Μετάβαση στο περιεχόμενο

Άυν Ραντ

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Αϊν Ραντ
Γενικές πληροφορίες
Όνομα στη
μητρική γλώσσα
Ayn Rand (Αγγλικά)
Γέννηση2  Φεβρουαρίου 1905[1][2][3]
Αγία Πετρούπολη[4][5]
Θάνατος6  Μαρτίου 1982[1][2][3]
Μανχάταν[6]
Αιτία θανάτουκαρδιακή ανεπάρκεια
Συνθήκες θανάτουφυσικά αίτια
Τόπος ταφήςKensico Cemetery[6]
ΕθνικότηταΕβραίοι[7]
ΨευδώνυμοAyn Rand
Χώρα πολιτογράφησηςΡωσική Αυτοκρατορία (έως 1917)
Ένωση Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών (1917–1931)
Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής (από 1931)[8][9]
Ρωσική Δημοκρατία
Σοβιετική Ρωσία
Ρωσική Σοβιετική Ομοσπονδιακή Σοσιαλιστική Δημοκρατία
άπατρις
Θρησκείααθεϊσμός
Εκπαίδευση και γλώσσες
Μητρική γλώσσαΡωσικά
Ομιλούμενες γλώσσεςΡωσικά
Αγγλικά[10][11]
ΣπουδέςΚρατικό Πανεπιστήμιο Αγίας Πετρούπολης
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταθεατρική συγγραφέας
φιλόσοφος[12]
μυθιστοριογράφος
σεναριογράφος
κριτικός λογοτεχνίας
δοκιμιογράφος
δημοσιογράφος
συγγραφέας έργων επιστημονικής φαντασίας
συγγραφέας[13]
ΕργοδότηςΚρατικό Πανεπιστήμιο Αγίας Πετρούπολης
Αξιοσημείωτο έργοAtlas Shrugged
The Fountainhead
We the Living
Anthem
The Virtue of Selfishness
Επηρεάστηκε απόΑριστοτέλης
Λούντβιχ φον Μίζες
Καρλ Μένγκερ
Ιζαμπέλ Πάτερσον[14]
Θωμάς Ακινάτης
Άλμπερτ Τζέι Νοκ[15]
Φιόντορ Ντοστογιέφσκι[16]
Βίκτωρ Ουγκώ[16]
Εντμόν Ροστάν[16]
Φρίντριχ Σίλερ[16]
ρωσικός συμβολισμός[16]
Rose Wilder Lane
Περίοδος ακμής1926
Οικογένεια
ΣύζυγοςΦρανκ Ο' Κόνορ (1929–1979)
Αξιώματα και βραβεύσεις
ΒραβεύσειςΒραβείο Προμηθέας - Hall of Fame (1987)
Βραβείο Προμηθέας - Hall of Fame (1983)
Ιστότοπος
aynrand.org
Υπογραφή
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Η Άλις Ο Κόνορ γεννημένη ως Αλίσα Ζινόβιεβνα Ρόζενμπάουμ (2 Φεβρουαρίου/ 20 Ιανουαρίου, 1905 – 6 Μαρτίου 1982), περισσότερο γνωστή με το ψευδώνυμο Αϊν Ραντ[17][18][19][20][21], ήταν ρωσικής καταγωγής Αμερικανίδα συγγραφέας και φιλόσοφος. Το 1957 εκδόθηκε το πιο γνωστό της έργο, το μυθιστόρημα Ο Άτλας Επαναστάτησε. Στη συνέχεια, σταμάτησε να γράφει λογοτεχνικά βιβλία για να προωθήσει τη φιλοσοφία της, εκδίδοντας, μέχρι τον θάνατό της το 1982, δικά της περιοδικά και αρκετές συλλογές δοκιμίων. Υπερασπιζόταν τη λογική ως μέσο απόκτησης γνώσης και απέρριπτε την πίστη και τη θρησκεία. Υποστήριζε τον λογικό και ηθικό εγωισμό και απέρριπτε τον ηθικό αλτρουισμό. Στην πολιτική, καταδίκαζε την έναρξη βίας ως ανήθικη[22] και ήταν αντίθετη στον κολεκτιβισμό, τον κρατισμό και τον αναρχισμό, υποστηρίζοντας τη μιναρχία (ελάχιστο κράτος) και τον καπιταλισμό της ελεύθερης αγοράς, που πίστευε ότι ήταν το μοναδικό κοινωνικό σύστημα που προστατεύει τα ατομικά δικαιώματα. Στην τέχνη, η Ραντ προωθούσε τον ρομαντικό ρεαλισμό. Ήταν ιδιαίτερα κριτική απέναντι στους περισσότερους φιλοσόφους και τις φιλοσοφικές παραδόσεις, με εξαίρεση τους Αριστοτελιστές και τους κλασικούς φιλελεύθερους[23]. Τα μυθιστορήματα της Ραντ έλαβαν ανάμικτες κριτικές[24] και η ακαδημαϊκή κοινότητα γενικά αγνόησε ή απέρριψε τη φιλοσοφία της. Το κίνημα του Αντικειμενισμού προσπαθεί να προωθήσει τις ιδέες της στον ακαδημαϊκό και δημόσιο χώρο[25]. Έχει σημαντική επιρροή στους ελευθεριακούς (libertarians) και τους Αμερικάνους συντηρητικούς[26].

Η Ραντ γεννήθηκε με το όνομα Αλίσα Ζηνόβιεβνα Ρόζενμπαουμ στις 2 Φεβρουαρίου 1905, σε μια αστική[27] Εβραϊκή ρωσική οικογένεια που ζούσε στην Αγία Πετρούπολη. Ήταν η μεγαλύτερη από τις τρεις κόρες του Ζηνόβι Ζαχάροβιτς Ρόσενμπαουμ και της συζύγου του, Άννα Μπορίσοβνα (το γένος Κάπλαν), ουσιαστικά μη θρήσκων Εβραίων. Ο Ζηνόβι Ζαχάροβιτς ήταν ένας επιτυχημένος φαρμακοποιός και επιχειρηματίας, που τελικά απέκτησε το δικό του φαρμακείο και το κτίριο στο οποίο στεγαζόταν[28]. Έχοντας πάθος για τις τέχνες, η Ραντ έβρισκε το σχολείο βαρετό και άρχισε να γράφει θεατρικά έργα σε ηλικία οχτώ και νουβέλες σε ηλικία δέκα ετών[29]. Ήταν δώδεκα ετών την εποχή της Επανάστασης του Φεβρουαρίου του 1917, κατά τη διάρκεια της οποίας υποστήριζε τον Αλέξανδρο Κερένσκι απέναντι στον Τσάρο Νικόλαο Β΄.

Η επακόλουθη Οκτωβριανή Επανάσταση και η εξουσία των Μπολσεβίκων υπό τον Λένιν διατάραξε την άνετη ζωή της οικογένειας. Η επιχείρηση του πατέρα της κατασχέθηκε και η οικογένεια εκτοπίστηκε. Κατέφυγαν στην περιοχή της Κριμαίας στην Ουκρανία, η οποία κατά τη διάρκεια του Ρωσικού Εμφυλίου βρισκόταν υπό τον έλεγχο του Λευκού Στρατού. Όπως έλεγε αργότερα, όταν ήταν στο γυμνάσιο κατάλαβε ότι ήταν άθεη και ότι εκτιμούσε τη λογική περισσότερο από κάθε άλλη αρετή. Αφού αποφοίτησε από το γυμνάσιο της Κριμαίας σε ηλικία 16 ετών, η Ραντ επέστρεψε με την οικογένειά της στο Πέτρογκραντ (όπως είχε μετονομαστεί η Αγία Πετρούπολη), όπου αντιμετώπισαν συνθήκες εξαθλίωσης, φτάνοντας σε ορισμένες περιπτώσεις τα όρια της λιμοκτονίας[30][31].

The Twelve Collegia of what was then Petrograd State University
Η Ραντ ολοκλήρωσε τριετή φοίτηση στο Πανεπιστήμιο του Πέτρογκραντ.

Μετά τη Ρωσική Επανάσταση, τα πανεπιστήμια άνοιξαν για τις γυναίκες, επιτρέποντας στη Ραντ να είναι μια από τις πρώτες γυναίκες που γράφτηκαν στο Πανεπιστήμιο του Πέτρογκραντ, όπου φοίτησε στο τμήμα κοινωνικής παιδαγωγικής με ειδίκευση στην ιστορία[32]. Στο πανεπιστήμιο ήρθε σε επαφή με τα κείμενα του Αριστοτέλη και του Πλάτωνα, που αποτέλεσαν τη βασική επιρροή και αντί-επιρροή, αντίστοιχα[33]. Μελέτησε επίσης εκτενώς τα φιλοσοφικά κείμενα του Φρίντριχ Νίτσε[34]. Γνωρίζοντας να διαβάζει γαλλικά, γερμανικά και ρωσικά, η Ραντ ανακάλυψε συγγραφείς όπως ο Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, Βίκτωρ Ουγκό, Εντμόν Ροστάν και Φρίντριχ Σίλερ, που έγιναν οι αιώνιοι αγαπημένοι της[35].

Μαζί με πολλούς άλλους «αστούς» φοιτητές, η Ραντ διώχθηκε από το πανεπιστήμιο λίγο πριν αποφοιτήσει. Παρόλα αυτά, μετά από τις διαμαρτυρίες μιας ομάδας ξένων φοιτητών, επιτράπηκε σε πολλούς από τους διωχθέντες φοιτητές να ολοκληρώσουν τις σπουδές τους και να αποφοιτήσουν[36], πράγμα που έκανε τον Οκτώβριο του 1924. Στη συνέχεια σπούδασε για ένα έτος στο State Technicum for Screen Arts στο Λένινγκραντ. Στο πλαίσιο μιας από τις εργασίες της, έγραψε μια έκθεση για την Πολωνή ηθοποιό Πόλα Νέγκρι (Pola Negri), που έγινε η πρώτη της δημοσίευση[37].

Ήδη από εκείνη την εποχή είχε αποφασίσει ότι το επαγγελματικό της ψευδώνυμο ως συγγραφέας, θα ήταν Ραντ[38], πιθανώς ως μια κυριλλική συντομογραφία του μικρού της ονόματος[39], και υιοθέτησε το μικρό όνομα ‘Αυν, είτε από ένα φινλανδικό όνομα είτε από την εβραϊκή λέξη עין (ayin, που σημαίνει «μάτι»)[40].

Άφιξη στην Αμερική

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Εξώφυλλο του πρώτου δημοσιευμένου έργου της Άυν Ραντ, μια μονογραφία 2.500 λέξεων για τη femme fatale Πόλα Νέγκρι, που εκδόθηκε το 1925.[37]

Το φθινόπωρο του 1925, η Ραντ πήρε βίζα να επισκεφτεί Αμερικανούς συγγενείς της. Αναχώρησε στις 17 Ιανουαρίου 1926[41]. Όταν έφτασε στη Νέα Υόρκη στις 19 Φεβρουαρίου 1926, εντυπωσιάστηκε τόσο πολύ από τη γραμμή του ορίζοντα του Μανχάταν που, όπως είπε αργότερα, έκλαψε με «μεγαλειώδη δάκρυα»[42]. Σκοπεύοντας να παραμείνει στις Ηνωμένες Πολιτείες και να γίνει σεναριογράφος, έζησε για λίγους μήνες με συγγενείς της στο Σικάγο, ένας εκ των οποίων ήταν ιδιοκτήτης κινηματογράφου και της επέτρεψε να δει δωρεάν δεκάδες ταινίες. Από εκεί, ξεκίνησε για το Χόλυγουντ[43].

