Μετάβαση στο περιεχόμενο

Αδαμίτες

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Οι Αδαμίτες ή Αδαμιανοί ήταν αιρετικοί Χριστιανοί που επεδίωκαν να ξαναδημιουργήσουν την αθωότητα των πρωτοπλαστων στα εγκόσμια. Το ιδιάζον χαρακτηριστικό τους είναι ότι παραπλήσιες θρησκευτικές κοινότητες με αυτή τη βασική ιδέα έσβησαν και επανεμφανίσθηκαν τουλάχιστον τρεις φορές, κατά την αρχαιότητα, τον δυτικό Μεσαίωνα και τη νεότερη εποχή, και είναι γνωστές όλες με την παραπάνω ονομασία.

Οι αρχαίοι Αδαμίτες

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι Αδαμίτες πρωτοπαρουσιάσθηκαν σε πρωτοχριστιανικές κοινότητες στη Βόρεια Αφρική τον 2ο και τον 3ο αιώνα. Υπάρχουν διάφορες καταγραφές για την προέλευσή τους. Ορισμένοι πίστευαν ότι υπήρξαν γέννημα των καρποκρατιστών Γνωστικών, που υποστήριζαν έναν μυστικισμό των αισθήσεων. Ο Θεοδώρητος Κύρου (Haer. Fab., I, 6) είχε αυτή την άποψη και τους ταύτιζε με τις ελευθεριάζουσες σέκτες των οποίων οι συνήθειες περιγράφονται από τον Κλήμεντα. Αντιθέτως, άλλοι συγγραφείς τους θεωρούν παραπλανημένους οπαδούς του ασκητισμού, που επεδίωξαν να εξορκίσουν τις σαρκικές επιθυμίες με επιστροφή σε απλές συνήθειες και με την κατάργηση του γάμου.

Ο Άγιος Επιφάνιος και ο Ιερός Αυγουστίνος αναφέρουν ονομαστικά την αίρεση και περιγράφουν τις πρακτικές τους: Οι Αδαμίτες αποκαλούσαν την κοινότητά τους «Παράδεισο», ισχυριζόμενοι ότι τα μέλη τους ήσαν αποκατεστημένα στην κατάσταση της πρωταρχικής αθωότητας του Αδάμ και της Εύας. Συνακόλουθα, επιδίδονταν στον «ιερό γυμνισμό», εκκλησιαζόμενοι ολόγυμνοι, τόσο οι άνδρες όσο και οι γυναίκες, απέρριπταν τον θεσμό του γάμου ως άγνωστον στην Εδέμ, ισχυριζόμενοι ότι δεν θα είχε υπάρξει ποτέ αν δεν είχε προϋπάρξει η αμαρτία. Ζούσαν επίσης υιοθετώντας τον απόλυτο αντινομιανισμό, υποστηρίζοντας πως, οτιδήποτε κι αν έπρατταν, οι πράξεις τους δεν μπορούσαν να είναι ούτε καλές, ούτε κακές.[1] Οι αρχαίοι αυτοί Αδαμίτες παρήκμασαν και έσβησαν κατά τον 4ο και 5ο αιώνα.

Οι νεότεροι Αδαμίτες

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Η σύλληψη νεο-Αδαμιτών σε δημόσια πλατεία στο Άμστερνταμ

Παραπλήσιες ιδέες και συνήθειες με τις παραπάνω επανεμφανίσθηκαν στην κεντρική και δυτική Ευρώπη περισσότερες από μία φορές. Κατά τον Μεσαίωνα αναβίωσαν[1] τον 13ο αιώνα στην Ολλανδία, στα πλαίσια της αδελφότητας του Ελεύθερου Πνεύματος, και στη Βοημία από τους Ταμπορίτες. Σε άλλη μορφή τέτοιες τάσεις απαντώνται τον 14ο αιώνα στους Βεγάρδους στη Γερμανία. Παντού όλες οι παραπάνω κινήσεις αντιμετώπισαν τη σταθερή αντίθεση της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας.

