Μετάβαση στο περιεχόμενο

Αλαμαννοί

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
(Ανακατεύθυνση από Αλεμάννοι)
Περιοχή όπου εγκαταστάθηκαν Αλαμαννοί και τοποθεσίες μαχών εναντίον των Ρωμαίων, από τον 3ο έως τον 6ο αιώνα.

Οι Αλαμαννοί ή Αλαμανοί (ή, λαϊκότερα, Αλεμάνοι, Αλλεμάνοι, λατινικά Alemanni, γερμανικά Alamannen) ήταν ομάδα γερμανικών φυλών στον Άνω Ρήνο. Ο Δίων Κάσσιος τους αναφέρει για πρώτη φορά, στο πλαίσιο της εκστρατείας του Καρακάλλα το 213. Αργότερα οι Αλαμαννοί επεκτάθηκαν στη σημερινή Αλσατία και τη βόρεια Ελβετία.

Το 496 κατακτήθηκαν από τον Φράγκο βασιλιά Κλόβι Α΄ και ενσωματώθηκαν στις κτήσεις του. Αναφερόμενοι ως ειδωλολάτρες σύμμαχοι των χριστιανών Φράγκων, οι Αλαμαννοί σταδιακά εκχριστιανίστηκαν κατά τη διάρκεια του 7ου αιώνα. Μέχρι τον 8ο αιώνα, η φραγκική κυριαρχία στην Αλεμανία ήταν ως επί το πλείστον κατ' όνομα. Μετά από μία εξέγερση, ο Καρλομάγνος ο Α' εκτέλεσε τους Αλαμαννούς ευγενείς και εγκατέστησε Φράγκους δούκες.

Οι Αλαμαννοί ήταν αρχικά μια συμμαχία δυτικών γερμανικών φυλών που κατοικούσαν στην περιοχή του άνω Μάιν, παραποτάμου του Ρήνου στη σημερινή Γερμανία. Η ακριβής φύση αυτής της συμμαχίας, όπως και η ενδεχόμενη ύπαρξη φυλετικών δεσμών μεταξύ των μελών της, παραμένουν ασαφείς. Θεωρούνται απόγονοι του γερμανικού φύλου των Σουηβών. Οι τελευταίοι, υπό τον φύλαρχο Αριόβιστο, μαζί με άλλες συγγενικές φυλές, επιχείρησαν μια μεγάλης κλίμακας εισβολή στη Γαλατία τον 1ο π.Χ. αιώνα με σκοπό τη μόνιμη εγκατάσταση, αλλά ηττήθηκαν κατά κράτος από τον Ιούλιο Καίσαρα και επέστρεψαν στα ανατολικά του Ρήνου εδάφη. Μια από τις πιο πρώιμες αναφορές στο όνομα Αλαμαννοί είναι το προσωνύμιο Αλαμαννικός (Alamannicus) που υιοθέτησε ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Καρακάλλας (212-217), διεκδικώντας έτσι τον τίτλο του νικητή τους.

Από τον 1ο μ.Χ. αιώνα και μετά ο Ρήνος είχε καταστεί το όριο μεταξύ της ρωμαϊκής Γαλατίας και της Γερμανίας. Εκατέρωθεν του ποταμού κατοικούσαν γερμανικές και κελτικές φυλές, όπως και φυλές που προήλθαν από την ανάμιξη των προηγουμένων. Οι Ρωμαίοι χώρισαν τα παραρρήνια εδάφη τους σε Άνω Γερμανία (λατ. Germania Superior, σημερινή δυτική Ελβετία, νοτιοδυτική Γερμανία και Αλσατία) και Κάτω Γερμανία (λατ. Germania Inferior, σημερινές δυτικές και νότιες Κάτω Χώρες και Βόρεια Ρηνανία-Βεστφαλία), που βρίσκονταν στον άνω και κάτω ρου του Ρήνου αντίστοιχα. Οι Αλαμαννοί κατά περιόδους διενεργούσαν επιδρομές στη ρωμαϊκή επαρχία της Άνω Γερμανίας, χωρίς όμως να απειλήσουν σοβαρά τη ρωμαϊκή κυριαρχία στην περιοχή.

Η επόμενη μεγάλη επιδρομή έγινε το 268 μ.Χ. επί αυτοκράτορα Γαλλιηνού. Οι Ρωμαίοι είχαν αποσύρει αρκετά στρατεύματα από το Ρήνο για την αντιμετώπιση των Γότθων στον Δούναβη, και οι Αλαμαννοί λεηλάτησαν εκτεταμένες περιοχές της Γαλατίας και της βόρειας Ιταλίας. Ωστόσο, τελικά ηττήθηκαν και επανέκαμψαν στη Γερμανία χωρίς να ενοχλήσουν την αυτοκρατορία για αρκετά χρόνια. Η πιο γνωστή μάχη τους εναντίον των Ρωμαίων ήταν η μάχη του Αργεντοράτου (Argentoratum, σημερινό Στρασβούργο) το 357, όπου κατατροπώθηκαν από τον μετέπειτα αυτοκράτορα Ιουλιανό. Μάλιστα, ο βασιλιάς τους αιχμαλωτίστηκε και μεταφέρθηκε στη Ρώμη. Το ίδιο σκηνικό επαναλήφθηκε λίγα χρόνια αργότερα (366) από τον Ουαλεντινιανό Α΄.

