Μετάβαση στο περιεχόμενο

Άρπυια

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Άρπυια
Ενήλικη αρσενική άρπυια με τη λεία της
Ενήλικη αρσενική άρπυια με τη λεία της
Κατάσταση διατήρησης

Προ Απειλής (IUCN 3.1) [1]
Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Ζώα (Animalia)
Συνομοταξία: Χορδωτά (Chordata)
Ομοταξία: Πτηνά (Aves)
Τάξη: Αετόμορφα (Accipitriformes)
Οικογένεια: Αετίδες (Accipitridae) Vigors, 1824
Υποοικογένεια: Αετίνες (Accipitrinae) [2] [i]
Γένος: Άρπυια (Harpia) Vieillot, 1816 F
Είδος: H. harpyja
Διώνυμο
Harpia harpyja (Άρπυια η γνησία)
(Linnaeus, 1758)

Η άρπυια είναι ημερόβιο αρπακτικό πτηνό της οικογενείας των Αετιδών, που απαντά αποκλειστικά στη Νότιο Αμερική. Η επιστημονική ονομασία του είδους είναι Harpia harpyja και δεν περιλαμβάνει υποείδη (μονοτυπικό).[3]

  • Εικονική μορφή των τροπικών δασών της Κ. και Ν. Αμερικής, η άρπυια θεωρείται το ισχυρότερο αρπακτικό πτηνό και, έχει προσελκύσει το παγκόσμιο επιστημονικό ενδιαφέρον, λόγω της εκτεταμένης απωλείας των ενδιαιτημάτων της και της συνεχιζομένης μείωσης του πληθυσμού της (βλ. Μορφολογία, Κυνήγι, Κατάσταση πληθυσμού)

Τάση παγκόσμιου πληθυσμού

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  • Καθοδική ↓ [4]

Οι λατινικές επιστημονικές ονομασίες του γένους Harpia, όπως επίσης και του είδους Harpyja, είναι ευθεία απόδοση της ελληνικής λέξης Άρπυια, από την εν χρήσει στον πληθυντικό λέξη Άρπυιες.

Οι Άρπυιες ήσαν μυθολογικές δαιμονικές θεότητες στενά συνδεδεμένες με το θάνατο, τον οποίο όμως δεν επιφέρουν οι ίδιες στους θνητούς, αλλά τους οδηγούν σε αυτόν. Τα όντα αυτά είναι πιθανότατα προελληνικής καταγωγής, προϋπήρχαν δηλαδή των πρώτων καταγεγραμμένων αναφορών από τους μεγάλους αρχαίους Έλληνες ποιητές Όμηρο και Ησίοδο. Η σύνδεσή τους με το θάνατο συνετέλεσε ώστε να θεωρούνται οι ίδιες υπεύθυνες για το θάνατο των ανθρώπων και, ότι έρχονται για να αρπάξουν την ψυχή τους και να την πάνε στον Άδη, ή να την μεταφέρουν στις Ερινύες, ενώ ο μύθος λέει ότι ήσαν απλοί εντολοδόχοι. Η εμφάνισή τους ήταν τρομακτική: σε πρώιμο μελανόμορφο αγγείο που βρέθηκε στην Αίγινα και φυλάσσεται στο Μουσείο του Βερολίνου, εικονίζονται ως γυναικείες φτερωτές μορφές που τρέχουν, με ιδιαίτερα γαμψά δάκτυλα για να δηλωθεί ο αρπακτικός χαρακτήρας τους, ενώ την παράσταση συνοδεύει επιγραφή: ΑΡΕΠΥΙΑ. Μπορεί όμως και να έχουν τη μορφή πουλιού, πάντοτε όμως με γυναικείο πρόσωπο.[5]

Η σύνδεση του πτηνού με τα όντα αυτά είναι κάτι παραπάνω από σαφής, λόγω της εμφάνισής του και των -όντως- ισχυροτάτων γαμψωνύχων του. Η ίδια η λέξη παραπέμπει ευθέως στο ρήμα αρπάζω, αυτό όμως αφορά μόνο στην ηχητική ρίζα της και όχι την ετυμολογική, όπως λανθασμένα πιστεύεται, διότι ο συσχετισμός με σκοπό την ερμηνεία της δασύτητας, δεν ευνοείται από την γεννήτορα λέξη αρεπυία, η οποία οξύνεται: [ΕΤΥΜΟΛ. Άρπυια < Αρεπυία, αβέβαιης ετυμολογίας παράλληλος τύπος (πρβλ. ορόγυια-όργυια), από τον οποίο προήλθε η πρώτη με συγκοπή του ε λόγω των περιβαλλόντων φθόγγων ρ και π. Η υπόθεση ότι η λέξη αποτελεί ουσιαστικοποιημένη μετοχή παρακειμένου σε -υια, χωρίς αναδιπλασιασμό (πρβλ. άγυια, αίθυια), από τη ρίζα του ρήματος ρέπτομαι «τρέφομαι, αποζώ», δεν ικανοποιεί μορφολογικά και σημασιολογικά].[5]

Συστηματική ταξινομική

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η άρπυια περιγράφηκε από τον Λινναίο το 1758, ως Vultur Ηarpyja (Μεξικό, 1758).[6] Ανήκει σε μονοτυπικό γένος, δηλαδή δεν περιλαμβάνει άλλα είδη και, φαίνεται να αποτελεί υπερείδος μαζί με το Morpnus guianensis, έναν αετό της Νοτίου Αμερικής, επίσης. Σύμφωνα με κάποιους ερευνητές, μαζί με το Harpyopsis novaeguineae, τα τρία είδη συγκροτούν την υποοικογένεια Αρπυίνες (Harpiinae), χωρίς όμως αυτή η άποψη να έχει γίνει ακόμη αποδεκτή, οπότε ακολουθείται η ισχύουσα ταξινόμηση στην υποοικογένεια Αετίνες (Accipitrinae).[2][7]

Τέλος, παλαιότερα επικρατούσε η θεωρία ότι η άρπυια ήταν συγγενής με τον αετό των Φιλιππίνων (Pithecophaga jefferyi), αλλά πειραματικά δεδομένα ανάλυσης DNA έδειξαν ότι, τα δύο είδη απέχουν γενετικά.[8]

Γεωγραφική εξάπλωση

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Γεωγραφική εξάπλωση του είδους Harpia harpyja (με το γκρίζο χρώμα απεικονίζονται οι περιοχές , όπου έχει πιθανότατα εκλείψει

Η άρπυια είναι αετός που ανήκει στη Νεοτροπική οικοζώνη, απαντά δηλαδή αποκλειστικά στην Κεντρική και Νότια Αμερική. Συγκεκριμένα, η εξάπλωση του είδους αρχίζει από το Ν ΜεξικόΒερακρούς, Οαχάκα και Καμπέτσε )και συνεχίζεται νότια μέσω της κεντρικής αμερικανικής λωρίδας, από την Κολομβία και νοτιότερα μέχρι την Α Βολιβία και, ανατολικά από τη Βενεζουέλα προς Βραζιλία και τη ΒΑ Αργεντινή (επαρχία Μισιόνες).[3][6] Από αυτές τις περιοχές, η άρπυια απαντά περισσότερο στη Βραζιλία, σχεδόν σε όλη τη γεωγραφική της επικράτεια.[9] Με εξαίρεση κάποιες περιοχές στον Παναμά, το είδος έχει σχεδόν εξαφανιστεί από όλη την Κεντρική Αμερική και το Μεξικό, λόγω της εκτεταμένης υλοτόμησης των μεγάλων τροπικών δασών (βλ. και Κατάσταση Πληθυσμού).[10]

