Μετάβαση στο περιεχόμενο

Άνα (πόλη)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Άνα
Τοποθεσία στο χάρτη
Τοποθεσία στο χάρτη
Άνα
34°22′7″N 41°58′55″E
ΧώραΙράκ[1]
Διοικητική υπαγωγήΚυβερνείο Ανμπάρ[1]
Υψόμετρο34 μέτρα
Πληθυσμός17.025 (1  Ιουλίου 2009)[2]
Ταχ. κωδ.31005
Ζώνη ώραςUTC+03:00 (επίσημη ώρα)
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Η Άνα (αραβ. عانة, συρ. ܐܢܐ) είναι πόλη του Ιράκ, κτισμένη στη δεξιά όχθη του ποταμού Ευφράτη. Βρισκεται σε μια καμπή του ποταμού, που εκεί έχει κατεύθυνση από τα βορειοδυτικά προς τα νοτιοανατολικά. Το 2018 η πόλη είχε 21.000 κατοίκους, μια μεγάλη αύξηση σε σχέση με τους 5.860 κατοίκους της δεκαετίας του 1960.

Η πόλη εμπεριέχει την ίδια ρίζα στην ονομασία της εδώ και πάνω από τρεις χιλιάδες χρόνια. Συγκεκριμένα, σε κείμενα της σφηνοειδούς γραφής από την παλαιά Βαβυλωνιακή περίοδο γράφεται (με τον συμβολισμό μεταγραφής της σφηνοειδούς) ως (d)Ha-na-atKI[3], ως A-na-at από τους γραφείς του Ασσύριου βασιλέα Τουκουλτί Νινουρτά Β΄ (περ. 885 π.Χ.)[4] και ως An-at από τους γραφείς του Ασουρνασιρπάλ Β΄ το 879 π.Χ..[5] Η ονομασία έχει συνδεθεί με την ευρύτατα λατρευόμενη τότε πολεμική θεά Ανάτ.[6] Αναγράφεται ως Άναθω από τον Ισίδωρο τον Χαρακηνό και ως Anatha από τον Αμμιανό Μαρκελλίνο, ενώ οι πρώιμοι Άραβες συγγραφείς την ονομάζουν είτε ʾĀna, είτε ʾĀnāt (η δεύτερη ονομασία παραπέμπει σε πληθυντικό).[6]

Οι πρώτες αναφορές στην πόλη προέρχονται πιθανώς από επιστολές της εποχής του Ζίμρι-Λιμ. Την εποχή του Χαμουραμπί η πόλη βρισκόταν υπό τον έλεγχο των Βαβυλωνίων, υπαγόμενη στο κυβερνείο του Σούχου(μ), και αργότερα των Ασσυρίων.

Στις αρχές του 8ου αιώνα π.Χ. ο Σάμας-ρέσα-ουσούρ και ο γιος του Νινούρτα-κουντουρί-ουσούρ δημιούργησαν μια ανεξάρτητη πολιτική οντότητα και απεκάλεσαν τους εαυτούς τους «κυβερνήτες του Σούχου και του Μάρι».[3][7] Η έκταση της επικράτειας αυτής του μέσου Ευφράτη ήταν αρκετά μεγάλη και περιελάμβανε και την Άνα.[8] Σημαντικά στοιχεία για την περίοδο αυτή ανακαλύφθηκαν από Άγγλους και Ιρακινούς αρχαιολόγους σε σωστικές ανασκαφές στο Σουρ Τζουρέ και στη νησίδα της Άνα κατά τη δεκαετία του 1980.[3][9][10]

Ο Ξενοφών κατέγραψε ότι ο στρατός του Κύρου ανεφοδιάσθηκε κατά τη διάρκεια μιας εκστρατείας το 401 π.Χ. στη «Χαρμάνδη», κοντά στο τέλος μιας πορείας 90 παρασαγγών από την Κορσωτή έως τις Πύλες[11], και αυτή η Χαρμάνδη πιθανώς είναι η Άνα. Αιώνες αργότερα, ο Ρωμαίος Αυτοκράτορας Ιουλιανός συνάντησε εκεί την πρώτη αντίσταση κατά την εκστρατεία του κατά της Περσίας των Σασσανιδών το 363 μ.Χ.. Τελικώς κατέλαβε την περιοχή και μετεγκατέστησε τους κατοίκους της.[6]

Αραβική και Οθωμανική περίοδος

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Ο Μιναρές της Άνα, που χρονολογείται από τον 11ο αιώνα (Δυναστεία των Αββασιδών), πριν από την καταστροφή του.

