Αιγυπτιακή χήνα
Αιγυπτιακή χήνα | ||||||||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Ενήλικη αιγυπτιακή χήνα
| ||||||||||||||||
Κατάσταση διατήρησης | ||||||||||||||||
Συστηματική ταξινόμηση | ||||||||||||||||
| ||||||||||||||||
Διώνυμο | ||||||||||||||||
Alopochen aegyptiaca (Χηναλώπηξ ο αιγυπτιακός) [i] (Linnaeus, 1766) |
Η Αιγυπτιακή χήνα [ii] είναι υδρόβιο νηκτικό πτηνό της οικογενείας των Νησσιδών. Η επιστημονική ονομασία του είδους είναι Alopochen aegyptiaca και δεν περιλαμβάνει υποείδη.[2]
Παρόλο που πρόκειται για αφρικανικό είδος, λόγω του εντυπωσιακού της παρουσιαστικού, η αιγυπτιακή χήνα έχει εισαχθεί σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες (λ.χ. Ηνωμένο Βασίλειο, Ολλανδία, κ.α.), ακόμη και στην Ασία και την Αμερική,[3] ενώ σε πολλές άλλες αποτελεί έκθεμα των ζωολογικών κήπων.[4]
Ονοματολογία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η επιστημονική ονομασία του γένους Alopochen αποτελεί λατινικό νεολογισμό και προέρχεται από την ελληνική Χηναλώπηξ, με τη μία λέξη να αποτελεί αναστροφή της άλλης στα επί μέρους συνθετικά τους: [ χηναλώπηξ (ο) < χήν- ός (ο) + αλώπηξ- εκος (η)] [5]
Η λέξη χηναλώπηξ απαντά σε αρχαία κείμενα υπό τον τύπο χηναλωπέκειος, «των ωών φασί πρωτεύειν τα των ταών μεθ’ ά είναι τα χηναλωπέκεια» (Αθήν. 58), είτε ως συντετμημένος τύπος χηνέλωψ και χηνάλοπες (Ησύχ.), αλλά και ως υποκοριστικός τύπος χηναλωπεκιδεύς -έος (Αιλ. π. Ζ 7, 47). Σύμφωνα με το «Λεξικό Liddell-Scott» απαντά και στους Ηρόδοτο (2, 72), Αριστοφάνη (Όρνιθες, 1295) και Αριστοτέλη (Ιστορικά, 8, 3, 16).[6]
- Η συχνή αναφορά στο πτηνό δείχνει ότι οι αρχαίοι Έλληνες, τουλάχιστον οι Αθηναίοι, ήσαν αρκετά εξοικειωμένοι μαζί του, γεγονός που σημαίνει είτε ότι υπήρχε ως κατοικίδιο, είτε ότι τούς ήταν γνωστό από τις εμπορικές τους συναλλαγές με τους Αιγυπτίους (βλ. και Κουλτούρα). [εκκρεμεί παραπομπή]
Τα επί μέρους συνθετικά του γένους παραπέμπουν στις λέξεις χήνα και αλεπού. Για την πρώτη, γίνεται συσχετισμός με τα χαρακτηριστικά του πτηνού που είναι ενδιάμεσα μεταξύ χήνας και πάπιας (βλ. Συστηματική Ταξινομική). Για τη δεύτερη, όμως, υπάρχουν δύο απόψεις: σύμφωνα με την πρώτη, η σχέση του πτηνού με την αλεπού οφείλεται στο χρωματισμό του πτερώματος της ράχης και της «μάσκας» του προσώπου (βλ. Μορφολογία).[7] Σύμφωνα με τη δεύτερη, και πλέον πιθανή εκδοχή, η ονομασία οφείλεται στο ότι το πτηνό συνηθίζει να φωλιάζει σε τρύπες, όπως το θηλαστικό, κάτι για το οποίο γίνεται αναφορά στο «Λεξικό Liddell-Scott»: «είδος χηνός διαιτωμένης εν οπαίς, ευρισκομένης δε εν Αιγύπτω».[6]
Η επιστημονική ονομασία του είδους, καθώς και η αγγλική (Egyptian goose) και ελληνική λαϊκή ονομασία του, παραπέμπουν στην κύρια χώρα καταγωγής του (Αίγυπτος).