Αρχικά η Ραντ αντιμετώπισε δυσκολίες στο Χόλυγουντ και έκανε διάφορες δουλειές για να πληρώσει τα βασικά έξοδα διαβίωσης. Μια τυχαία συνάντηση με τον διάσημο σκηνοθέτη Σέσιλ Ντε Μιλ οδήγησε σε μια δουλειά κομπάρσου στο έργο The King of Kings και αργότερα βοηθού σεναριογράφου[44]. Όταν εργαζόταν στο The King of Kings συνάντησε έναν ανερχόμενο νέο ηθοποιό, τον Φρανκ ο' Κόνορ και οι δυο τους παντρεύτηκαν στις 15 Απριλίου 1929. Η Ραντ έγινε Αμερικανίδα πολίτης το 1931. Τη δεκαετία του 1930 έκανε διάφορες δουλειές ώστε να καταφέρει να συνεχίσει να γράφει και για ένα διάστημα εργάστηκε στο τμήμα ενδυμάτων των RKO Studios[45]. Προσπάθησε επανειλημμένα να φέρει τους γονείς και τις αδελφές της στις Ηνωμένες Πολιτείες, αλλά δεν κατάφεραν να πάρουν άδεια μετανάστευσης[46].

Πρώιμα μυθιστορήματα

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η πρώτη συγγραφική επιτυχία της Ραντ ήρθε με την πώληση του σεναρίου Red Pawn στα Universal Studios το 1932, αν και δεν έγινε παραγωγή[47]. Ακολούθησε το θεατρικό δράμα «Η Νύχτα της 16ης Ιανουαρίου» (Night of January 16th), που ανέβασε ο παραγωγός E.E. Clive στο Χόλυγουντ το 1934 και στο Μπρόντγουεϊ το 1935. Κάθε βράδυ επιλέγονταν κάποιοι από τους θεατές ως «ένορκοι» και με βάση την απόφαση των ενόρκων το έργο ολοκληρωνόταν με έναν από τους δύο εναλλακτικούς τρόπους[48]. Το 1941 η Paramount Pictures γύρισε μια ταινία που βασίστηκε σε μικρό βαθμό στο θεατρικό έργο. Η Ραντ δεν συμμετείχε στην παραγωγή και ήταν ιδιαίτερα επικριτική για το αποτέλεσμα[49].

Το πρώτο μυθιστόρημα της Ραντ, το εν μέρει αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα «Εμείς οι ζωντανοί» (We the Living), εκδόθηκε το 1936. Είχε ως θέμα την πάλη μεταξύ του ατόμου και του κράτους στη Σοβιετική Ρωσία. Σε έναν πρόλογο το 1959, η Ραντ έγραψε ότι το «Εμείς οι ζωντανοί» «είναι ό,τι κοντινότερο σε αυτοβιογραφία θα γράψω ποτέ. Δεν είναι μια αυτοβιογραφία με την κυριολεκτική έννοια, αλλά μόνο με τη φιλοσοφική έννοια του όρου. Η πλοκή είναι φανταστική, το περιβάλλον όχι...»[50]. Αρχικά οι πωλήσεις ήταν χαμηλές και ο Αμερικάνος εκδότης δεν το ανατύπωσε[51], αν και οι Ευρωπαϊκές εκδόσεις εξακολούθησαν να πουλούν[52]. Μετά την επιτυχία των επόμενων μυθιστορημάτων της, η Ραντ κατάφερε να εκδώσει μια αναθεωρημένη έκδοση το 1959, η οποία έχει πουλήσει πάνω από τρία εκατομμύρια αντίτυπα[53]. Χωρίς να το γνωρίζει ή να το εγκρίνει η Ραντ, το μυθιστόρημα γυρίστηκε σε δύο ιταλικές ταινίες το Noi vivi και Addio, Kira το 1942. Όταν ανακαλύφθηκαν ξανά τη δεκαετία του 1960, αυτές οι ταινίες επανακυκλοφόρησαν με την έγκριση της Ραντ σε μια νέα έκδοση με τίτλο We the Living το 1986[54].

Η νουβέλα της «Ύμνος» (Anthem[55]) γράφτηκε κατά τη διάρκεια ενός διαλείμματος της συγγραφής ενός εκ των σημαντικότερων μυθιστορημάτων της, του «Κοντά στον ουρανό» (The Fountainhead). Απεικονίζει το όραμα ενός δυστοπικού μέλλοντος στο οποίο ο απολυταρχικός κολεκτιβισμός έχει θριαμβεύσει σε τέτοιο βαθμό που η λέξη «εγώ» έχει αρχικά απαγορευτεί και στη συνέχεια ξεχαστεί και έχει αντικατασταθεί από το «εμείς»[56]. Εκδόθηκε στην Αγγλία το 1938, αλλά η Ραντ αρχικά δεν μπορούσε να βρει Αμερικανό εκδότη. Όπως και με το We the Living, η επιτυχία της Ραντ της επέτρεψε αργότερα να εκδώσει μια αναθεωρημένη έκδοση το 1946, η οποία έχει πουλήσει πάνω από 3,5 εκατομμύρια αντίτυπα[57].

Το «Κοντά στον Ουρανό» και πολιτικός ακτιβισμός

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κατά τη δεκαετία του 1940, η Ραντ αναμίχθηκε στην πολιτική. Τόσο αυτή όσο και ο άνδρας της εργάστηκαν εθελοντικά με πλήρη απασχόληση στην προεδρική προεκλογική εκστρατεία του Ρεπουμπλικάνου Wendell Willkie. Τότε η Ραντ έδωσε για πρώτη φορά δημόσιες ομιλίες, απαντώντας στις συχνά εχθρικές ερωτήσεις του ακροατηρίου στη Νέα Υόρκη που είχε μόλις δει την ενημερωτική ταινία της προεκλογικής εκστρατείας του Willkie, μια εμπειρία που απολάμβανε ιδιαίτερα[58]. Αυτή η δραστηριότητα την έφερε σε επαφή με άλλους διανοούμενους που υποστήριζαν τον καπιταλισμό της ελεύθερης αγοράς. Έγινε φίλη με τον δημοσιογράφο Χένρυ Χάζλιτ και τη γυναίκα του, και ο Χάζλιτ τη γνώρισε στον οικονομολόγο της Αυστριακής Σχολής Λούντβιχ φον Μίζες. Παρά τις φιλοσοφικές τους διαφορές, η Ραντ υποστήριζε όσα έγραφαν και οι δύο τους σε όλη τη διάρκεια της καριέρας της και οι δύο τους εξέφραζαν τον θαυμασμό τους γι’ αυτή. Κάποτε ο Μίζες αναφέρθηκε στη Ραντ ως τον «πιο θαρραλέο άνδρα στην Αμερική», μια φιλοφρόνηση που την ευχαρίστησε ιδιαίτερα διότι την αποκάλεσε «άνδρα» και όχι «γυναίκα»[59]. Η Ραντ ανέπτυξε επίσης φιλία με την ελευθεριακή συγγραφέα Isabel Paterson. Η Ραντ έκανε ερωτήσεις στην καλά πληροφορημένη για την Αμερικανική ιστορία και πολιτική Paterson μέχρι αργά το βράδυ στις πολλές συναντήσεις τους και έδωσε ιδέες στην Paterson για το μοναδικό μη λογοτεχνικό βιβλίο της, το The God of the Machine[60].

Η πρώτη μεγάλη επιτυχία της Ραντ ήρθε με το «Κοντά στον Ουρανό» το 1943, ένα ρομαντικό και φιλοσοφικό μυθιστόρημα που έγραψε σε διάρκεια εφτά ετών[61]. Ο πρωταγωνιστής του είναι ο Howard Roark, ένας ασυμβίβαστος νέος αρχιτέκτονας που αγωνίζεται ενάντια σε αυτούς που η Ραντ περιγράφει ως «παράσιτα» - αυτούς που προσπαθούν να ζήσουν μέσω των άλλων, βάζοντας τους άλλους πάνω από τον εαυτό τους. Απορρίφθηκε από δώδεκα εκδότες μέχρι τελικά να επιλεγεί από τη Bobbs-Merrill Company μετά από την επιμονή του εκδότη Archibald Ogden που απείλησε να παραιτηθεί αν δεν εκδιδόταν[62]. Την περίοδο που η Ραντ ολοκλήρωνε το μυθιστόρημα είχε κουραστεί τόσο πολύ που ο γιατρός τής συνταγογράφησε αμφεταμίνες Benzedrine[63]. Το φάρμακο τη βοήθησε να εργαστεί ατέλειωτες ώρες για να προλάβει την προθεσμία ολοκλήρωσης του μυθιστορήματος, αλλά όταν το βιβλίο ολοκληρώθηκε είχε εξαντληθεί τόσο πολύ που ο γιατρός τής επέβαλε δύο εβδομάδες ξεκούραση[64]. Η συνεχής χρήση του φαρμάκου για σχεδόν τρεις δεκαετίες ίσως συνέβαλε σε αυτό που κάποιοι από τους τελευταίους συνεργάτες της περιέγραφαν ως απρόβλεπτες εναλλαγές διάθεσης[65].

Το «Κοντά στον Ουρανό» έγινε τελικά παγκόσμια επιτυχία, προσφέροντας στη Ραντ φήμη και οικονομική ασφάλεια[66]. Το 1943 πούλησε τα δικαιώματα για την κινηματογραφική έκδοση στη Warner Bros και επέστρεψε στο Χόλυγουντ για να γράψει το σενάριο. Όταν ολοκλήρωσε το σενάριο, προσελήφθηκε από τον παραγωγό Hal Wallis ως σεναριογράφος και επιμελητής. Στα έργα της για τον Wallis περιλαμβάνονται και τα υποψήφια για Όσκαρ Love Letters και You Came Along[67]. Αυτός ο ρόλος έδωσε στη Ραντ τον χρόνο για άλλα project, μεταξύ των οποίων και η μη λογοτεχνική παρουσίαση της φιλοσοφίας της με τίτλο «Η ηθική βάση του Ατομικισμού» (The Moral Basis of Individualism). Παρόλο που το βιβλίο δεν ολοκληρώθηκε, μια σύντομη έκδοση δημοσιεύτηκε ως πραγματεία με τίτλο «Το μόνο μονοπάτι για το αύριο» (The Only Path to Tomorrow), στην έκδοση του Ιανουαρίου του 1944 του περιοδικού Reader's Digest[68].

Κατά το διάστημα που εργαζόταν στο Χόλυγουντ, η Ραντ ανέπτυξε δράση υπέρ του καπιταλισμού της ελεύθερης αγοράς και κατά του κομμουνισμού. Συμμετείχε στην αντικομμουνιστική ομάδα Motion Picture Alliance for the Preservation of American Ideals και έγραψε άρθρα εκ μέρους της. Έγινε επίσης μέλος του αντικομμουνιστικού American Writers Association[69]. Η επίσκεψη της Isabel Paterson για να συναντήσει του συνεργάτες της Ραντ στην Καλιφόρνια οδήγησε στη διακοπή των σχέσεών τους όταν η Paterson έκανε σχόλια που η Ραντ θεώρησε προσβλητικά για τους πολύτιμους πολιτικούς της συμμάχους[70]. Το 1947, κατά τη διάρκεια του Μακαρθισμού, η Ραντ κατέθεσε ως «φιλικός μάρτυρας» στο United States House Un-American Activities Committee. Η κατάθεσή της περιέγραψε τη διαφορά ανάμεσα στην προσωπική της εμπειρία στη Σοβιετική Ένωση και την απεικόνισή της στην ταινία του 1944 Song of Russia[71]. Η Ραντ υποστήριξε ότι η ταινία διαστρέβλωνε κατάφωρα τις συνθήκες που επικρατούσαν στη Σοβιετική Ένωση, που απεικόνιζαν τη ζωή εκεί πολύ ωραιότερη και πιο ευτυχισμένη απ’ ό,τι πραγματικά ήταν[72]. Ήθελε επίσης να επικρίνει την επιτυχημένη ταινία του 1946 The Best Years of Our Lives γι’ αυτό που θεωρούσε ως αρνητική παρουσίαση του επιχειρηματικού κόσμου, αλλά δεν της επιτράπηκε να καταθέσει[73]. Όταν μετά τις ακροάσεις ρωτήθηκε για την άποψή της για της αποτελεσματικότητα των ερευνών, η Ραντ περιέγραψε τη διαδικασία ως «μάταιη»[74].

Μετά από πολλές καθυστερήσεις, η κινηματογραφική έκδοση του «Κοντά στον Ουρανό» κυκλοφόρησε το 1949. Αν και βασίστηκε στο σενάριο της Ραντ με ελάχιστες αλλαγές, «δεν της άρεσε η ταινία από την αρχή ως το τέλος» έχοντας παράπονα για το μοντάζ, την ηθοποιία και άλλα στοιχεία[75].

