Μετάβαση στο περιεχόμενο

Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία
Heiliges Römisches Reich
Χάιλιγκες Ρέμισες Ράιχ

 

 

800/962 – 1806
 

 

Σημαία Έμβλημα
Πρωτεύουσα Άαχεν (800-1556)
Βιέννη
(Αυτοκρατορική Κατοικία, συνεχόμενα στο διάστημα 1483-1806)
Ρέγκενσμπουρκ
Πράγα
(1346-1437, 1583-1611)
Γλώσσες Λατινική
Θρησκεία Καθολικός Χριστιανισμός (800-1806)
Λουθηρανισμός (1555-1806)
Καλβινισμός (1648-1806)
Πολίτευμα Αιρετή μοναρχία
Αυτοκράτορας
 -  800-814 Καρλομάγνος
 -  962-973 (πρώτος) Όθων Α΄
 -  1792-1806 (τελευταίος) Φραγκίσκος Β´
Ιστορία
 -  Στέψη Καρλομάγνου 25 Δεκεμβρίου 800
 -  Στέψη Όθωνα Α΄ 2 Φεβρουαρίου 962
 -  Συνθήκη της Βεστφαλίας 24 Οκτωβρίου 1648
 -  Μάχη του Άουστερλιτς 2 Δεκεμβρίου 1805
 -  Εξαναγκασμένη παραίτηση Φραγκίσκου Β´ 6 Αυγούστου 1806
Έκταση
 -  1032 900.000 km²
Πληθυσμός
 -  1032 εκτ. 10.000.000 
     Πυκνότητα 11,1 /km²
 -  1700 εκτ. 20.000.000 
 -  1800 εκτ. 29.000.000 
Ο αυτοκράτωρ και το βασίλειο. Πίνακας του 17ου αιώνα. Στο κέντρο ο αυτοκράτορας Φερδινάρδος Γ΄ επικεφαλής των δουκών του. Αβραάμ Ωμπρύ, Νυρεμβέργη του 1663/64.

Η Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία (λατινικά: Sacrum Romanum Imperium‎‎, γερμανικά: Heiliges Römisches Reich‎‎) ήταν πολιτική οντότητα που αναπτύχθηκε στη Δυτική, Κεντρική και Νότια Ευρώπη[1][2] τον Πρώιμο Μεσαίωνα και συνεχίστηκε μέχρι τη διάλυσή της το 1806 κατά τους Ναπολεόντειους Πολέμους.

Από την ανάρρηση του Όθωνα Α' το 962 ως τον δωδέκατο αιώνα η Αυτοκρατορία ήταν η πιο ισχυρή μοναρχία στην Ευρώπη.[3] Ο Αντριου Χολτ τη χαρακτηρίζει ως «ίσως το ισχυρότερο ευρωπαϊκό κράτος του Μεσαίωνα».[4] Η λειτουργία της κυβέρνησης εξαρτιόταν από την αρμονική συνεργασία (δυαδική συναινετική διακυβέρνηση ή konsensualer Herrschaft κατά τον Σναϊντμίλερ) μεταξύ μονάρχη και υποτελών[5][6] αλλά αυτή η αρμονία διαταράχθηκε κατά την περίοδο των Σαλίων.[7] Η αυτοκρατορία έφτασε στην κορυφή της εδαφικής επέκτασης και της ισχύος υπό τον Οίκο των Χοενστάουφεν στα μέσα του δέκατου τρίτου αιώνα, αλλά η υπερβολική επέκταση οδήγησε σε μερική κατάρρευση.[8][9]

Στις 25 Δεκεμβρίου 800 ο Πάπας Λέων Γ΄ έστεψε τον Φράγκο βασιλιά Καρλομάγνο αυτοκράτορα, αναβιώνοντας τον τίτλο στη Δυτική Ευρώπη, περισσότερους από τρεις αιώνες μετά την πτώση της παλαιότερης αρχαίας Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας το 476. Θεωρητικά και διπλωματικά ο αυτοκράτορας θεωρείτο primus inter pares (πρώτος μεταξύ ίσων), μεταξύ των άλλων Καθολικών μοναρχών σε όλη την Ευρώπη.[10] Ο τίτλος συνεχίστηκε για τη δυναστεία των Καρολιδών μέχρι το 888 και από το 896 έως το 899, οπότε αμφισβητήθηκε από τους ηγεμόνες της Ιταλίας σε μια σειρά εμφυλίων πολέμων μέχρι τον θάνατο του τελευταίου Ιταλού διεκδικητή Βερεγγάριου Α΄ το 924. Ο τίτλος αναβίωσε και πάλι το 962 όταν ο Όθων Α', βασιλιάς της Γερμανίας, στέφθηκε αυτοκράτορας από τον Πάπα Ιωάννη ΙΒ΄, εμφανίζοντας τον εαυτό του ως διάδοχο του Καρλομάγνου[11] και ξεκινώντας μια συνέχεια της αυτοκρατορίας για πάνω από οκτώ αιώνες[12]. Μερικοί ιστορικοί αναφέρουν ως αρχή της αυτοκρατορίας τη στέψη του Καρλομάγνου,[13][14] ενώ άλλοι προτιμούν ως αρχή της τη στέψη του Όθωνα Α΄. [15][16]Μερικοί θεωρούν επίσης ιδρυτή της Αυτοκρατορίας τον Ερρίκος τον Ορνιθοθήρα, ιδρυτής του μεσαιωνικού Γερμανικού κράτους (κυβέρνησε 919 – 936)[17].[18] Η σύγχρονη άποψη ευνοεί τον Όθωνα ως τον αληθινό ιδρυτή..[19] Οι μελετητές γενικά συμφωνούν στη συσχέτιση μιας εξέλιξης των θεσμών και των αρχών που συνιστούσαν την αυτοκρατορία, περιγράφοντας μια σταδιακή ανάληψη του αυτοκρατορικού τίτλου και ρόλου.[20][13]

Ο αυτοκράτορας εκλεγόταν από επτά εκλέκτορες: τους αρχιεπισκόπους Μαγεντίας (Μάινς), Τρεβήρων (Τρηρ) και Κολωνίας, τον βασιλιά της Βοημίας, τον δούκα της Σαξονίας, τον μαργράβο (μαρκήσιο κόμη) του Βρανδεμβούργου και τον παλατινό κόμη του Ρήνου.[21]

Η εδαφική επικράτεια της αυτοκρατορίας ποίκιλλε καθ' όλη την ιστορία της, αλλά στο απόγειό της ενσωμάτωνε περιοχές της σημερινής Γερμανίας, της Αυστρίας, της Ελβετίας, του Λίχτενσταϊν, του Λουξεμβούργου, της Τσεχίας (Βοημίας), της Σλοβενίας, του Βελγίου και της Ολλανδίας, καθώς και μεγάλα τμήματα της σημερινής Πολωνίας, της Γαλλίας και της Ιταλίας. Σε όλο το διάστημα της ιστορίας της η αυτοκρατορία απετελείτο από εκατοντάδες μικρότερα βασίλεια, πριγκιπάτα, δουκάτα, κομητείες, ελεύθερες αυτοκρατορικές πόλεις και άλλα κρατίδια, διαιρούμενα, επανενούμενα, συγχωνευόμενα και πάλι διασπαζόμενα. Παρά το όνομά της κατά το μεγαλύτερο διάστημα της ύπαρξής της η Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία δεν περιλάμβανε τη Ρώμη εντός των ορίων της.

Η Reichssturmfahne χρησιμοποιήθηκε ως στρατιωτική σημαία κατά τη διάρκεια του 13ου έως τις αρχές του 14ου αιώνα.
Η εδαφική εξέλιξη της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας από το 962 μέχρι το 1806

Ο ακριβής όρος «Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία» δεν χρησιμοποιήθηκε μέχρι τον 13ο αιώνα, [22]αλλά η νομιμοποίηση του Αυτοκράτορα βασιζόταν πάντα στην έννοια του translatio imperii, ότι δηλ. κατείχε την υπέρτατη εξουσία που κληρονόμησε από τους αρχαίους αυτοκράτορες της Ρώμης.[20]Το αυτοκρατορικό αξίωμα ήταν παραδοσιακά αιρετό από τους κυρίως Γερμανούς πρίγκιπες-εκλέκτορες.

Κατά την τελική φάση της βασιλείας του Αυτοκράτορα Φρειδερίκου Γ' (κυβέρνησε 1452-1493), ξεκίνησε η Αυτοκρατορική Μεταρρύθμιση. Η μεταρρύθμιση θα υλοποιηθεί σε μεγάλο βαθμό κατά τη διακυβέρνηση του Μαξιμιλιανού Α' (από το 1486 ως Βασιλιάς των Ρωμαίων, από το 1493 ως μοναδικός ηγεμόνας και από το 1508 ως Αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, μέχρι τον θάνατό του το 1519). Η Αυτοκρατορία μετατράπηκε σε Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία του Γερμανικού έθνους. Αυτή την περίοδο η Αυτοκρατορία απέκτησε τους περισσότερους θεσμούς της που άντεξαν μέχρι την τελική της διάλυση τον δέκατο ένατο αιώνα.[23][24] Ο Τόμας Μπράντι Τζ. πιστεύει ότι η Αυτοκρατορική Μεταρρύθμιση ήταν επιτυχής, αν και ίσως σε βάρος της μεταρρύθμισης της Εκκλησίας, εν μέρει επειδή ο Μαξιμιλιανός δεν ενδιαφερόταν σοβαρά για το θρησκευτικό ζήτημα.[25]

Σύμφωνα με τον Μπράντι Τζ. η Αυτοκρατορία, μετά την Αυτοκρατορική Μεταρρύθμιση, ήταν ένα πολιτικό σώμα με αξιοσημείωτη μακροζωία και σταθερότητα και «έμοιαζε από ορισμένες απόψεις με τις μοναρχικές πολιτείες της Δυτικής Ευρώπης, και από άλλες με τις χαλαρά ενσωματωμένες, εκλεκτικές πολιτικές της Ανατολικής Κεντρικής Ευρώπη." Το νέο εταιρικό Γερμανικό Έθνος, αντί να υπακούει απλώς στον Αυτοκράτορα, διαπραγματευόταν μαζί του.[26][27]Στις 6 Αυγούστου 1806 ο αυτοκράτορας Φραγκίσκος Β' διέλυσε την αυτοκρατορία μετά τη δημιουργία της Συνομοσπονδίας του Ρήνου από τον Αυτοκράτορα της Γαλλίας Ναπολέοντα Α' τον προηγούμενο μήνα.

