Μετάβαση στο περιεχόμενο

Ότφριντ φον Βάισενμπουργκ

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ότφριντ φον Βάισενμπουργκ
Μνημείο στο Βισεμβούργο
Γενικές πληροφορίες
Γέννηση790 (περίπου)[1]
Θάνατος875
Χώρα πολιτογράφησηςΓερμανία
Θρησκευτικό τάγμαΤάγμα του Αγίου Βενέδικτου
Εκπαίδευση και γλώσσες
Ομιλούμενες γλώσσεςΠαλαιά άνω γερμανική γλώσσα
Μεσαιωνικά Λατινικά
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταποιητής
συγγραφέας[2]
μεταφραστής
βιβλιοθηκονόμος
καθολικός ιερέας
Αξιοσημείωτο έργοLiber evangeliorum
d:Q18589414
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Ο Ότφριντ φον Βάισενμπουργκ (γερμανικά: Otfrid von Weißenburg‎‎, π. 800 - π. 870) ήταν μοναχός στο αβαείο του Βάισενμπουργκ και ο συγγραφέας της ευαγγελικής σύνοψης Το βιβλίο των Ευαγγελίων, το πρώτο και πιο εκτενές ποιητικό έργο της παλαιάς άνω γερμανικής λογοτεχνίας. Το βιβλικό ποίημα είναι γραμμένο στη νότια ρηνο-φραγκονική διάλεκτο της παλαιάς άνω γερμανικής και ολοκληρώθηκε μεταξύ 863 και 871. Θεωρείται ο πρώτος γνωστός ποιητής στη γερμανική γλώσσα.[3]

Βιογραφικά στοιχεία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Ότφριντ φον Βάισενμπουργκ γεννήθηκε γύρω στο 800. Ως μοναχός, θεολόγος και λόγιος, ήταν σημαντική προσωπικότητα στην Ανατολική Φραγκία επί βασιλείας του Καρολίγγειου ηγεμόνα Λουδοβίκου του Γερμανού, εγγονού του Καρλομάγνου που κυβέρνησε από το 843 έως το 876. Το μόνο που είναι γνωστό για τη νεότητα του Ότφριντ είναι ότι τέθηκε υπό τη φροντίδα του αβαείου του Βάισενμπουργκ, σημερινό Βισεμβούργο στην Αλσατία, ακριβώς στα σύνορα με τη Ρηνανία-Παλατινάτο, στην πρώιμη παιδική του ηλικία για να ακολουθήσει μια θρησκευτικά καθορισμένη σταδιοδρομία. Γύρω στο 830 ολοκλήρωσε την εκπαίδευσή του στη μονή της Φούλντα. Το 830 χειροτονήθηκε ιερέας.

Ο Ότφριντ πιθανότατα αργότερα εργάστηκε σε εξέχουσα θέση στη βασιλική αυλή. Σε κάθε περίπτωση, από το 847 περίπου βρισκόταν στο Βάισενμπουργκ, όπου εμφανίζεται ως συγγραφέας, βιβλιοθηκάριος, ερμηνευτής των ιερών κειμένων και γραμματικός, υπεύθυνος για τη διδασκαλία των αρχαρίων. Η ημερομηνία θανάτου του είναι γύρω στο 870. [4]

Για το μεγαλύτερο μέρος της μοναστικής του ζωής ο Ότφριντ ασχολήθηκε με τη διδασκαλία και την επεξήγηση κειμένων στα λατινικά, μεταξύ των οποίων σχόλια για κείμενα της Λατινικής Βίβλου και γλωσσάρια για τα Ευαγγέλια. Επίσης, ενδιαφέρθηκε για την επέκταση της βιβλιοθήκης της μονής, όπως προκύπτει από την αυξημένη δραστηριότητα του σκριπτόριου την περίοδο αυτή. Έγραψε όχι μόνο στα λατινικά αλλά και στη δημοτική γλώσσα της εποχής.

Το βιβλίο των Ευαγγελίων

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Χειρόγραφο στη βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου της Χαϊδελβέργης

Μετά από τουλάχιστον είκοσι χρόνια εργασίας, ολοκλήρωσε το Βιβλίο των Ευαγγελίων (Evangelienbuch) γραμμένο στη Φραγκονική του Νότιου Ρήνου, διάλεκτο της παλαιάς άνω γερμανικής, το πρώτο λογοτεχνικό έργο στη γλώσσα που εξελίχθηκε στα σύγχρονα γερμανικά. Πρόκειται για ένα ποίημα περίπου 7.104 στίχων με το οποίο εισήγαγε την ομοιοκαταληξία του μεσαιωνικού στίχου αντικαθιστώντας την παλιά γερμανική παρηχητική ομοιοκαταληξία. [5]Χωρίζεται σε πέντε βιβλία με επικεφαλίδες, επισκοπήσεις κεφαλαίων και προλόγους στίχων. Το κείμενο είναι μια χρονολογικά διατεταγμένη αφήγηση της ζωής του Ιησού βασισμένη στα τέσσερα Ευαγγέλια σε μια αλληγορική και ηθική ερμηνεία και περιλαμβάνει χωρία με ηθικοπλαστικό περιεχόμενο για τη σωτηρία του αναγνώστη. Συνοδεύεται από 4 ολοσέλιδες εικονογραφήσεις (φωτισμούς) όπως η είσοδος του Χριστού στην Ιερουσαλήμ την Κυριακή των Βαΐων και η σκηνή της Σταύρωσης. Σήμερα σώζονται τέσσερα χειρόγραφα, ένα από τα οποία εκτίθεται στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Αυστρίας στη Βιέννη και φέρει διορθώσεις που θεωρείται ότι έγιναν από τον ίδιο τον συγγραφέα. [6]

Όπως συνηθιζόταν για θρησκευτικά κείμενα αυτού του είδους εκείνη την εποχή, ο Ότφριντ αφιέρωσε το έργο του σε σημαντικές προσωπικότητες της εποχής του. Η πρώτη αφιέρωση απευθύνεται στον Λουδοβίκο τον Γερμανό, βασιλιά της Ανατολικής Φραγκίας, και είναι γραμμένη στα παλαιά ανώτερα γερμανικά. Είναι ενδιαφέρον ότι οι άλλες δύο αφιερώσεις είναι γραμμένες στα λατινικά και απευθύνονται σε κληρικούς: τον Σολομώντα Α', επίσκοπο της Κωνσταντίας († 871) και τους μοναχούς του αβαείου του Αγίου Γάλλου, Χάρτμουτ και Βέρινμπερτ.[7]