«Ο Άτλας Επαναστάτησε» και Αντικειμενισμός

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα χρόνια που ακολούθησαν την έκδοση του «Κοντά στον Ουρανό», η Ραντ έλαβε πολλά γράμματα από αναγνώστες, ορισμένους από τους οποίους επηρέασε βαθύτατα. Το 1951, η Ραντ μετακόμισε από το Λος Άντζελες στη Νέα Υόρκη, όπου συγκέντρωσε γύρω της μια ομάδα τέτοιων θαυμαστών. Αυτή η ομάδα (την οποία αποκαλούσαν χαριτολογώντας «Η Κολλεκτίβα») περιλάμβανε τον μελλοντικό Πρόεδρο της Federal Reserve Alan Greenspan, τοn νέο φοιτητή ψυχολογίας Nathan Blumenthal (αργότερα Nathaniel Branden) και τη γυναίκα του Barbara και τον ξάδερφο της Barbara Leonard Peikoff. Αρχικά η ομάδα ήταν μια άτυπη συνάντηση φίλων που συναντιούνταν τα Σαββατοκύριακα στο διαμέρισμα της Ραντ και συζητούσαν για τη φιλοσοφία. Αργότερα άρχισε να τους αφήνει να διαβάζουν τα προσχέδια του νέου τους μυθιστορήματος «Ο Άτλας Επαναστάτησε», καθώς έγραφε το βιβλίο. Το 1954 η κοντινή σχέση της Ραντ με τοn νεαρό Nathaniel Branden οδήγησε σε μια ρομαντική σχέση, με τη συγκατάθεση των συζύγων τους[76].

Το «Ο Άτλας Επαναστάτησε» που εκδόθηκε το 1957, θεωρείται το magnum opus της Ραντ[77]. Η ίδια περιέγραψε το θέμα του μυθιστορήματος ως «ο ρόλος του μυαλού στην ανθρώπινη ύπαρξη – και, ως φυσική συνέπεια, την παρουσίαση μιας νέας ηθικής φιλοσοφίας: της ηθικής της ορθολογικής ιδιοτέλειας»[78]. Προάγει τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά του Αντικειμενισμού, της φιλοσοφίας της Ραντ, και εκφράζει την αντίληψή της για τα ανθρώπινα επιτεύγματα. Η ιστορία εξελίσσεται σε μια δυστοπική Αμερική όπου οι πιο δημιουργικοί βιομήχανοι, επιστήμονες και καλλιτέχνες κάνουν απεργία εναντία σε μια καταπιεστική κυβέρνηση που είναι μια καρικατούρα κομμουνισμού και αποσύρονται σε ένα ορεινό κρησφύγετο όπου χτίζουν μια ανεξάρτητη ελεύθερη οικονομία. Ο John Galt, ήρωας του μυθιστορήματος και ηγέτης της απεργίας, περιγράφει την απεργία ως «σβήσιμο της μηχανής του κόσμου» αποσύροντας τα μυαλά των ατόμων που συμβάλουν περισσότερο στον πλούτο και τα επιτεύγματα του έθνους. Με αυτή τη φανταστική απεργία, η Ραντ ήθελε να δείξει ότι χωρίς τις προσπάθειες των ορθολογιστών και των παραγωγικών, η οικονομία και η κοινωνία θα κατέρρεαν. Το μυθιστόρημα έχει χαρακτηριστικά ρομαντισμού[79][80], μυστηρίου και επιστημονικής φαντασίας[81] και περιλαμβάνει την πιο εκτενή υπεράσπιση του Αντικειμενισμού στα λογοτεχνικά κείμενα της Ραντ, υπό τη μορφή ενός μονολόγου του Galt.

Παρά τις πολλές αρνητικές κριτικές, το «Ο Άτλας Επαναστάτησε» έγινε παγκόσμιο bestseller και η Ραντ δήλωσε σε μια συνέντευξή της στον Mike Wallace ότι ήταν «η πιο δημιουργική εν ζωή στοχαστής»[82]. Μετά την ολοκλήρωση του μυθιστορήματος, η Ραντ έπεσε σε βαθιά κατάθλιψη[83]. Το «Ο Άτλας Επαναστάτησε» ήταν το τελευταίο μυθιστόρημα που ολοκλήρωσε η Ραντ, ένα σημείο καμπής στη ζωή της που αποτέλεσε το τέλος της λογοτεχνικής της καριέρας και την απαρχή του ρόλου της ως λαϊκής φιλοσόφου[84].

Το 1958 ο Nathaniel Branden ίδρυσε τα Nathaniel Branden Lectures, που αργότερα εξελίχθηκαν στο Nathaniel Branden Institute (NBI), με στόχο την προώθηση της φιλοσοφίας της Ραντ. Μέλη της ένωσης έδιναν διαλέξεις για το NBI και έγραφαν άρθρα για τα περιοδικά του Αντικειμενισμού που εξέδιδε η Ραντ. Αργότερα η Ραντ εξέδωσε κάποια από αυτά τα άρθρα υπό μορφή βιβλίου. Ορισμένοι επικριτές, συμπεριλαμβανομένων πρώην σπουδαστών του NBI και του ίδιου του Branden, περιέγραψαν την κουλτούρα του NBI ως πνευματική καταπίεση και υπερβολική λατρεία στο πρόσωπο της Ραντ, με κάποιους να περιγράφουν το NBI και το ίδιο το κίνημα του Αντικειμενισμού ως ένα είδος λατρείας ή θρησκείας[85]. Η Ραντ εξέφραζε απόψεις για ένα ευρύ φάσμα θεμάτων από τη φιλολογία και τη μουσική ως τη σεξουαλικότητα και κάποιοι από τους οπαδούς της μιμούνταν τις προτιμήσεις της, φορώντας ρούχα όπως αυτά των πρωταγωνιστών των μυθιστορημάτων της και αγοράζοντας έπιπλα όπως τα δικά της[86]. Η Ραντ δεν εντυπωσιαζόταν με αρκετούς από τους σπουδαστές του NBI[87] και τους έκρινε με υψηλά κριτήρια, αντιδρώντας συχνά ψυχρά ή θυμωμένα με όσους διαφωνούσαν μαζί της[88]. Ωστόσο, κάποιοι πρώην σπουδαστές του NBI υποστηρίζουν ότι η έκταση αυτών των συμπεριφορών έχει μεγαλοποιηθεί και ότι το πρόβλημα επικεντρωνόταν στους φανατικότερους οπαδούς της Ραντ στη Νέα Υόρκη[89].

Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1960 και του 1970, η Ραντ ανέπτυξε και προώθησε τη φιλοσοφία του Αντικειμενισμού μέσα από τα μη λογοτεχνικά έργα της και με ομιλίες σε φοιτητές σε πανεπιστήμια όπως το Γέιλ, το Πρίνστον, το Κολούμπια[90], το Χάρβαρντ, και το MIT[91]. Έγινε επίτιμος διδάκτορας του Lewis & Clark College το 1963[92]. Επίσης άρχισε να δίνει ετήσιες διαλέξεις στο Ford Hall Forum, απαντώντας και σε ερωτήσεις του ακροατηρίου[93]. Κατά τη διάρκεια αυτών των ομιλιών και των ερωτήσεων που ακολουθούσαν, έπαιρνε συχνά αμφιλεγόμενες θέσεις σε πολιτικά και κοινωνικά θέματα της επικαιρότητας. Αυτές περιλάμβαναν την υποστήριξη του δικαιώματος στις αμβλώσεις[94], την αντίθεση στον πόλεμο του Βιετνάμ και της υποχρεωτικής στράτευσης (αλλά καταδικάζοντας πολλούς ανυπότακτους ως «αλήτες»)[95], υποστηρίζοντας το Ισραήλ στον πόλεμο του Yom Kippur το 1973 εναντίον μιας συμμαχίας Αραβικών κρατών ως «πολιτισμένους άνδρες που πολεμούν βαρβάρους»[96], υποστηρίζοντας ότι οι Ευρωπαίοι άποικοι είχαν το δικαίωμα να πάρουν τη γη των Αμερικάνων Ινδιάνων και αποκαλώντας την ομοφυλοφιλία «ανήθικη» και «αηδιαστική» ενώ παράλληλα υποστήριζε την κατάργηση των νόμων εναντίον της[97]. Επίσης υποστήριξε αρκετούς Ρεπουμπλικάνους υποψήφιους Προέδρους των Ηνωμένων Πολιτειών και ιδιαίτερα τον Barry Goldwater το 1964, την υποψηφιότητα του οποίου προώθησε με πολλά άρθρα στο The Objectivist Newsletter[98].

A twin gravestone bearing the name "Frank O'Connor" on the left, and "Ayn Rand O'Connor" on the right
Ο τάφος της Άυν Ραντ και του συζύγου της στο κοιμητήριο Kensico στο Valhalla της Νέας Υόρκης

Το 1964 ο Nathaniel Branden ξεκίνησε μια σχέση με τη νεαρή ηθοποιό Patrecia Scott, την οποία αργότερα παντρεύτηκε. Ο Nathaniel και η Barbara Branden κράτησαν τη σχέση κρυφή από τη Ραντ. Όταν έμαθε γι’ αυτή το 1968, αν και η ρομαντική σχέση της με τον Branden είχε ήδη τελειώσει[99], η Ραντ διέκοψε τη σχέση της με το ζευγάρι, γεγονός που οδήγησε στο κλείσιμο του NBI[100]. Η Ραντ δημοσίευσε ένα άρθρο στο The Objectivist κατηγορώντας τον Nathaniel Branden για ανειλικρίνεια και «παράλογη συμπεριφορά στην προσωπική του ζωή»[101]. Ο Branden αργότερα σε μια συνέντευξη ζήτησε συγγνώμη από «κάθε σπουδαστή του Αντικειμενισμού» επειδή «διαιώνισε τη λατρεία της Άυν Ραντ» και «συνέβαλε στην απαίσια ατμόσφαιρα πνευματικής καταπίεσης που διαποτίζει το κίνημα του Αντικειμενισμού»[102]. Τα επόμενα χρόνια η Ραντ και πολλοί από τους πιο κοντινούς της συνεργάτες διέκοψαν τις σχέσεις τους[103].

Η Ραντ έκανε εγχείρηση για καρκίνο του πνεύμονα το 1974, μετά από πολλές δεκαετίες καπνίσματος[104]. Το 1976 σταμάτησε να γράφει το newsletter της και, παρά τις αρχικές της αντιρρήσεις, πείστηκε να επιτρέψει στον Ewa Pryor, έναν σύμβουλο του δικηγορικού της γραφείου, να τη γράψει στα προγράμματα Social Security και Medicare[105]. Κατά τα τέλη της δεκαετίας του 1970 οι δραστηριότητές της στο κίνημα του Αντικειμενισμού περιορίστηκαν, ιδιαίτερα μετά τον θάνατο του άντρα της στις 9 Νοεμβρίου του 1979. Ένα από τα τελευταία έργα της αφορούσε μια ατελή τηλεοπτική προσαρμογή του «Ο Άτλας Επαναστάτησε»[106].

Η Ραντ πέθανε από καρδιακή ανακοπή στις 6 Μαρτίου 1982 στο διαμέρισμά της στη Νέα Υόρκη[107] και θάφτηκε στο κοιμητήριο Kensico στο Valhalla της Νέας Υόρκης[108]. Στην κηδεία της Ραντ παραβρέθηκαν αρκετοί από τους πιο εξέχοντες οπαδούς της, συμπεριλαμβανομένου του Alan Greenspan. Μια κατασκευή ύψους δύο μέτρων στο σχήμα του δολαρίου τοποθετήθηκε κοντά στο φέρετρό της[109]. Στη διαθήκη της η Ραντ όρισε κληρονόμο της τον Leonard Peikoff[110].

Η Ραντ ονόμασε τη φιλοσοφία της «Αντικειμενισμό» περιγράφοντας την ουσία του ως: «η ιδέα του ανθρώπου ως ηρωικού όντος, με την προσωπική του ευτυχία ως ηθικό σκοπό της ζωής του, με την παραγωγική επιτυχία ως την πιο ευγενή δραστηριότητα και τη λογική ως τη μόνη απόλυτη αξία»[111]. Θεωρούσε τον Αντικειμενισμό ως μια συστηματική φιλοσοφία και διατύπωσε θέσεις για τη μεταφυσική, την επιστημολογία, την ηθική, την πολιτική φιλοσοφία και την αισθητική[112].