- Αξιοσημείωτο είναι ότι, ενώ η λατινική ονομασία του γένους (Alopochen) του πτηνού είναι γένους (γραμματική) θηλυκού, η αντίστοιχη ελληνική (Χηναλώπηξ) είναι γένους αρσενικού.
Συστηματική ταξινομική
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το είδος περιγράφηκε για πρώτη φορά, το 1766, από τον Λινναίο στη Αίγυπτο), στο έργο του Systema Naturae με την ονομασία Anas aegyptiaca.[4]
Η αιγυπτιακή χήνα θεωρείται στενά συνδεδεμένη με τις βαρβάρες (Tadorna sp.) και τους συγγενείς τους, και τοποθετείται μαζί τους στην υποοικογένεια Tadorninae. Είναι το μόνο σωζόμενο μέλος του γένους Alopochen, στο οποίο συμπεριλαμβάνονται πρόσφατα εξαφανισμένα είδη. Δεδομένα mtDNA (ακολουθία κυτοχρώματος b) υποδηλώνουν ότι οι φυλογενετικές σχέσεις των γενών Alopochen και Tadorna χρήζουν περαιτέρω διερεύνησης.[8]
Στην ελληνική ορνιθολογική βιβλιογραφία εμφανίζεται ο όρος χηνόπαπιες ως απόδοση του λατινικού όρου Tadorninae για την υποοικογένεια. Ωστόσο, δεν υπάρχει καμία μεταφραστική βάση για την απόδοση αυτή και ο όρος είναι απολύτως τεχνητός, βασιζόμενος στα ενδιάμεσα χαρακτηριστικά του πτηνού.
Γεωγραφική κατανομή και μεταναστευτική συμπεριφορά
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η αιγυπτιακή χήνα είναι επιδημητικό/καθιστικό είδος σε όλες τις επικράτειες της φυσικής της εξάπλωσης,[9] που είναι μεγάλο τμήμα της υποσαχάριας Αφρικής, καθώς και η Κοιλάδα του Νείλου. Αναπαράγεται σε όλες τις περιοχές νότια της Σαχάρας, ενώ κατά τη διάρκεια του χειμώνα μετακινείται προς κάποιες περιοχές βορειότερα των εδαφών αναπαραγωγής, πάντοτε όμως νοτίως της Σαχάρας.[10] Μπορεί να κάνει εποχικές μετακινήσεις (νομαδικές ή διασποράς) που σχετίζονται με τη διαθεσιμότητα του νερού [9][11][12] Επίσης, πραγματοποιεί ετήσιες μετα-αναπαραγωγικές μεταναστεύσεις έκδυσης (moult) σε αγαπημένες περιοχές με ύδατα.[12]
Ωστόσο το είδος απαντά σε πολλές άλλες, άσχετες με την αφρικανική ήπειρο περιοχές, επειδή έχει εισαχθεί σε αυτές για διαφορετικούς λόγους (βλ. Κατάσταση πληθυσμού). Έτσι, μπορεί να τη δει κανείς από το Ηνωμένο Βασίλειο και το Βέλγιο, μέχρι τη Φλόριδα των ΗΠΑ και το Κατάρ της Ασίας, όπου, είτε έχει εγκλιματιστεί ως κατοικίδιο, είτε έχει διαφύγει της αιχμαλωσίας και αναπαράγεται ως επιγενές είδος. Φυσικά, αποτελεί έκθεμα πολλών ζωολογικών κήπων σε όλο τον κόσμο. Ιστορικά έχει αναφερθεί και από τα Βαλκάνια και την Ουγγαρία, μάλιστα κατά τον 19ο αιώνα υπήρχε στη Βουλγαρία.[13]
Τυχαίοι, περιπλανώμενοι επισκέπτες έχουν αναφερθεί μεταξύ άλλων από την Αλγερία, την Γκάνα και το Τόγκο, την Ισπανία, την Ουγγαρία και την Κύπρο, το Ομάν και την Κίνα.[14]