(Πηγές:[3][6][11])

Η άρπυια κατοικεί στα τροπικά πεδινά δάση από τον θόλο (canopy), όπου και συχνάζει περισσότερο, μέχρι χαμηλά στην αναδυόμενη βλάστηση. Συνήθως απαντά κάτω από τα 900 μέτρα, αλλά έχουν καταγραφεί και άτομα έως τα 2000 μέτρα.[1] Συνήθως προτιμά να φωλιάζει σε σημεία πολύ πυκνής βλάστησης, αλλά κυνηγάει σε περιοχές με ανοίγματα για να διευκολύνεται η κίνησή της, ή και στο έδαφος.[12][13] Γενικά, οι άρπυιες αποφεύγουν τις περιοχές με όχληση, όμως, μπορεί να πετούν πάνω απο τα δασοόρια σε μια ποικιλία ενδιαιτημάτων, όπως -έτσι ονομάζονται στην τοπική γλώσσα- cerrados, caatingas, φυτείες buriti, αλλά και σε καλλιεργήσιμες εκτάσεις και πόλεις, ή σε περιοχές όπου ασκείται έντονη υλοτομία.[14]

Το χαρακτηριστικό κεφάλι της άρπυιας με ανοιγμένο το λοφίο

Η άρπυια είναι το μεγαλύτερο αρπακτικό πτηνό του Νέου Κόσμου [15] και από τα μεγαλύτερα είδη αετών παγκοσμίως (βλ. Βιομετρικά στοιχεία).

Η άνω επιφάνεια του σώματός της καλύπτεται από γκριζόμαυρα -στο χρώμα του σχιστόλιθου (slate grey)- πτερά, ενώ η κάτω επιφάνεια είναι κυρίως λευκή, εκτός από τους πτερωμένους ταρσούς, οι οποίοι φέρουν μαύρες ραβδώσεις. Υπάρχει ευρεία μαύρη ζώνη κατά μήκος του άνω μέρους του στήθους, που χωρίζει το γκρίζο κεφάλι από τη λευκή κοιλιά. Το κεφάλι είναι ανοικτό γκρι, και στέφεται με διπλό λοφίο, ένα από τα κυριότερα διαγνωστικά στοιχεία του πτηνού. Το λοφίο ανοίγεται όταν το πουλί είναι εξιταρισμένο ή απειλείται, αν και κάποιοι ερευνητές υποστηρίζουν ότι η ανύψωση των πτερών του λοφίου, βοηθάει στην κατεύθυνση των ήχων προς τους ακουστικούς πόρους του κεφαλιού. Τα φτερά του προσώπου σχηματίζουν ένα είδος «προσωπικού δίσκου» (facial disc), ενώ οι οφθαλμοί είναι τοποθετημένοι κοντά, ο ένας στον άλλο, εξασφαλίζοντας στο πτηνό εξαιρετική διόφθαλμη όραση. Η άνω επιφάνεια της ουράς είναι μαύρη με τρεις γκρι ζώνες, ενώ το κάτω μέρος είναι μαύρο με τρεις άσπρες ζώνες. Η ίριδα είναι γκρι, καφέ ή κόκκινη, το κήρωμα και το γαμψό, ισχυρότατο ράμφος είναι μαύρα ή μαυριδερά, οι ταρσοί και τα πόδια είναι κίτρινα, ενώ οι γαμψώνυχες είναι μαύροι.

Τα φύλα είναι παρόμοια σε μοτίβα και χρώματα, ωστόσο εμφανίζεται φυλετικός διμορφισμός, όσον αφορά στο μέγεθος, με τα θηλυκά να είναι ογκωδέστερα και πολύ βαρύτερα. Τα νεαρά άτομα είναι ασπριδερά-γκριζωπά, με λευκωπό λοφίο. γκριζοκαφέ άνω επιφάνεια και αρκετές σκούρες λωρίδες στην ουρά.

  • Αντίθετα με ό, τι πιστεύεται, η άρπυια δεν είναι ούτε ο μεγαλύτερος, ούτε ο βαρύτερος αετός, έχει όμως τους μεγαλύτερους και ισχυρότερους γαμψώνυχες (talons) από τα αρπακτικά πτηνά που, σε συνδυασμό με τα υπόλοιπα βιομετρικά του χαρακτηριστικά (ισχυρό κρανίο, ευρείς ταρσοί, μικρές αλλά πλατιές πτέρυγες και μακριά ουρά), τον κάνουν ένα πανίσχυρο κυνηγό των τροπικών δασών. Μάλιστα, το εκπέτασμά του (άνοιγμα πτερύγων) είναι σχετικά μικρό, ώστε να μπορεί να ελίσσεται στο πυκνό δασικό περιβάλλον όπου κατοικεί.

(Πηγές:[16][17][18][19][20][21])

Βιομετρικά στοιχεία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  • Μήκος σώματος: (86,5-) 89 έως 102 (-107) εκατοστά
  • Άνοιγμα πτερύγων: 176 έως 224 εκατοστά
  • Μήκος εκάστης πτέρυγας: Αρσενικό 54,3-58 εκατοστά, Θηλυκό 58,3-62,6 εκατοστά
  • Μήκος ουράς: 37-42 εκατοστά
  • Μήκος ταρσού: 11,4-13 εκατοστά
  • Μήκος ραμφοθήκης: 4,2-6,5 εκατοστά
  • Μήκος γαμψώνυχα: 8 έως 9 εκατοστά (-12,5)
  • Βάρος: Αρσενικό 4-4,8 κιλά, Θηλυκό 6-9 κιλά

(Πηγές:[17][18][19][22][23][24]

Οι άρπυιες είναι κυρίαρχα ενεργά αρπακτικά πτηνά, που σημαίνει ότι οι ενήλικες είναι στην κορυφή της τροφικής αλυσίδας και δεν έχουν φυσικούς θηρευτές.[25]

Φαίνεται περίεργο, αλλά η κυνηγετική συμπεριφορά της άρπυιας είναι ελάχιστα γνωστή, πέρα από τις παρατηρήσεις των υπολειμμάτων σε μερικές φωλιές. Κρίνοντας από αυτό, οι άρπυιες συχνά κυνηγούν στο δασικό θόλο (canopy), ενώ λίγες είναι οι επιθέσεις από τις άκρες του δάσους, όπως κατά μήκος των παρυφών σε λίμνες και ποτάμια.[26][27] Αυτό μπορεί μεν να συμβαίνει, αλλά πιθανότατα είναι «παραπλανητικό» διότι αυτές οι θέσεις παρέχουν μεγαλύτερη ορατότητα για τους παρατηρητές, οπότε υπερεκτιμάται το ποσοστό τους.