Στη μεταφυσική, η Ραντ υποστήριζε τον φιλοσοφικό ρεαλισμό και ήταν αντίθετη σε οτιδήποτε θεωρούσε ως μυστικιστικό ή υπερφυσικό, συμπεριλαμβανομένων όλων των μορφών των θρησκειών[113]. Στην επιστημολογία, θεωρούσε ότι η γνώση βασίζεται στην αντίληψη των αισθήσεων, την εγκυρότητα των οποίων θεωρούσε αξιωματική[114], και τη λογική, την οποία περιέγραφε ως: «η νοητική ικανότητα που προσδιορίζει και ενσωματώνει το υλικό που παρέχουν οι ανθρώπινες αισθήσεις»[115]. Απέρριπτε κάθε ισχυρισμό μη αντιληπτικής και εκ των προτέρων (a priori) γνώσης, συμπεριλαμβανομένων του «ενστίκτου», της «διαίσθησης» και κάθε μορφής γνώσης του τύπου «απλά το γνωρίζω»[116]. Στο Introduction to Objectivist Epistemology, η Ραντ παρουσίασε μια θεωρία σχηματισμού εννοιών (concept formation) και απέρριψε την αναλυτική-συνθετική διχοτομία (analytic–synthetic dichotomy)[117].

Στην ηθική, η Ραντ υποστήριζε το λογικό και ηθικό εγωισμό (λογική ιδιοτέλεια) ως την κατευθυντήρια ηθική αρχή. Έλεγε ότι το άτομο πρέπει να «υπάρχει για τους δικούς του σκοπούς, ούτε θυσιάζοντας τον εαυτό του για τους άλλους ούτε θυσιάζοντας άλλους για τον εαυτό του»[118]. Αναφερόταν στον εγωισμό ως «την αρετή της ιδιοτέλειας» στο ομώνυμο βιβλίο της (The virtue of selfishness)[119], στο οποίο παρουσίαζε τη λύση της στο πρόβλημα «είναι-θα έπρεπε», περιγράφοντας μια μετά-ηθική θεωρία που θεμελίωνε την ηθική στις ανάγκες της «επιβίωσης του ανθρώπου ως ανθρώπου» (man’s survival qua man)[120]. Καταδίκαζε τον ηθικό αλτρουισμό ως ασύμβατο με τις απαιτήσεις της ανθρώπινης ζωής και ευτυχίας[121] και υποστήριζε ότι η έναρξη της χρήσης βίας (initiation of force) είναι κακή και παράλογη, γράφοντας στο «Ο Άτλας Επαναστάτησε» ότι «Βία και πνεύμα είναι αντίθετα»[122].

Η πολιτική φιλοσοφία της Ραντ έδινε έμφαση στα ατομικά δικαιώματα (συμπεριλαμβανομένων των δικαιωμάτων στην ιδιοκτησία)[123] και θεωρούσε τον καπιταλισμό της ελεύθερης αγοράς ως το μόνο ηθικό κοινωνικό σύστημα επειδή κατά τη γνώμη της ήταν το μόνο σύστημα που βασιζόταν στην προστασία αυτών των δικαιωμάτων[124]. Ήταν αντίθετη στον κρατισμό, στον οποίο ενέτασσε τη θεοκρατία, την απόλυτη μοναρχία, τον ναζισμό, τον φασισμό, τον κομμουνισμό, το δημοκρατικό σοσιαλισμό και τη δικτατορία[125]. Η Ραντ πίστευε ότι τα δικαιώματα πρέπει να εφαρμόζονται από μια συνταγματικά περιορισμένη κυβέρνηση[126]. Αν και οι πολιτικές της απόψεις συχνά κατατάσσονται ως συντηρητικές ή ελευθεριακές, προτιμούσε τον όρο «ριζοσπάστης του καπιταλισμού.» Συνεργάστηκε με συντηρητικούς σε πολιτικά θέματα, αλλά διαφωνούσε μαζί τους σε θέματα όπως η θρησκεία και η ηθική[127]. Δε συμφωνούσε με τους ελευθεριακούς, τους οποίους συσχέτιζε με τον αναρχισμό[128]. Απέρριπτε τον αναρχισμό ως μια αφελή θεωρία βασισμένη στον υποκειμενισμό που στην πράξη δε θα μπορούσε να οδηγήσει πουθενά αλλού εκτός από τον κολεκτιβισμό[129].

Σύμφωνα με την αισθητική της Ραντ, η τέχνη είναι «επιλεκτική αναπαράσταση της πραγματικότητας σύμφωνα με τις μεταφυσικές αξιολογικές κρίσεις του καλλιτέχνη». Σύμφωνα με τη Ραντ, η τέχνη επιτρέπει την παρουσίαση φιλοσοφικών εννοιών με χειροπιαστό τρόπο που μπορεί να γίνει εύκολα κατανοητός, εκπληρώνοντας έτσι μια ανάγκη της ανθρώπινης συνείδησης[130]. Ως συγγραφέας, η μορφή τέχνης στην οποία επικεντρωνόταν η Ραντ ήταν η λογοτεχνία, όπου θεωρούσε ότι ο ρομαντισμός είναι η προσέγγιση που αντικατοπτρίζει με μεγαλύτερη ακρίβεια την ανθρώπινη ελεύθερη βούληση[131]. Περιέγραφε την προσωπική της λογοτεχνική προσέγγιση ως «ρομαντικό ρεαλισμό»[132].

Η Ραντ αναγνώριζε στον Αριστοτέλη ως τη μεγαλύτερη επιρροή της[133] και έλεγε ότι στην ιστορία της φιλοσοφίας μπορούσε να προτείνει μόνο «τρία Α» - Αριστοτέλη, Ακινάτη και Άυν Ραντ[134]. Σε μία συνέντευξη με τον Mike Wallace το 1959, όταν ρωτήθηκε από πού προήρθε η φιλοσοφία της, απάντησε «Από το μυαλό μου, με μοναδική αναγνώριση ενός χρέους στον Αριστοτέλη, του μόνου φιλοσόφου που με επηρέασε ποτέ. Επινόησα την υπόλοιπη φιλοσοφία μου μόνη μου»[135]. Ωστόσο, αρχικά εμπνεύστηκε από τον Φρίντριχ Νίτσε[136] και ορισμένοι μελετητές έχουν εντοπίσει ενδείξεις της επιρροής του σε σημειώσεις στα πρώτα ημερολόγια της Ραντ[137], σε τμήματα της πρώτης έκδοσης του «Εμείς οι ζωντανοί» (που η Ραντ αργότερα αναθεώρησε)[138] και στο γενικότερο στυλ γραφής της[139]. Ωστόσο, ως την εποχή που έγραψε το «Κοντά στον Ουρανό», η Ραντ είχε στραφεί κατά των ιδεών του Νίτσε[140] και το εύρος της επιρροής του ακόμα και κατά την πρώιμη περίοδό της αμφισβητείται[141]. Μεταξύ των φιλοσόφων που περιφρονούσε ιδιαίτερα ήταν ο Ιμμάνουελ Καντ, τον οποίο αποκαλούσε «τέρας»[142], παρόλο που οι φιλόσοφοι George Walsh[143] και Fred Seddon[144] υποστήριξαν ότι τον παρερμήνευσε και υπερτόνισε τις διαφορές τους.

Η Ραντ είπε ότι η πιο σημαντική συμβολή της στη φιλοσοφία ήταν η «θεωρία των εννοιών, η ηθική [της] και η ανακάλυψη ότι στην πολιτική το κακό – η παραβίαση των δικαιωμάτων – ταυτίζεται με την έναρξη χρήσης βίας[145]. Πίστευε ότι η επιστημολογία ήταν ένας θεμελιώδης κλάδος της φιλοσοφίας και θεωρούσε την υπεράσπιση της λογικής ως το πιο σημαντικό στοιχείο της φιλοσοφίας της[146], δηλώνοντας «δεν είμαι πρωτίστως υποστηρικτής του καπιταλισμού, αλλά του εγωισμού και δεν είμαι πρωτίστως υπερασπιστής του εγωισμού, αλλά της λογικής. Όταν κάποιος αναγνωρίσει την υπεροχή της λογικής και την εφαρμόσει με συνέπεια, τα υπόλοιπα ακολουθούν»[147].

Υποδοχή και κληρονομιά

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κατά τη διάρκεια της ζωής της, το έργο της Ραντ έγινε αντικείμενο ακραίων επαίνων και επικρίσεων. Το πρώτο μυθιστόρημα της Ραντ, το «Εμείς οι ζωντανοί», θαυμάστηκε από τον κριτικό λογοτεχνίας H. L. Mencken[148], το έργο της στο Μπρόντγουεϊ «Η Νύχτα της 16ης Ιανουαρίου» (Night of January 16th) σημείωσε μεγάλη επιτυχία τόσο με το κοινό όσο και τους κριτικούς[149] και το «Κοντά στον Ουρανό» χαιρετίστηκε από τον κριτικό των The New York Times ως «κομψοτέχνημα»[150]. Τα μυθιστορήματα της Ραντ χλευάστηκαν από ορισμένους κριτικούς όταν πρωτοεκδόθηκαν ως μεγάλα και μελοδραματικά[24]. Ωστόσο, έγιναν bestseller σε σημαντικό βαθμό από στόμα σε στόμα[151].

Οι πρώτες κριτικές που έλαβε η Ραντ αφορούσαν το «Η Νύχτα της 16ης Ιανουαρίου». Οι κριτικές για την παραγωγή ήταν γενικά θετικές, αλλά η Ραντ θεωρούσε ακόμα και τις θετικές κριτικές ενοχλητικές εξαιτίας των σημαντικών αλλαγών που είχαν γίνει από τον παραγωγό στο σενάριο[149]. Η Ραντ πίστευε ότι για το πρώτο της μυθιστόρημα, «Εμείς οι ζωντανοί», δεν γράφτηκαν πολλές κριτικές, αλλά ο μελετητής της Michael S. Berliner, λέει «πήρε τις πιο πολλές κριτικές από όλα τα έργα της» με περίπου 125 διαφορετικές κριτικές που δημοσιεύτηκαν σε περισσότερες από 200 εκδόσεις. Γενικά οι κριτικές αυτές ήταν πιο θετικές από αυτές που απέσπασε για τα επόμενα έργα της[152]. Η νουβέλα της «Ύμνος» το 1938 έτυχε περιορισμένης προσοχής από τους κριτικούς, τόσο κατά την πρώτη της έκδοση στην Αγγλία όσο και σε επόμενες επανεκδόσεις[153].

Το πρώτο μπεστ σέλερ της Ραντ, το «Κοντά στον Ουρανό», έλαβε πολύ λιγότερες κριτικές από το «Εμείς οι ζωντανοί», και οι απόψεις των κριτικών ήταν ανάμεικτες[154]. Οι New York Times έγραψαν μια θετική κριτική την οποία η Ραντ εκτίμησε ιδιαίτερα[155]. Ο κριτικός αποκάλεσε τη Ραντ «δυνατό συγγραφέα» που έγραφε «άψογα, όμορφα και με ένταση» και δήλωσε ότι «δε θα καταφέρετε να διαβάσετε αυτό τα περίτεχνο βιβλίο χωρίς να ξανασκεφτείτε ορισμένες από τις βασικές ιδέες της εποχής μας»[150]. Γράφτηκαν και άλλες θετικές κριτικές, αλλά η Ραντ απέρριψε τις περισσότερες είτε επειδή δεν κατανοούσαν το μήνυμά της είτε επειδή γράφτηκαν σε ασήμαντες εκδόσεις[154]. Ορισμένες αρνητικές κριτικές επικεντρώθηκαν στο μέγεθος του μυθιστορήματος[24], όπως αυτός που το αποκάλεσε το «βιβλίο φάλαινα» και κάποιος άλλος που είπε ότι «σε οποιονδήποτε του αρέσει αξίζει μια αυστηρή διάλεξη για την εξοικονόμηση χαρτιού». Άλλες αρνητικές κριτικές αποκάλεσαν τους χαρακτήρες της άπονους και το στυλ της Ραντ «ακραία λαϊκό»[154].