Το 657 μ.Χ., κατά την κατάκτηση του Ιράκ από τους Μουσουλμάνους, οι υπαρχηγοί του Αλή, Ζιγιάντ και Σουρέιχ, συνάντησαν άρνηση στο αίτημά τους να περάσουν τον Ευφράτη στην Άνα.[12] Αργότερα, το 1058, η πόλη ήταν ο τόπος εξορίας του Χαλίφη Αλ-Καΐμ επί εξουσίας του Αλ- Μπασασίρι.[6][13] Από τον 8ο ήδη αιώνα μέχρι την ύστερη αραβο-μουσουλμανική περίοδο, η Άνα ήταν μια ευημερούσα εμπορική πόλη, ένας από τους σημαντικούς σταθμούς για τα καραβάνια που συνέδεαν τις πόλεις της παρυφής της ερήμου της Συρίας, πολύ γνωστή για τις χουρμαδιές και τους κήπους της.[13] Τον 14ο αιώνα ο Μουσταφί έγραψε για το πόσο φημισμένες ήταν οι καλλιέργειες χουρμαδιάς της, οι οποίες υπάρχουν ακόμα και σήμερα, ενώ Άραβες ποιητές της εποχής επαινούν το κρασί της.[13][14] Επίσης, τον ίδιο αιώνα η Άνα ήταν η έδρα του «Καθολικού», δηλαδή του Αρχιεπισκόπου όλων των Περσών Χριστιανών.[6]

Από τον 14ο έως τον 17ο αιώνα η Άνα υπήρξε η έδρα διάφορων τοπικών αραβικών φυλών.[13] Από το 1535 περίπου ήταν η de facto πρωτεύουσα των Βεδουίνων εμίρηδων Αμπού Ρις, τους οποίους οι Οθωμανοί διόριζαν ως κυβερνήτες σε αρκετά σαντζάκια (επαρχίες), καθώς και çöl beyis («εμίρηδες της ερήμου»).[15] Το 1574 ο Λέοναρντ Ράουβολφ βρήκε την πόλη διαιρεμένη σε δύο τομείς: τον τουρκικό, «τόσο πολύ περιβαλλόμενο από τον ποταμό, ώστε δεν μπορείς να τον επισκεφθείς παρά μόνο με βάρκα», και τον (μεγαλύτερο) αραβικό τομέα, κατά μήκος της μιας όχθης. Το 1610 ο Τεξέιρα έγραψε ότι η Άνα ήταν εξαπλωμένη σε αμφότερες τις όχθες του Ευφράτη (όχι μόνο στη δεξιά όπως σήμερα) και σε αυτό συμφωνεί και ο Πιέτρο ντελα Βάλλε.[16] Επίσης ο ντελα Βάλλε συνάντησε εκεί ως μόνιμο κάτοικο τον Σκωτσέζο Τζωρτζ Στράτσαν (George Strachan), που ήταν ο γιατρός του εμίρη.[17] Βρήκε επίσης μερικούς «που ακόμα λάτρευαν τον θεό Ήλιο» (στην πραγματικότητα Αλαουίτες).[18] Οι ντελα Βάλλε και Τεξέιρα χαρακτηρίζουν την Άνα την κυριότερη αραβική πόλη επί του Ευφράτη, που έλεγχε μια μείζονα οδό δυτικώς της Βαγδάτης και εδάφη που έφθαναν μέχρι την Παλμύρα.[6]

Περί το 1750 η Οθωμανική Αυτοκρατορία εγκατέστησε μια στοιχειώδη διοίκηση στην Άνα.[13] Μετά από περίπου έναν αιώνα τοποθετήθηκε μια πιο οργανωμένη τοπική κυβέρνηση, με την πόλη να καθίσταται το κέντρο ενός καζά υπαγόμενου στο Βιλαέτι της Βαγδάτης.[13]

Ο Γουίλιαμ Φράνσις Έινσγουορθ, χρονικογράφος της Βρετανικής αποστολής του Τσέσνυ στον Ευφράτη, ανέφερε ότι το 1835 οι Άραβες κατοικούσαν στο βορειοδυτικό μέρος της πόλεως, οι Χριστιανοί στο κέντρο και οι Εβραίοι στα νοτιοανατολικά.[19] Το ίδιο έτος το ατμοκίνητο ποταμόπλοιο «Τίγρις» βυθίστηκε σε μια θύελλα λίγο πάνω από την Άνα, εκεί περίπου όπου το εκστρατευτικό σώμα του Ιουλιανού είχε υποφέρει από μια παρόμοια θύελλα.[6] Ο Τσέσνυ αναφέρει περί τα 1.800 σπίτια, δύο τζαμιά και 16 αρδευτικούς νεροτροχούς (νααούρα) στον Ευφράτη.

Τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα η μόνη μεταποιητική δραστηριότητα στην πόλη ήταν η ύφανση χονδρών βαμβακερών υφασμάτων.[20][6] Το 1909 η Άνα είχε εκτιμώμενο πληθυσμό 15.000 κατοίκους και 2 χιλιάδες σπίτια.[21] Οι περισσότεροι κάτοικοι ήταν Άραβες Σουνίτες Μουσουλμάνοι, ενώ μια μικρή εβραϊκή κοινότητα ζούσε στο νότιο άκρο της πόλεως.[21]

Το 1918 η πόλη καταλήφθηκε από τις βρετανικές δυνάμεις και το 1921 ενσωματώθηκε στο Βασίλειο του Ιράκ.[13] Παρέμεινε διοικητικό κέντρο ενός καζά (αραβ. «καντάα»), υπαγόμενο στη λίγουα (το αραβικό αντίστοιχο του σαντζακίου) Ντουλαΐμ. Ο καζάς αυτός περιελάμβανε τα διαμερίσματα των πόλεων Χιτ, Αλ-Καΐμ και Τζούμπα.[13]

Το 1984-1985 η περιοχή της Άνα πλημμύρισε εξαιτίας της κατασκευής του Φράγματος της Χαντίθα (του μεγαλύτερου σε όλο το Ιράκ), που δημιούργησε την τεχνητή Λίμνη Καντισίγια. Η πόλη χρειάσθηκε έτσι να ανοικοδομηθεί σε νέα θέση, λίγο πιο πάνω στον ρου του ποταμού.

Αρχιτεκτονικό και ιστορικό ενδιαφέρον παρουσιάζει ένας λίθινος μιναρές της Άνα με ιδιαιτέρως μεγάλη ηλικία. Ο Άλασταιρ Νόρθετζ (Alastair Northedge) έγραψε ότι οι ντόπιοι τον θεωρούν συνήθως έργο το 11ου αιώνα, αλλά ίδιος είχε τη γνώμη ότι ήταν κατά έναν αιώνα μεταγενέστερος. Βρισκόταν πάνω σε μία από τις νησίδες του ποταμού και ανήκε στο κοντινότερο τζαμί. Ο δρ. Muayad Said τον περιέγραψε ως οκταγωνικής διατομής «με θολωτές εσοχές, κάποιες από αυτές τυφλές». Εργασίες συντηρήσεως έγιναν το 1935, το 1963 και το 1964. Την εποχή που η θέση του πλημμύρισε από την τεχνητή λίμνη, η αρχαιολογική υπηρεσία του Ιράκ τεμάχισε τον μιναρέ και τον μετέφερε στη νέα Άνα, όπου ανεγέρθηκε εκ νέου στα τέλη της δεκαετίας του 1980, με το ύψος του να φθάνει τα 28 μέτρα. Ο Μιναρές της Άνα (αραβ. Μαναρέτ αλ-Άναχ) ανατινάχθηκε από αγνώστους το 2006, αλλά ανοικοδομήθηκε το 2013 από Ιρακινούς πολιτικούς μηχανικούς και αρχιτέκτονες με βάση το αρχιτεκτονικό σχέδιο που είχε ευτυχώς διατηρηθεί. Ωστόσο, το Ισλαμικό Κράτος (ISIS), που κατέλαβε την Άνα το 2014, κατεδάφισε τον μιναρέ το 2016.

Στις 19 Σεπτεμβρίου 2017 άρχισε επίθεση για την εκδίωξη του ISIS από την πόλη.[22] Μετά από δύο ημέρες μαχών, η Άνα καταλήφθηκε από τον ιρακινό στρατό.[23] Ο Μιναρές ανακατασκευάσθηκε για μια ακόμα φορά το 2022, από το Υπουργείο Πολιτισμού του Ιράκ.

Γεωγραφία και κλίμα

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Άνα είναι κτισμένη σε υψόμετρο μόλις 34 μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας, αν και απέχει από αυτή 552 χιλιόμετρα (συγκεκριμένα από την ακτή του βόρειου Λιβάνου στη Μεσόγειο, ενώ από τον μυχό του Περσικού Κόλπου απέχει 777 χιλιόμετρα). Το κέντρο της νέας πόλεως έχει γεωγραφικές συντεταγμένες πλάτος 34° 22′ 20″ Βόρειο και μήκος 41° 59′ 15″ Ανατολικό. Ο ποταμός Ευφράτης στο ύψος της πόλης έχει πλάτος περισσότερο από 600 μέτρα.

Το κλίμα της Άνα είναι θερμής ερήμου (BWh κατά Köppen). Οι περισσότερες από τις λιγοστές βροχές πέφτουν τον χειμώνα, με μέση ετήσια βροχόπτωση 127 χιλιοστόμετρα. Η μέση ετήσια θερμοκρασία είναι 20,7 °C.