Όνομα και γενική αντίληψη

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Ο δικέφαλος αετός με οικόσημα μεμονωμένων κρατών, σύμβολο της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (πίνακας του 1510)

Η Αυτοκρατορία θεωρείτο από τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία ο μόνος νόμιμος διάδοχος της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας κατά τον Μεσαίωνα και την πρώιμη νεότερη περίοδο.[28] Ο όρος sacrum ("ιερό", με την έννοια του "καθαγιασμένου") σε σχέση με τη μεσαιωνική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία χρησιμοποιήθηκε αρχικά το 1157 επί του Φρειδερίκου Α΄ Βαρβαρόσσα ("Ιερά Αυτοκρατορία"): ο όρος προστέθηκε για να αντικατοπτρίζει τη φιλοδοξία του Φρειδερίκου να κυριαρχήσει στην Ιταλία και τον Παπισμό.[29] Ο τύπος «Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία» μαρτυρείται από το 1254 και μετά.[30]

Ο ακριβής όρος «Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία» δεν χρησιμοποιήθηκε μέχρι τον 13ο αιώνα, πριν από τον οποίο η αυτοκρατορία αναφερόταν ποικιλοτρόπως ως universum regnum («όλο το βασίλειο», σε αντίθεση με τα περιφερειακά βασίλεια), imperium christianum («χριστιανική αυτοκρατορία»), ή Romanum imperium ("Ρωμαϊκή αυτοκρατορία"),[22] αλλά η νομιμότητα του Αυτοκράτορα βασιζόταν πάντα στην έννοια του translatio imperi, ότι κατείχε την υπέρτατη εξουσία που κληρονόμησε από τους αρχαίους αυτοκράτορες της Ρώμης.[20]

Σε ένα διάταγμα μετά τη Δίαιτα της Κολωνίας το 1512 το όνομα άλλαξε σε Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία του Γερμανικού Έθνους (γερμανικά: Heiliges Römisches Reich Deutscher Nation, λατινικά: Sacrum Imperium Romanum Nationis Germanicæ),[28] τύπος που χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά σε έγγραφο του 1474.[29] Ο νέος τίτλος υιοθετήθηκε εν μέρει επειδή η Αυτοκρατορία έχασε τα περισσότερα από τα εδάφη της στην Ιταλία και τη Βουργουνδία στα νότια και δυτικά μέχρι τα τέλη του 15ου αιώνα,[31] αλλά και για να τονίσει τη νέα σημασία των Γερμανικών Αυτοκρατορικών Κτήσεων στη διακυβέρνηση της Αυτοκρατορίας λόγω της Αυτοκρατορικής Μεταρρύθμισης.[32] Η ουγγρική ονομασία «Γερμανική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία» (ουγγρικά: Német-római Birodalom) είναι η συντόμευση αυτού.[33]

Στα τέλη του 18ου αιώνα ο όρος «Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία του Γερμανικού Έθνους» έπαψε να χρησιμοποιείται επίσημα. Σε αντίθεση με την παραδοσιακή άποψη σχετικά με αυτό τον χαρακτηρισμό ο Χέρμαν Βάιζερτ υποστήριξε σε μια μελέτη για τον αυτοκρατορικό τίτλο ότι, παρά τους ισχυρισμούς πολλών σχολικών βιβλίων, το όνομα «Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία του Γερμανικού Έθνους» δεν είχε ποτέ επίσημο καθεστώς και επισημαίνει ότι τα έγγραφα στη συντριπτική τους πλειοψηφία δεν περιλάμβαναν αυτό τον χαρακτηρισμό.[34]

Σε μια διάσημη εκτίμηση του ονόματος, ο πολιτικός φιλόσοφος Βολταίρος παρατήρησε ειρωνικά: «Αυτό το σώμα που ονομαζόταν και που αυτοαποκαλείται ακόμα Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία δεν ήταν σε καμία περίπτωση αγία, ούτε ρωμαϊκή, ούτε αυτοκρατορία».[35]

Τα νεότερα χρόνια η Αυτοκρατορία συχνά ονομαζόταν ανεπίσημα Γερμανική Αυτοκρατορία (Deutsches Reich) ή Ρωμαιο-Γερμανική Αυτοκρατορία (Römisch-Deutsches Reich).[53] Μετά τη διάλυσή της και μέχρι το τέλος της Γερμανικής Αυτοκρατορίας ονομαζόταν συχνά «η παλιά Αυτοκρατορία» (das alte Reich). Από το 1923 οι Γερμανοί εθνικιστές των αρχών του εικοστού αιώνα και η προπαγάνδα του Ναζιστικού Κόμματος θα προσδιορίσουν την Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ως το «Πρώτο» Ράιχ (Erstes Reich, όπου Reich σημαίνει αυτοκρατορία), με τη Γερμανική Αυτοκρατορία ως το «Δεύτερο» Ράιχ και αυτό που έμελλε να γίνει τελικά η Ναζιστική Γερμανία ως «Τρίτο» Ράιχ.[36]

Ο Ντέιβιντ Σ. Μπάκραχ υποστηρίζει ότι οι Οθωνίδες βασιλιάδες, πάνω απ' όλα ο Ερρίκος ο Ορνιθοθήρας και ο Όθων ο Μέγας, δόμησαν στην πραγματικότητα την αυτοκρατορία τους (που έγινε το ηγεμονικό κράτος της Δυτικής Ευρώπης, με τον ηγετικό ρόλο του Βασιλείου της Γερμανίας) με βάση τον στρατιωτικό και γραφειοκρατικό μηχανισμό καθώς και την πολιτιστική κληρονομιά των Καρολιδών, που με τη σειρά τους είχαν κληρονομήσει από την Ύστερη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία:

Κατά συνέπεια ο Ερρίκος Α΄ και ο Όθων Α΄ δεν ξεκίνησαν de novo να αναπτύσσουν μια στρατιωτική, διοικητική και πνευματική υποδομή για το βασίλειο και την αυτοκρατορία τους. Δημιούργησαν πάνω στις υπάρχουσες δομές που είχαν κληρονομήσει από τους Καρολίδες προκατόχους τους. Το επιχείρημα για τη συνέχεια δεν πρέπει, ωστόσο, να συγχέεται με τον ισχυρισμό για στασιμότητα. Οι Οθωνίδες, όπως και οι Καρολίδες προκάτοχοί τους, ανέπτυξαν και βελτίωσαν την υλική, πολιτιστική, πνευματική και διοικητική κληρονομιά τους με τρόπους που άρμοζαν στη δική τους εποχή. Οι Οθωνίδες πέτυχαν να διαμορφώσουν τις πρώτες ύλες που τους κληροδοτήθηκαν σε μια τρομερή στρατιωτική μηχανή που κατέστησε δυνατή την καθιέρωση της Γερμανίας ως του κατεξοχήν βασίλειου στην Ευρώπη από τον δέκατο έως τα μέσα του δέκατου τρίτου αιώνα [...] οι Καρολίδες έχτισαν πάνω στη στρατιωτική οργάνωση που είχαν κληρονομήσει από τους Μεροβίγγειους και σε τελική ανάλυση από τους υστερορωμαίους προκατόχους τους».

Ο Μπάκραχ υποστηρίζει ότι η Αυτοκρατορία των Οθωνιδών δεν ήταν ένα αρχαϊκό βασίλειο πρωτόγονων Γερμανών, που συντηρείτο μόνο από προσωπικές σχέσεις και καθοδηγείτο από την επιθυμία των αρχόντων να λεηλατήσουν και να μοιράσουν τη λεία μεταξύ τους (όπως υποστηρίζει ο Τίμοθι Ρόιτερ), αλλά αντίθετα αξιοσημείωτο για την ικανότητά τους να συγκεντρώνουν εξελιγμένους οικονομικούς, διοικητικούς, εκπαιδευτικούς και πολιτιστικούς πόρους που χρησιμοποιούσαν για να υπηρετήσουν την τεράστια πολεμική μηχανή τους.[37][38][39]

Μέχρι το τέλος του 15ου αιώνα η αυτοκρατορία αποτελείτο θεωρητικά από τρία μεγάλα μέρη – την Ιταλία, τη Γερμανία και τη Βουργουνδία. Αργότερα εδαφικά παρέμεινε μόνο το Βασίλειο της Γερμανίας και η Βοημία, με τα εδάφη της Βουργουνδίας να χάνονται υπέρ της Γαλλίας. Αν και τα ιταλικά εδάφη ήταν επίσημα μέρος της αυτοκρατορίας, αγνοήθηκαν στην Αυτοκρατορική Μεταρρύθμιση και διασπάστηκαν σε πολυάριθμες de facto ανεξάρτητες εδαφικές οντότητες.[40][20][27] Το καθεστώς της Ιταλίας ιδιαίτερα διέφερε κατά τον 16ο έως τον 18ο αιώνα. Ορισμένες περιοχές όπως το Πιεμόντε-Σαβοΐα έγιναν ολοένα και πιο ανεξάρτητες, ενώ άλλες έγιναν πιο εξαρτημένες λόγω της εξαφάνισης των κυρίαρχων αριστοκρατικών οίκων τους, με αποτέλεσμα αυτές οι περιοχές να υπάγονται συχνά στις κτήσεις των Αψβούργων και των κλάδων τους. Αν εξαιρέσουμε την απώλεια του Φρανς-Κοντέ το 1678 τα εξωτερικά σύνορα της αυτοκρατορίας δεν άλλαξαν αισθητά μετά τη Συνθήκη της Βεστφαλίας - που αναγνώριζε τον αποκλεισμό της Ελβετίας και της Βόρειας Ολλανδίας και το γαλλικό προτεκτοράτο στην Αλσατία– για να οδηγήσουν στη διάλυση της Αυτοκρατορίας. Στο τέλος των Ναπολεόντειων Πολέμων το 1815 το μεγαλύτερο μέρος της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας συμπεριλήφθηκε στη Γερμανική Συνομοσπονδία, με κύριες εξαιρέσεις τα ιταλικά κράτη.

Πρώιμος Μεσαίωνας

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Περίοδος Καρολιδών

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Χάρτης της Αυτοκρατορίας των Καρολιδών (γνωστής και ως Φραγκίας ή Φραγκικής Αυτοκρατορίας) στην Ευρώπη περί το 814 μ.Χ.