Το 1957 το μυθιστόρημα της Ραντ «Ο Άτλας Επαναστάτησε» έτυχε εκτεταμένης κριτικής, και πολλές από τις κριτικές ήταν ιδιαίτερα αρνητικές[24][156]. Στη National Review, ο συντηρητικός συγγραφέας Whittaker Chambers αποκάλεσε το βιβλίο «ημιμαθές» και «αξιοσημείωτα χαζό». Περιέγραψε το ύφος του βιβλίου ως «οξύτητα χωρίς σταματημό» και κατηγόρησε τη Ραντ ότι υποστήριζε ένα αθεϊστικό μοντέλο (το οποίο παρομοίασε με αυτό των Σοβιετικών), υποστηρίζοντας ότι «Από κάθε σελίδα του «Ο Άτλας Επαναστάτησε» ακούγεται μια φωνή, από επώδυνη ανάγκη, να απαιτεί: «Στο θάλαμο αερίων-τώρα!»[157]. Το «Ο Άτλας Επαναστάτησε» έλαβε θετικές κριτικές από μερικές εκδόσεις, καθώς και επαίνους από το γνωστό βιβλιοκριτικό John Chamberlain[156], αλλά η μελετητής της Ραντ, Mimi Reisel Gladstein, αργότερα έγραψε «οι κριτικοί έμοιαζαν να ανταγωνίζονται για το ποιος θα επινοήσει την πιο έξυπνη κακία», αποκαλώντας το «αποτρόπαιη μπούρδα», «εφιάλτη», «γραμμένο από μίσος» και «ανελέητο τραμπουκισμό και απεραντολογία»[24]. Ο συγγραφέας Flannery O'Connor έγραψε σε ένα γράμμα προς ένα φίλο του «Το μυθιστόρημα της Άυν Ραντ είναι όσο χαμηλά μπορεί να πέσει ένα μυθιστόρημα. Ελπίζω να το μάζεψες από το πάτωμα του μετρό και να το πέταξες στον κοντινότερο κάδο σκουπιδιών»[158].

Τα μη λογοτεχνικά βιβλία της Ραντ έλαβαν πολύ λιγότερες κριτικές από τα μυθιστορήματά της. Η ουσία της κριτικής του πρώτου μη λογοτεχνικού βιβλίου της For the New Intellectual, ήταν παρόμοια με αυτή του «Ο Άτλας Επαναστάτησε»[159][160], με τον φιλόσοφο Sidney Hook να παρομοιάζει τη βεβαιότητά της με «τον τρόπο που γράφεται η φιλοσοφία στη Σοβιετική Ένωση»[161], και τον συγγραφέα Gore Vidal να αποκαλεί την άποψή της «σχεδόν τέλεια στην ανηθικότητά της»[162]. Τα επόμενα βιβλία της έτυχαν σταδιακά λιγότερης προσοχής από τους κριτικούς[159].

Στην επέτειο των εκατό χρόνων από τη γέννησή της το 2005, ο Edward Rothstein, γράφοντας για τους New York Times, αποκάλεσε τη γραφή της ως γραφική ουτοπική «ρετρό φαντασία» και προγραμματικό νέο-Ρομαντισμό του παρεξηγημένου καλλιτέχνη, επικρίνοντας ταυτόχρονα την «απομονωμένη απόρριψη της δημοκρατικής κοινωνίας» από τους χαρακτήρες της[163]. Το 2007, ο βιβλιοκριτικός Leslie Clark περιέγραψε τα μυθιστορήματά της ως «ρομαντικά μυθιστορήματα με μια πατίνα ψευδο-φιλοσοφίας»[164]. Το 2009, ο κριτικός του GQ Tom Carson περιέγραψε τα βιβλία της ως μια «καπιταλιστική έκδοση των θρησκευτικών μυθιστορημάτων του μεσοπολέμου» όπως ο Μπεν Χουρ και η σειρά Left Behind[165].

Το 1991, σε μια δημοσκόπηση της Βιβλιοθήκης του Κογκρέσου και του Book-of-the-Month Club προς μέλη συλλόγων για το ποιο ήταν το βιβλίο που τους επηρέασε περισσότερο, το «Ο Άτλας Επαναστάτησε» της Ραντ ήταν η δεύτερη δημοφιλέστερη επιλογή μετά τη Βίβλο[166]. Τα βιβλία της Ραντ εξακολουθούν να πωλούνται και να διαβάζονται ευρέως με πάνω από 29 εκατομμύρια αντίτυπα σε πωλήσεις μέχρι το 2013 (με περίπου 10% για δωρεάν διανομή σε σχολεία από το Ayn Rand Institute)[167]. Αν και η επιρροή της Ραντ είναι μεγαλύτερη στις Ηνωμένες Πολιτείες, υπάρχει παγκόσμιο ενδιαφέρον για τα έργα της[168]. Τα βιβλία της Ραντ συνεχίζουν να είναι ανάμεσα στα βιβλία με τις υψηλότερες πωλήσεις στην Ινδία[169]. Στους θαυμαστές της Ραντ περιλαμβάνονται οι σύγχρονοί της πεζογράφοι όπως οι Ira Levin, Kay Nolte Smith and L. Neil Smith, και νεότεροι συγγραφείς όπως οι Erika Holzer και Terry Goodkind που επηρεάστηκαν από αυτή[170]. Άλλοι καλλιτέχνες που έχουν δηλώσει ότι η ζωή και η σκέψη τους έχει επηρεαστεί από τη Ραντ περιλαμβάνουν τον συγγραφέα κόμικς Steve Ditko[171] και τον μουσικό Neil Peart του συγκροτήματος Rush[172]. Χάρη στη θετική παρουσίαση της επιχειρηματικότητας στα βιβλία της Ραντ, πολλοί επιχειρηματίες και διευθυντικά στελέχη θαυμάζουν και προωθούν το έργο της[173]. Ο John Allison της BB&T και ο Ed Snider της Comcast Spectacor έχουν χρηματοδοτήσει την προώθηση των ιδεών της Ραντ[174], ενώ ο Mark Cuban, ιδιοκτήτης των Dallas Mavericks, και ο John P. Mackey, CEO των Whole Foods, μεταξύ άλλων, έχουν πει ότι θεωρούν τη Ραντ ζωτικής σημασίας για την επιτυχία τους[175].

Η Ραντ και τα έργα της αναφέρονται σε διάφορα μέσα: σε τηλεοπτικές εκπομπές, όπως κωμωδίες κινουμένων σχεδίων, κωμωδίες ζωντανής δράσης, δράματα, τηλεοπτικά παιχνίδια[176], καθώς και ταινίες και βιντεοπαιχνίδια[177]. Τόσο η ίδια όσο και χαρακτήρες που βασίζονται σ’ αυτή, έχουν εξέχουσα θέση (θετική ή αρνητική) σε βιβλία λογοτεχνίας ή επιστημονικής φαντασίας σημαντικών Αμερικανών συγγραφέων[178]. Ο Nick Gillespie, αρχισυντάκτης του Reason, έχει δηλώσει ότι «η αθανασία της Ραντ είναι βασανιστική, μια αθανασία στην οποία είναι εξίσου πιθανό να είναι στην πρώτη γραμμή όσο και πρωταγωνίστρια...» και ότι «μπηχτές στη Ραντ ως κρύα και απάνθρωπη, διατρέχουν τον λαϊκό πολιτισμό»[179]. Έχουν γυριστεί δύο ταινίες για τη ζωή της Ραντ. Το ντοκιμαντέρ του 1997 Ayn Rand: A Sense of Life, ήταν υποψήφιο για το Academy Award for Documentary Feature[180]. Το Passion of Ayn Rand, μια τηλεοπτική προσαρμογή του ομώνυμου βιβλίου, κέρδισε πολλά βραβεία[181]. Το πρόσωπο της Ραντ εμφανίζεται επίσης σε γραμματόσημο των ΗΠΑ που σχεδίασε ο καλλιτέχνης Nick Gaetano[182].

Αν και απέρριπτε τις ταμπέλες «συντηρητική» και «ελευθεριακή»[183], η Ραντ εξακολουθεί να έχει επιρροή στο συντηρητικό και ελευθεριακό χώρο[26]. Ο Jim Powell, ένα υψηλόβαθμο στέλεχος του Cato Institute, θεωρεί τη Ραντ ως μια από τις τρεις σημαντικότερες γυναίκες (μαζί με τη Rose Wilder Lane και την Isabel Paterson) στον σύγχρονο Αμερικανικό ελευθεριακό χώρο[184] και ο David Nolan, ένας από τους ιδρυτές του Libertarian Party, έχει δηλώσει ότι «χωρίς τη Ραντ, το ελευθεριακό κίνημα δε θα υπήρχε»[185]. Στην ιστορία του ελευθεριακού κινήματος που συνέγραψε ο δημοσιογράφος Brian Doherty, την περιέγραψε ως «τον ελευθεριακό με τη μεγαλύτερη επιρροή στο ευρύ κοινό τον εικοστό αιώνα[166]» και ο βιογράφος Jennifer Burns αναφέρθηκε σε αυτή ως «το μαλακό ναρκωτικό που οδηγεί σε μια εξάρτηση στη δεξιά»[186].

Διαδηλωτής του Tea Party με πλακάτ στο όνομα του John Galt του ήρωα του μυθιστορήματος της Άυν Ραντ «Ο Άτλας Επαναστάτησε»

Αντιμετώπισε έντονη κριτική από τον William F. Buckley, Jr. και άλλους συντελεστές του περιοδικού National Review. Δημοσίευσαν πολλές κριτικές κατά τις δεκαετίες του 1950 και 1960 από τους Whittaker Chambers, Garry Wills, και M. Stanton Evans. Παρ’ όλα αυτά, η επιρροή της στους συντηρητικούς ανάγκασε τον Buckley και άλλους συντελεστές της National Review να επανεξετάσουν τον τρόπο που οι παραδοσιακές αξίες της αρετής και του Χριστιανισμού θα μπορούσαν να συνδυαστούν με την υποστήριξη του καπιταλισμού[187].

Τα πολιτικά πρόσωπα που αναφέρουν ότι επηρεάστηκαν από την Άυν Ραντ είναι συνήθως συντηρητικοί (συχνά μέλη του Ρεπουμπλικανικού κόμματος)[188], παρά το γεγονός ότι κάποιες από τις θέσεις της Ραντ δεν είναι συνηθισμένες για συντηρητικούς, όπως το δικαίωμα στην άμβλωση και η αθεΐα[189]. Το 1987 ένα άρθρο στους The New York Times αναφέρθηκε στη Ραντ ως «βραβευμένη δημοσιογράφος» (novelist laureate) της κυβέρνησης Ρήγκαν[190]. Ρεπουμπλικάνοι βουλευτές και συντηρητικοί αναλυτές αναγνωρίζουν την επιρροή της στη ζωή τους και συνιστούν τα μυθιστορήματά της[191].

Η οικονομική κρίση του τέλους της δεκαετίας του 2000 αναζωπύρωσε το ενδιαφέρον για τα έργα της, ιδιαίτερα για το «Ο Άτλας Επαναστάτησε», με ορισμένους να θεωρούν ότι προανήγγειλε την κρίση[192] και με άρθρα γνώμης να συγκρίνουν πραγματικά γεγονότα με την πλοκή του μυθιστορήματος[193]. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, εμφανίστηκαν σε διαδηλώσεις του Tea Party πλακάτ που αναφέρονταν στη Ραντ και στον ήρωά της John Galt[194]. Υπήρξε επίσης αυξημένη κριτική των ιδεών της, ιδιαίτερα από την αριστερά, με τους επικριτές να αποδίδουν την οικονομική κρίση στην υποστήριξή της προς τον εγωισμό και την ελεύθερη αγορά, ιδίως μέσω της επιρροής της στον Alan Greenspan[195]. Για τους αντικειμενιστές αυτή η κριτική απορρίπτεται από το γεγονός πως οι επιλογές του Greenspan που οδήγησαν στην κρίση ήταν εξ’ ολοκλήρου αντίθετες με τις αρχές του αντικειμενισμού κυρίως σε σχέση με τη φύση του νομίσματος και κατ’ επέκταση τη νομισματική πολιτική. Επιπλέον, το αριστερό περιοδικό Mother Jones παρατήρησε ότι «η ιδιαίτερη μεγαλοφυία της Ραντ ήταν πάντα η ικανότητά της να ανατρέπει παραδοσιακές ιεραρχίες και να παρουσιάζει τους πλουσίους, τους ταλαντούχους και τους ισχυρούς ως καταπιεσμένους», ενώ το The Nation επικαλέστηκε ομοιότητες μεταξύ της «ηθικής βάσης του Ραντιανισμού» και του φασισμού[196], μία ανυπόστατη επίθεση αφού η ίδια η Ραντ έγραψε εκτενώς κατά του φασισμού μέσα στα άρθρα και τα βιβλία της.