Πιο συγκεκριμένα, το 1419 μία σέκτα των Ταμποριτών αποσχίσθηκε από τους άλλους. Γνωστοί ως «Βοημοί Αδαμίτες», άρχισαν να περιφέρονται γυμνοί σε πόλεις και χωριά, κηρύσσοντας ότι «ο Θεός κατοικούσε στους Αγίους των Τελευταίων Ημερών» και ότι ο γάμος ήταν αμάρτημα. Ο ιστορικός Νόρμαν Κον έγραψε: «Ενώ οι Ταμπορίτες ήσαν αυστηρά μονογαμικοί, σε αυτή τη σέκτα ο ελεύθερος έρωτας φαίνεται ότι αποτελούσε τον κανόνα. Οι Αδαμίτες διεκήρυτταν ότι οι αγνοί ήσαν ανάξιοι να εισέλθουν στη Βασιλεία των Ουρανών ... Η σέκτα επιδιδόταν ιδιαίτερα σε τελετουργικούς γυμνούς χορούς γύρω από μια φωτιά. Πραγματικά αυτοί οι άνθρωποι φαίνεται πως περνούσαν μεγάλο μέρος του χρόνου τους γυμνοί, αψηφώντας το κρύο και ισχυριζόμενοι ότι ευρίσκονταν στην κατάσταση της αθωότητας του Αδάμ και της Εύας.» Ο Κον σχολιάζει επίσης ότι οι Αδαμίτες επεκρίνονταν από άλλους Ταμπορίτες επειδή «δεν σκέπτονταν καν να βιοπορισθούν από την εργασία των χεριών τους». Στη θεωρητική βάση της νεότερης αιρέσεως υπεισέρχεται και ο πανθεϊσμός: Αφού ο Θεός ενυπάρχει σε καθετί, ο άνθρωπος δεν μπορεί να αμαρτήσει όταν ακολουθεί τους νόμους της φύσης, διότι ακόμη και οι ορμές και τα ένστικτα είναι και αυτά έργα του Θεού.

Οι «Πικαρδοί» (Picards), όπως τους ονόμαζαν στη Βοημία, πήραν στην κατοχή τους ένα νησάκι στον ποταμό Νεζάρκα της νότιας Βοημίας και ζούσαν κοινοβιακά, επιδιδόμενοι στον γυμνισμό, στον ελεύθερο έρωτα, την άρνηση του γάμου και της ατομικής ιδιοκτησίας. Ο Γιαν Ζίσκα, ο ηγέτης των Ουσσιτών, σχεδόν εξάλειψε αυτή την αίρεση το 1421, καταλαμβάνοντας το νησί τους.[2] Από την άλλη, αναφέρεται την ίδια εποχή ως εξαπλωμένη στη Βοημία και στη Μοραβία, αν και μισούμενη από τους Ουσσίτες επειδή οι Αδαμίτες απέρριπταν το δόγμα της μετουσιώσεως και το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, καθώς και την ιεροσύνη.[3]

Με τη διάσπαση των Προτεσταντών κατά τους Πολέμους των Τριών Βασιλείων τον 17ο αιώνα, Αδαμίτες καταγράφονται και πάλι στον Catalogue of the Several Sects and Opinions in England.[4]

Μία αναβίωση των αδαμιτικών δογμάτων έλαβε χώρα στη Βοημία (περιοχή του Χρούντιμ) μετά το 1781, εξαιτίας του διατάγματος ανεξιθρησκίας του Αυτοκράτορα Ιωσήφ Β΄. Αυτή η ομάδα Αδαμιτών αναφέρεται για πρώτη φορά το 1783. Αλλά ενώ σε λίγο περιορίστηκε, παρουσιάστηκε και πάλι σε μερικά χωριά της Βοημίας. Αυτοί οι Αδαμιανοί επονομάσθηκαν «Μαροκίτες», επειδή ισχυρίζονταν ότι θα ερχόταν κάποιος από το Μαρόκο για να καταλύσει τον Ρωμαιοκαθολικισμό. Η τελευταία έγκυρη αναφορά για την ύπαρξη Αδαμιτών χρονολογείται από το 1849.


  1. 1,0 1,1
     
    Μία ή περισσότερες προτάσεις από το προηγούμενο κείμενο ενσωματώνει κείμενο από έκδοση που είναι πλέον κοινό κτήμαChisholm, Hugh, επιμ.. (1911) «Adamites» Εγκυκλοπαίδεια Μπριτάννικα 1 (11η έκδοση) Cambridge University Press, σελ. 174 
  2. Konstantin von Höfler: Geschichtsquellen Böhmens, I, σσ. 414, 431.
  3.  Rines, George Edwin, επιμ. (1920). «Adamites». Encyclopedia Americana.  (Αγγλικά)
  4. Goldie, Mark (2000). «The Search for Religious Liberty 1640-1690». Στο: Morrill, John, επιμ. The Oxford Illustrated History of Tudor and Stuart Britain. Oxford University Press. ISBN 978-0-19-289327-7.