», ως δηλαδή έχοντα την ικανότητα να ξεχωρίζει το σωστό από το λάθος, και ως εκ τούτου να φέρει πλήρως τον καταλογισμό για τις πράξεις του.

Η ηλεκτρική καρέκλα των φυλακών Σινγκ-Σινγκ

Οι ένορκοι που χρειάστηκαν λίγο από μια ώρα για να βγάλουν την απόφάση τους, έκριναν τον Φις, «ένοχο». Όπως είπε αργότερα κάποιος ένορκος σε έναν δημοσιογράφο, παρόλο που πίστευαν ότι δεν ήταν ψυχικά και πνευματικά υγιής (insane) ο Φις, ωστόσο τον θεώρησαν υγιή, (sane) γιατί πίστευαν πως ούτως ή άλλως, έπρεπε να τιμωρηθεί.[7]
Ο δικαστής τον καταδίκασε στην θανατική ποινή. Την επομένη της δίκης ο Φις μεταφέρθηκε στις φυλακές Σινγκ-Σινγκ όπου στις 16 Ιανουαρίου 1936 εκτελέστηκε στην ηλεκτρική καρέκλα. Τάφηκε στο κοιμητήριο της φυλακής.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  • Φωτογραφίες της εποχής της σύλληψης και της δίκης του Άλμπερτ Φις

http://www.nydailynews.com/new-york/1928-murder-grace-budd-albert-fish-gallery-1.1277430?pmSlide=1.1277408

  • «Albert Fish: Η επιτομή της διαστροφής»

https://eglima.wordpress.com/2007/02/19/fish_1/

  1. http://www.imdb.com/title/tt0478329/
  2. «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 13 Σεπτεμβρίου 2012. Ανακτήθηκε στις 31 Μαρτίου 2018. 
  3. «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 8 Ιουνίου 2011. Ανακτήθηκε στις 1 Απριλίου 2018. 
  4. http://www.nndb.com/people/467/000109140/
  5. Harold Schechter: "Deranged: The Shocking True Story of America's Most Fiendish Killer",1990, κεφάλαιο 2
  6. Christopher Berry-Dee: "Cannibal Serial Killers: Profiles of Depraved Flesh-eating Murderers", 2011, σελ. 163
  7. Gini Graham Scott: "American Murder: Homicide in the early 20th century", 2007, σελ. 85