Το διαιτολόγιό τους είναι εξαιρετικά ποικίλο, αλλά η βασική τους λεία είναι τα δενδρόβια θηλαστικά και, αναλύσεις έδειξαν ότι, επικεντρώνονται κυρίως σε βραδύποδες και πιθήκους.[28] Έρευνα που διενεργήθηκε μεταξύ 2003 και 2005 σε περιοχή ωοτοκίας στο Παρίντινς (Parintins), της επαρχίας Αμαζόνας (Amazonas) στη Βραζιλία, περιελάμβανε συλλογές από υπολείμματα θηραμάτων που προσφέρονταν στους νεοσσούς και, μετά τη διαλογή τους, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, η λεία των ενηλίκων αποτελείτο κατά 79% από βραδύποδες που ανήκαν σε 2 είδη: το Bradypus variegatus (39%), και το Choloepus didactylus (40%), ενώ διάφορα είδη πιθήκων περιλαμβάνονταν στο υπόλοιπο 11,6% των θηραμάτων. Σε παρόμοια έρευνα στον Παναμά, όπου απελευθερώθηκε ένα ζευγάρι αρπυιών που ήταν σε αιχμαλωσία, το 52% των θηραμάτων του αρσενικού και το 54 % του θηλυκού ήταν και πάλι 2 είδη βραδυπόδων: το Bradypus variegatus και το Choloepus hoffmanni.[29] Σε μία φωλιά στη Βενεζουέλα, όλα τα κατάλοιπα που βρέθηκαν γύρω από την φωλιά αποτελούνταν από βραδύποδες.

Η άλλη βασική λεία των αρπυιών είναι οι πίθηκοι, που περιλαμβάνουν διάφορα είδη όπως, καπουτσίνους, σάκι, τίτι, σκιουροπιθήκους και αραχνοπιθήκους. Τα μικρότερα είδη, όπως οι ταμαρίνοι και οι μαρμοσέτες, δεν φαίνεται να προσελκύουν το ενδιαφέρον των αρπυιών.[17] Σε αρκετές φωλιές στη Γουιάνα, οι πίθηκοι αποτελούν περίπου το 37% των υπολειμμάτων που βρέθηκαν εκεί [30] και, στον Ισημερινό το 35% από 10 συνολικά φωλιές, περιελάμβαναν καπουτσίνους.[31]

Άλλα, μερικώς δενδρόβια θηλαστικά, που περιλαμβάνονται λιγότερο στη διατροφή των αρπυιών είναι ακανθόχοιροι, σκίουροι, οπόσουμς, μυρμηκοφάγοι, ακόμη και σχετικά μεγαλύτερα σαρκοφάγα, όπως αγκούτια, κοάτια, πότοι, αρμαδίλλοι, αλεπούδες και τάιρες.[17] Στο Παντανάλ (Pantanal), ένα ζευγάρι που φώλιαζε, θήρευε σε μεγάλο βαθμό τον ακανθόχοιρο Coendou prehensilis και το αγκούτι Dasyprocta azarae.[32]

Η άρπυια μπορεί να επιτεθεί, επίσης, και σε διάφορα είδη πουλιών, όπως τους παπαγάλους αρά. Σε έρευνα στο Παριντίν (Parintin), τα κοκκινοπράσινα μακάο ήσαν το 0,4% της λείας, με τα άλλα πτηνά να φθάνουν το 4,6%.[33] Άλλοι παπαγάλοι που συμπεριλαμβάνονταν στα θηράματα, ήταν οι -κινδυνεύοντες- Anodorchynchus hyacinthinus, ενώ θηρεύονταν και κρακίδες.[17]

Πρόσθετα στοιχεία της διατροφής τους, αποτελούν τα ερπετά, κυρίως αμφισβαίνια, ιγκουάνας, και φίδια.[12][17] Μάλιστα, φίδια έως 5 εκατοστά σε διάμετρο έχουν παρατηρηθεί να τεμαχίζονται στη μέση και, στη συνέχεια τα κομμάτια καταπίνονται ολόκληρα.[17] Περιστασιακά, θηρεύονται πολύ μεγαλύτερα θηράματα όπως πεκάρια, καπιμπάρας και ελάφια, μεταφέρονται συνήθως σε ένα κούτσουρο ή χαμηλό κλαδί και καταναλώνονται σταδιακά και επί τόπου, δεδομένου ότι είναι πάρα πολύ βαριά για να μεταφερθούν ολόκληρα στη φωλιά.[17][34][35]

  • Υπάρχει αναφορά για επίθεση και θανάτωση ελαφιών μαζάμα (Mazama americana), ένα είδος που συνήθως ζυγίζει πάνω από 30 κιλά (!) Σε τέτοιες περιπτώσεις, ο αετός πρέπει να τεμαχίσει το θήραμα και να το μεταφέρει σταδιακά στη φωλιά του, ή να το καταναλώσει επί τόπου.[36]

Τέλος, οι άρπυιες έχουν καταγραφεί να θηρεύουν κατοικίδια ζώα, όπως κοτόπουλα, αρνιά, κατσίκια και νεαρούς χοίρους, αλλά αυτό είναι σπάνιο υπό κανονικές συνθήκες.[17] Αντίθετα, είναι πολύ χρήσιμες στον έλεγχο του πληθυσμού κάποιων θηρευτών όπως των καπουτσίνων, οι οποίοι λυμαίνονται συστηματικά τα αβγά των πτηνών και μπορεί να προκαλέσουν μέχρι και τοπικές εξαφανίσεις των ευαίσθητων ειδών.[37]

Άρπυια εν πτήσει

Η άρπυια μπορεί να μην είναι ο μεγαλύτερος αετός στην υφήλιο, αλλά είναι αναμφίβολα ο ισχυρότερος. Διαθέτει τους μεγαλύτερους γαμψώνυχες από όλα τα αρπακτικά πτηνά, οι οποίοι είναι σε θέση να ασκήσουν πίεση 42 kgf/εκ², ή 4,1 MPa ή 530 lbf/in² ή 400 N/εκ²., που σημαίνει ότι επιφέρεται ακαριαίος θάνατος στα θηράματα. Οι άρπυιες μπορούν άνετα να σηκώσουν θηράματα μέχρι 7 κιλά και να τα μεταφέρουν στη φωλιά τους, ενώ έχουν καταγραφεί περιπτώσεις άρσης θηραμάτων που είχαν το ίδιο βάρος με αυτές.[17] Λόγω μικροτέρου μεγέθους, τα αρσενικά συνήθως συλλαμβάνουν σχετικά μικρότερη λεία, με ένα τυπικό εύρος 0,5 έως 2,5 κιλών (περίπου το μισό από το βάρος τους), αλλά τα -μεγαλύτερα- θηλυκά συλλαμβάνουν θηράματα, με καταγεγραμμένο ελάχιστο βάρος περίπου 2,7 κιλών. Έχουν καταγραφεί ενήλικα θηλυκά να αρπάζουν τακτικά μεγάλους αρσενικούς πιθήκους ή βραδύποδες βάρους 6 έως 9 κιλών και, να πετάνε μακριά χωρίς προσγείωση, ένα εξαιρετικό δείγμα ισχύος (φυσική: έργο ανά μονάδα χρόνου).[17][35][38] Το μέγεθος της λείας που μεταφέρεται στη φωλιά είναι συνήθως μεσαίου μεγέθους, αφού έχουν καταγραφεί θηράματα από 1 έως 4 κιλά.[17] Τα αρσενικά μεταφέρουν θηράματα μέσου βάρους 1,5 κιλού, ενώ τα θηλυκά 3,2 κιλών.[39]

  • Οι γαμψώνυχες της άρπυιας μπορεί να έχουν το ίδιο μήκος με εκείνους μιάς αρκούδας, ενώ το πάχος των ταρσών της μπορεί να είναι το ίδιο με εκείνο του πήχη ανθρώπου.[20]

