Ακόλουθος (Βυζάντιο)
Ακόλουθος ήταν βυζαντινό αξίωμα με ποικίλες αρμοδιότητες κατά την πάροδο του χρόνου. Αρχικά ήταν κατώτατος αξιωματούχος της αυτοκρατορικής φρουράς της Βίγλας, που είχε συσχετιστεί με την διοίκηση της φημισμένης Βαράγγειας φρουράς του 11ου-12ου αιώνα.
Ιστορία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο τίτλος μαρτυρείται για πρώτη φορά στα τέλη του 9ου αιώνα, όταν το Κλητορολόγιον του 899 τον αναφέρει ως έναν από τους ανώτερους αξιωματικούς του τάγματος της Βίγλας ή Αριθμού[1]. Τον 9ο - 10ο αιώνα, οι ακόλουθοι (που συχνά ονομάζονταν ἀκόλουθοι τοῦ ἀριθμοῦ, για να τονιστεί η σχέση τους με την Βίγλα / Αριθμό) ήταν αναπληρωτές του διοικητή του συντάγματος, του δρουγγάριου της Βίγλας, του ισοδύναμου των προξίμων και μανδατόρων των δύο ανωτέρων ταγμάτων, των Σχολών και των Εξκουβιτόρων. Ήδη από τότε ωστόσο συσχετίστηκε με την διοίκηση ξένων μισθοφόρων, κυρίως Φράγκων[2].
Από τις αρχές του 11ου αιώνα, ο δρουγγάριος της Βίγλας επιφορτίστηκε με δικαστικά και αστυνομικά καθήκοντα στην Κωνσταντινούπολη, και η θέση του Ακολούθου απέκτησε διοικητική ανεξαρτησία. Διατήρησε όμως την σύνδεσή της με τους μισθοφόρους, κυρίως με την Βαράγγειο Φρουρά[1], η οποία από την εποχή των Κομνηνών έγινε ένα από τα κύρια και πιο ανθεκτικά σώματα της αυτοκρατορικής σωματοφυλακής[3].
Τον 12ο αιώνα ωστόσο, οι Ακόλουθοι αναφέρονται κυρίως σε σχέση με διπλωματικές αποστολές[1]. Ακόλουθος εξακολουθεί να ονομάζεται ο επικεφαλής των Βαράγγων στα μέσα του 14ου αιώνα στο Βιβλίο Αξιωμάτων του ψευδο-Κωδινού, αλλά ο τελευταίος επιβεβαιωμένος κάτοχος της θέσης ήταν ένας κάποιος Ιωάννης Νομικόπουλος το 1199[1]. Ο ιστορικός Ροντόλφ Γκιγιάν εντούτοις θεώρησε πολύ πιθανό ότι η θέση συνέχισε να υπάρχει μέχρι το τέλος της αυτοκρατορίας, παρόλο που δεν κατονομάζονται κάτοχοι του τίτλου[4]. Σύμφωνα με τον ψευδο-Κωδινό, κατείχε την 51η θέση στην ιεραρχία των ανακτόρων, ήταν πάντα στον στενό κύκλο του αυτοκράτορα και επικουρούνταν από τους Πριμικήριους των Βαράγγων. Στο ίδιο έργο αναφέρει επίσης το διακριτικό του ένδυμα: ένα σκιάδιο με χρυσό κέντημα, ένα μεταξωτό καββάδιον και ένα τελετουργικό καπέλο που ονομαζόταν σκαράνικον, καλυμμένο με βελούδο και επένδυση από κόκκινη φούντα[3]. Στην Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας (1204–1461), ο Ακόλουθος ήταν γνωστός και ως χουρτζής, τίτλος άγνωστης προέλευσης που συνδέεται πιθανώς με παρόμοιους περσικούς ή γεωργιανούς τίτλους που σημαίνουν «υπηρέτης»[5].
Γνωστοί κάτοχοι του τίτλου
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Μερικοί Ακόλουθοι αναφέρονται ονομαστικά στις πηγές. Ένας πατρίκιος Μιχαήλ υπηρέτησε ως Ακόλουθος υπό τον Κωνσταντίνο Θ΄ Μονομάχο (1042–1055), και ήταν ενεργός ως στρατηγός ενάντια στους Πετσενέγους και τους Σελτζούκους Τούρκους[3]. Κάποιος ονόματι Ναμπίτης κατείχε το αξίωμα στις αρχές της βασιλείας του Αλεξίου Α΄ Κομνηνού (1081–1118)[6]. Υπό τον Μανουήλ Α΄ Κομνηνό (1143–1180), ο Ακόλουθος Στέφανος στάλθηκε από τον αυτοκράτορα για να συνοδεύσει και να καθοδηγήσει τον Κορράδο Γ΄ της Γερμανίας ενώ διέσχιζε το βυζαντινό έδαφος κατά τη διάρκεια της Δεύτερης Σταυροφορίας (1147). Περί το 1160/61, το αξίωμα κατέλαβε ο Βασίλειος Καματηρός και λίγο αργότερα ο Ισαάκ Ααρών, ο οποίος πρόδωσε την εμπιστοσύνη του αυτοκράτορα και τυφλώθηκε το 1171[3]. Ο τελευταίος γνωστός κάτοχος του αξιώματος, ο Ιωάννης Νομικόπουλος, πιστοποιείται σε χρυσόβουλο του Αλεξίου Γ΄ Αγγέλου (1195–1203) του 1199[1] [4]. Μερικές σφραγίδες Ακολούθων είναι επίσης γνωστές, αλλά δεν μπορούν να χρονολογηθούν ή να ταυτοποιηθούν με βεβαιότητα[4].
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ 1,0 1,1 1,2 1,3 1,4 ODB, σελ. 42.
- ↑ Guilland 1960, σελ. 80.
- ↑ 3,0 3,1 3,2 3,3 Guilland 1960.
- ↑ 4,0 4,1 4,2 Guilland 1960, σελ. 83.
- ↑ Guilland 1960, σελ. 81 σημ. 22.
- ↑ Guilland 1960, σελ. 82.
Πηγές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- (Αγγλικά) Kazhdan, Alexander, επιμ. (1991). The Oxford Dictionary of Byzantium. Οξφόρδη και Νέα Υόρκη: Oxford University Press. ISBN 0-19-504652-8.
- Guilland, Rodolphe (1960). «Études sur l'histoire administrative de l'empire byzantin: les commandants de la garde impériale, l'ἐπὶ τοῦ στρατοῦ et le juge de l'armée» (στα French). Revue des études byzantines 18 (18): 79–96. doi:. http://www.persee.fr/web/revues/home/prescript/article/rebyz_0766-5598_1960_num_18_1_1221.