Καθώς η ρωμαϊκή εξουσία στη Γαλατία εξασθενούσε κατά τον 5ο αιώνα, τον έλεγχό της ανέλαβαν οι τοπικές γερμανικές φυλές.[41] Στα τέλη του 5ου και στις αρχές του 6ου αιώνα οι Μεροβίγγειοι, υπό τον Κλόβις Α΄ και τους διαδόχους του, ενοποίησαν τις φραγκικές φυλές και επέκτειναν την ηγεμονία τους και σε άλλες, αποκτώντας τον έλεγχο της βόρειας Γαλατίας και της περιοχής της κοιλάδας του μέσου Ρήνου.[42][43] Στα μέσα του 8ου αιώνα ωστόσο οι Μεροβίγγειοι είχαν εκπέσει σε τυπικό ρόλο και de facto ηγεμόνες είχαν γίνει οι Καρολίδες, με επικεφαλής τον Κάρολο Μαρτέλο.[44] Το 751 ο γιος του Μαρτέλου Πιπίνος έγινε Βασιλιάς των Φράγκων και αργότερα κέρδισε την έγκριση του Πάπα[45] και οι Καρολίδες θα διατηρούσαν στενή συμμαχία με τον Παπισμό.[46]

Το 768 ο γιος του Πιπίνου Καρλομάγνος έγινε Βασιλιάς των Φράγκων και ξεκίνησε μια ευρεία επέκταση του βασιλείου. Τελικά ενσωμάτωσε τα εδάφη των σημερινών Γαλλίας, Γερμανίας, Βόρειας Ιταλίας, των Κάτω Χωρών και πέραν αυτών, συνδέοντας το Φραγκικό βασίλειο με τα παπικά εδάφη.[47][48]

Αν και ο ανταγωνισμός για το κόστος της βυζαντινής κυριαρχίας είχε διατηρηθεί επί μακρόν στην Ιταλία, μια σοβαρή πολιτική ρήξη ξεκίνησε το 726 από την εικονομαχία του Αυτοκράτορα Λέοντος Γ' του Ισαύρου, την οποία ο Πάπας Γρηγόριος Β΄ είδε ως την τελευταία μιας σειράς αυτοκρατορικών αιρέσεων.[49] Το 797 ο Ανατολικός Ρωμαίος Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ΣΤ΄ απομακρύνθηκε από τον θρόνο από τη μητέρα του Ειρήνη, που αυτοανακηρύχτηκε αυτοκράτειρα. Καθώς η Λατινική Εκκλησία θεωρούσε μόνο έναν άνδρα Ρωμαίο Αυτοκράτορα ως επικεφαλής του Χριστιανικού κόσμου, ο Πάπας Λέων Γ΄ αναζήτησε νέο υποψήφιο για το αξίωμα, αποκλείοντας κάθε διαβούλευση με τον Πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης.[50][51]

Οι καλές υπηρεσίες του Καρλομάγνου στην Εκκλησία για την υπεράσπιση των παπικών κτήσεων έναντι των Λομβαρδών τον καθιστούσαν τον ιδανικό υποψήφιο. Την ημέρα των Χριστουγέννων του 800 ο Πάπας Λέων Γ' έστεψε τον Καρλομάγνο Αυτοκράτορα, αποκαθιστώντας τον τίτλο στη Δύση για πρώτη φορά μετά από πλέον από τρεις αιώνες.[50][51] Αυτό μπορεί να θεωρηθεί ως συμβολικό της στροφής του Παπισμού από την παρακμάζουσα Βυζαντινή Αυτοκρατορία προς τη νέα δύναμη, τη Φραγκία των Καρολιδών|. Ο Καρλομάγνος υιοθέτησε τον τύπο Renovatio imperii Romanorum («ανανέωση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας»). Το 802 η Ειρήνη ανατράπηκε και εξορίστηκε από τον Νικηφόρο Α΄ και στο εξής υπήρχαν δύο Ρωμαίοι Αυτοκράτορες.

Μετά τον θάνατο του Καρλομάγνου το 814 το αυτοκρατορικό στέμμα πέρασε στον γιο του Λουδοβίκο τον Ευσεβή. Μετά τον θάνατο του Λουδοβίκου το 840 πέρασε στον γιο του Λοθάριο, που ήταν συγκυβερνήτης του. Επί της βασιλείας του και μετά η επικράτεια του Καρλομάγνου χωρίστηκε σε πολλά εδάφη (βλ. Συνθήκη του Βερντέν, Συνθήκη του Προυμ, Συνθήκη του Μέρσεν και Συνθήκη του Ριμπεμόν), και κατά τα τέλη του ένατου αιώνα ο τίτλος του Αυτοκράτορα αμφισβητήθηκε από τους Καρολίδες ηγεμόνες του Δυτικού Φραγκικού Βασιλείου (Δυτικής Φραγκίας) και του Ανατολικού Φραγκικού Βασιλείου (Ανατολικής Φραγκίας, με πρώτο τον δυτικό βασιλιά (Κάρολος ο Φαλακρός) και μετά τον ανατολικό (Κάρολος ο Παχύς), που επανένωσε για λίγο την Αυτοκρατορία, κερδίζοντας το αξίωμα. [52]Τον ένατο αιώνα ο Καρλομάγνος και οι διάδοχοί του προώθησαν την πνευματική αναγέννηση, γνωστή ως Καρολίγγεια Αναγέννηση. Μερικοί, όπως ο Μόρτιμερ Τσέιμπερς,[53] πιστεύουν ότι η Καρολίγγεια Αναγέννηση κατέστησε δυνατές τις επόμενες αναγεννήσεις (αν και στις αρχές του δέκατου αιώνα, η αναγέννηση είχε ήδη απομειωθεί)..[54]

Μετά τον θάνατο του Καρόλου του Παχύ το 888 η Αυτοκρατορία των Καρολιδών διαλύθηκε και δεν αποκαταστάθηκε ποτέ. Σύμφωνα με τον Ρετζίνο του Προυμ οι περιοχές του βασιλείου «ξερνούσαν βασιλίσκους» και κάθε περιοχή εξέλεγε ένα βασιλιά «από τα σπλάχνα της».[52] Εκείνη την περίοδο εκείνοι που στέφονταν αυτοκράτορες από τον πάπα έλεγχαν μόνο εδάφη στην Ιταλία. Ο τελευταίος τέτοιος αυτοκράτορας ήταν ο Βερεγγάριος Α΄ της Ιταλίας, που πέθανε το 924.

Μετακαρολίγγειο Ανατολικό Φραγκικό Βασίλειο

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Γύρω στο 900 επανεμφανίστηκαν τα αυτόνομα φυλετικά δουκάτα της Ανατολικής Φραγκίας (Φραγκονία, Βαυαρία, Σουαβία, Σαξονία και Λοθαριγγία). Οταν ο Καρολίδης βασιλιάς Λουδοβίκος το Παιδί πέθανε χωρίς απόγονο το 911, η Ανατολική Φραγκία δεν στράφηκε στον Καρολίδη ηγεμόνα της Δυτικής Φραγκίας για να αναλάβει το βασίλειο, αλλά αντίθετα εξέλεξε έναν από τους δούκες την, τον Κορράδο της Φραγκονίας, ως Rex Francorum Orientalium.[55] Στην επιθανάτια κλίνη του ο Κορράδος έδωσε το στέμμα στον κύριο αντίπαλό του, τον Ερρίκο τον Ορνιθοθήρα της Σαξονίας (β. 919–36), που εξελέγη βασιλιάς στη Δίαιτα του Φρίτσλαρ το 919.[56] Ο Ερρίκος πέτυχε ανακωχή με τους Μαγυάρους επιδρομείς και το 933 κέρδισε μια πρώτη νίκη εναντίον τους στη Μάχη του Ρίαντε.[57]

Ο Ερρίκος πέθανε το 936, αλλά οι απόγονοί του, η δυναστεία των ΛιουντολφινιδώνΟθωνιδών), θα συνέχιζαν να κυβερνούν το Ανατολικό βασίλειο ή το Βασίλειο της Γερμανίας για περίπου έναν αιώνα. Μετά τον θάνατο του Ερρίκου του Ορνιθοθήρα ο Όθων, γιος και ορισμένος διάδοχός του,[58] εξελέγη Βασιλιάς στο Άαχεν το 936.[59] Κατέστειλε μια σειρά από εξεγέρσεις από ένα μικρότερο αδελφό και από αρκετούς δούκες και στη συνέχεια κατόρθωσε να ελέγξει τον διορισμό των δούκων και συχνά απασχολούσε επίσης επισκόπους σε διοικητικές υποθέσεις.[60] Αντικατέστησε τους ηγέτες των περισσότερων από τα μεγάλα δουκάτα της Ανατολικής Φραγκίας με συγγενείς του. Ταυτόχρονα φρόντιζε να εμποδίζει τα μέλη της οικογένειάς του να παραβιάζουν τα βασιλικά του προνόμια.[61][62]

Σχηματισμός της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Η Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία επί της Δυναστείας των Οθωνιδών
Η Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία μεταξύ 972 και 1032

Το 951 ο Όθων έσπευσε σε βοήθεια της Αδελαΐδας, της χήρας βασίλισσας της Ιταλίας, νίκησε τους εχθρούς της, την παντρεύτηκε και απέκτησε τον έλεγχο της Ιταλίας.[63] Το 955 κέρδισε μια αποφασιστική νίκη επί των Μαγυάρων στη Μάχη του Λέχφελντ και το 962 στέφθηκε αυτοκράτορας από τον Πάπα Ιωάννη ΙΒ'[64], διαπλέκοντας έτσι τις υποθέσεις του Γερμανικού βασιλείου με αυτές της Ιταλίας και του Παπισμού. Η στέψη του Όθωνα ως Αυτοκράτορα καθιέρωσε τους Γερμανούς βασιλιάδες ως διαδόχους της Αυτοκρατορίας του Καρλομάγνου, που μέσω της αρχής του translatio imperii, τους έκανε επίσης να θεωρούν τους εαυτούς τους ως διαδόχους της Αρχαίας Ρώμης. Η άνθηση των τεχνών που ξεκίνησε με τη βασιλεία του Όθωνα του Μεγάλου είναι γνωστή ως Οθωνική Αναγέννηση, με επίκεντρο τη Γερμανία αλλά και τη Βόρεια Ιταλία και τη Γαλλία.[65][66]

Ο Όθων δημιούργησε το αυτοκρατορικό εκκλησιαστικό σύστημα, που συχνά αποκαλείται «οθωνικό εκκλησιαστικό σύστημα του Ράιχ», που πρόσδεσε τις μεγάλες αυτοκρατορικές εκκλησίες και τους εκπροσώπους τους στην υπηρεσία της αυτοκρατορίας, παρέχοντας έτσι «ένα σταθερό και μακροχρόνιο πλαίσιο για τη Γερμανία».[67][68] Κατά την οθωνική εποχή οι γυναίκες της αυτοκρατορίας έπαιξαν εξέχοντα ρόλο στις πολιτικές και εκκλησιαστικές υποθέσεις, συχνά συνδυάζοντας τη λειτουργία τους ως θρησκευτικών ηγετών και συμβούλων, αντιβασιλέων ή συγκυβερνητών, ιδίως η Ματθίλδη του Ρίνγκελχαϊμ, η Ήντιθ, η Αδελαΐδα της Ιταλίας, η Θεοφανώ και η Ματθίλδη του Κέντλινμπεργκ.[69][70][71][72]

Το 963 ο Όθωνας καθαίρεσε τον τότε Πάπα Ιωάννη ΙΒ' και στη θέση του επέλεξε τον Πάπα Λέοντα Η' (αν και οι δύο διεκδίκησαν το παπικό αξίωμα μέχρι το 964, όταν πέθανε ο Ιωάννης ΙΒ'). Αυτό ανανέωσε επίσης τη σύγκρουση με τον Ανατολικό Αυτοκράτορα στην Κωνσταντινούπολη, ιδίως αφότου ο γιος του Όθωνα Όθων Β΄ (β. 967–83) υιοθέτησε τον χαρακτηρισμό imperator Romanorum. Ωστόσο ο Όθων Β' σύναψε συζυγικούς δεσμούς με την Ανατολή, όταν παντρεύτηκε τη Βυζαντινή πριγκίπισσα Θεοφανώ.[73] Ο γιος τους,Όθων Γ', ανέβηκε στον θρόνο μόλις τριών ετών και ακολούθησε αγώνας για την εξουσία και σειρά αντιβασιλειών μέχρι την ενηλικίωσή του το 994. Μέχρι τότε παρέμεινε στη Γερμανία, ενώ ένας έκπτωτος δούκας, ο Κρεσέντιος Β΄, κυβέρνησε τη Ρώμη και μέρος της Ιταλίας, υποτίθεται για λογαριασμό του.