Μερικές φορές, οι άρπυιες παραμονεύουν για το θήραμα από σταθερή θέση πόστου («sit and wait»), στρατηγική συνηθισμένη για τα αρπακτικά που κατοικούν στα δάση. Το πόστο είναι ένα ψηλό σημείο κοντά σε ένα ξέφωτο, ένα ποτάμι ή μία θέση «αναζήτησης άλατος» (salt-lick), όπου πολλά θηλαστικά πάνε και «γλείφουν» πετρώματα επειδή έχουν ανάγκη από μέταλλα και ιχνοστοιχεία.[17] Ωστόσο, η πιο κοινή τεχνική του είδους είναι το κυνήγι με μικρές αερολισθήσεις (glidings), πάνω από ένα συγκεκριμένο χώρο ο οποίος «σαρώνεται», ενώ παρεμβάλλονται σύντομες στάσεις από δέντρο σε δέντρο. Όταν το θήραμα εντοπιστεί, η άρπυια «καταδύεται» και το αρπάζει, ενώ περιστασιακά, μπορεί επίσης να κυνηγάει με διαρκείς πτήσεις μέσα ή και πάνω από το δασικό θόλο. Τέλος οι άρπυιες έχουν επίσης παρατηρηθεί να κυνηγούν «κατά πόδας», ένα στυλ θήρευσης ιδιαίτερα κοινό στους ικτίνους (accipiters). Αυτό περιλαμβάνει καταδίωξη του θηράματος εν πτήσει, με διαδοχικούς ελιγμούς ανάμεσα στα δέντρα που, απαιτεί ταχύτητα και ευκινησία, στοιχεία που οι άρπυιες διαθέτουν σε ιδιαίτερα μεγάλο βαθμό. [17]

Οι άρπυιες είναι μοναχικοί αετοί και ζουν κατά ζεύγη, ενώ κάποιες φορές παρατηρείται επίσης και ένα τρίτο, νεαρό άτομο που, προφανώς είναι το μικρό τους από την τελευταία περίοδο αναπαραγωγής. Είναι μοναχικοί κυνηγοί που χρησιμοποιούν αποκλειστικά την οξεία αίσθηση της όρασης για να εντοπίσουν τη λεία τους, ενώ κυνηγούν μόνο κατά τη διάρκεια της ημέρας.[39][40]

Χρησιμοποιούν διάφορα φωνήματα για να επικοινωνούν μεταξύ τους, πολλά από τα οποία πιστεύεται ότι έχουν να κάνουν με τη διεκδίκηση του ζωτικού τους χώρου.[39][41]

Σε ιδανικά ενδιαιτήματα οι φωλιές των αρπυιών μπορεί να είναι αρκετά κοντά μεταξύ τους, όπως σε ορισμένα μέρη του Παναμά και της Γουιάνας όπου, οι φωλιές με νεοσσούς βρίσκονται 3 χιλιόμετρα μακριά η μία από την άλλη -σχετικά κοντινή απόσταση για πτηνά διεκδίκησης ζωτικού χώρου-, ενώ βρίσκονται σε απόσταση 5 χμ. στη Βενεζουέλα. Στο Περού, η μέση απόσταση μεταξύ των φωλιών ήταν 7,4 χμ. και, η μέση έκταση που καταλαμβάνεται από κάθε αναπαραγόμενο ζευγάρι εκτιμήθηκε σε 4.300 εκτάρια (11.000 στρέμματα), περίπου. Σε λιγότερο ιδανικές περιοχές, όμως, με κατακερματισμένες δασικές εκτάσεις, οι φωλιές εκτιμήθηκαν στα 25 χιλιόμετρα η μία από την άλλη.[12]

Η άρπυια έχει την μακρύτερη σε διάρκεια περίοδο αναπαραγωγής, η έναρξη της οποίας συμπίπτει με την έναρξη των βροχών κατά τον Απρίλιο-Μάιο και επεκτείνεται μέχρι τον Δεκέμβριο ή τον Ιανουάριο του επομένου έτους. Πρακτικά, μπορεί να αναπαραχθεί οποιονδήποτε μήνα του έτους, ωστόσο, οι στατιστικές δείχνουν ότι ένα ζευγάρι αρπυιών συνήθως ανατρέφει μόνο έναν (1) νεοσσό κάθε 2-3 χρόνια.

Η μεγάλη φωλιά είναι κατασκευασμένη από χοντρά κλαδιά, πλεγμένα μεταξύ τους μαζί με μαλακή βλάστηση ή μαλλί από ζώα, η οποία έχει συνήθως 1,2 μέτρα βάθος και 1,5 μέτρο μήκος και, μπορεί να επαναχρησιμοποιηθεί κατά τη διάρκεια αρκετών ετών.[19] Οι φωλιές βρίσκονται ψηλά σε ένα δέντρο, συνήθως στην κύρια διχάλα του, 16 έως 43 μέτρα από το έδαφος, ανάλογα με το ύψος της τοπικής βλάστησης. Ένα από τα ευρέως χρησιμοποιούμενα δένδρα για την κατασκευή της φωλιάς είναι το καπόκ (Ceiba pentandra), ένα από τα ψηλότερα στη Νότια Αμερική. Γι’ αυτό, σε πολλούς ιθαγενείς πολιτισμούς της περιοχής θεωρείται κακή τύχη να κόψουν το δέντρο kapok, με αποτέλεσμα, το γεγονός αυτό να μπορεί να συμβάλλει στην προστασία των βιοτόπων του είδους.[42] Το πουλί χρησιμοποιεί επίσης και άλλα μεγάλα δέντρα για να χτίσει τη φωλιά του, όπως το Bertholletia excelsa[43] ή το Vochysia divergens.[44] Η φωλιά κατασκευάζεται και από τους δύο εταίρους, ενώ κατά τη διάρκεια της κατασκευής, δεν απομακρύνονται ακτινωτά περισσότερο από 180 μέτρα από αυτήν.

Νεαρή άρπυια

Δεν υπάρχει κάποιο γνωστό τελετουργικό ερωτοτροπίας μεταξύ των εταίρων, εκτός από το ότι τρίβουν συχνά τα ράμφη τους, ως μέρος της δήλωσης πίστης μεταξύ τους, ενώ πιθανότατα ζευγαρώνουν εφ’ όρου ζωής. Το θηλυκό γεννά 2, σπανίως 3 αβγά, αλλά μετά την εκκόλαψη του πρώτου, το δεύτερο αυγό αγνοείται από τους γονείς και συνήθως αποτυγχάνει να εκκολαφθεί κι αυτό, εκτός αν το πρώτο αυγό καταστραφεί. Το αυγό επωάζεται για περίπου 56 ημέρες, και ο νεοσσός είναι φωλεόφιλος, χρειάζεται δηλαδή άμεσα την προστασία των γονέων. Εάν εκκολαφθεί και το δεύτερο αυγό, ο νεοσσός επειδή έχει γεννηθεί αργότερα, συνήθως δεν σιτίζεται καλά και πεθαίνει, κάτι που συνηθίζεται στα αρπακτικά πτηνά. Η σίτιση του νεοσσού γίνεται πολύ αραιά, κάθε λίγες ημέρες, γι αυτό και έχει πολύ αργή ανάπτυξη, ενώ όταν γίνει 36 ημερών, μπορεί να σταθεί και να περπατήσει αδέξια. Αποκτά την ικανότητα να πετάξει στην ηλικία των 6 μηνών, αλλά οι γονείς συνεχίζουν να τον σιτίζουν για 6 έως 10 μήνες, ακόμη. Το αρσενικό κυνηγάει και τροφοδοτεί το θηλυκό κατά την επώαση, όπως και τον αετιδέα αργότερα, αλλά μπορεί να συμμετέχει περιστασιακά και στην επώαση, ενώ το θηλυκό κυνηγάει και φέρνει θηράματα στη φωλιά.