Βιότοπος
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το είδος απαντά σε ευρύ φάσμα υγροτόπων γλυκού νερού σε ανοικτές εκτάσεις, από το επίπεδο της θάλασσας έως και τα 4.330μ. (Αιθιοπία),[9][10] στους οποίους συμπεριλαμβάνονται ταμιευτήρες, φράγματα, λεκάνες, μεγάλες και μικρές λίμνες, ποτάμια, έλη, αποχετευτικά έργα, εκβολές ποταμών και παράκτια νησιά [12] (αν και γενικά απουσιάζουν από τις παράκτιες περιοχές).[11]. Επομένως, δείχνει μια προτίμηση σε σώματα νερού με ανοιχτές όχθες κοντά σε λιβάδια, λειμώνες και καλλιεργήσιμες εκτάσεις για βοσκή,[9] ενώ, γενικά, αποφεύγει περιοχές με πυκνή βλάστηση.[9][10]
Μορφολογία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η αιγυπτιακή χήνα είναι από τα πλέον χαρακτηριστικά είδη πτηνών, που ξεχωρίζει εύκολα λόγω του πολύχρωμου παρουσιαστικού της, με σαφώς οριοθετημένες περιοχές. Ενώ τα χρώματά της θυμίζουν έντονα πάπιες, η σιλουέτα της «πλησιάζει» περισσότερο προς τις χήνες.
Το ενήλικο άτομο έχει γενικά γκριζόφαιο κεφάλι, λαιμό, στήθος, κάτω επιφάνεια, πλευρές και ράχη, αλλά υπάρχουν έντονες πιο σκούρες, καφέ-σοκολατί αποχρώσεις στον αυχένα και στα άνω καλυπτήρια των πτερύγων (στέγαστρα). Υπάρχει μια πολύ χαρακτηριστική, σκούρα σοκολατί, κυκλική περιοχή γύρω από τον οφθαλμό που δίνει την εντύπωση ότι το πτηνό έχει «μαυρισμένο» μάτι (sic). Τα πρωτεύοντα ερετικά φτερά, τα πηδαλιώδη και το ουροπύγιο είναι μαύρα. Τα δευτερεύοντα ερετικά έχουν πράσινο ιριδίζον χρώμα, ενώ τα ανώτερα στέγαστρα είναι λευκά, εκτός από μια πολύ λεπτή μαύρη γραμμή που εκτείνεται κατά μήκος των μεγάλων δευτερευόντων καλυπτηρίων.[15]. Αυτό το τελευταίο χαρακτηριστικό είναι ιδιαίτερα ευδιάκριτο κατά την πτήση.
Άλλα χαρακτηριστικά είναι η δασύτριχη, «αναμαλλιασμένη» (shaggy) σκούρα καφέ περιοχή στον λαιμό και το σκούρο, γυαλιστερό πράσινο κάτοπτρο. Το ράμφος, οι ταρσοί και τα πόδια είναι σαρκόχρωμα ροζ, με μαύρα νύχια. Το ράμφος περιβάλλεται από σκούρο περιθώριο, ενώ στην άκρη του διακρίνεται ο μαυριδερός όνυχας.
Υπάρχει ένα σημαντικό ποσοστό ατόμων με διαφορετικό χρωματικό τόνο στο πτέρωμα, με κάποια πουλιά πιο γκρίζα (γκρίζα «φάση») και άλλα πιο καφετί (καφέ «φάση»), αλλά αυτό δεν εξαρτάται από το φύλο ή την ηλικία. Γενικά, τα αρσενικά δεν μπορούν να διακριθούν από τα θηλυκά από το πτέρωμά τους, μολονότι μπορεί να είναι κάπως μεγαλύτερα σε μέγεθος.[15] Μελέτη δείχνει ότι το αρσενικό έχει πιο φωτεινά χρώματα και πιο μεγάλη, σκοτεινή περιοχή στο στήθος.[16] Πολλοί ερευνητές διακρίνουν το θηλυκό από τη χαρακτηριστική «τρομπετοειδή» φωνή του, σε αντίθεση με το αρσενικό που αρθρώνει πιο μαλακά καλέσματα.