Το 996 ο Όθων Γ' διόρισε τον ξάδερφό του Γρηγόριο Ε΄ πρώτο Γερμανό Πάπα.[74] Τον ξένο πάπας και τους ξένους παπικούς αξιωματούχους είδαν με καχυποψία οι Ρωμαίοι ευγενείς, που οδηγήθηκαν από τον Κρεσέντιο Β' σε εξέγερση. Ο πρώην μέντορας του Όθωνα Γ' Αντίπαπας Ιωάννης ΙΣΤ΄ κράτησε για λίγο τη Ρώμη, έως ότου ο Αυτοκράτορας κατέλαβε την πόλη.[75]

Ο Όθων πέθανε νέος το 1002 και τον διαδέχθηκε ο ξάδερφός του Ερρίκος Β΄, που εστίασε στη Γερμανία.[76] Οι διπλωματικές δραστηριότητες του Όθωνα Γ' (και του μέντορά του Πάπα Σιλβέστρου) συνέπεσαν με, και διευκόλυναν, τον εκχριστιανισμό και τη διάδοση του λατινικού πολιτισμού σε διάφορα μέρη της Ευρώπης.[77][78] Ενέταξαν μια νέα ομάδα εθνών (σλαβικά) στο πλαίσιο της Ευρώπης, με την αυτοκρατορία τους να λειτουργεί, όπως παρατηρούν κάποιοι, ως «βυζαντινή προεδρία επί μιας οικογένειας εθνών, με επίκεντρο τον πάπα και τον αυτοκράτορα της Ρώμης», αποδείχθηκε διαρκές επίτευγμα.[79][80][81][82] Ωστόσο ο πρόωρος θάνατος του Όθωνα έκανε τη βασιλεία του "την ιστορία των εν πολλοίς απραγματοποίητων δυνατοτήτων"..[83][84]

Ο Ερρίκος Β' πέθανε το 1024 και ο Κορράδος Β΄, πρώτος της δυναστείας των Σαλίων, εξελέγη βασιλιάς μόνο μετά από διαπραγμάτευση μεταξύ δουκών και ευγενών. Αυτή η ομάδα τελικά εξελίχθηκε στο κολέγιο των Εκλεκτόρων.

Η Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία κατέληξε τελικά να αποτελείται από τέσσερα βασίλεια:

Έριδα της Περιβολής

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι βασιλιάδες συχνά απασχολούσαν επισκόπους σε διοικητικές υποθέσεις και συχνά καθόριζαν ποιος θα διοριζόταν στα εκκλησιαστικά αξιώματα.[85] Στον απόηχο των Μεταρρυθμίσεων του Κλυνύ, αυτή η ανάμειξη θεωρείτο όλο και περισσότερο λανθασμένη από τον Παπισμό. Ο μεταρρυθμιστής Πάπας Γρηγόριος Ζ΄ ήταν αποφασισμένος να αντιταχθεί σε τέτοιες πρακτικές, πράγμα που οδήγησε στην Έριδα της Περιβολής με τον Ερρίκο Δ' (β. 1056–1106), Βασιλιά των Ρωμαίων και Αυτοκράτορα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.[85]

Ο Ερρίκος Δ΄ απέρριψε την παρέμβαση του Πάπα και έπεισε τους επισκόπους του να τον αφορίσουν, προσφωνώντας τον με το κοσμικό όνομά του «Χίλντεμπραντ», αντί για το «Πάπας Γρηγόριος Ζ΄».[86] Ο Πάπας με τη σειρά του αφόρισε τον Βασιλιά, τον κήρυξε έκπτωτο και διέλυσε τους όρκους πίστης που είχαν δοθεί στον Ερρίκο.[86] Ο βασιλιάς βρέθηκε χωρίς σχεδόν καμία πολιτική υποστήριξη και αναγκάστηκε να κάνει την περίφημη Πορεία στην Κανόσα το 1077,[87] με την οποία πέτυχε την άρση του αφορισμού με αντίτιμο την ταπείνωση. Εν τω μεταξύ οι Γερμανοί πρίγκιπες είχαν εκλέξει άλλο βασιλιά, τον Ροδόλφο της Σουαβίας.[88]

Ο Ερρίκος κατάφερε να νικήσει τον Ροδόλφο, αλλά στη συνέχεια βρέθηκε αντιμέτωπος με περισσότερες εξεγέρσεις, νέο αφορισμό και ακόμη και την εξέγερση των γιων του. Μετά τον θάνατό του ο δεύτερος γιος του Ερρίκος Ε', κατέληξε σε συμφωνία με τον Πάπα και τους επισκόπους με το Κονκορδάτο της Βορμς το 1122.[89] Η πολιτική εξουσία της Αυτοκρατορίας διατηρήθηκε, αλλά η σύγκρουση είχε δείξει τα όρια της εξουσίας του ηγεμόνα, ειδικά σε ό,τι αφορά την Εκκλησία, και στέρησε από τον βασιλιά την ιερή θέση που απολάμβανε προηγουμένως. Ο Πάπας και οι Γερμανοί πρίγκιπες είχαν εμφανιστεί ως σημαντικοί παίκτες στο πολιτικό σύστημα της Αυτοκρατορίας.

Ως αποτέλεσμα του Οστζιντλουνγκ (Μετανάστευση προς ανατολάς) οι λιγότερο κατοικημένες περιοχές της Κεντρικής Ευρώπης (δηλαδή οι αραιοκατοικημένες παραμεθόριες περιοχές στη σημερινή Πολωνία και Τσεχία) δέχθηκαν σημαντικό αριθμό γερμανόφωνων. Η Σιλεσία εντάχθηκε στην Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ως αποτέλεσμα της ώθησης των τοπικών δουκών των Πιαστ για αυτονομία από το Πολωνικό Στέμμα. Από τα τέλη του 12ου αιώνα το Δουκάτο της Πομερανίας βρισκόταν υπό την επικυριαρχία της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας[90] και οι κατακτήσεις του Τευτονικού Τάγματος κατέστησαν αυτή την περιοχή γερμανόφωνη.[91]

Δυναστεία των Χοενστάουφεν

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Η Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και το Βασίλειο της Σικελίας που διοικούσαν οι Χοενστάουφεν. Τα αυτοκρατορικά και άμεσα κατεχόμενα εδάφη των Χοενστάουφεν στην Αυτοκρατορία παρουσιάζονται με έντονο κίτρινο χρώμα.

Όταν η δυναστεία των Σαλίων τελείωσε με τον θάνατο του Ερρίκου Ε' το 1125, οι πρίγκιπες επέλεξαν να μην εκλέξουν τον πλησιέστερο συγγενή, αλλά τον Λοθάριο, τον αρκετά ισχυρό αλλά ήδη ηλικιωμένο Δούκα της Σαξονίας. Όταν πέθανε το 113, οι πρίγκιπες είχαν και πάλι στόχο να ελέγξουν τη βασιλική εξουσία. Συνεπώς δεν εξέλεξαν διάδοχο τον ευνοούμενο του Λοθάριου, τον γαμπρό του Ερρίκου του Υπερήφανου της οικογένειας των Γουέλφων, αλλά τον Κορράδος Γ΄ της οικογένειας Χοενστάουφεν, εγγονό του αυτοκράτορα Ερρίκου Δ΄, και επομένως ανιψιό του Αυτοκράτορα Ερρίκου Ε΄. Αυτό οδήγησε σε ένα αιώνα διαμάχης ανάμεσα στους δύο οίκους. Ο Κορράδος έδιωξε τους Γουέλφους από τις κτήσεις τους, αλλά μετά τον θάνατό του το 1152 τον διαδέχθηκε ο ανιψιός του Φρειδερίκος Α΄ Βαρβαρόσσα, πουέκανε ειρήνη με τους Γουέλφους, αποκαθιστώντας τον ξάδερφό του Ερρίκο τον Λέοντα στις – αν και μειωμένες – κτήσεις του.

Οι ηγεμόνες των Χοενστάουφεν δάνειζαν όλο και περισσότερο γη σε ministerialia, πρώην μη ελεύθερους στρατιωτικούς, που ο Φρειδερίκος ήλπιζε ότι θα ήταν πιο έμπιστοι από τους δούκες. Αρχικά χρησιμοποιηθείσα κυρίως για πολεμικές υπηρεσίες, αυτή η νέα τάξη θα αποτελέσει τη βάση για τους μεταγενέστερους (αυτοκρατορικούς) ιππότες, μια άλλη βάση της αυτοκρατορικής εξουσίας. Μια περαιτέρω σημαντική κίνηση ήταν η ίδρυση ενός νέου ειρηνευτικού μηχανισμού για ολόκληρη την αυτοκρατορία, του Landfrieden, που χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά το 1103 από τον Ερρίκο Δ΄ στο Μάιντς.[92][93]

Αυτό ήταν μια προσπάθεια να καταργηθούν οι ιδιωτικές έριδες, μεταξύ των πολλών δουκών και άλλων ανθρώπων, και να συνδεθούν οι υφιστάμενοι του αυτοκράτορα σε ένα νομικό σύστημα δικαιοδοσίας και δημόσιας δίωξης εγκληματικών πράξεων – προκάτοχος της σύγχρονης έννοιας του «κράτους δικαίου». Μια άλλη νέα ιδέα της εποχής ήταν η συστηματική ίδρυση νέων πόλεων από τον Αυτοκράτορα και από τους τοπικούς δούκες, εν μέρει αποτέλεσμα της πληθυσμιακής έκρηξης και συγκέντρωσε επίσης την οικονομική ισχύ σε στρατηγικές θέσεις. Πριν από αυτό οι πόλεις υπήρχαν μόνο με τη μορφή παλαιών ρωμαϊκών οικισμών ή παλαιότερων επισκοπών. Μεταξύ των πόλεων που ιδρύθηκαν τον 12ο αιώνα ήταν το Φράιμπουργκ, πιθανώς οικονομικό μοντέλο για πολλές μεταγενέστερες πόλεις, και το Μόναχο.

Ο Φρειδερίκος Α΄, αποκαλούμενος και Φρειδερίκος Βαρβαρόσσα, στέφθηκε αυτοκράτορας το 1155. Τόνισε τη «Ρωμαϊκότητα» της αυτοκρατορίας, εν μέρει σε μια προσπάθεια να δικαιολογήσει την εξουσία του αυτοκράτορα, ανεξάρτητου από τον (ενισχυμένο πλέον) Πάπα. Μια αυτοκρατορική συνέλευση στους αγρούς της Ρονκάλια (κοντά στην Πιατσέντσα) το 1158 διεκδίκησε εκ νέου τα αυτοκρατορικά δικαιώματα σε σχέση με τον Ιουστινιάνειο Κώδικα. Τα αυτοκρατορικά δικαιώματα είχαν αναφερθεί ως regalia από τη Διαμάχη της Περιβολής, αλλά απαριθμήθηκαν για πρώτη φορά στη Ρονκάλια. Αυτός ο περιεκτικός κατάλογος περιλάμβανε δημόσιους δρόμους, τιμολόγια, κοπή νομισμάτων, είσπραξη τιμωρητικών τελών και διορισμό και απομάκρυνση των αξιωματούχων. Αυτά τα δικαιώματα είχαν πλέον ρητά τις ρίζες τους στο Ρωμαϊκό Δίκαιο, ένα μακρόπνοη συνταγματικό θεσμό.