Ακαδημαϊκή αντίδραση

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η ακαδημαϊκή κοινότητα έδωσε λίγη σημασία στη Ραντ πριν τον θάνατό της[25]. Όταν εκδόθηκε το πρώτο ακαδημαϊκό βιβλίο για τη φιλοσοφία της Ραντ το 1971, ο συγγραφέας του περιέγραψε το γράψιμο με θέμα τη Ραντ ως «προδοτική δράση» που θα μπορούσε να οδηγήσει σε «ενοχή λόγω συνέργειας» επειδή την πήρε στα σοβαρά[197]. Μερικά ακόμα άρθρα για τις ιδέες της Ραντ γράφτηκαν σε ακαδημαϊκά περιοδικά πριν τον θάνατό της το 1982, πολλά απ’ αυτά στο The Personalist[198]. Ένα, με τίτλο «για το επιχείρημα της Ραν» (On the Randian Argument), γράφτηκε από τον ελευθεριακό φιλόσοφο Ρόμπερτ Νόζικ που υποστήριξε ότι το μετα-ηθικό επιχείρημα είναι αβάσιμο και αποτυγχάνει να επιλύσει το πρόβλημα «είναι-θα έπρεπε» που έθεσε ο Ντέιβιντ Χιουμ[199]. Κάποιες απαντήσεις στο Νόζικ από άλλους ακαδημαϊκούς φιλοσόφους δημοσιεύτηκαν επίσης στο The Personalist υποστηρίζοντας ότι παρερμήνευσε τις θέσεις της Ραντ[198]. Η ακαδημαϊκή μελέτη της Ραντ ως λογοτέχνη κατά τη διάρκεια της ζωής της ήταν ακόμα πιο περιορισμένη. Η ακαδημαϊκός Mimi Gladstein δεν κατάφερε να εντοπίσει ακαδημαϊκά άρθρα για τα μυθιστορήματα της Ραντ όταν ξεκίνησε την έρευνά της το 1973 και μόνο τρία τέτοια άρθρα γράφτηκαν μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1970[200].

Μετά τον θάνατο της Ραντ, το ενδιαφέρον για το έργο της σταδιακά αυξήθηκε[201]. Η ιστορικός Jennifer Burns προσδιόρισε «τρία επικαλυπτόμενα κύματα» ακαδημαϊκού ενδιαφέροντος για τη Ραντ, το πιο πρόσφατο από τα οποία είναι «μια έκρηξη ακαδημαϊκής δραστηριότητας» μετά το 2000[202]. Ωστόσο, λίγα πανεπιστήμια σήμερα περιλαμβάνουν τη Ραντ ή τον Αντικειμενισμό ως φιλοσοφική ειδικότητα ή τομέα έρευνας, ενώ πολλά τμήματα την απορρίπτουν ως φαινόμενο pop culture και όχι αντικείμενο σοβαρής μελέτης[203].

Οι Gladstein, Chris Matthew Sciabarra, Allan Gotthelf, Edwin A. Locke και Tara Smith έχουν διδάξει το έργο της σε πανεπιστημιακά ιδρύματα. Ο Sciabarra συν-επιμελείται το Journal of Ayn Rand Studies, ένα ανεξάρτητο επιστημονικό περιοδικό αφιερωμένο στη μελέτη του φιλοσοφικού και λογοτεχνικού έργου της Ραντ[204]. Το 1987 ο Gotthelf συνέβαλε στην ίδρυση της Ayn Rand Society με τον George Walsh και τον David Kelley και δραστηριοποιείται στην επιχορήγηση σεμιναρίων για τη Ραντ και τις ιδέες της[205]. Ο Smith έχει γράψει αρκετά ακαδημαϊκά βιβλία και άρθρα για τις ιδέες της Ραντ, συμπεριλαμβανομένου του Ayn Rand's Normative Ethics: The Virtuous Egoist, ενός τόμου για την ηθική θεωρία της Ραντ που εκδόθηκε από το Cambridge University Press. Οι ιδέες της Ραντ έχουν επίσης γίνει αντικείμενο μελέτης στα πανεπιστήμια Clemson και Duke[206]. Οι μελετητές της Αγγλικής και της Αμερικανικής λογοτεχνίας έχουν αγνοήσει σε μεγάλο βαθμό το έργο της[207], αν και το ενδιαφέρον για το λογοτεχνικό της έργο έχει αυξηθεί από τη δεκαετία του 1990[208].

Οι μελετητές της Ραντ Douglas Den Uyl και Douglas B. Rasmussen, αν και τονίζουν τη σημασία και την πρωτοτυπία της σκέψης της, περιγράφουν το στυλ της ως «λόγιο, υπερβολικό και συναισθηματικό»[209]. Ο φιλόσοφος Jack Wheeler λέει ότι παρά «τον αδιάκοπο στόμφο και τη συνεχή εκδήλωση οργής από τη Ραντ», η ηθική της Ραντ είναι «η πιο τεράστια επιτυχία, η μελέτη της οποίας είναι πολύ πιο αποδοτική από οποιαδήποτε άλλη στη σύγχρονη σκέψη»[210]. Στο λήμμα για τη Ραντ στη Literary Encyclopedia του 2001, ο John David Lewis δήλωσε ότι «η Ραντ έγραψε το πιο διανοητικά προκλητικό μυθιστόρημα της γενιάς της»[211]. Σε μια συνέντευξή του στην Chronicle of Higher Education το 1999 ο Sciabarra σχολίασε «ξέρω, γελάνε με τη Ραντ», ενώ προέβλεψε την αύξηση του ενδιαφέροντος για το έργο της στην ακαδημαϊκή κοινότητα[212]

Ο ελευθεριακός φιλόσοφος Michael Huemer υποστήριξε ότι πολύ λίγοι άνθρωποι βρίσκουν τις ιδέες της Ραντ πειστικές, ιδιαίτερα την ηθική της[213], την οποία θεωρεί δύσκολη να ερμηνευθεί και ίσως χωρίς λογική συνοχή[214]. Αποδίδει την προσοχή που προκαλεί στο ότι είναι «συναρπαστική συγγραφέας», ιδίως ως μυθιστοριογράφος. Έτσι το «Ο Άτλας Επαναστάτησε» ξεπερνάει σε πωλήσεις όχι μόνο τα έργα άλλων φιλοσόφων του κλασικού φιλελευθερισμού όπως οι Λούντβιχ φον Μίζες, Φρίντριχ Χάγιεκ και Φρεντερίκ Μπαστιά, αλλά και τα μη φιλολογικά βιβλία της ίδιας τη Ραντ[213].

Ο πολιτικός επιστήμονας Charles Murray, επαινώντας τα λογοτεχνικά της επιτεύγματα, παράλληλα επικρίνει τον ισχυρισμό της ότι το μόνο «φιλοσοφικό χρέος» της είναι προς τον Αριστοτέλη και υποστηρίζει ότι οι ιδέες της βασίζονται σε παλαιότερους στοχαστές όπως ο Τζον Λοκ και ο Φρίντριχ Νίτσε. Σύμφωνα με τον Murray «επιμένοντας ότι ο Αντικειμενισμός ξεπήδησε σε πλήρη ανάπτυξη από το μυαλό της, με μόνο λίγη βοήθεια από τον Αριστοτέλη, η Ραντ συμπεριφερόταν παιδιάστικα και ήταν εκτός επαφής με την πραγματικότητα»[215].

Αν και η Ραντ υποστήριζε ότι ο Αντικειμενισμός ήταν ένα ολοκληρωμένο φιλοσοφικό σύστημα, ο φιλόσοφος Robert H. Bass υποστήριξε ότι οι κεντρικές της ηθικές ιδέες είναι ασυνεπείς και έρχονται σε αντίθεση με τις κεντρικές πολιτικές της απόψεις[216].

Το κίνημα του Αντικειμενισμού

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 1985, ο κληρονόμος της Ραντ Leonard Peikoff ίδρυσε το Ayn Rand Institute, έναν μη κερδοσκοπικό οργανισμό αφιερωμένο στην προώθηση των ιδεών και του έργου της Ραντ. Το 1990, ο φιλόσοφος David Kelley ίδρυσε το Institute for Objectivist Studies, που είναι σήμερα γνωστό ως The Atlas Society[217]. Το 2001 ο ιστορικός John McCaskey οργάνωσε το Anthem Foundation for Objectivist Scholarship, το οποίο προσφέρει επιχορηγήσεις για ακαδημαϊκές εργασίες σχετικά με τον αντικειμενισμό[218]. Το φιλανθρωπικό ίδρυμα BB&T Corporation έχει δώσει επίσης επιχορηγήσεις για τη διδασκαλία των ιδεών και των έργων της Ραντ. Το University of Texas at Austin, το University of Pittsburgh και το University of North Carolina at Chapel Hill έχουν όλα δεχθεί επιχορηγήσεις. Σε ορισμένες περιπτώσεις οι επιχορηγήσεις αυτές ήταν αμφιλεγόμενες, μια και έθεταν ως προϋπόθεση τη μελέτη ή τη διδασκαλία σε σχέση με τη Ραντ[219].