Τα νεαρά άτομα είναι πιο «μουντά», χωρίς σκούρα περιοχή στο στήθος και γύρω από τους οφθαλμούς, με στέμμα κεφαλιού καφετί, όχι ασπριδερό. Το ράμφος, οι ταρσοί και τα πόδια είναι γκρίζα.
Βιομετρικά στοιχεία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Ολικό μήκος σώματος: 63 έως 71 (-75) εκατοστά
- Άνοιγμα πτερύγων: 134 έως 154 εκατοστά
- Βάρος: ♂ 1,9 έως 2,25 κιλά, ♀ 1,5 έως 1,8 κιλά
(Πηγές:[17][18][19][20][21][22][23][24][25][26][27])
Τροφή
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Οι αιγυπτιακές χήνες τρέφονται κυρίως με φυτικό υλικό, όπως σπέρματα, φύλλα και βλαστούς άγριων φυτών, βολβοκονδύλους του Cyperus sp. , αλλά και των καλλιεργειών [9][12] (π.χ. καλαμπόκι, σιτάρι, βρώμη, μηδική, αράπικα φιστίκια και κριθάρι [12] και κόνδυλους πατάτας).[9] Επίσης μπορεί να καταναλώνoυν φύκια και υδρόβια ζιζάνια.[12] Από ζωικό υλικό, προτιμούν σκουλήκια, ακρίδες,[28] νύμφες τερμιτών,[12] μαλάκια και καρκινοειδή.[23] Αναζητούν την τροφή τους κατά τη διάρκεια της ημέρας,[12] κυρίως νωρίς το πρωί και αργά το απόγευμα.[15]
Ηθολογία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Εκτός αναπαραγωγικής περιόδου, οι αιγυπτιακές χήνες μπορεί να συναθροίζονται σε σμήνη που αποτελούνται από εκατοντάδες ή χιλιάδες άτομα (π.χ. κατά τη διάρκεια της έκδυσης), αν και απαντούν συχνότερα κατά ζεύγη ή μικρές ομάδες.[12] Παρά το ότι θέλουν να έχουν πρόσβαση σε νερό, αρέσκονται να αναζητούν την τροφή τους αρκετά μακριά από αυτό, ενώ πολλές φορές εποπτεύουν τον χώρο από κτήρια, δένδρα.[22] ή μισοβυθισμένα βράχια.[25] Όταν το πτηνό αλλάζει πτέρωμα, κολυμπάει και καταδύεται αρκετά συχνά.[25]
Φωνή
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Δείγματα φωνής (εξωτερικός σύνδεσμος)
Αναπαραγωγή
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η χρονική στιγμή της περιόδου αναπαραγωγής σε αυτό το, μοναχικά αναπαραγόμενο, πτηνό ποικίλλει γεωγραφικά, με κάποια ζεύγη σε ορισμένες περιοχές να φωλιάζουν την άνοιξη ή στο τέλος της ξηρής περιόδου,[9] ενώ άλλοι πληθυσμοί φωλιάζουν καταμεσίς του χειμώνα (Νότια Αφρική), σε περίοδο που δεν αντιστοιχεί κατ 'ανάγκη με την τοπική διαμόρφωση των βροχοπτώσεων.[29] Στην Αγγλία, οι εκεί επιγενείς πληθυσμοί, αρχίζουν να αναπαράγονται Μάρτιο με Απρίλιο.[30]
Οι εταίροι συνήθως ζευγαρώνουν εφ’ όρου ζωής και, κατά την αναπαραγωγή, γίνονται επιθετικοί και διεκδικητικοί του ζωτικού τους χώρου, συχνά καταδιώκοντας τους «εισβολείς» στον αέρα και εμπλεκόμενοι σε «αερομαχίες».[31] Μάλιστα, είναι συχνό το φαινόμενο να σκοτώνουν τους νεοσσούς της γειτονικής φωλιάς για την επιβίωση των δικών τους, καθώς και για την εξασφάλιση περισσοτέρων διατροφικών πόρων.[32]