Από πρόσφατη καταγραφή νεοσσού στο Μπελίζ, η δίαιτα του νεοσσού περιελάμβανε οπόσουμς (Didelphis marsupialis), κοάτια (Nasua narica) και ουρλιαχτές πιθήκους (Alouatta pigra). Η σεξουαλική ωριμότητα δεν επιτυγχάνεται, παρά μόνον όταν τα πουλιά είναι 4 έως 6 ετών, οπότε αποκτούν και το οριστικό τους πτέρωμα.[17][39][45] Οι ενήλικες μπορούν να γίνουν επιθετικοί προς τους ανθρώπους οι οποίοι διαταράσσουν την περιοχή ωοτοκίας ή φαίνεται να είναι μια απειλή για τους νεοσσούς.[46]

Παρόλο που η άρπυια εξακολουθεί να εμφανίζεται σε αρκετές περιοχές, η κατανομή και οι πληθυσμοί της έχουν ελαττωθεί σημαντικά. Απειλείται κυρίως από την απώλεια των ενδιαιτημάτων της που προκαλείται από την επέκταση της υλοτομίας, της κτηνοτροφίας και των γεωργικών εκτάσεων. Δευτερευόντως , απειλείται από τη λαθροθηρία, επειδή θεωρείται ως απειλή για τα οικόσιτα ζώα ή/και για τον ίδιο τον άνθρωπο, κάτι παντελώς ανυπόστατο, που όμως πιστεύεται λόγω του μεγάλου μεγέθους και του «άγριου» παρουσιαστικού της.[47] Αυτός, άλλωστε είναι και ο κύριος λόγος που αποτελεί ένα «διακαή στόχο» για τους λαθροκυνηγούς, αφού, πέρα από κάποια μεμονωμένα περιστατικά επίθεσης σε κατοικίδια ζώα, δεν έχουν καταγραφεί επιθέσεις στον άνθρωπο.[12] Δυστυχώς, η άρπυια λόγω του χαρακτήρα της αποτελεί σχετικά εύκολο στόχο για τους λαθροκυνηγούς, που την θεωρούν ως απαραίτητο «τρόπαιο» για τη συλλογή τους.[20] Επίσης, απειλείται και από κάποιους «συλλέκτες» που την συλλαμβάνουν παράνομα και την κρατούν αιχμάλωτη ως αξιοπερίεργο (sic) θέαμα.

Κατάσταση πληθυσμού

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αυτές οι απειλές ισχύουν σε όλη τη γεωγραφική κατανομή του είδους, έτσι ώστε σε μεγάλα τμήματά της το πουλί εμφανίζεται μόνο σπάνια. Στη Βραζιλία, έχει εντελώς εξαφανισθεί από το τροπικό δάσος που «βλέπει» στον Ατλαντικό και απαντά μόνο στις πιο απομακρυσμένες περιοχές της κύριας ηπειρωτικής λεκάνης του Αμαζονίου και, μάλιστα, μία βραζιλιάνικη δημοσιογραφική έρευνα που έγινε στα μέσα της δεκαετίας του 1990 έδειξε ότι οι άρπυιες , στο έδαφος της Βραζιλίας, περιορίζονται πλέον μόνον στη βόρεια πλευρά του ισημερινού.[48] Βέβαια, κάποια επιστημονικά δεδομένα του 1990, δείχνουν ότι κάποιοι πληθυσμοί των τροπικών δασών του Ατλαντικού μπορεί να είναι μεταναστευτικοί.[49]

Ενήλικο άτομο σε ζωολογικό κήπο

Μεταγενέστερη έρευνα στη Βραζιλία έδειξε ότι, μετά το 2009 το είδος, έξω από τη μεγάλη Λεκάνη του Αμαζονίου, είναι Άκρως Απειλούμενο (CR) στις περιοχές Εσπίριτο Σάντο, Σάο Πάολο και Παρανά, σε κίνδυνο (EN) στο Ρίο ντε Τζανέιρο και, ίσως εξαφανισμένο (EX) στο Ρίο Γράντε ντο Σουλ και Μίνας Γκεράις. Πάντως, λόγω του απροσίτου των περιοχών, το πραγματικό μέγεθος του συνολικού πληθυσμού του στη Βραζιλία είναι ακόμη άγνωστο.[50][51][52]

  • Σε παγκόσμιο επίπεδο, το είδος θεωρείται Σχεδόν Απειλούμενο (NT) από την IUCN,[1], ενώ απειλείται με εξαφάνιση από τη Σύμβαση CITES (Παράρτημα Ι).

Η οργάνωση ‘’The Peregrine Fund’’ θεωρεί ότι ανήκει στα «εξαρτώμενα από προστασία είδη», που σημαίνει ότι εξαρτάται από σκληρή προσπάθεια για την αναπαραγωγή σε αιχμαλωσία και την απελευθέρωση στη φύση, καθώς και την προστασία των οικοτόπων του, προκειμένου να αποτραπούν περαιτέρω επικίνδυνες καταστάσεις, αλλά προς το παρόν αποδέχεται τη θέση της IUCN. Πάντως, σε τοπικό επίπεδο, τα πράγματα είναι πολύ χειρότερα. Η άρπυια θεωρείται Άκρως Απειλούμενο είδος (CR) στο Μεξικό και την Κεντρική Αμερική, όπου έχει εκλείψει από το μεγαλύτερο τμήμα της πρώην κατανομής της, ενώ θεωρείται ως Σχεδόν Απειλούμενο (NT) ή Τρωτό (VU) στο μεγαλύτερο μέρος της Νότιας Αμερικής. Στο νότιο άκρο της κατανομής της, στην Αργεντινή, βρίσκεται μόνο στα δάση της κοιλάδας Παρανά στην επαρχία Μισιόνες, ενώ έχει εξαφανιστεί από το Ελ Σαλβαδόρ, και μάλλον από την Κόστα Ρίκα.[10][53][54]

Συνολικά, το είδος έχει χάσει 27,6-45,5% των ενδιαιτημάτων του, μέσα σε τρεις γενιές (56 έτη) με βάση ένα μοντέλο της αποψίλωσης των δασών του Αμαζονίου.[55][56] Ωστόσο, οι απώλειες έξω από την Αμαζονία, κρίνεται ότι είναι πιθανό να είναι χαμηλότερες,[57] έτσι ώστε το είδος θα μειωθεί κατά 25-30% σε περισσότερες από τρεις γενιές.