Το εξώφυλλο του βιβλίου της «Philosophy: Who Needs It»
Νουβέλες
Άλλα μυθιστορήματα
Μη-μυθιστορηματικά
  • 1961: For the New Intellectual
  • 1964: The Virtue of Selfishness
  • 1966: Capitalism: The Unknown Ideal
  • 1969: The Romantic Manifesto
  • 1971: The New Left: The Anti-Industrial Revolution
  • 1979: Introduction to Objectivist Epistemology
  • 1982: Philosophy: Who Needs It
  1. 1,0 1,1 1,2 Εθνική Βιβλιοθήκη της Γερμανίας: (Γερμανικά) Gemeinsame Normdatei. 118903012. Ανακτήθηκε στις 14  Αυγούστου 2015.
  2. 2,0 2,1 2,2 Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας: (Γαλλικά) καθιερωμένοι όροι της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Γαλλίας. 11921130q. Ανακτήθηκε στις 10  Οκτωβρίου 2015.
  3. 3,0 3,1 3,2 «Encyclopædia Britannica» (Αγγλικά) biography/Ayn-Rand. Ανακτήθηκε στις 9  Οκτωβρίου 2017.
  4. Εθνική Βιβλιοθήκη της Γερμανίας: (Γερμανικά) Gemeinsame Normdatei. Ανακτήθηκε στις 11  Δεκεμβρίου 2014.
  5. Wolfgang Saxon: «Ayn Rand, ‘Fountainhead’ Author, Dies». 7  Μαρτίου 1982.
  6. 6,0 6,1 6,2 (Αγγλικά) Find A Grave. Ανακτήθηκε στις 20  Ιουνίου 2024.
  7. www.noblesoul.com/orc/bio/biofaq.html#Q6.9. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 29  Νοεμβρίου 2012. Ανακτήθηκε στις 28  Ιανουαρίου 2017.
  8. «Ayn Rand Biographical FAQ». Ανακτήθηκε στις 28  Ιανουαρίου 2017.
  9. LIBRIS. Εθνική Βιβλιοθήκη της Σουηδίας. 26  Μαρτίου 2018. khwz1d535q7x28b. Ανακτήθηκε στις 24  Αυγούστου 2018.
  10. Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας: «Ayn Rand (1905-1982): pseudonyme individuel» (Γαλλικά) 11921130q. Ανακτήθηκε στις 10  Οκτωβρίου 2015.
  11. CONOR.SI. 10728547.
  12. www.washingtonpost.com/opinions/in-defense-of-ayn-rand/2011/04/24/AFr9xAlE_story.html.
  13. «American Women Writers» (Αγγλικά) 1979.
  14. Stephen D. Cox: «Merely Metaphorical? Ayn Rand, Isabel Paterson, and the Language of Theory» 2007.
  15. books.google.ca/books?id=GIXuAFOBaggC&printsec=frontcover&dq=Ayn+Rand+and+the+World+She+Made&hl=en&ei=6-aDTOnWJIynnQe89_ncAQ&sa=X&oi=book_result&ct=result#v=onepage&q&f=false.
  16. 16,0 16,1 16,2 16,3 16,4 Ανακτήθηκε στις 9  Ιουλίου 2022.
  17. Χορμοβίτης, Τηλέμαχος (21 Μαρτίου 2009). «Η οξύμωρη αίγλη της Αϊν Ραντ». Η Καθημερινή (στα greek). Ανακτήθηκε στις 24 Αυγούστου 2024. CS1 maint: Μη αναγνωρίσιμη γλώσσα (link)
  18. Τζιαντζή, Μαριάννα (9 Σεπτεμβρίου 2019). «Η Αϊν Ραντ εδώ και τώρα δικαιώνεται». Η Εφημερίδα των Συντακτών. 
  19. Δημοπούλου, Λυδία (24 Νοεμβρίου 2008). «ΑΪΝ ΡΑΝΤ». Το Βήμα. Ανακτήθηκε στις 24 Αυγούστου 2024. 
  20. Γαλανού, Λήδα (27 Μαΐου 2011). «Atlas Shrugged: θύμα της κριτικής;». FLIX. Ανακτήθηκε στις 24 Αυγούστου 2024. 
  21. «Η εξουσία του πλούτου». Οικονομικός Ταχυδρόμος. 29 Απριλίου 2022. Ανακτήθηκε στις 24 Αυγούστου 2024. 
  22. Barry 1987, σελ. 122; Peikoff 1991, σελίδες 309–314; Sciabarra 1995, σελ. 298; Gotthelf 2000, σελ. 91; Gladstein 2009, σελ. 46
  23. O'Neill 1977, σελίδες 18–20; Sciabarra 1995, σελίδες 12, 118
  24. 24,0 24,1 24,2 24,3 24,4 Gladstein 1999, σελίδες 117–119
  25. 25,0 25,1 Sciabarra 1995, σελίδες 1–2
  26. 26,0 26,1 Burns 2009, σελ. 4; Gladstein 2009, σελίδες 107–108, 124
  27. Heller 2009, σελ. xiii
  28. Heller 2009, σελίδες 3–5; Britting 2004, σελίδες 2–3; Burns 2009, σελ. 9
  29. The Tomorrow Show. 1979-07-02. NBC. 
  30. Branden 1986, σελίδες 35–39
  31. Britting 2004, σελίδες 14–20
  32. Sciabarra 1995, σελ. 77
  33. Heller 2009, σελ. 41; Peikoff 1991, σελίδες 451–460
  34. Britting 2004, σελίδες 17–18, 22–24
  35. Britting 2004, σελίδες 17, 22
  36. Heller 2009, σελ. 47; Britting 2004, σελ. 24
  37. 37,0 37,1 Heller 2009, σελίδες 49–50
  38. Britting 2004, σελ. 33
  39. Gladstein 2009, σελ. 7; Heller 2009, σελ. 55
  40. Η Ραντ έλεγε ότι η καταγωγή του ονόματος «Άυν» ήταν φινλανδική (Rand 1995, σελ. 40), αλλά κάποιες βιογραφικές πηγές το αμφισβητούν, θεωρώντας ότι προέρχεται από εβραϊκό προσωνύμιο. Ο Heller 2009, σελίδες 55–57 περιέχει αναλυτική συζήτηση του θέματος.
  41. Heller 2009, σελίδες 50–51
  42. Heller 2009, σελ. 53
  43. Heller 2009, σελίδες 57–60
  44. Britting 2004, σελίδες 34–36
  45. Britting 2004, σελίδες 35–40; Paxton 1998, σελίδες 74, 81, 84
  46. Heller 2009, σελίδες 96–98; Britting 2004, σελίδες 43–44, 52
  47. Britting 2004, σελίδες 40, 42
  48. Heller 2009, σελίδες 76, 92
  49. Heller 2009, σελίδες 78; Gladstein 2009, σελ. 87
  50. Rand, Ayn (1995) [1936]. «Foreword». We the Living (Επετειακή από τα 60 χρόνια έκδοση). New York: Dutton. σελ. xviii. ISBN 0-525-94054-5. OCLC 32780458. 
  51. Gladstein 2009, σελ. 13
  52. Ralston, Richard E. "Publishing We the Living". Στο Mayhew 2004, σελ. 141
  53. Ralston, Richard E. "Publishing We the Living". Στο Mayhew 2004, σελ. 143
  54. Paxton 1998, σελ. 104
  55. Έκδοση Κέντρου Φιλελεύθερων Μελετών
  56. Burns 2009, σελ. 50; Heller 2009, σελ. 102
  57. Ralston, Richard E. "Publishing Anthem". Στο Mayhew 2005a, σελίδες 24–27
  58. Britting 2004, σελ. 57
  59. Burns 2009, σελ. 114; Heller 2009, σελ. 249; Branden 1986, σελίδες 188–189
  60. Burns 2009, σελίδες 75–78
  61. Britting 2004, σελίδες 61–78
  62. Britting 2004, σελίδες 58–61
  63. Burns 2009, σελ. 85
  64. Burns 2009, σελ. 89
  65. Burns 2009, σελ. 178; Heller 2009, σελίδες 304–305
  66. Doherty 2007, σελ. 149; Branden 1986, σελίδες 180–181
  67. Britting 2004, σελίδες 68–80; Branden 1986, σελίδες 183–198
  68. Sciabarra 1995, σελ. 112; Heller 2009, σελ. 171
  69. Burns 2009, σελίδες 100–101, 123
  70. Burns 2009, σελίδες 130–131; Heller 2009, σελίδες 214–215
  71. Mayhew 2005b, σελίδες 91–93
  72. Mayhew 2005b, σελίδες 188–189
  73. Burns 2009, σελ. 125
  74. Mayhew 2005b, σελ. 83
  75. Britting 2004, σελ. 71
  76. Branden 1986, σελίδες 256–264, 331–343
  77. Sciabarra 1995, σελ. 113; Mayhew 2005b, σελ. 78
  78. Salmieri, Gregory. "Atlas Shrugged on the Role of the Mind in Man's Existence". Στο Mayhew 2009, σελ. 248
  79. Maureen Dowd (2011-04-17). «Atlas Without Angelina». New York Times. http://www.nytimes.com/2011/04/17/opinion/17dowd.html. Ανακτήθηκε στις 2012-07-30. 
  80. McConnell 2010, σελ. 507
  81. Gladstein 1999, σελ. 42
  82. Burns 2009, σελ. 2
  83. Burns 2009, σελ. 178; Heller 2009, σελίδες 303–306
  84. Gladstein 2000, σελ. 28; Younkins 2007, σελ. 1; Baker 1987, σελ. 17
  85. Gladstein 2009, σελίδες 105–106; Burns 2009, σελίδες 232–233
  86. Burns 2009, σελίδες 236–237
  87. Heller 2009, σελ. 303
  88. Doherty 2007, σελίδες 237–238; Heller 2009, σελ. 329; Burns 2009, σελ. 235
  89. Doherty 2007, σελ. 235; Burns 2009, σελ. 235
  90. Branden 1986, σελίδες 315–316
  91. Gladstein 1999, σελ. 14
  92. Branden 1986, σελ. 318
  93. Gladstein 1999, σελ. 16
  94. Heller 2009, σελίδες 320–321
  95. Burns 2009, σελίδες 228–229, 265; Heller 2009, σελ. 352
  96. Rand 2005, σελ. 96; Burns 2009, σελ. 266
  97. Heller 2009, σελίδες 362, 519
  98. Burns 2009, σελίδες 204–206; Heller 2009, σελίδες 322–323
  99. Britting 2004, σελ. 101
  100. Branden 1986, σελίδες 344–358
  101. Heller 2009, σελίδες 378–379
  102. Heller 2009, σελ. 411
  103. Branden 1986, σελίδες 386–389
  104. Heller 2009, σελίδες 391–393
  105. McConnell 2010, σελίδες 520–521
  106. Heller 2009, σελ. 406
  107. Heller 2009, σελ. 410
  108. Heller 2009, σελίδες 405, 410
  109. Branden 1986, σελ. 403
  110. Heller 2009, σελ. 400
  111. Rand 1992, σελίδες 1170–1171
  112. Peikoff 1991, σελίδες 2–3; Den Uyl & Rasmussen 1986, σελ. 224; Gladstein & Sciabarra 1999, σελ. 2
  113. Den Uyl, Douglas J. & Rasmussen, Douglas B. "Ayn Rand's Realism". Στο Den Uyl & Rasmussen 1986, σελίδες 3–20
  114. Peikoff 1991, σελίδες 38–39; Gotthelf 2000, σελ. 54
  115. Rand 1964, σελ. 22
  116. Rand 1982, σελίδες 62–63
  117. Salmieri & Gotthelf 2005, σελ. 1997; Gladstein 1999, σελίδες 85–86
  118. Rand 1989, σελ. 3
  119. Kukathas 1998, σελ. 55
  120. Rand 1964, σελ. 25; Badhwar & Long 2010; Peikoff 1991, σελίδες 207, 219
  121. Badhwar & Long 2010
  122. Rand 1992, σελ. 1023; Peikoff 1991, σελίδες 313–320
  123. Peikoff 1991, σελίδες 350–352
  124. Gotthelf 2000, σελίδες 91–92; Peikoff 1991, σελίδες 379–380
  125. Peikoff 1991, σελίδες 369
  126. Peikoff 1991, σελ. 367
  127. Burns 2009, σελίδες 174–177, 209, 230–231; Den Uyl & Rasmussen 1986, σελίδες 225–226; Doherty 2007, σελίδες 189–190; Branden 1986, σελ. 252
  128. Sciabarra 1995, σελίδες 266–267; Burns 2009, σελίδες 268–269
  129. Sciabarra 1995, σελίδες 280–281; Peikoff 1991, σελίδες 371–372; Merrill 1991, σελ. 139
  130. Sciabarra 1995, σελίδες 204–205
  131. Peikoff 1991, σελ. 428
  132. Sciabarra 1995, σελ. 207; Peikoff 1991, σελ. 437
  133. Rand 1992, σελ. 1171
  134. Sciabarra 1995, σελ. 12
  135. Podritske & Schwartz 2009, σελίδες 174–175
  136. Heller 2009, σελ. 42; Burns 2009, σελίδες 16, 22; Sciabarra 1995, σελίδες 100–106
  137. Rand 1997, σελ. 21; Burns 2009, σελίδες 24–25; Sciabarra 1998, σελίδες 136, 138–139
  138. Merrill 1991, σελίδες 38–39; Sciabarra 1998, σελ. 135; Loiret-Prunet, Valerie. "Ayn Rand and Feminist Synthesis: Rereading We the Living". Στο Gladstein & Sciabarra 1999, σελ. 97
  139. Badhwar & Long 2010; Sheaffer, Robert. "Rereading Rand on Gender in the Light of Paglia". Στο Gladstein & Sciabarra 1999, σελ. 313.
  140. Burns 2009, σελίδες 41, 68; Heller 2009, σελ. 42; Merrill 1991, σελίδες 47–49
  141. Burns 2009, σελίδες 303–304; Sciabarra 1998, σελίδες 135, 137–138; Mayhew, Robert. "We the Living '36 and '59". Στο Mayhew 2004, σελ. 205.
  142. Rand 1971, σελ. 4
  143. Walsh 2000
  144. Seddon 2003, σελίδες 63–81
  145. Rand 2005, σελ. 166
  146. Rand, Ayn (1999). «The Left: Old and New». Στο: Peter Schwartz, επιμ. Return of the Primitive: The Anti-Industrial Revolution. New York: Meridian. σελ. 62. ISBN 0-452-01184-1. OCLC 39281836. 
  147. Rand 1971, σελ. 1
