Μετάβαση στο περιεχόμενο

Ένωση του Λούμπλιν

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Η Ένωση του Λούμπλιν, από τον Γιαν Ματέικο (1869).

Η Ένωση του Λούμπλιν (πολωνικά: unia lubelska, λιθουανικά: Liublino unija) υπογράφηκε την 1η Ιουλίου 1569 στο Λούμπλιν, Πολωνία, και δημιούργησε την Πολωνο-Λιθουανική Κοινοπολιτεία. Αντικατέστησε μια προσωπική ένωση του Στέμματος του Βασιλείου της Πολωνίας και του Μεγάλου Δουκάτου της Λιθουανίας με μια πραγματική ένωση και εκλογική μοναρχία, καθώς ο Σιγισμούνδος Β' έμεινε άτεκνος μετά από τρεις γάμους. Επιπλέον, εγκαταλείφθηκε η αυτονομία της Βασιλικής Πρωσίας. Το δουκάτο της Λιβονίας, συνδεδεμένο στη Λιθουανία με την ένωση του Γκρόντο (1566), έγινε συγκυρίαρχο στην Κοινοπολιτεία.[1]

Ηγεμόνας της Κοινοπολιτείας ήταν ένας εκλεγμένος μονάρχης, ο οποίος διατελούσε τα καθήκοντα του βασιλιά της Πολωνίας και του μεγάλου δούκα της Λιθουανίας, και κυβερνητικό σώμα ήταν κοινή γερουσία και κοινοβούλιο (το Σέιμ). Η ένωση ήταν επαναστατικό στάδιο στη συμμαχία Πολωνίας και Λιθουανίας, ένωση την οποία επέβαλε η δύσκολη θέση της Λιθουανίας στους πολέμους με τη Ρωσία.[2][3][4]

Η Πόλωνία και το Μεγάλο Δουκάτο της Λιθουανίας το 1526 (πάνω) και μετά την Ένωση του Λούμπλιν το 1569 κάτω.

Η ένωση του Λούμπλιν ήταν η τελευταία από μια σειρά συνθηκών από τα τέλη του 14ου αιώνα, με πρώτη την ένωση του Κρέβο το 1385, οι οποίες κατοχύρωναν τη συμμαχία Πολωνίας και Λιθουανίας. Πριν την υπογραφή της συμφωνίας υπήρχαν παρατεταμένες συζητήσεις, καθώς οι Λιθουανοί ευγενείς φοβόντουσαν ότι θα χάσουν την εξουσία τους, καθώς με την ένωση θα ήταν νομικά ίσοι με την πολυάριθμοι πολωνική αριστοκρατία. Όμως, η Λιθουανία βρισκόταν σε δυσχερή θέση λόγω των πολέμων με τη Μοσχοβία και στο δεύτερο μισό του 16ου αιώνα αντιμετώπιζε την απειλή της πλήρους ήττας στον λιβονικό πόλεμο και προσάρτησή του στη Ρωσία. Από την άλλη, η πολωνική αριστοκρατία ήταν διστακτική να βοηθήσει τη Λιθουανία χωρίς να λάβει κάτι σε αντάλλαγμα. Όμως, η πολωνική και λιθουανική ελίτ ενδυνάμωσαν του δεσμούς τους και οργάνωσαν κοινές στρατιωτικές επιχειρήσεις τη δεκαετία του 1560.[5] Ο Σιγισμούνδος Β΄ Αύγουστος, βασιλιάς της Πολωνίας και μεγάλος δούκας της Λιθουανίας, βλέποντας την απειλή της Λιθουανίας και τελικά της Πολωνίας, επεδίωξε την ένωση, αποκτώντας περισσότερους υποστηρικτές μέχρι που είχε αρκετή υποστήριξη ώστε να επιβληθεί στους γαιοκτήμονες της Ουκρανίας οι οποίοι ήταν ενάντιοι στην ένωση.[6] Εμφανές κίνητρο ήταν ότι ο Σιγισμούνδος ήταν ο τελευταίος Γιαγελόνος και δεν είχε ούτε παιδιά ούτε αδέλφια για να κληρονομήσουν τον θρόνο. Έτσι, η ένωση ήταν μια προσπάθεια να διατηρηθεί η συνέχεια του έργου της δυναστείας του από την προσωπική ένωση της Πολωνίας και της Λιθουανίας με τον γάμο της Γιαντβίγκα της Πολωνίας με τον Βλαντισλάβ Β΄ Γιαγκέλο. Η ένωση ήταν μία από τις συνταγματικές αλλαγές που απαιτούνταν για τη δημιουργία μια επίσημης αιρετής μοναρχίας η οποία θα ηγεμόνευε και τις δύο περιοχές.[6]