Μέτρα διαχείρισης

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Διάφορες πρωτοβουλίες για την αποκατάσταση του είδους έχουν ξεκινήσει σε διάφορες χώρες: Από το 2002, η οργάνωση The Peregrine Fund ξεκίνησε ένα πρόγραμμα συντήρησης και έρευνας στην επαρχία Νταριέν του Παναμά.[58] Παρόμοιο -αλλά σημαντικά ογκωδέστερο- ερευνητικό έργο διεξάγεται σήμερα στη Βραζιλία, στο Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών Αμαζονίου, μέσω του οποίου 45 γνωστές θέσεις φωλιάσματος παρακολουθούνται από ερευνητές και εθελοντές από τις τοπικές κοινωνίες. Σε ένα νεοσσό έχει τοποθετηθεί ένας ραδιοπομπός, που επιτρέπει να παρακολουθείται για περισσότερο από τρία χρόνια μέσω δορυφόρου της InPe (Εθνικό Ινστιτούτο Διαστημικών Ερευνών της Βραζιλίας).[59] Επίσης, πραγματοποιείται φωτογραφική καταγραφή μιας φωλιάς στον Εθνικό Δρυμό Carajás από τον φωτογράφο της βραζιλιάνικης έκδοσης του περιοδικού National Geographic, João Marcos Rosa.[60]

Πορτρέτο άρπυιας

Στο Μπελίζ «τρέχει» το Πρόγραμμα Αποκατάστασης της Άρπυιας του Μπελίζ, το οποίο ξεκίνησε το 2003 με τη συνεργασία της Sharon Matola, που ίδρυσε και διαυθύνει τον ζωολογικό κήπο του κράτους και της οργάνωσης The Peregrine Fund. Στόχος αυτού του προγράμματος είναι η αποκατάσταση της άρπυιας στο Μπελίζ, διότι ο πληθυσμός του αετού μειώθηκε ως αποτέλεσμα του κατακερματισμού των δασών, του κυνηγιού και της καταστροφής των φωλιών, με αποτέλεσμα σχεδόν να εκλείψει. Έχουν απελευθερωθεί άτομα που είχαν εκτραφεί σε αιχμαλωσία, στην περιοχή Διατήρησης και Διαχείρισης Ρίο Μπράβο, προσεκτικά επιλεγμένη για την ποιότητα των δασικών ενδιαιτημάτων και τη γειτνίαση με τη Γουατεμάλα και το Μεξικό. Μέχρι το Δεκέμβριο του 2009, 15 άρπυιες είχαν απελευθερωθεί και παρακολουθούνται από την οργάνωση ‘’The Peregrine Fund’’ μέσω δορυφορικής τηλεμετρίας.[61] Τελικά, το πρώτο καταγεγραμμένο επίσημο στοιχείο για νεοσσό από τη μικρή αυτή χώρα, ήρθε τον Νοέμβριο του 2010, μία από τις βορειότερες αναφορές για το είδος μετά την εξαφάνισή του από την εκεί επικράτεια.[62]

Τον Ιανουάριο του 2009, ένας νεοσσός από τον -σχεδόν εξαλειφθέντα- πληθυσμό του Παρανά της Βραζιλίας, εκκολάφθηκε σε αιχμαλωσία και διατηρείται στην περιοχή του φράγματος Ιταϊπού, στα σύνορα Βραζιλίας/Παραγουάης. Το Σεπτέμβριο του 2009, ένα ενήλικο θηλυκό, αφού διατηρήθηκε σε αιχμαλωσία για 12 χρόνια σε ιδιωτικό χώρο, εφοδιάστηκε με ραδιοπομπό και απελευθερώθηκε σε φυσικό περιβάλλον στην περιοχή του Εθνικού Πάρκου Πάου, στην Μπαΐα της Βραζιλίας.[63]

Πέρα από αυτά, είναι απαραίτητη η συνεργασία με τις τοπικές κοινωνίες για να αποτραπεί η λαθροθηρία, να διευρυνθεί το δίκτυο προστατευομένων περιοχών, να διευκρινιστούν οι ακριβείς οικολογικές απαιτήσεις του είδους και η ικανότητά του να ανθίσταται στον κατακερματισμό και την αλλοίωση των οικοτόπων του.[1]

Η άρπυια είναι το Εθνικό Πτηνό του Παναμά και απεικονίζεται στο θυρεό του κράτους. Μάλιστα, αρχικά δεν διευκρινιζόταν επίσημα ποιο είδος αετού απεικονιζόταν στο θυρεό, μέχρις ότου με το Νομοθετικό Διάταγμα υπ’ αριθ. 50 του 2006, διευκρινίστηκε ότι το απεικονιζόμενο πτηνό είναι μιά άρπυια.[64]

Τον Ιανουάριο του 2008, κυκλοφόρησε ένα χαρτονόμισμα των 10 μπολιβάρ στη Βενεζουέλα, με τη μορφή της άρπυιας στο πίσω μέρος. Ταυτόχρονα στο site της Κρατικής Τράπεζας της Βενεζουέλας έγινε αναφορά στο πτηνό, ότι είναι το μεγαλύτερο αρπακτικό της χώρας, με εξάπλωση βόρεια του ποταμού Ορινόκο , στις πολιτείες Καραμπόμπο, Αράγουα και Μιράντα ι Ντιστρίτο Καπιτάλ.

i. ^ Κατ’ άλλους ερευνητές ανήκει στην ιδιαίτερη υποοικογένεια Αρπυίνες (Harpiinae), χωρίς όμως αυτό να έχει γίνει ευρέως αποδεκτό.