Οι πολιτικές του Φρειδερίκου κατευθύνονταν κυρίως στην Ιταλία, όπου συγκρούστηκε με τις ολοένα και πιο πλούσιες και ελεύθερες πόλεις του Βορρά, ιδιαίτερα το Μιλάνο. Ενεπλάκη επίσης σε μια άλλη σύγκρουση με τον Παπισμό υποστηρίζοντας έναν υποψήφιο που εκλέχτηκε από μια μειοψηφία έναντι του Πάπα Αλέξανδρου Γ΄ (1159–81). Ο Φρειδερίκος υποστήριξε μια σειρά αντιπαπών προτού συνάψει τελικά ειρήνη με τον Αλέξανδρο το 1177. Στη Γερμανία ο Αυτοκράτορας είχε προστατεύσει επανειλημμένα τον Ερρίκο τον Λέοντα από παράπονα αντίπαλων πριγκίπων ή πόλεων (ειδικά στις περιπτώσεις του Μονάχου και του Λύμπεκ). Ο Ερρίκος υποστήριξε ελάχιστα τις πολιτικές του Φρειδερίκου και, σε μια κρίσιμη κατάσταση κατά τους Ιταλικούς πολέμους, ο Ερρίκος αρνήθηκε την έκκληση του Αυτοκράτορα για στρατιωτική υποστήριξη. Μετά την επιστροφή στη Γερμανία, ο πικραμένος Φρειδερίκος ξεκίνησε διαδικασίες εναντίον του Δούκα, με αποτέλεσμα τη δημόσια απακήρυξη και τη δήμευση όλων των εδαφών του. Το 1190 ο Φρειδερίκος συμμετείχε στην Γ΄ Σταυροφορία, πεθαίνοντας στο Αρμενικό Βασίλειο της Κιλικίας.[94]

Κατά την περίοδο των Χοενστάουφεν οι Γερμανοί πρίγκιπες διευκόλυναν έναν επιτυχημένο, ειρηνικό εποικισμό εδαφών προς τα ανατολικά, που ήταν ακατοίκητα ή αραιοκατοικημένα από Δυτικούς Σλάβους. Γερμανόφωνοι αγρότες, έμποροι και τεχνίτες από το δυτικό τμήμα της Αυτοκρατορίας, τόσο Χριστιανοί όσο και Εβραίοι, μετακόμισαν σε αυτές τις περιοχές. Ο σταδιακός εκγερμανισμός αυτών των εδαφών ήταν ένα σύνθετο φαινόμενο που δεν θα έπρεπε να ερμηνεύεται με τους προκατειλημμένους όρους του εθνικισμού του 19ου αιώνα. Ο εποικισμός προς τα ανατολικά επέκτεινε την επιρροή της αυτοκρατορίας για να συμπεριλάβει την Πομερανία και τη Σιλεσία, όπως και οι γάμοι των ντόπιων, κυρίως Σλάβων, ηγεμόνων με Γερμανίδες. Οι Τεύτονες Ιππότες προσκλήθηκαν στην Πρωσία από τον Δούκα Κορράδο Α΄ της Μαζοβίας για να εκχριστιανίσουν τους Πρώσους το 1226. Το μοναστικό κράτος του Τευτονικού Τάγματος (γερμανικά: Deutschordensstaat) και το μετέπειτα γερμανικό διάδοχό του κράτος του Δουκάτου της Πρωσίας δεν ανήκε ποτέ στην Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία.

Υπό τον γιο και διάδοχο του Φρειδερίκου Βαρβαρόσσα Ερρίκο ΣΤ' η δυναστεία των Χοενστάουφεν έφτασε στο αποκορύφωμά της. Ο Ερρίκος πρόσθεσε στις κτήσεις του το Νορμανδικό Βασίλειο της Σικελίας, κράτησε αιχμάλωτο τον Βασιλιά της Αγγλίας Ριχάρδο τον Λεοντόκαρδο και είχε ως στόχο να εγκαθιδρύσει μια κληρονομική μοναρχία, όταν πέθανε το 1197. Καθώς ο γιος του Φρειδερίκος Β', αν και είχε ήδη εκλεγεί βασιλιάς, ήταν ακόμα μικρό παιδί και ζούσε στη Σικελία, οι Γερμανοί πρίγκιπες επέλεξαν να εκλέξουν έναν ενήλικο βασιλιά, με αποτέλεσμα τη διπλή εκλογή του νεότερου γιου του Φρειδερίκου Βαρβαρόσσα, Φίλιππου της Σουαβίας, και του γιου του Ερρίκου του Λέοντα, Όθωνα του Μπράουνσβαϊγκ, που διαγωνίστηκαν για το στέμμα. Μετά τη δολοφονία του Φίλιππου σε καυγά το 1208 ο Όθων επικράτησε για λίγο, ώσπου άρχισε να διεκδικεί και τη Σικελία.

Το Reichssturmfahne, στρατιωτικό λάβαρο του 13ου και των αρχών του 14ου αιώνα

Ο Πάπας Ιννοκέντιος Γ΄, που φοβόταν την απειλή που αποτελούσε τυχόν ένωση της Αυτοκρατορίας και της Σικελίας, υποστηρίχθηκε τώρα από τον Φρειδερίκο Β', που εισέβαλε στη Γερμανία και νίκησε τον Όθωνα. Μετά τη νίκη του ο Φρειδερίκος δεν τήρησε την υπόσχεσή του να κρατήσει τα δύο βασίλεια χωριστά. Αν και είχε κάνει τον γιο του Ερρίκο βασιλιά της Σικελίας πριν εισβάλει στη Γερμανία, εξακολουθούσε να διατηρεί την πραγματική πολιτική εξουσία για τον εαυτό του. Αυτό συνεχίστηκε αφότου ο Φρειδερίκος στέφθηκε Αυτοκράτορας το 1220. Φοβούμενος τη συγκέντρωση της εξουσίας στον Φρειδερίκο ο Πάπας τελικά τον αφόρισε. Ένα άλλο σημείο διαμάχης ήταν η Σταυροφορία, που ο Φρειδερίκος είχε υποσχεθεί αλλά επανειλημμένα ανέβαλε. Τώρα, αν και αφορισμένος, ο Φρειδερίκος ηγήθηκε το 1228 της ΣΤ΄ Σταυροφορίας, που κατέληξε σε διαπραγματεύσεις και προσωρινή αποκατάσταση του Βασιλείου της Ιερουσαλήμ.

Παρά τις αυτοκρατορικές του αξιώσεις η κυριαρχία του Φρειδερίκου ήταν ένα σημαντικό σημείο καμπής προς την αποσύνθεση της κεντρικής κυριαρχίας στην Αυτοκρατορία. Ενώ ήταν επικεντρωμένος στην ίδρυση ενός σύγχρονου, συγκεντρωτικού κράτους στη Σικελία, απουσίαζε ως επί το πλείστον από τη Γερμανία και παρείχε μεγάλα προνόμια στους κοσμικούς και εκκλησιαστικούς πρίγκιπες της Γερμανίας: με το Confoederatio cum principibus ecclesiasticis του 1220 ο εγκατέλειψε μια σειρά regalia υπέρ του επισκόπων, όπως δασμούς, την κοπή νομισμάτων και τις οχυρώσεις. Το Statutum in favorem principum του 1232 επέκτεινε αυτά τα προνόμια κυρίως σε κοσμικές περιοχές. Αν και πολλά από αυτά τα προνόμια υπήρχαν νωρίτερα, τώρα χορηγήθηκαν γενικά και μια για πάντα, για να επιτρέψουν στους Γερμανούς πρίγκιπες να διατηρήσουν την τάξη βόρεια των Άλπεων, ενώ ο Φρειδερίκος επικεντρώθηκε στην Ιταλία. Στο έγγραφο του 1232 για πρώτη φορά που οι Γερμανοί δούκες ονομάζονταν domini terræ, ιδιοκτήτες των εδαφών τους, μια αξιοσημείωτη αλλαγή και στην ορολογία.

Βασίλειο της Βοημίας

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Χώρες του Στέμματος της Βοημίας από τη βασιλεία του Αυτοκράτορα Καρόλου Δ'

Το Βασίλειο της Βοημίας ήταν μια σημαντική περιφερειακή δύναμη κατά τον Μεσαίωνα. Το 1212 ο Βασιλιάς Ότακαρ Α΄ (που έφερε τον τίτλο "βασιλιάς" από το 1198) απέσπασε από τον Αυτοκράτορα Φρειδερίκο Β' το Χρυσόβουλο της Σικελίας (ένα επίσημο διάταγμα), που επιβεβαίωνε τον βασιλικό τίτλο για τον ίδιο και τους απογόνους του, και το Δουκάτο της Βοημίας αναβαθμίστηκε σε βασίλειο. Οι βασιλιάδες της Βοημίας απαλλάσσονταν από όλες τις μελλοντικές υποχρεώσεις προς την Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία εκτός από τη συμμετοχή στα αυτοκρατορικά συμβούλια. Ο Κάρολος Δ' όρισε την Πράγα έδρα του Αυτοκράτορα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.

Μετά τον θάνατο του Φρειδερίκου Β' το 1250 το Γερμανικό βασίλειο μοιράστηκε ανάμεσα στον γιο του Κορράδο Δ΄ (πέθανε το 1254) και τον αντιβασιλέα Γουλιέλμο της Ολλανδίας (πέθανε το 1256). Τον θάνατο του Κορράδου ακολούθησε η Μεσοβασιλεία, κατά την οποία κανένας βασιλιάς δεν μπόρεσε να επιτύχει καθολική αναγνώριση, επιτρέποντας στους πρίγκιπες να εδραιώσουν τις κτήσεις τους και να γίνουν ακόμη πιο ανεξάρτητοι ως ηγεμόνες. Μετά το 1257 το Στέμμα διεκδίκησαν ο Ριχάρδος της Κορνουάλης, που υποστηριζόταν από το κόμμα των Γουέλφων, και ο Αλφόνσος Ι΄ της Καστίλης, που αναγνωρίστηκε από τους Χοενστάουφεν αλλά δεν πάτησε ποτέ το πόδι του σε γερμανικό έδαφος. Μετά τον θάνατο του Ριχάρδου το 1273 εξελέγη ο Ροδόλφος Α΄ της Γερμανίας, ένας κατώτερος κόμης προσκείμενος στους Χοενστάουφεν. Ήταν ο πρώτος από τους Αψβούργους που απέκτησε βασιλικό τίτλο, αλλά ποτέ δεν στέφθηκε αυτοκράτορας. Μετά τον θάνατό του το 1291 ο Αδόλφος και ο Αλβέρτος ήταν δύο ακόμη αδύναμοι βασιλιάδες που δεν στέφθηκαν ποτέ αυτοκράτορες.