Το Σέιμ συνήλθε τον Ιανουάριο του 1569 κοντά στην πολωνική πόλη Λούμπλιν, αλλά δεν υπήρξε συμφωνία. Ένα από τα σημεία διαφωνίας ήταν το δικαίωμα των Πολωνών να εγκατασταθούν και να είναι ιδιοκτήτες γης στο μεγάλο δουκάτο. Αφότου το μεγαλύτερο μέρος της λιθουανικής αντιπροσωπίας με επικεφαλής τον βοϊβόδα του Βίλνιους Μικολάι Ράντζιβιλ αποχώρησε από του Λούμπλιν την 1η Μαρτίου, ο βασιλιάς ανακοίνωσε την ενσωμάτωση του στέμματος της Ποντλαχίας, Βολινίας και Κιέβου, με μεγάλη αποδοχή από τους τοπικούς ευγενείς.[7][8] Το Μπάτσλαβ και η ανατολική Ποντολία μεταφέρθηκαν επίσης στην Πολωνία. Αυτά τα ιστορικά εδάφη των Ρως αποτελούν περίπου τη μισή έκταση της σύγχρονης Ουκρανίας και αποτελούσαν σημαντικό τμήμα του Μεγάλου Δουκάτου της Λιθουανίας. Οι ευγενείς Ρως θέλησαν να εκμεταλλευτούν τις οικονομικές και πολιτικές ευκαιρίες που προσέφεραν οι Πολωνοί και οι πλειοψηφία τους ήθελαν οι εκτάσεις του να γίνουν τμήμα του Πολωνικού Στέμματος.[9]

Οι Λιθουανοί αναγκάστηκαν να επιστρέψουν στο Σέιμ με αρχηγό τον Γιαν Ιερονιμοβιτς Τσοντκίεβιτς και να συνεχίσουν τις διαπραγματεύσεις χρησιμοποιώντας διαφορετική τακτική από τον Μικολάι Ράντζιβιλ. Αν και η πολωνική γερουσία ήθελε πλήρη ενσωμάτωση του Μεγάλου Δουκάτου στο Στέμμα της Πολωνία, οι Λιθουανοί συνέχισαν να αντιτίθενται και συμφώνησαν στη δημιουργία ενός ομοσπονδιακού κράτους. Στις 28 Ιουνίου 1569, άρθηκαν οι τελευταίες ενστάσεις, και τις 4 Ιουλίου, η ένωση υπογράφηκε από τον βασιλιά στο κάστρο του Λούμπλιν.[7]

  1. Dybaś, Bogusław (2006). «Livland und Polen-Litauen nach dem Frieden von Oliva (1660)». Στο: Willoweit, Dietmar· Lemberg, Hans, επιμ. Reiche und Territorien in Ostmitteleuropa. Historische Beziehungen und politische Herrschaftslegitimation. Völker, Staaten und Kulturen in Ostmitteleuropa (στα Γερμανικά). 2. Munich: Oldenbourg Wissenschaftsverlag. σελίδες 51–72,109. ISBN 3-486-57839-1. 
  2. Dvornik, Francis, The Slavs in European History and Civilization, Rutgers University Press, ISBN 0-8135-0799-5, Google Print, p.254
  3. Norman Davies, God's Playground: A History of Poland in Two Volumes, Oxford University Press, ISBN 0-19-925339-0, Google Print, p.50
  4. W. H. Zawadzki, A Man of Honour: Adam Czartoryski as a Statesman of Russia and Poland, 1795-1831, Oxford University Press, 1993, ISBN 0-19-820303-9, Google Print, p.1
  5. Norman Davies, God's Playground: A History of Poland in Two Volumes, Oxford University Press, p.151
  6. 6,0 6,1 Norman Davies, God's Playground: A History of Poland in Two Volumes, Oxford University Press, p.153
  7. 7,0 7,1 Lukowski, Jerzy· Zawadzki, Hubert (2001). A Concise History of Poland (1η έκδοση). Cambridge University Press. σελίδες 63–64. ISBN 9780521559171. 
  8. Riasanovsky, Nicholas V. (1999). A History of Russia (6η έκδοση). New York: Oxford University Press. ISBN 9780195121797. 
  9. Magocsi, Paul Robert (1996). A History of Ukraine (1η έκδοση). Toronto University Press. σελ. 149. ISBN 9780295975801. 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]