  1. 1,0 1,1 GEOnet Names Server. 11  Ιουνίου 2018. 10189917.
  2. www.citypopulation.de/Iraq-Cities.html.
  3. 3,0 3,1 3,2 Northedge, Alastair (1988). Excavations at ʻĀna, Qalʻa island. Warminster, England: Aris & Phillips Ltd. ISBN 978-0856684258. 
  4. Albert Kirk Grayson (1991). Assyrian Rulers of the Early First Millennium BC I (1114-859 BC). University of Toronto Press. σελίδες 38, 43, 174. 
  5. Albert Kirk Grayson (1991). Assyrian Rulers of the Early First Millennium BC I (1114-859 BC). University of Toronto Press. σελ. 213. 
  6. 6,0 6,1 6,2 6,3 6,4 6,5 6,6 6,7 Hogg (1911).
  7. Cavigneaux, A., και B.K. Ismail: «Die Statthalter von Suḫu und Mari im 8. Jh. v. Chr. anhand neuer Texte aus den irakischen Grabungen im Staugebiet des Qadissiya-Damms», Baghdader Mitteilungen, τόμ. 21 (1990), σσ. 321-456
  8. Bartelmus, Alexa (2016). ««A Short Introduction on the Sūḫu Texts», Suhu: The Inscriptions of Suhu online Project, The Suhu Inscriptions Project». Ανακτήθηκε στις 22 Μαΐου 2019. 
  9. «Excavations in Iraq, 1981-82». IRAQ 45 (2): 199-224. 1983. doi:10.1017/S0021088900002424. ISSN 0021-0889. 
  10. «Excavations in Iraq 1985-86». Iraq 49: 231-251. 1987. doi:10.1017/S0021088900006653. ISSN 0021-0889. 
  11. Ξενοφώντος Anabasis.
  12. Tabari I, 3261
  13. 13,0 13,1 13,2 13,3 13,4 13,5 13,6 13,7 Longrigg, σελ. 461
  14. Yaqut, iii. 593f.
  15. Winter, Stefan (2019). «Alep et l'émirat du désert (çöl beyligi) au XVIIe-XVIIIe siècle». Στο: Winter, Stefan· Ade, Mafalda. Aleppo and its Hinterland in the Ottoman Period / Alep et sa province à l'époque ottomane. Brill. ISBN 978-90-04-37902-2.  σσ. 86-108
  16. Della Valle, i. 671
  17. Della Valle, i. 671-681
  18. Winter, Stefan (2016). A History of the 'Alawis: From Medieval Syria to the Turkish Republic. Princeton University Press. ISBN 9780691173894. , σσ. 24-25
  19. Ainsworth (1888).
  20. Baynes (1878).
  21. 21,0 21,1 A Handbook of Mesopotamia, Volume III: Central Mesopotamia with Southern Kurdistan and the Syrian Desert. Admiralty and War Office, Division of Intelligence. Ιανουάριος 1917. σελίδες 351–352. 
  22. «Iraq 'attacks IS bastion on Syria border'». BBC News. 2017-09-19. https://www.bbc.com/news/world-middle-east-41319905. Ανακτήθηκε στις 2017-10-17. 
  23. «Iraq: the town of Anah in western Anbar has been completely cleared by the ISF, next town is Rawa, after that al-Qaim and then the border - News from war on ISIS in English from Iraq, Syria - Deir ez-Zur operation, Raqqa operation - isis.liveuamap.com». News from war on ISIS in English from Iraq, Syria - Deir ez-Zur operation, Raqqa operation - isis.liveuamap.com. Ανακτήθηκε στις 17 Οκτωβρίου 2017. 
  • Ainsworth, W.H. (1888), Euphrates Expedition 
  • Longrigg, S.H. (1960). «ʿĀna». The Encyclopedia of Islam. I: A–B (New έκδοση). Leiden και Νέα Υόρκη: BRILL, σελ. 461. ISBN 978-90-04-08114-7. 
  • Το ομώνυμο λήμμα στη Νέα Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια «Χάρη Πάτση», τόμος 15, σελ. 268
  • Olivier, G.A. (1807), Voyage dans l'empire ottoman, III 
  •  
    Το παρόν λήμμα ενσωματώνει κείμενο από έκδοση που είναι πλέον κοινό κτήμαHogg, Hope W. (1911) «Anah» στο: Chisholm, Hugh, επιμ. Εγκυκλοπαίδεια Μπριτάννικα 1 (11η έκδοση) Cambridge University Press, σελ. 911 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  • Πολυμέσα σχετικά με το θέμα Anah στο Wikimedia Commons