Οι θέσεις φωλιάσματος είναι εξαιρετικά ποικίλες [10] και μπορεί να είναι πυκνή βλάστηση στο έδαφος,[9][10][11][12] καλαμιώνες, κάτω από θάμνους ή δένδρα,[12] λαγούμια σε αναχώματα,[11] τρύπες και κουφάλες σε δέντρα,[9] βραχώδη γείσα σε ορθοπλαγιές, αγροτικά κτίσματα, σπήλαια,[12] καθώς και εγκαταλειμμένες φωλιές άλλων πουλιών,[9][10][12] έως 60 μ. πάνω από το έδαφος.[11] Στην πλειονότητα των περιπτώσεων οι θέσεις αυτές βρίσκονται κοντά σε νερό.[10] 1988). Η φωλιά είναι ένα ρηχό βύθισμα επιστρωμένο με φυτικό υλικό,[9][11] ή φτερά και πτίλα.[30]
Η γέννα πραγματοποιείται άπαξ σε κάθε περίοδο φωλιάσματος και αποτελείται από 5 έως 8 (-9-10) αβγά, διαστάσεων 70,5 Χ 50,3 χιλιοστών,[30] που επωάζει το θηλυκό για 28-30 ημέρες. Τα αβγά ζυγίζουν 97 γραμμάρια, περίπου, εκ των οποίων το 11% είναι κέλυφος.[33]
Οι νεοσσοί είναι φωλεόφυγοι και, πολύ γρήγορα, είναι σε θέση να ακολουθούν τους γονείς τους στο νερό. Επιτηρούνται και από τους δύο γονείς, ενώ πτερώνονται στις 70-75 ημέρες.[33]
Απειλές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το είδος δέχεται πιέσεις από κυνήγι και δηλητηριάσεις σε τμήματα της επικρατείας του, επειδή θεωρείται επιβλαβές για τις καλλιέργειες.[12] Επίσης, κυνηγιέται και για «σπορ»,[9] αν και όχι σε μεγάλους αριθμούς.[12]
Κατάσταση πληθυσμού
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η αιγυπτιακή χήνα παρά τις επί μέρους διώξεις που υφίσταται σε κάποιες περιοχές της επικρατείας της, δεν φαίνεται να διατρέχει κάποιο σοβαρό κίνδυνο που να την απειλεί άμεσα, γι’ αυτό και αξιολογείται ως Ελαχίστης Ανησυχίας (LC) από την IUCN.[34]
Πολλά πτηνά που είχαν εισαχθεί σε διάφορες χώρες για καλλωπιστικούς -κυρίως- λόγους, «δραπέτευσαν» και, αφού εγκλιματίστηκαν στο νέο περιβάλλον, άρχισαν να αναπαράγονται με επιτυχία. Αυτό συνέβη σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες, κυρίως όμως στο Ηνωμένο Βασίλειο, όπου το είδος θεωρείται επιγενές στην Α. Αγγλία (Νόρφοκ). Άλλωστε, η αιγυπτιακή χήνα είχε εισαχθεί εκεί, ήδη από το 1785.[35]
Επίσης, το ίδιο συνέβη και στην πολιτεία της Φλόριντα των ΗΠΑ, όπου, μεταξύ Σεπτεμβρίου και Νοεμβρίου του 2002, καταγράφηκε το πρώτο φώλιασμα.[36]
Κουλτούρα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το πτηνό θεωρείτο ιερό από τους αρχαίους Αιγυπτίους, και απεικονίστηκε σε πολλά από τα έργα τέχνης τους. Ήταν αφιερωμένη στις Θήβες, ως ιερό πουλί του Άμμωνα, που γέννησε το «κοσμικό αβγό».