Ο Αλβέρτος δολοφονήθηκε το 1308. Σχεδόν αμέσως ο βασιλιάς Φίλιππος Δ΄ της Γαλλίας άρχισε να αναζητά επιθετικά υποστήριξη για τον αδελφό του Κάρολο του Βαλουά, για να εκλεγεί επόμενος βασιλιάς των Ρωμαίων (Γερμανίας). Ο Φίλιππος πίστευε ότι είχε την υποστήριξη του Γάλλου Πάπα Κλήμη Ε' (που εγκαταστάθηκε στην Αβινιόν το 1309) και ότι οι προοπτικές του να φέρει την αυτοκρατορία στην τροχιά του γαλλικού βασιλικού οίκου ήταν καλές. Ξόδευε αφειδώς γαλλικά χρήματα με την ελπίδα να δωροδοκήσει τους Γερμανούς εκλέκτορες. Αν και ο Κάρολος του Βαλουά είχε την υποστήριξη του φιλογάλλου Ερρίκου, Αρχιεπισκόπου της Κολωνίας, πολλοί δεν ήθελαν να δουν επέκταση της γαλλικής εξουσίας, λιγότερο απ' όλους ο Κλήμης Ε'. Ο κύριος αντίπαλος του Καρόλου φαινόταν να είναι ο Ροδόλφος, Κόμης Παλατίνος.

Αλλά οι εκλέκτορες, οι μεγάλοι άρχοντες που είχαν ζήσει χωρίς εστεμμένο αυτοκράτορα για δεκαετίες, ήταν δυσαρεστημένοι τόσο με τον Κάρολο όσο και με τον Ροδόλφο. Αντίθετα ο Ερρίκος, κόμης του Λουξεμβούργου, με τη βοήθεια του αδελφού του Βαλδουίνου, Αρχιεπισκόπου της Τριρ, εξελέγη ως Ερρίκος Ζ' με έξι ψήφους στη Φραγκφούρτη στις 27 Νοεμβρίου 1308. Αν και υποτελής του βασιλιά Φιλίππου ο Ερρίκος δεσμευόταν από λίγους εθνικούς δεσμούς και επομένως ήταν κατάλληλος ως συμβιβαστικός υποψήφιος. Ο Ερρίκος Ζ' στέφθηκε βασιλιάς στο Άαχεν στις 6 Ιανουαρίου 1309 και αυτοκράτορας από τον Πάπα Κλήμη Ε' στις 29 Ιουνίου 1312 στη Ρώμη, τερματίζοντας τη μεσοβασιλεία.

Αλλαγές στην πολιτική δομή

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Περαιτέρω πληροφορίες: Χανσεατική Ένωση
Εικονογράφηση από το Schedelsche Weltchronik που απεικονίζει τη δομή του Ράιχ: Ο Άγιος Ρωμαίος Αυτοκράτορας καθιστός, στα δεξιά του είναι τρεις εκκλησιαστικοί και στα αριστερά του τέσσερις κοσμικοί εκλέκτορες.

Κατά τον 13ο αιώνα μια γενική δομική αλλαγή στον τρόπο διαχείρισης της γης προετοίμασε τη μετατόπιση της πολιτικής εξουσίας προς την ανερχόμενη αστική τάξη σε βάρος της αριστοκρατικής φεουδαρχίας που θα χαρακτήριζε τον Ύστερο Μεσαίωνα. Η άνοδος των πόλεων και η εμφάνιση της νέας τάξης των αστών διέβρωσαν την κοινωνική, νομική και οικονομική τάξη της φεουδαρχίας.[95] Αντί για τους προσωπικούς δασμούς τα χρήματα γίνονταν όλο και περισσότερο το κοινό μέσο για την αντιπροσώπευση της οικονομικής αξίας στη γεωργία.

Οι χωρικοί απαιτείτο όλο και περισσότερο να πληρώνουν φόρο στους γαιοκτήμονές τους τους. Η έννοια της «ιδιοκτησίας» άρχισε να αντικαθιστά πιο αρχαίες μορφές δικαιοδοσίας, αν και ήταν ακόμα πολύ στενά συνδεδεμένες. Στα εδάφη (όχι στο επίπεδο της Αυτοκρατορίας), η εξουσία συμπλεκόταν όλο και περισσότερο: όποιος κατείχε τη γη είχε δικαιοδοσία, από την οποία προέρχονταν άλλες εξουσίες. Ωστόσο αυτή η δικαιοδοσία εκείνη την εποχή δεν περιλάμβανε τη νομοθεσία, που ήταν ουσιαστικά ανύπαρκτη μέχρι και τον 15ο αιώνα. Η δικαστική πρακτική βασιζόταν σε μεγάλο βαθμό σε παραδοσιακά έθιμα ή κανόνες που περιγράφονταν ως εθιμικοί.

Κατά την περίοδο αυτή οι χώρες άρχισαν να μεταμορφώνονται στους προκατόχους των σύγχρονων κρατών. Η διαδικασία διέφερε πολύ μεταξύ των διαφόρων χωρών και ήταν πιο προχωρημένη στις περιοχές που ήταν σχεδόν πανομοιότυπες με εκείνες των παλαιών γερμανικών φυλών, π.χ. στη Βαυαρία, ενώ ήταν πιο αργή στις διάσπαρτες επικράτειες που ιδρύθηκαν μέσω αυτοκρατορικών προνομίων.

Τον 12ο αιώνα η Χανσεατική Ένωση καθιερώθηκε ως μια εμπορική και αμυντική συμμαχία των εμπορικών συντεχνιών των πόλεων της αυτοκρατορίας και όλης της βόρειας και κεντρικής Ευρώπης. Κυριάρχησε στο θαλάσσιο εμπόριο στη Βαλτική, στη Βόρεια Θάλασσα και κατά μήκος των συνδεδεμένων πλωτών ποταμών. Κάθε μία από τις συνδεδεμένες πόλεις διατήρησε το νομικό σύστημα της κυριαρχίας της και, με εξαίρεση τις ελεύθερες αυτοκρατορικές πόλεις, είχε περιορισμένο μόνο βαθμό πολιτικής αυτονομίας. Στα τέλη του 14ου αιώνα η ισχυρή ένωση ενίσχυε τα συμφέροντά της με στρατιωτικά μέσα, αν χρειαζόταν. Αυτό κορυφώθηκε σε έναν πόλεμο με το κυρίαρχο Βασίλειο της Δανίας από το 1361 έως το 1370. Η Ένωση παρήκμασε μετά το 1450.[α][96][97]

Ύστερος Μεσαίωνας

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Περαιτέρω πληροφορίες: Ύστερος Μεσαίωνας

Αύξηση των εδαφών μετά τους Χοενστάουφεν

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Η Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία όταν υπογράφηκε το Χρυσόβουλο του 1356

Οι δυσκολίες στην εκλογή του βασιλιά οδήγησαν τελικά στην εμφάνιση ενός σταθερού κολεγίου πριγκίπων-εκλεκτόρων (Kurfürsten), του οποίου η σύνθεση και οι διαδικασίες ορίστηκαν με το Χρυσόβουλο του 1356, που εκδόθηκε από τον Κάρολο Δ' (βασίλεψε 1355-1378, Βασιλιάς των Ρωμαίων από το 1346), που παρέμεινε σε ισχύ μέχρι το 1806. Αυτή η εξέλιξη πιθανότατα συμβολίζει καλύτερα την αναδυόμενη δυαδικότητα μεταξύ αυτοκράτορα και βασιλείου (Kaiser und Reich), που δεν θεωρούνταν πλέον ταυτόσημα. Το Χρυσόβουλο έθεσε επίσης το σύστημα εκλογής του Αυτοκράτορα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Ο αυτοκράτορας έπρεπε τώρα να εκλεγεί με πλειοψηφία και όχι με τη συγκατάθεση και των επτά εκλεκτόρων. Για τους εκλέκτορες ο τίτλος έγινε κληρονομικός και τους δόθηκε το δικαίωμα να κόβουν νόμισμα και να ασκούν δικαιοδοσία. Επίσης συστηνόταν οι γιοι τους να μάθουν τις αυτοκρατορικές γλώσσες - γερμανικά, λατινικά, ιταλικά και τσέχικα.[β][98] Η απόφαση του Καρόλου Δ' αποτέλεσε αντικείμενο συζητήσεων: από τη μια πλευρά βοήθησε στην αποκατάσταση της ειρήνης στις χώρες της Αυτοκρατορίας, που είχαν εμπλακεί σε εμφύλιες συγκρούσεις μετά το τέλος της εποχής των Χοενστάουφεν, ενώ από την άλλη το «πλήγμα στην κεντρική εξουσία ήταν καίριο».[99] Ο Τόμας Μπρέιντι Τ. πιστεύει ότι η πρόθεση του Κάρολου Δ' ήταν να τερματίσει τις αμφισβητούμενες βασιλικές εκλογές (από την οπτική γωνία των Λουξεμβούργιων, που είχαν επίσης το πλεονέκτημα ότι ο Βασιλιάς της Βοημίας είχε μια μόνιμη και εξέχουσα θέση ως ένας από τους Εκλέκτορες).[100][101] Ταυτόχρονα δόμησε τη Βοημία ως τον πυρήνα της Αυτοκρατορίας των Λουξεμβούργιων και τη δυναστική τους βάση. Η βασιλεία του στη Βοημία θεωρείται συχνά η Χρυσή Εποχή της χώρας. Σύμφωνα με τον Μπρέιντι Τ. όμως, κάτω από όλη τη λάμψη, προέκυψε ένα πρόβλημα: η κυβέρνηση έδειξε ανικανότητα να αντιμετωπίσει τα γερμανικά μεταναστευτικά κύματα στη Βοημία, οδηγώντας έτσι σε θρησκευτικές εντάσεις και διώξεις. Το αυτοκρατορικό σχέδιο των Λουξεμβούργιων σταμάτησε υπό τον γιο του Καρόλου Βεντσεσλάβο (βασίλευσε 1378-1419 ως Βασιλιάς της Βοημίας και 1376-1400 ως Βασιλιάς των Ρωμαίων), που αντιμετώπισε επίσης την αντιπολίτευση 150 τοπικών οικογενειών βαρόνων.[102]

Η μετατόπιση της εξουσίας από τον αυτοκράτορα αποκαλύπτεται επίσης στον τρόπο με τον οποίο οι βασιλείς μετά τους Χοενστάουφεν προσπάθησαν να διατηρήσουν την εξουσία τους. Νωρίτερα η δύναμη (και τα οικονομικά) της Αυτοκρατορίας βασίζονταν σε μεγάλο βαθμό στα εδάφη της ίδιας της Αυτοκρατορίας, το λεγόμενο Reichsgut, που ανήκε πάντα στον εκάστοτε βασιλιά και περιλάμβανε πολλές Αυτοκρατορικές πόλεις. Μετά τον 13ο αιώνα η συνάφεια του Reichsgut εξασθενούσε, παρόλο που ορισμένα τμήματά του παρέμειναν μέχρι το τέλος της Αυτοκρατορίας το 1806. Αντίθετα το Reichsgut ενεχυριαζόταν όλο και περισσότερο στους τοπικούς δούκες, μερικές φορές για τη συγκέντρωση χρημάτων για την Αυτοκρατορία, αλλά πιο συχνά για την επιβράβευση της νομιμοφροσύνης τους ή ως απόπειρα να επιβληθεί έλεγχος στους τοπικούς δούκες. Η άμεση διακυβέρνηση του Reichsgut δεν συνήδε πλέον με τις ανάγκες ούτε του βασιλιά ούτε των δουκών.