  1. 1,0 1,1 1,2 1,3 BirdLife International (2013). Harpia harpyja στην Κόκκινη Λίστα Απειλούμενων Ειδών της IUCN. Έκδοση 2013.2. Διεθνής Ένωση Προστασίας της Φύσης (IUCN). Ανακτήθηκε 12 Μαρτίου 2014.
  2. 2,0 2,1 Howard and Moore, p. 98
  3. 3,0 3,1 3,2 Howard and Moore, p. 112
  4. http://www.iucnredlist.org/details/full/22695998/0
  5. 5,0 5,1 Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα, τ. 11, σ. 176
  6. 6,0 6,1 6,2 «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2 Νοεμβρίου 2014. Ανακτήθηκε στις 24 Οκτωβρίου 2013. 
  7. http://www.itis.gov/servlet/SingleRpt/SingleRpt?search_topic=TSN&search_value=557728
  8. Lerner et al
  9. http://noticias.terra.com.br/ciencia/sustentabilidade/gaviao-real-uma-das-maiores-aves-de-rapina-do-mundo,51184c132967b310VgnCLD200000bbcceb0aRCRD.html
  10. 10,0 10,1 Weidensaul
  11. BirdLife International and NatureServe (2013). «Harpia harpyja: Χάρτης γεωγραφικής κατανομής». IUCN. Ανακτήθηκε στις 29 Μαρτίου 2014. 
  12. 12,0 12,1 12,2 12,3 Bierregaard
  13. Parker et al
  14. Sigrist, p. 192
  15. The illustrated atlas of wildlife. University of California Press. 2009. p. 115. ISBN 978-0-520-25785-6.
  16. Ross Piper (2007). Extraordinary Animals: An Encyclopedia of Curious and Unusual Animals. Greenwood Publishing Group. p. 89. ISBN 978-0-313-33922-6
  17. 17,00 17,01 17,02 17,03 17,04 17,05 17,06 17,07 17,08 17,09 17,10 17,11 17,12 17,13 17,14 Ferguson-Lees & Christie
  18. 18,0 18,1 Howell
  19. 19,0 19,1 19,2 http://animaldiversity.ummz.umich.edu/accounts/Harpia_harpyja/
  20. 20,0 20,1 20,2 «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 17 Φεβρουαρίου 2015. Ανακτήθηκε στις 24 Οκτωβρίου 2013. 
  21. http://www.blueplanetbiomes.org/harpy_eagle.htm
  22. Thiollay, J. M. (1994). Harpy Eagle (Harpia harpyja). p. 191 in: del Hoy, J, A. Elliott, & J. Sargatal, eds. (1994). Handbook of the Birds of the World. Vol. 2. New World Vultures to Guineafowl. Lynx Edicions, Barcelona. ISBN 84-87334-15-6
  23. Trinca, C.T., Ferrari, S.F. & Lees, A.C. "Curiosity killed the bird: arbitrary hunting of Harpy Eagles Harpia harpyja on an agricultural frontier in southern Brazilian Amazonia" (PDF). Cotinga. Retrieved 2013-03-28
  24. Smithsonian miscellaneous collections (1862). Archive.org. Retrieved on 2013-03-09
  25. The Encyclopedia of Birds. Infobase Publishing. p. 36. ISBN 978-0-8160-5904-1
  26. Eason
  27. Peres
  28. SANTOS, D. W. (2011). [WA548962, Harpia harpyja (Linnaeus, 1758)]. Wiki Aves - A Enciclopédia das Aves do Brasil. Retrieved August 30, 2013
  29. Touchton et al
  30. Izor
  31. Muñiz-López et al
  32. Aves de Rapina BR | Gavião-Real (Harpia harpyja). Avesderapinabrasil.com. Retrieved on 2012-08-21
  33. Aguiar-Silva
  34. Capybara. akronzoo.org
  35. 35,0 35,1 San Diego Zoo's Animal Bytes: Harpy Eagle. Sandiegozoo.org. Retrieved on 2012-08-21
  36. Durate, J.M.B., Vogliotti, A. & Barbanti, M. (2008). Mazama americana στην Κόκκινη Λίστα Απειλούμενων Ειδών της IUCN. Έκδοση 2013.2. Διεθνής Ένωση Προστασίας της Φύσης (IUCN). Ανακτήθηκε 29 Μαρτίου 2014.
  37. Shaner, K. 2011. "Harpia harpyja" (On-line), Animal Diversity Web. Accessed August 21, 2012
  38. Gavião-real". Brasil 500 Pássaros (in Portuguese). Eletronorte. Retrieved July 6, 2010 (2010-07-06)
  39. 39,0 39,1 39,2 39,3 Rettig
  40. De Carvalho, Jr. & Galetti
  41. Rettig & Hayes
  42. Piper, Ross (2007), Extraordinary Animals: An Encyclopedia of Curious and Unusual Animals, Greenwood Press
  43. Holly Hughes (29 January 2009). Frommer's 500 Places to See Before They Disappear. John Wiley & Sons. p. 178. ISBN 978-0-470-43162-7.
  44. Harpia (gavião-real). Avesderapinabrasil.com. Retrieved on 2012-08-21
  45. Rettig, N., K. Hayes (1995). Remote world of the harpy eagle. National Geographic, 187(2): 40–49
  46. Adam Vaughan (July 6, 2010 (2010-07-06)). "Monkey-eating eagle divebombs BBC filmmaker as he fits nest-cam". guardian.co.uk.
  47. Salanotti
  48. "Senhora dos ares", Globo Rural, ISSN 0102-6178, 11:129, July 1996, pp. 40 and 42
  49. Alluvion of the Lower Schwalm near Borken. Birdlife.org. Retrieved on 2012-08-21.
  50. Where an adult male was observed in August 2005 at the preserve kept by mining corporation Vale do Rio Doce at Linhares: cf. Srbek-Araujo, Ana C.; Chiarello, Adriano G. (2006). "Registro recente de harpia, Harpia harpyja (Linnaeus) (Aves, Accipitridae), na Mata Atlântica da Reserva Natural Vale do Rio Doce, Linhares, Espírito Santo e implicações para a conservação regional da espécie". Revista Brasileira de Zoologia 23 (4): 1264. doi:10.1590/S0101-81752006000400040
  51. Nevertheless, in 2006, an adult female – probably during migration – was seen and photographed at the vicinity of Tapira, in the Minas Gerais cerrado: cf. Adilson Luiz de Oliveira and Robson Silva e Silva Registro de Harpia (Harpia harpyja) no cerrado de Tapira, Minas Gerais, Brasil. Revista Brasileira de Ornitologia 14 (4) 433–434. December 2006
  52. Couto, Clarice. "Viva a Rainha". Globo Rural 25 (288): 65.
  53. The Misiones Green Corridor. Redyaguarete.org.ar. Retrieved on 2012-08-21
  54. For a map of the species historical and current range, see Fig. 1 in Lerner, Heather R. L.; Johnson, Jeff A.; Lindsay, Alec R.; Kiff, Lloyd F.; Mindell, David P. (2009). "It's not too Late for the Harpy Eagle (Harpia harpyja): High Levels of Genetic Diversity and Differentiation Can Fuel Conservation Programs". In Ellegren, Hans. PLoS ONE 4 (10): e7336. doi:10.1371/journal.pone.0007336. PMC 2752114. PMID 19802391
  55. Soares-Filho et al
  56. Bird et al
  57. Α. Lees
  58. Harpy Eagle Harpia harpyja. Globalraptors.org. Retrieved on 2012-08-21
  59. Projecto Gavião-real INPA; Globo Rural, 25:288, page 62
  60. João Marcos Rosa (2011-06-22). Mirada alemã: um olhar crítico sobre ο seu próprio trabalho. abril.com.br
  61. THE BELIZE HARPY EAGLE RESTORATION PROGRAM (BHERP). belizezoo.org
  62. http://www.bioone.org/doi/abs/10.1676/11-156.1
  63. Revista Globo Rural, 24:287, September 2009, 20
  64. Ιταλική Βικιπαίδεια
  • BirdLife International. 2004. Birds in Europe: population estimates, trends and conservation status. BirdLife International, Cambridge, U.K.
  • IUCN Red List: http://www.iucnredlist.org/
  • Aguiar-Silva (2007). «Dieta do gavião-real Harpia harpyja (Aves: Accipitridae) em florestas de terra firme de Parintins, Amazonas, Brasil». Thesis
  • Bell, C. 1998. Returning the Harpy Eagle. ZooNooz 71: 8-13.
  • Bierregaard, R. O. 1994. Neotropical Accipitridae (Hawks and Eagles). In: del Hoyo, J.; Elliott, A.; Sargatal, J. (ed.), Handbook of the birds of the world, pp. 52–205. Lynx Edicions, Barcelona, Spain.
  • Chebez, J. C. 1994. Los que se van: especies argentinas en peligro. Albatros, Buenos Aires.