Υπήρξαν οικόσιτα, εξημερωμένα ζώα, όχι μόνον από τους Αιγυπτίους αλλά και από τους αρχαίους Έλληνες και τους Ρωμαίους ως καλλωπιστικά πτηνά, αλλά και από άλλους αφρικανικούς λαούς, οι περισσότεροι από τους οποίους τα εξέτρεφαν για το κρέας τους.[37]
Άλλες ονομασίες
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η Αιγυπτιακή χήνα αναφέρεται και με την ονομασία Αλωπόχηνα.[18]
Σημειώσεις
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]i. ^ Άλλη λόγια ονομασία είναι Χην ο αιγυπτιακός.[38]
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ Howard and Moore, p. 63
- ↑ Howard and Moore, p. 64
- ↑ Braun
- ↑ 4,0 4,1 http://ibc.lynxeds.com/species/egyptian-goose-alopochen-aegyptiacus
- ↑ ΠΛΜ: 61, 513
- ↑ 6,0 6,1 http://myria.math.aegean.gr/lds/data/volD/pdf/pg_0632.pdf
- ↑ http://en.wikipedia.org/wiki/Egyptian_goose
- ↑ Sraml et al
- ↑ 9,00 9,01 9,02 9,03 9,04 9,05 9,06 9,07 9,08 9,09 9,10 9,11 9,12 del Hoyo et al
- ↑ 10,0 10,1 10,2 10,3 10,4 10,5 10,6 Madge & Burn
- ↑ 11,0 11,1 11,2 11,3 11,4 11,5 Brown et al
- ↑ 12,00 12,01 12,02 12,03 12,04 12,05 12,06 12,07 12,08 12,09 12,10 12,11 12,12 12,13 12,14 Kear
- ↑ Kolbe, p. 147
- ↑ http://www.iucnredlist.org/details/full/22679993/0
- ↑ 15,0 15,1 15,2 Johnsgard
- ↑ Todd
- ↑ Mackworth-Praed & Grant
- ↑ 18,0 18,1 Mullarney et al, p. 46
- ↑ Avon & Tilford, p. 74
- ↑ Flegg, p. 68
- ↑ Heinzel et al, p. 62
- ↑ 22,0 22,1 Harrison & Greensmith, p. 76
- ↑ 23,0 23,1 Perrins, p. 78
- ↑ Bruun, p. 56
- ↑ 25,0 25,1 25,2 Scott & Forrest, p. 50
- ↑ http://www.ibercajalav.net
- ↑ Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα
- ↑ del Hoyo
- ↑ G. Cumming in litt. 2011
- ↑ 30,0 30,1 30,2 Harrison, p. 82
- ↑ MacLean & Roberts
- ↑ Egyptian Goose, Honolulu Zoo
- ↑ 33,0 33,1 http://blx1.bto.org/birdfacts/results/bob1700.htm
- ↑ http://www.iucnredlist.org/details/22679993/0
- ↑ Sharrock
- ↑ fosbirds.org
- ↑ Dohner
- ↑ ΠΛ: 12, 960
Βιβλιογραφία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Howard and Moore, Checklist of the Birds of the World, 2003.
- Bertel Bruun, Birds of Britain and Europe, Hamlyn 1980.
- Bob Scott and Don Forrest, The Birdwatcher’s Key, Frederick Warne & Co, 1979
- Christopher Perrins, Birds of Britain and Europe, Collins 1987.
- Colin Harrison & Alan Greensmith, Birds of the World, Eyewitness Handbooks, London 1993
- Colin Harrison, Nests, Eggs and Nestlings Of British and European Birds, Collins, 1988.