Οι βασιλείς ξεκινώντας από τον Ροδόλφο Α' της Γερμανίας βασίζονταν όλο και περισσότερο στα εδάφη των αντίστοιχων δυναστειών τους για να υποστηρίξουν τη δύναμή τους. Σε αντίθεση με το Reichsgut, που ήταν ως επί το πλείστον διάσπαρτο και δύσκολο στη διαχείρισή του, αυτά τα εδάφη ήταν σχετικά συμπαγή και επομένως ευκολότερο να ελεγχθούν. Το 1282 ο Ροδόλφος Α' δάνεισε έτσι την Αυστρία και τη Στυρία στους γιους του. Το 1312 ο Ερρίκος Ζ' του Οίκου του Λουξεμβούργου στέφθηκε πρώτος Αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας μετά τον Φρειδερίκο Β'. Μετά από αυτόν όλοι οι βασιλιάδες και οι αυτοκράτορες βασίζονταν στα εδάφη της δικής τους οικογένειας (Hausmacht): ο Λουδοβίκος Δ' του Βίττελσμπαχ (βασιλιάς 1314, αυτοκράτορας 1328–47) βασίστηκε στα εδάφη του στη Βαυαρία, ενώ ο Κάρολος Δ' του Λουξεμβούργου, εγγονός του Ερρίκου Ζ', αντλούσε δύναμη από τα εδάφη του στη Βοημία. Ήταν επομένως όλο και περισσότερο προς το συμφέρον του ίδιου του βασιλιά να ενισχύσει τη δύναμη των εδαφών, αφού και ο ίδιος επωφελείτο από ένα τέτοιο όφελος και για τα δικά του εδάφη.

Αυτοκρατορική Μεταρρύθμιση

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το «σύνταγμα» της αυτοκρατορίας παρέμενε ακόμη σε μεγάλο βαθμό ακαθόριστο στις αρχές του 15ου αιώνα. Συχνά συνέβαιναν διαμάχες μεταξύ τοπικών αρχόντων. Ο «ληστής βαρόνος» (Raubritter) έγινε κοινωνικός παράγοντας.[103][104]

Ταυτόχρονα η Καθολική Εκκλησία γνώρισε δικές της κρίσεις, με εκτεταμένες επιπτώσεις στην Αυτοκρατορία. Η σύγκρουση μεταξύ πολλών παπικών διεκδικητών (δύο αντίπαπες και ο «νόμιμος» Πάπας) έληξε μόνο με τη Σύνοδο της Κωνσταντίας (1414–1418). Μετά το 1419 ο Παπισμός διέθεσε μεγάλο μέρος της ενέργειάς του στην καταστολή των Χουσιτών. Η μεσαιωνική ιδέα της ενοποίησης όλου του Χριστιανικού κόσμου σε μια ενιαία πολιτική οντότητα, με κορυφαίους θεσμούς την Εκκλησία και την Αυτοκρατορία, άρχισε να παρακμάζει.

Με αυτές τις δραστικές αλλαγές πολλές συζητήσεις προέκυψαν τον 15ο αιώνα για την ίδια την Αυτοκρατορία. Οι κανόνες του παρελθόντος δεν περιέγραφαν πλέον επαρκώς τη δομή της εποχής και χρειαζόταν επειγόντως μια ενίσχυση του προηγούμενου Landfrieden.[105]

Το όραμα για μια ταυτόχρονη μεταρρύθμιση της Αυτοκρατορίας και της Εκκλησίας σε κεντρικό επίπεδο ξεκίνησε με τον Σιγισμούνδο (βασίλευσε 1433–1437, βασιλιάς των Ρωμαίων από το 1411), που σύμφωνα με τον ιστορικό Τόμας Μπρέιντι Τ., «είχε ένα εύρος οράματος και μια αίσθηση μεγαλείου Γερμανού μονάρχη για πρώτη φορά από τον δέκατο τρίτο αιώνα». Όμως οι εξωτερικές δυσκολίες, τα λάθη του ίδιου και η εξαφάνιση της ανδρικής γραμμής του Λουξεμβούργου έκαναν αυτό το όραμα ανεκπλήρωτο.[106]

Ο Φρειδερίκος Γ' ήταν πολύ προσεκτικός σχετικά με το μεταρρυθμιστικό κίνημα στην αυτοκρατορία. Στο μεγαλύτερο μέρος της βασιλείας του θεωρούσε τη μεταρρύθμιση απειλή για τα αυτοκρατορικά του προνόμια. Απέφυγε τις άμεσες αντιπαραθέσεις, που θα μπορούσαν να οδηγήσουν στην ταπείνωσή του αν οι πρίγκιπες αρνούνταν να υποχωρήσουν.[107] Μετά το 1440 η μεταρρύθμιση της Αυτοκρατορίας και της Εκκλησίας υποστηρίχθηκε και καθοδηγήθηκε από τοπικές και περιφερειακές δυνάμεις, ιδιαίτερα τους πρίγκιπες των περιφερειών.[108] Τα τελευταία του χρόνια ωστόσο υπήρχε μεγαλύτερη πίεση για ανάληψη δράσης από υψηλότερο επίπεδο. Ο Μπέρτολντ φον Χένεμπεργκ, Αρχιεπίσκοπος του Μάιντς, που μιλούσε εκ μέρους των μεταρρυθμιστών πριγκίπων (που ήθελαν να μεταρρυθμίσουν την Αυτοκρατορία χωρίς να ενισχύσουν τον Αυτοκράτορα), κεφαλαιοποίησε την επιθυμία του Φρειδερίκου να εξασφαλίσει την αυτοκρατορική εκλογή για τον Μαξιμιλιανό. Έτσι στα τελευταία του χρόνια προέδρευσε στην αρχική φάση της Αυτοκρατορικής Μεταρρύθμισης, που θα εκτυλισσόταν κυρίως υπό τον γιο του Μαξιμιλιανό. Ο ίδιος ο Μαξιμιλιανός ήταν πιο ανοιχτός σε μεταρρυθμίσεις, αν και φυσικά ήθελε επίσης να διατηρήσει και να ενισχύσει τα αυτοκρατορικά προνόμια. Οταν ο Φρειδερίκος αποσύρθηκε συμβιβαστικά στο Λιντς το 1488 ο Μαξιμιλιανός ενήργησε ως μεσολαβητής μεταξύ των πριγκίπων και του πατέρα του. Όταν έμεινε μόνος κυρίαρχος μετά τον θάνατο του Φρειδερίκου, συνέχισε αυτή την πολιτική διαμεσολάβησης, ενεργώντας ως αμερόληπτος κριτής μεταξύ των επιλογών που πρότειναν οι πρίγκιπες.[109][24]

Δημιουργία θεσμών
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μείζονα μέτρα για τη Μεταρρύθμιση δρομολογήθηκαν στη Δίαιτα του 1495 στη Βορμς.

Το Ίνσμπρουκ, το σημαντικότερο πολιτικό κέντρο υπό τον Μαξιμιλιανό,[110] έδρα του Χόφκαμερ (Θησαυροφυλακίου της Αυλής) και της Καγκελαρίας της, που λειτουργούσε ως «το σώμα με τη μεγαλύτερη επιρροή στην κυβέρνηση του Μαξιμιλιανού».[111] Πίνακας του Άλμπρεχτ Ντύρερ (1496)

Εισήχθη ένα νέο όργανο, το Reichskammergericht, που επρόκειτο να είναι σε μεγάλο βαθμό ανεξάρτητο από τον Αυτοκράτορα. Ένας νέος φόρος επιβλήθηκε για τη χρηματοδότησή του, ο Gemeine Pfennig, αν και αυτός θα εισπράττονταν μόνο υπό τον Κάρολο Ε' και τον Φερδινάνδο Α', και όχι πλήρως.[112][113][114]

Για να δημιουργήσει έναν αντίβαρο του Reichskammergericht, το 1497 ο Μαξιμιλιανός ίδρυσε το Reichshofrat, που είχε την έδρα του στη Βιέννη. Επί της βασιλείας του Μαξιμιλιανού αυτό το συμβούλιο δεν ήταν δημοφιλές αλλά μακροπρόθεσμα τα δύο όργανα λειτουργούσαν παράλληλα, μερικές φορές αλληλοεπικαλυπτόμενα.[115][116]

Το 1500 ο Μαξιμιλιανός συμφώνησε να ιδρύσει ένα όργανο με το όνομα Reichsregiment (κεντρική αυτοκρατορική κυβέρνηση, αποτελούμενη από είκοσι μέλη συμπεριλαμβανομένων των Εκλεκτόρων, με πρόεδρο τον Αυτοκράτορα ή τον αντιπρόσωπό του), που συγκλήθηκε για πρώτη φορά το 1501 στη Νυρεμβέργη. Όμως ο Μαξιμιλιανός δυσανασχετούσε με αυτό ενώ και οι Τάξεις δεν το υποστήριξαν, έτσι αποδείχθηκε πολιτικά αδύναμο και η ισχύς του επέστρεψε στον Μαξιμιλιανό το 1502.[117][116][118]

Οι πιο σημαντικές κυβερνητικές αλλαγές στόχευσαν στην καρδιά του καθεστώτος: την καγκελαρία. Στις αρχές της βασιλείας του Μαξιμιλιανού, η Καγκελαρία της Αυλής στο Ίνσμπρουκ ανταγωνιζόταν την Αυτοκρατορική Καγκελαρία (που ήταν υπό τον εκλέκτορα-αρχιεπίσκοπο του Μάιντς, τον ανώτερο Αυτοκρατορικό καγκελάριο). Παραπέμποντας τα πολιτικά ζητήματα στο Τιρόλο της Αυστρίας καθώς και τα αυτοκρατορικά προβλήματα στην Καγκελαρία της Αυλής ο Μαξιμιλιανός συγκέντρωσε σταδιακά την εξουσία του. Οι δύο καγκελαρίες συνενώθηκαν το 1502.[111] Το 1496 ο αυτοκράτορας δημιούργησε ένα γενικό θησαυροφυλάκιο (Hofkammer) στο Ίνσμπρουκ, που έγινε υπεύθυνο για όλα τα κληρονομικά εδάφη. Το λογιστικό επιμελητήριο (Raitkammer) στη Βιέννη υπήχθη σε αυτό το σώμα.[119] Υπό τον Πάουλ φιν Λιχτενστάιν στο Hofkammer είχαν ανατεθεί όχι μόνο οι υποθέσεις των κληρονομικών εδαφών αλλά και εκείνες του Μαξιμιλιανού ως Γερμανού βασιλιά.[120]