Τελικά, το 406 εισέβαλαν για τελευταία φορά στη Γαλατία και εγκαταστάθηκαν στις περιοχές της σημερινής Αλσατίας και σε μεγάλο τμήμα της Ελβετίας. Οι σύγχρονες πηγές περιγράφουν γλαφυρά τις καταστροφές και λεηλασίες από τις επιδρομές των Αλαμαννών, που έφτασαν βαθιά μέσα στη γαλατική ενδοχώρα. Λόγω της αδυναμίας των Ρωμαίων να υπερασπιστούν επαρκώς τα εδάφη τους, οι Αλαμαννοί, όπως και πολλοί άλλοι γερμανικοί λαοί (Φράγκοι, Γότθοι, κ.ά.) ίδρυσαν ανεξάρτητη ηγεμονία στα εδάφη μεταξύ Στρασβούργου και Άουγκσμπουργκ. Το κράτος αυτό (βασίλειο ή δουκάτο) επιβίωσε μέχρι το 496. Το έτος αυτό οι Αλαμαννοί υπέστησαν την καθοριστική για τη μετέπειτα πορεία τους ήττα από τους Φράγκους του Χλωδοβίκου Α΄). Η ηγεμονία τους διασπάστηκε. Το μεγαλύτερό της τμήμα, το δυτικό, προσαρτήθηκε στο φραγκικό βασίλειο και στο εξής κυβερνιόταν από Φράγκο δούκα. Το ανατολικό, με επίκεντρο τα εδάφη γύρω από τη λίμνη της Κωνσταντίας, περιήλθε στο οστρογοτθικό βασίλειο του Θεοδώριχου, αλλά το 536 ο νέος βασιλιάς των Οστρογότθων Ουίτιγις παραχώρησε τις αλαμαννικές του κτήσεις στους Φράγκους, με αντάλλαγμα τη βοήθειά τους στον πόλεμο εναντίον της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας που διεξαγόταν εκείνη την περίοδο στην Ιταλία από τον Βελισάριο. Οι δούκες της Αλαμαννίας διορίζονταν έκτοτε από τους Φράγκους βασιλείς ή είχαν δεσμούς με την αυλή τους. Δεν έλλειψαν περιστατικά ανταρσίας, όπως αυτή του Λανφρίδου εναντίον του Καρόλου Μαρτέλου, με την κατάπνιξη της οποίας χάθηκε και το τελευταίο ίχνος ανεξαρτησίας. Η Αλαμαννία ενσωματώθηκε στο βασίλειο της Αυστρασίας και παραχωρήθηκε από τον Κάρολο Μαρτέλο στον γιο του Καρλομάνο. Ο τελευταίος έπνιξε στο αίμα το 746 την τελευταία αλαμαννική εξέγερση υπό τον Θευδοβάλδο, αδελφό του Λανφρίδου, και αφάνισε την αλαμαννική αριστοκρατία. Το 843 το δουκάτο της Αλαμαννίας έγινε επαρχία του ανατολικού γερμανικού βασιλείου, προδρόμου της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, και διατηρήθηκε με το όνομα αυτό μέχρι το 1268. Από τον 10ο αιώνα όμως το δουκάτο άρχισε να αναφέρεται ως Δουκάτο της Σουαβίας, ονομασία που τελικά επικράτησε.

Οι Αλαμαννοί αρχικά είχαν παρόμοιες με τα υπόλοιπα γερμανικά φύλα θρησκευτικές πεποιθήσεις και δοξασίες. Με την κατάκτησή τους από τους χριστιανούς Φράγκους, αρχίζει και ο δικός τους εκχριστιανισμός (6ος–8ος αι.). Ο πρώτος που επιχείρησε να τους προσηλυτίσει στη νέα πίστη ήταν ο Ιρλανδός Άγιος Κολουμβανός (Columbanus) και ο μαθητής του Γάλλος (Gall). Ο απόστολος των Αλαμαννών ανέλαβε (πριν το 612) την ιεραποστολική επισκοπή της Κωνσταντίας (Konstanz), αλλά στην αρχή τα αποτελέσματα ήταν σχετικά πενιχρά. Ένας έντονος συγκρητισμός επικράτησε, με τα χριστιανικά στοιχεία να είναι τις περισσότερες φορές επιφανειακά. Ωστόσο οι βάσεις είχαν τεθεί και κατά τον επόμενο αιώνα (7ο) ο χριστιανισμός είχε το προβάδισμα μέχρι που επικράτησε εντελώς (8ος αιώνας).

Από την εποχή του Καρόλου Μαρτέλου οι Αλαμαννοί έχασαν όποια αυτοδιάθεση είχαν μέχρι τότε στα πλαίσια του φραγκικού βασιλείου. Σήμερα ο όρος αλαμαννικά (Alemannisch) είναι γλωσσολογικός όρος και αναφέρεται στην Αλαμαννική γλώσσα, διάλεκτο της γερμανικής. Ομιλείται από περίπου 10 εκατομμύρια ανθρώπους σε έξι διαφορετικές χώρες, στην Ελβετία, στην Αυστρία (Φόραρλμπεργκ), στο Λίχτενσταϊν, στη Γαλλία (Αλσατία), στην Ιταλία και στη νότια Γερμανία (Βάδη-Βυρτεμβέργη).

Σε κάποιες σύγχρονες ρομανικές γλώσσες με τον όρο Αλεμανία και Αλεμάνοι/Αλαμανοί χαρακτηρίζονται η Γερμανία και οι Γερμανοί αντίστοιχα: στην καστιλιανική ισπανικά Alemania ονομάζεται η χώρα και Alemán οι κάτοικοί της, στα πορτογαλικά Alemanha η χώρα και alemão η γλώσσα, στα γαλλικά Allemagne και allemand αντίστοιχα. Επίσης στα περσικά Almaani ονομάζεται γενικά η γερμανική εθνοφυλετική ομάδα και Almaan το σύγχρονο γερμανικό κράτος.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]