  148. Rand 1995, σελίδες 10, 13–14
  149. 149,0 149,1 Branden 1986, σελίδες 122–124
  150. 150,0 150,1 Pruette, Lorine (1943-05-16). «Battle Against Evil». The New York Times: σελ. BR7. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2011-05-11. https://web.archive.org/web/20110511114039/http://select.nytimes.com/gst/abstract.html?res=F20610FD3D5C167B93C4A8178ED85F478485F9. Ανακτήθηκε στις 2011-04-15.  Reprinted in McGrath, Charles, επιμ. (1998). Books of the Century. New York: Times Books. σελίδες 135–136. ISBN 0-8129-2965-9. OCLC 38439024. 
  151. Paxton 1998, σελ. 120; Britting 2004, σελ. 87
  152. Berliner, Michael S. "Reviews of We the Living". Στο Mayhew 2004, σελίδες 147–151
  153. Berliner, Michael S. "Reviews of Anthem". In Mayhew 2005a, σελίδες 55–60
  154. 154,0 154,1 154,2 Berliner, Michael S. "The Fountainhead Reviews". Στο Mayhew 2006, σελίδες 77–82
  155. Rand 1995, σελ. 74
  156. 156,0 156,1 Berliner, Michael S. "The Atlas Shrugged Reviews". Στο Mayhew 2009, σελίδες 133–137
  157. Chambers, Whittaker (1957-12-08). «Big Sister is Watching You». National Review: 594–596. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2011-05-11. https://web.archive.org/web/20110511214136/http://www.nationalreview.com/articles/222482/big-sister-watching-you/flashback. Ανακτήθηκε στις 2011-04-15. 
  158. O'Connor, Flannery (1979). Fitzgerald, Sally, επιμ. The Habit of Being: Letters of Flannery O'Connor. New York: Farrar, Straus, and Giroux. σελ. 398. ISBN 0-374-52104-2. OCLC 18175642. 
  159. 159,0 159,1 Gladstein 1999, σελ. 119
  160. Burns 2009, σελίδες 193–194
  161. Hook, Sidney (1961-04-09). «Each Man for Himself». The New York Times Book Review: σελ. 28. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2011-05-11. https://web.archive.org/web/20110511114045/http://select.nytimes.com/gst/abstract.html?res=F70914F83B5B147A93CBA9178FD85F458685F9. Ανακτήθηκε στις 2011-04-15. 
  162. Vidal, Gore (1962). «Two Immoralists: Orville Prescott and Ayn Rand». Rocking the Boat. Boston: Little, Brown. σελ. 234. OCLC 291123.  Επανατύπωση από περιοδικό Esquire, Ιούλιος 1961.
  163. Rothstein, Edward (2005-02-02). «Considering the Last Romantic, Ayn Rand, at 100». The New York Times. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2011-05-12. https://web.archive.org/web/20110512144841/http://www.nytimes.com/2005/02/02/books/02rand.html?pagewanted=all. Ανακτήθηκε στις 2011-04-15. 
  164. Clark, Leslie (2007-02-17). «The philosophical art of looking out number one». The Herald. http://www.heraldscotland.com/the-philosophical-art-of-looking-out-number-one-1.835066. Ανακτήθηκε στις 2010-04-02. 
  165. Corsello, Andrew (2009-10-27). «The Bitch is Back». GQ (Condé Nast Publications). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2011-05-14. https://web.archive.org/web/20110514133528/http://www.gq.com/entertainment/books/200911/ayn-rand-dick-books-fountainhead?printable=true. Ανακτήθηκε στις 2011-04-09. 
  166. 166,0 166,1 Doherty 2007, σελ. 11
  167. «Ayn Rand Hits a Million...Again!». Ayn Rand Institute. 14 Μαΐου 2013. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 5 Ιουλίου 2013. Ανακτήθηκε στις 3 Ιουλίου 2013. 
  168. Gladstein 2003, σελίδες 384–386; Delbroy, Bibek (2006). «Ayn Rand—The Indian Connection». Στο: Machan, Tibor R, επιμ. Ayn Rand at 100. New Delhi, India: Pragun Publications. σελίδες 2–4. ISBN 81-89645-57-9. OCLC 76829742. ; Cohen, David (2001-12-07). «A growing concern». The Guardian (London). http://www.theguardian.com/education/2001/dec/07/internationaleducationnews.highereducation. Ανακτήθηκε στις 2011-04-15. 
  169. Agence France-Presse/Jiji Press, "In India, Ayn Rand never out of style", Japan Times, 2 Ιουνίου 2012, σελ. 4
  170. Riggenbach, Jeff (Φθινόπωρο 2004). «Ayn Rand's Influence on American Popular Fiction». The Journal of Ayn Rand Studies 6 (1): 91–144. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2011-05-14. https://web.archive.org/web/20110514042655/http://www.aynrandstudies.com/jars/archives/jars6-1/jars6_1jriggenbach.pdf. Ανακτήθηκε στις 2011-04-20. 
  171. Sciabarra 2004, σελίδες 8–11
  172. Sciabarra, Chris Matthew (Φθινόπωρο 2002). «Rand, Rush, and Rock». The Journal of Ayn Rand Studies 4 (1): 161–185. http://www.nyu.edu/projects/sciabarra/essays/rush.htm. Ανακτήθηκε στις 2011-04-20. 
  173. Burns 2009, σελίδες 168–171
  174. Burns 2009, σελ. 298; Branden 1986, σελ. 419
  175. Rubin, Harriet (2007-09-15). «Ayn Rand's Literature of Capitalism». The New York Times. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2011-05-12. https://web.archive.org/web/20110512144741/http://www.nytimes.com/2007/09/15/business/15atlas.html?_r=3&oref=slogin&pagewanted=print. Ανακτήθηκε στις 2011-04-15. 
  176. Sciabarra 2004, σελίδες 4–5
  177. Burns 2009, σελ. 282
  178. Sciabarra 2004, σελ. 3
  179. Alex Chadwick (host), Nick Gillespie (contributor) (2005-02-02). «Book Bag: Marking the Ayn Rand Centennial». Day to Day. National Public Radio. http://www.npr.org/templates/story/story.php?storyId=4475441. 
  180. Gladstein 1999, σελ. 128
  181. Gladstein 2009, σελ. 122
  182. Wozniak, Maurice D., επιμ. (2001). Krause-Minkus Standard Catalog of U.S. Stamps (5η έκδοση). Krause Publications. σελ. 380. ISBN 0-87349-321-4. OCLC 48663542. 
  183. Burns 2009, σελ. 258; Rand 2005, σελ. 73
  184. Powell, Jim (Μάιος 1996). «Rose Wilder Lane, Isabel Paterson, and Ayn Rand: Three Women Who Inspired the Modern Libertarian Movement». The Freeman 46 (5): 322. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2011-05-11. https://web.archive.org/web/20110511104313/http://www.thefreemanonline.org/featured/rose-wilder-lane-isabel-paterson-and-ayn-rand-three-women-who-inspired-the-modern-libertarian-movement/. Ανακτήθηκε στις 2011-04-15. 
  185. Branden 1986, σελ. 414
  186. Burns 2009, σελ. 4
  187. Burns 2004
  188. Doherty 2009, σελίδες 54
  189. Benfer, Amy (Ιούλιος–Αύγουστος 2009). «And the Rand Played On». Mother Jones. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2011-05-03. https://web.archive.org/web/20110503215311/http://motherjones.com/media/2009/07/and-rand-played. Ανακτήθηκε στις 2011-04-15. 
  190. Burns 2009, σελ. 279
  191. Gladstein 2009, σελ. 124; Heller 2009, σελ. xi; Doherty 2009, σελ. 51; Burns 2009, σελ. 283
  192. Burns 2009, σελίδες 283–284; Doherty 2009, σελίδες 51–52; Gladstein 2009, σελ. 125
  193. Gladstein 2009, σελ. 125; Doherty 2009, σελίδες 54
  194. Doherty 2009, σελίδες 51–52
  195. Burns 2009, σελ. 283
  196. Robin, Corey (2010-06-07). «Garbage and Gravitas». The Nation. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2011-05-14. https://web.archive.org/web/20110514200011/http://www.thenation.com/article/garbage-and-gravitas. Ανακτήθηκε στις 2011-04-15. 
  197. O'Neill 1977, σελ. 3
  198. 198,0 198,1 Gladstein 1999, σελ. 115
  199. Nozick, Robert (Άνοιξη 1971). «On the Randian Argument». The Personalist 52: 282–304. 
  200. Gladstein 2003, σελίδες 373–374, 379–381
  201. Gladstein 2009, σελίδες 114–122; Salmieri & Gotthelf 2005, σελ. 1995; McLemee, Scott (Σεπτέμβριος 1999). «The Heirs Of Ayn Rand: Has Objectivism Gone Subjective?». Lingua Franca 9 (6): 45–55. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2011-05-15. https://web.archive.org/web/20110515004459/http://linguafranca.mirror.theinfo.org/9909/rand.html. Ανακτήθηκε στις 2011-04-15. 
  202. Burns 2009, σελίδες 295–296
  203. Gladstein 2009, σελ. 116
  204. Gladstein 2009, σελ. 118
  205. Gotthelf 2000, σελίδες 2, 25; Thomas, William (Απρίλιος 2000). «Ayn Rand Through Two Lenses». Navigator 3 (4): 15–19. http://www.atlassociety.org/on-ayn-rand-gotthelf. 
  206. Harvey, Benjamin (2005-05-15). «Ayn Rand at 100: An 'ism' struts its stuff». Rutland Herald. Columbia News Service. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2016-03-05. https://web.archive.org/web/20160305013333/http://rutlandherald.com/apps/pbcs.dll/article?aid=%2F20050515%2Fnews%2F505150346%2F1014. Ανακτήθηκε στις 2009-06-04. 
  207. Gladstein 2003, σελ. 375
  208. Gladstein 2003, σελίδες 384–391
  209. Den Uyl & Rasmussen 1978, σελ. 203
  210. Wheeler, Jack. "Rand and Aristotle". Στο Den Uyl & Rasmussen 1986, σελ. 96
  211. Lewis, John David (20 Οκτωβρίου 2001). «Ayn Rand». The Literary Encyclopedia. Ανακτήθηκε στις 2 Αυγούστου 2009. 
  212. Sharlet, Jeff (1999-04-09). «Ayn Rand Has Finally Caught the Attention of Scholars». The Chronicle of Higher Education 45 (31): A17–A18. http://chronicle.com/article/Ayn-Rand-Has-Finally-Caught/20237/. Ανακτήθηκε στις 2011-04-15. 
  213. 213,0 213,1 Huemer, Michael (22 Ιανουαρίου 2010). «Why Ayn Rand? Some Alternate Answers». Cato Unbound. Ανακτήθηκε στις 18 Αυγούστου 2012. 
  214. Humer, Michael (Άνοιξη 2002). «Is Benevolent Egoism Coherent?». The Journal of Ayn Rand Studies 3 (2): 259–288. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2011-09-15. https://web.archive.org/web/20110915095043/http://www.aynrandstudies.com/jars/archives/jars3-2/jars3_2mhuemer.pdf. Ανακτήθηκε στις 2014-02-14. 
  215. Murray, Charles (2010). «Who is Ayn Rand?». The Claremont Institute. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 4 Ιουνίου 2010. Ανακτήθηκε στις 7 Δεκεμβρίου 2012. 
  216. Bass, Robert H. (Άνοιξη 2006). «Egoism versus Rights». The Journal of Ayn Rand Studies 7 (2): 329–349. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2012-11-05. https://web.archive.org/web/20121105111109/http://www.aynrandstudies.com/jars/archives/jars7-2/jars7_2rbass1.pdf. Ανακτήθηκε στις 2014-02-14. 
  217. Burns 2009, σελίδες 280–281; Gladstein 2009, σελίδες 19, 114
  218. Gladstein 2009, σελ. 117
  219. Gladstein 2009, σελίδες 116–117; Burns 2009, σελ. 297

Αναφερόμενες πηγές

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]