  • Chebez, J. C. 1995. Acerca de la distribución de la Harpia en Argentina. Nuestras Aves 31: 21-23.
  • J. Ferguson-Lees; David A. Christie (2001). Raptors of the world. Houghton Mifflin Harcourt. pp. 717–19. ISBN 978-0-618-12762-7.
  • Galetti, M.; Martuscelli, P.; Pizo, M. A.; Simão, I. 1997. Records of Harpy and Crested Eagles in the Brazilian Atlantic forest. Bulletin of the British Ornithologists' Club 117: 27-31.
  • Steve N. G. Howell (30 March 1995). A Guide to the Birds of Mexico and Northern Central America. Oxford University Press. ISBN 978-0-19-854012-0.
  • Izor, R. J. (1985). "Sloths and other mammalian prey of the Harpy Eagle". pp. 343–346 in G. G. Montgomery (ed.), The evolution and ecology of armadillos, sloths, and vermilinguas. Smithsonian Institution, Washington, D.C.
  • Lerner, Heather R. L.; Mindell, David P. (2005). "Phylogeny of eagles, Old World vultures, and other Accipitridae based on nuclear and mitochondrial DNA". Molecular Phylogenetics and Evolution 37 (2): 327–346. doi:10.1016/j.ympev.2005.04.010. ISSN 1055-7903. PMID 15925523. Retrieved 31 May 2011
  • Matola, S. 2004. Harpy eagle restoration project. Belize Audubon Society Newsletter 36: 4-5.
  • Malingreau, J. -P.; Tucker, C. J. 1988. Large-scale deforestation in the southeastern Amazon basin of Brazil. Ambio 17: 49-55.
  • Muela, A.; Curti, M. 2005. Harpy Eagle releases in Belize. Peregrine Fund Newsletter 36: 8-9.
  • Muñiz-López, R., O. Criollo, and A. Mendúa. 2007. Results of five years of the "Harpy Eagle (Harpia harpyja) Research Program" in the Ecuadorian tropical forest. pp. 23–32 in K. L Bildstein, D. R. Barber, and A. Zimmerman (eds.), Neotropical raptors. Hawk Mountain Sanctuary, Orwigsburg, PA.
  • Parker, T. A.; Stotz, D. F.; Fitzpatrick, J. W. 1996. Ecological and distributional databases. In: Stotz, D.F.; Fitzpatrick, J.W.; Parker, T.A.; Moskovits, D.K. (ed.), Neotropical bird ecology and conservation, pp. 113–436. University of Chicago Press, Chicago.
  • Rettig, N. (1978). "Breeding behavior of the Harpy Eagle (Harpia harpyja)". Auk 95 (4): 629–643
  • Talia Salanotti, researcher for the Brazilian National Institute of Amazonian Research, cf. Ο Globo, May the 13th. 2009; abridgement available at Maior águia das Américas, gavião-real sofre com destruição das florestas; on the random killing of harpies in frontier regions, see Cristiano Trapé Trinca, Stephen F. Ferrari and Alexander C. Lees Curiosity killed the bird: arbitrary hunting of Harpy Eagles Harpia harpyja on an agricultural frontier in southern Brazilian Amazonia. Cotinga 30 (2008): 12–15
  • Tomas Sigrist, Ornitologia Brasileira. Vinhedo: Avis Brasilis, 2013, ISBN 978-85-60120-25-3
  • Thiollay, J. -M. 1985. Birds of prey in French Guiana - a preliminary survey. Bulletin of the World Working Group on Birds of Prey 2: 11-5.
  • Touchton, Janeene M.; Yu-Cheng Hsu; Palleroni, Alberto (2002). "Foraging ecology of reintroduced captive-bred subadult harpy eagles (Harpia harpiya) on Barro Colorado Island, Panama". Ornitologia Neotropical (The Neotropical Ornithological Society) 13.
  • Vargas, J. deJ.; Whitacre, D.; Mosquera, R.; Albuquerque, J.; Piana, R.; Thiollay, J.-M.; Márquez, C.; Sánchez, J.E.; Lezama-López, M.; Midence, S.; Matola, S.; Aguilar, S.; Rettig, N.; Sanaiotti, T. 2006. Status and current distribution of the Harpy Eagle (Harpia harpyja) in Central and South America. Ornitologia Neotropical 17: 39-55
  • Weidensaul, Scott (2004). The Raptor Almanac: A Comprehensive Guide to Eagles, Hawks, Falcons, and Vultures. New York, New York: Lyons Press. pp. 280–81. ISBN 1-58574-170-1.
  • «Το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλουμένων Σπονδυλοζώων της Ελλάδας» (RDB), Αθήνα 1992
  • Bertel Bruun, Birds of Britain and Europe, Hamlyn 1980.
  • Bob Scott and Don Forrest, The Birdwatcher’s Key, Frederick Warne & Co, 1979
  • Christopher Perrins, Birds of Britain and Europe, Collins 1987.
  • Colin Harrison & Alan Greensmith, Birds of the World, Eyewitness Handbooks, London 1993
  • Colin Harrison, Nests, Eggs and Nestlings Of British and European Birds, Collins, 1988.
  • Dennis Avon and Tony Tilford, Birds of Britain and Europe, a Guide in Photographs, Blandford 1989
  • Detlef Singer, Field Guide to Birds of Britain and Northern Europe, The Crowood Press, Swindon 1988
  • Enticott Jim and David Tipling: Photographic Handbook of the Seabirds of the World, New Holland, 1998
  • Gray, Mary Taylor The Guide to Colorado Birds, Westcliffe Publishers, 1998
  • Handrinos & Akriotis, The Birds of Greece, Helm 1997
  • Hermann Heinzel, RSR Fitter & John Parslow, Birds of Britain and Europe with North Africa and Middle East, Collins, 1995
  • Howard and Moore, Checklist of the Birds of the World, 2003.
  • Jim Flegg, Field Guide to the Birds of Britain and Europe, New Holland, London 1990
  • Jobling, J. 1991. A dictionary of scientific bird names. University Press, Oxford.
  • Killian Mullarney, Lars Svensson, Dan Zetterström, Peter J. Grant, Τα Πουλιά της Ελλάδας Της Κύπρου και της Ευρώπης, ΕΟΕ, 2007
  • Killian Mullarney, Lars Svensson, Dan Zetterström, Peter J. Grant, Τα Πουλιά της Ελλάδας Της Κύπρου και της Ευρώπης, Collins
  • Linnaeus, Carolus (1758). Systema naturae per regna tria naturae, secundum classes, ordines, genera, species, cum characteribus, differentiis, synonymis, locis. Tomus I. Editio decima, reformata (in Latin). Holmiae (Laurentii Salvii).
  • Peter Colston and Philip Burton, Waders of Britain and Europe, Hodder & Stoughton, 1988
  • R. Grimmett, C. Inskipp, T. Inskipp, Birds of Nepal, Helm 2000
  • Rob Hume, RSPB Complete Birds of Britain and Europe DK, 2002
  • Valpy, Francis Edward Jackson, An Etymological Dictionary of the Latin Language
  • Βασίλη Κλεισούρα, Εργοφυσιολογία, εκδ. Συμμετρία, Αθήνα 1990
  • Γεωργίου Δ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Αθήνα 2002
  • Χανδρινός Γ. και Δημητρόπουλος Α.: Τα Αρπακτικά Πουλιά της Ελλάδας, εκδ. Ευσταθιάδης, Αθήνα, 1982
  • Γιώργος Σφήκας, Πουλιά και Θηλαστικά της Κρήτης, Ευσταθιάδης, 1989
  • Γιώργος Σφήκας, Πουλιά και Θηλαστικά της Κύπρου, Ευσταθιάδης, 1991
  • Ιωάννη Όντρια (I), Πανίδα της Ελλάδας, τόμος Πτηνά.
  • Ιωάννη Όντρια (II), Συστηματική Ζωολογία, τεύχος 3.
  • Ιωάννου Χατζημηνά, Επίτομος Φυσιολογία, εκδ. Γρ. Παρισιάνου, Αθήνα 1979
  • Ντίνου Απαλοδήμου, Λεξικό των ονομάτων των πουλιών της Ελλάδας, 1988.
  • Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα, εκδ. 1996 (ΠΛΜ)
  • Πάπυρος Λαρούς, εκδ. 1963 (ΠΛ)
  • Σημαντικές Περιοχές για τα Πουλιά της Ελλάδας (ΣΠΕΕ), ΕΟΕ 1994
  • Χανδρινός Γιώργος (Ι), «Το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλουμένων Σπονδυλοζώων της Ελλάδας»