Ακρόπρωρο
Το Ακρόπρωρο, (επίσημα ακρόπρωρον), κοινώς στη ναυτική διάλεκτο "φιγούρα" ή "γοργόνα",είναι η γλυπτή διακοσμητική παράσταση ανθρωπόμορφων θρησκευτικών ή εθνικών συμβόλων, η οποία στόλιζε παλαιότερα την άκρη της πλώρης των πλοίων.
Ιστορικό
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το ακρόπρωρο είναι η γλυπτή ανθρωπόμορφη διακοσμητική παράσταση που στόλιζε παλαιότερα την πλώρη των πλοίων. Λεγόταν επίσης και «αντιπρόσωπον» γιατί αντιπροσώπευε και προσωποποιούσε το πλοίο. Αποτελούσε την ταυτότητά και το σήμα του πλοίου, το «επίσημον», και έδινε το όνομά του σε αυτό. Ήταν επίσης το διακριτικό με το οποίο αναγνωριζόταν ο κυβερνήτης του[1]. Η θέση του ήταν μπροστά στην πλώρη και συνήθως η απόληξη της τροπίδας (το κοράκι όπως το ονομάζουν), στερεωμένο πάνω σ’ αυτό με κάποια κλίση προς τα εμπρός κάτω από το άλμπουρο (το μπαστούνι)[2].
Οι μορφές των ακροπρώρων ανταποκρίνονταν στην ονομασία του πλοίου, τόσο στα εμπορικά όσο και στα πολεμικά. Στις πολεμικές συγκρούσεις η ήττα και η αιχμαλωσία του πολεμικού πλοίου χαρακτηρίζεται από την απόσπαση του ακροπρώρου και των άλλων στολισμάτων από τον εχθρό τα οποία αφιερώνονταν από το νικητή στους ναούς[3]. Σπάνια ήταν η περίπτωση να λείπουν αυτά τα διακριτικά και διακοσμητικά στοιχεία από ένα πλοίο. Σε ανάλογες περιπτώσεις το πλοίο αναφερόταν ως «αχάρακτον» ή «άσημον» αναγνωρίζοντας έμμεσα ότι δεν αποτελούσε σημαντικό μέρος ενός στόλου[1].
Περιγραφή
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Οι μορφές των ακροπρώρων ποίκιλαν. Αναπαριστούσαν θεούς, ήρωες, νύμφες, είχαν τη μορφή άγριων ζώων, τρομακτικών και αποτρεπτικών δρακόντων με σκοπό να φοβίζουν τον εχθρό και να καταπραΰνουν τη θάλασσα προστατεύοντας το πλοίο και το πλήρωμά του[1]. Τόσο στην αρχαιότητα όσο και αργότερα κατά τον μεσαίωνα, ήταν παράδοση να φέρουν τα πολεμικά πλοία θηριώδεις μορφές στην πλώρη τους[1]. Ο Ηρόδοτος σημειώνει ότι τα ακρόπρωρα των πλοίων των Σαμίων παρίσταναν κεφαλή κάπρου.
Τα νεότερα χρόνια κυριαρχεί η γυναικεία μορφή με τα μαλλιά να ανεμίζουν και να συγκρατούνται από κάποια ταινία. Έφερε φόρεμα με πολλές πτυχώσεις και τριγωνικό άνοιγμα στο στήθος ενώ η κίνηση των χεριών της έκανε πιο ζωντανή την εικόνα της προσωποποιώντας το καράβι. Συχνά συναντιόταν η μορφή της γοργόνας και του πολεμιστή με το κράνος[2].
Τις παραμονές της επανάστασης του 1821, τα ελληνικά πλοία διακοσμούνταν με ακρόπρωρα στην πλώρη και με συμβολικές παραστάσεις στην πρύμνη που κατασκευάζονταν μαζί με το πλοίο, από το ίδιο ξύλο (συνήθως πεύκο) και από τους ίδιους ντόπιους τεχνίτες σύμφωνα με την επιθυμία του νοικοκύρη που είχε παραγγείλει το πλοίο. Χρησιμοποιούσαν συχνά τα ονόματα της Παναγίας και των Αγίων ενώ με τον καιρό άρχισαν να κυριαρχούν ονόματα από την αρχαία ελληνική ιστορία και μυθολογία όπως π.χ. Θεμιστοκλής, Άρης, Σόλων, Αγαμέμνων, Επαμεινώνδας, Λεωνίδας κ.ά[4].
Πολλά ακρόπρωρα της εποχής εκείνης σώζονται και εκτίθενται σήμερα στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο στην Αθήνα, καθώς και στο Ναυτικό Μουσείο Ελλάδος στον Πειραιά.
«Ακροστόλιον»
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το «ακροστόλιον» αποτελούσε το σύνολο των στολισμάτων του πλοίου. Τα στολίδια ήταν σκαλιστά ή ζωγραφιστά και κοσμούσαν τα άκρα του πλοίου (την πλώρη και την πρύμνη). Το πιο σημαντικό βρισκόταν στην πλώρη και λεγόταν «ακρόπρωρο» ενώ εκείνο της πρύμνης «άφλαστο»[1].
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Βιβλιογραφία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Ι.Κ. ΜΑΖΑΡΑΚΗΣ-ΑΙΝΙΑΝ (2007), Τα ακρόπρωρα του Εθνικού Ιστορικού Μουσείου, εκδ. Ι.Ε.Ε.Ε., Αθήνα.