- Dennis Avon and Tony Tilford, Birds of Britain and Europe, a Guide in Photographs, Blandford 1989
- Detlef Singer, Field Guide to Birds of Britain and Northern Europe, The Crowood Press, Swindon 1988
- Hermann Heinzel, RSR Fitter & John Parslow, Birds of Britain and Europe with North Africa and Middle East, Collins, 1995
- Jim Flegg, Field Guide to the Birds of Britain and Europe, New Holland, London 1990
- Mary Taylor Gray, The Guide to Colorado Birds, Westcliffe Publishers, 1998
- Peter Colston and Philip Burton, Waders of Britain and Europe, Hodder & Stoughton, 1988
- Killian Mullarney, Lars Svensson, Dan Zetterström, Peter J. Grant, Τα Πουλιά της Ελλάδας Της Κύπρου και της Ευρώπης, ΕΟΕ, 2007
- R. Grimmett, C. Inskipp, T. Inskipp, Birds of Nepal, Helm 2000
- Γιώργος Σφήκας, Πουλιά και Θηλαστικά της Κρήτης, Ευσταθιάδης, 1989
- Γιώργος Σφήκας, Πουλιά και Θηλαστικά της Κύπρου, Ευσταθιάδης, 1991
- Πάπυρος Λαρούς, εκδ. 1963 (ΠΛ)
- Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα, εκδ. 1996 (ΠΛΜ)
- Ιωάννη Όντρια (I), Πανίδα της Ελλάδας, τόμος Πτηνά.
- Ιωάννη Όντρια (II), Συστηματική Ζωολογία, τεύχος 3.
- Ντίνου Απαλοδήμου, Λεξικό των ονομάτων των πουλιών της Ελλάδας, 1988.
- Σημαντικές Περιοχές για τα Πουλιά της Ελλάδας (ΣΠΕΕ), ΕΟΕ 1994
- «Το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλουμένων Σπονδυλοζώων της Ελλάδας», Αθήνα 1992
- Ιωάννου Χατζημηνά, Επίτομος Φυσιολογία, εκδ. Γρ. Παρισιάνου, Αθήνα 1979
- Βασίλη Κλεισούρα, Εργοφυσιολογία, εκδ. Συμμετρία, Αθήνα 1990
- Γεωργίου Δ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Αθήνα 2002
- Linnaeus, Carolus (1758). Systema naturae per regna tria naturae, secundum classes, ordines, genera, species, cum characteribus, differentiis, synonymis, locis. Tomus I. Editio decima, reformata (in Latin). Holmiae (Laurentii Salvii).
Πηγές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Brown, L. H.; Urban, E. K.; Newman, K. 1982. The birds of Africa vol I. Academic Press, London.
- Delany, S.; Scott, D. 2006. Waterbird population estimates. Wetlands International, Wageningen, The Netherlands.
- del Hoyo, J.; Elliot, A.; Sargatal, J. 1992. Handbook of the Birds of the World, vol. 1: Ostrich to Ducks. Lynx Edicions, Barcelona, Spain.
- Dohner, Janet V. (2001). The Encyclopedia of Historic and Endangered Livestock and Poultry Breeds. Yale University Press. ISBN 030013813X
- IUCN. 2012. IUCN Red List of Threatened Species (ver. 2012.1). Available at: http://www.iucnredlist.org. (Accessed: 19 June 2012).
- Johnsgard, P. A. 1978. Ducks, geese and swans of the World. University of Nebraska Press, Lincoln and London.
- Kear, J. 2005. Ducks, geese and swans volume 1: general chapters; species accounts (Anhima to Salvadorina). Oxford University Press, Oxford, U.K.
- Kolbe Hartmut: Die Entenvögel der Welt. Ulmer Verlag, Stuttgart, 1999, ISBN 3-8001-7442-1
- MacLean, Gordon L., Roberts, Austin; “Roberts Birds of Southern Africa”. Pub. Hyperion Books 1988. ISBN 978-1-85368-037-3
- Mackworth-Praedc. W.,and C. H. B. Grant, 1980. African handbook of birds; Vol. 1. Longman Group Limited, London.
- Madge, S.; Burn, H. 1988. Wildfowl. Christopher Helm, London.
- Sharrock, J. T. R. 1977. The atlas of breeding birds in Britain and Ireland. T. and A.D.Poyser, LTD., Staffordshire, England.
- Sraml, M.; Christidis, L.; Easteal, S.; Horn, P. & Collet, C. (1996): Molecular Relationships Within Australasian Waterfowl (Anseriformes). Australian Journal of Zoology 44(1): 47-58. doi:10.1071/ZO9960047
- Todd, F. S. 1979. Waterfowl, ducks, geese and swans of the World. Sea World Press; Harcourt Brace Jovanovich, New York.