Υιοθέτηση του Ρωμαϊκού Δικαίου

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Ο Μαξιμιλιανός Α' παρακολουθώντας μια εκτέλεση αντί για τον αρραβώνα του γιου του Φιλίππου του Ωραίου και της Ιωάννας της Καστίλλης. Στην επάνω δεξιά γωνία φαίνονται ο Κάιν και ο Άβελ. Σάτιρα κατά της νομικής μεταρρύθμισης του Μαξιμιλιανού, που συνδέεται με την αυτοκρατορική τυραννία. Δημιουργήθηκε για λογαριασμό των συμβούλων του Άουγκσμπουργκ. Πλάκα 89 του Von der Arztney bayder Glück του Petrarcameister.[121]

Στη Δίαιτα της Βορμς του 1495 η Υιοθέτηση του Ρωμαϊκού Δικαίου επιταχύνθηκε και επισημοποιήθηκε. Το Ρωμαϊκό Δίκαιο έγινε δεσμευτικό για τα γερμανικά δικαστήρια, εκτός από την περίπτωση που ήταν αντίθετο με τους τοπικούς νόμους.[122] Στην πράξη έγινε ο βασικός νόμος σε όλη τη Γερμανία, αντικαθιστώντας σε μεγάλο βαθμό το γερμανικό τοπικό δίκαιο, αν και το τελευταίο εξακολουθούσε να ισχύει στα κατώτερα δικαστήρια.[123][124][125][126] Εκτός από την επιθυμία να επιτευχθεί νομική ενότητα και άλλους παράγοντες, η υιοθέτηση αυτή ανέδειξε επίσης τη συνέχεια μεταξύ της Αρχαίας Ρωμαϊκής και της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.[127] Για να υλοποιήσει την αποφασιστικότητά του να μεταρρυθμίσει και να ενοποιήσει το νομικό σύστημα, ο αυτοκράτορας συχνά παρενέβαινε προσωπικά σε ζητήματα τοπικών νομικών θεμάτων, παραμερίζοντας τα τοπικά καταστατικά και έθιμα. Αυτή η πρακτική αντιμετωπίστηκε συχνά με ειρωνεία και περιφρόνηση από τα τοπικά συμβούλια, που ήθελαν να προστατεύσουν τους τοπικούς κώδικες.[128]

Η νομική μεταρρύθμιση αποδυνάμωσε σοβαρά το αρχαίο Βεμικό δίκαιο (Vehmgericht, ή Μυστικό Δικαστήριο της Βεστφαλίας, που παραδοσιακά θεωρείτο ότι ιδρύθηκε από τον Καρλομάγνο, αλλά αυτή η θεωρία θεωρείται πλέον απίθανη),.[129][130]) αν και δεν καταργήθηκε ολοκληρωτικά παρά μόνο το 1811 (με διαταγή του Ιερώνυμου Βοναπάρτη).[131][132]

Εθνική πολιτική κουλτούρα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Προσωποποίηση του Ράιχ ως Γερμανίας από τον Γεργκ Κέλντερερ, 1512. Η «Γερμανίδα», φορώντας λυτά μαλλιά και στέμμα, καθισμένη στον αυτοκρατορικό θρόνο, αντιστοιχεί τόσο στην αυτοεικόνα του Μαξιμιλιανού Α' ως Βασιλιά της Γερμανίας όσο και στην έννοια Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία του Γερμανικού Έθνους (παραλείποντας τα άλλα έθνη). Ενώ συνήθως απεικονίζεται κατά τον Μεσαίωνα ως υποχείρια τόσο της αυτοκρατορικής εξουσίας όσο και της Ιταλίας ή της Γαλλίας, τώρα παίρνει την κεντρική σκηνή στη Θριαμβευτική Πορεία του Μαξιμιλιανού, που γίνεται μπροστά στη Ρώμη.[133][134][135]

Ο Μαξιμιλιανός και ο Κάρολος Ε' (παρά το γεγονός ότι και οι δύο αυτοκράτορες ήταν διεθνιστές προσωπικά[136][137])) ήταν οι πρώτοι που επιστράτευσαν τη ρητορική του Έθνους, που ταυτίστηκε σταθερά με το Ράιχ από τους ουμανιστές της εποχής.[103] Με την ενθάρρυνση του Μαξιμιλιανού και των ουμανιστών του εμβληματικές πνευματικές μορφές επανεμφανίστηκαν ή επισημάνθηκαν. Οι ουμανιστές ανακάλυψαν ξανά το έργο Germania, γραμμένο από τον Τάκιτο. Σύμφωνα με τον Πίτερ Χ. Γουίλσον η γυναικεία μορφή της Germania επινοήθηκε εκ νέου από τον Αυτοκράτορα ως η ενάρετη ειρηνική Μητέρα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας του Γερμανικού Έθνους.[138] Ο Ουέιλι υποστηρίζει περαιτέρω ότι, παρά το μεταγενέστερο θρησκευτικό χάσμα, «τα πατριωτικά μοτίβα που αναπτύχθηκαν κατά τη βασιλεία του Μαξιμιλιανού, τόσο από τον ίδιο όσο και από τους ουμανιστές συγγραφείς που ανταποκρίθηκαν, αποτέλεσαν τον πυρήνα μιας εθνικής πολιτικής κουλτούρας».[139]

Η βασιλεία του Μαξιμιλιανού υπήρξε επίσης μάρτυρας της σταδιακής εμφάνισης της γερμανικής κοινής γλώσσας, με τον σημαντικός ρόλο της αυτοκρατορικής καγκελαρίας και της καγκελαρίας του Βέττιν Εκλέκτορα Φρειδερίκου του Σοφού.[140][141] Η ανάπτυξη της τυπογραφίας μαζί με την εμφάνιση του ταχυδρομικού συστήματος (το πρώτο σύγχρονο στον κόσμο[142])), που ξεκίνησε από τον ίδιο τον Μαξιμιλιανό με τη συμβολή του Φρειδερίκου Γ' και του Καρόλου του Τολμηρού, οδήγησαν σε επανάσταση στην επικοινωνία και επέτρεψαν τη διάδοση των ιδεών. Σε αντίθεση με την κατάσταση σε πιο συγκεντρωτικές χώρες η αποκεντρωμένη φύση της Αυτοκρατορίας έκανε δύσκολη τη λογοκρισία.[143][144][145][146]

Ο Τέρενς Μάκιντος σχολιάζει ότι η επεκτατική, επιθετική πολιτική που ακολούθησαν ο Μαξιμιλιανός Α΄ και ο Κάρολος Ε΄ στην αρχή του πρώιμου σύγχρονου γερμανικού έθνους (αν και όχι για να προωθήσει τους στόχους που αφορούν το γερμανικό έθνος καθεαυτό), βασιζόμενοι στο γερμανικό ανθρώπινο δυναμικό καθώς και χρησιμοποιώντας τους φοβερούς Λάντσκνεχτ και μισθοφόροι, θα επηρέαζαν τον τρόπο με τον οποίο οι γείτονες έβλεπαν τη γερμανική πολιτεία, αν και σε βάθος χρόνου η Γερμανία έτεινε να είναι ειρηνική.[147]

Αυτοκρατορική εξουσία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Μαξιμιλιανός ήταν «ο πρώτος αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας μετά από 250 χρόνια που κυβέρνησε και βασίλευσε». Στις αρχές του 16ου αιώνα, ήταν πραγματικός κύριος της Αυτοκρατορίας, αν και η δύναμή του αποδυναμώθηκε την τελευταία δεκαετία πριν από τον θάνατό του.[148][149] Ο Ουέιλι σημειώνει ότι, παρά τις συγκρούσεις, αυτό που προέκυψε στο τέλος της διακυβέρνησης του Μαξιμιλιανού ήταν μια ενισχυμένη μοναρχία και όχι μια ολιγαρχία πριγκίπων.[150] Ο Μπέντζαμιν Κέρτις πιστεύει ότι ενώ ο Μαξιμιλιανός δεν ήταν σε θέση να δημιουργήσει πλήρως μια κοινή κυβέρνηση για τα εδάφη του (αν και η καγκελαρία και το αυλικό συμβούλιο μπορούσαν να συντονίσουν τις υποθέσεις σε όλα τα βασίλεια), ενίσχυσε βασικές διοικητικές λειτουργίες στην Αυστρία και δημιούργησε κεντρικές υπηρεσίες για την αντιμετώπιση των οικονομικών, πολιτικών και δικαστικών θεμάτων – που αντικατέστησαν το φεουδαρχικό σύστημα και έγιναν αντιπροσωπευτικά ενός πιο σύγχρονου συστήματος που διοικείτο από επαγγελματίες αξιωματούχους. Μετά από δύο δεκαετίες μεταρρυθμίσεων ο αυτοκράτορας διατήρησε τη θέση του ως πρώτος μεταξύ ίσων, ενώ η αυτοκρατορία απέκτησε κοινούς θεσμούς μέσω των οποίων ο αυτοκράτορας μοιραζόταν την εξουσία με τις κτήσεις του.[151]

Στις αρχές του δέκατου έκτου αιώνα οι ηγεμόνες των Αψβούργων είχαν γίνει οι πιο ισχυροί στην Ευρώπη, αλλά η δύναμή τους στηριζόταν στη σύνθετη μοναρχία τους ως σύνολο, και όχι μόνο στην Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία.[152][153] Ο Μαξιμιλιανός είχε σκεφτεί σοβαρά να συνενώσει τα εδάφη της Βουργουνδίας (που κληρονόμησε από τη σύζυγό του Μαρία της Βουργουνδίας) με τα δικά του της Αυστρίας για να σχηματίσει έναν ισχυρό πυρήνα (που εκτεινόταν επίσης προς τα ανατολικά).[154] Μετά την απροσδόκητη προσθήκη της Ισπανίας στην Αυτοκρατορία των Αψβούργων κάποια στιγμή σκέφτηκε να αφήσει την Αυστρία (αναβαθμισμένη σε βασίλειο) στον μικρότερο εγγονό του Φερδινάνδο.[155] Ο Κάρολος Ε' έδωσε αργότερα τα περισσότερα από τα εδάφη της Βουργουνδίας στον Ισπανικό κλάδο.[156]

Προτεσταντική Μεταρρύθμιση και Αναγέννηση

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Η Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία κατά τον 16ο αιώνα
Carta itineraria europae (Ταξιδιωτικός χάρτης της Ευρώπης) του Βάλντζεεμυλλερ, 1520 (αφιερωμένος στον Aυτοκράτορα Κάρολο Ε'

Το 1516 πέθανε ο Φερδινάνδος Β΄ της Αραγωνίας, παππούς του μελλοντικού αυτοκράτορα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας Κάρολου Ε'.[157] Ο Κάρολος ξεκίνησε τη βασιλεία του στην Καστίλλη και την Αραγονία, μια ένωση που εξελίχθηκε στην Ισπανία, από κοινού με τη μητέρα του Ιωάννα της Καστίλλης.

Το 1519, που ήδη βασίλευε ως Κάρολος Α΄ στην Ισπανία, ο Κάρολος ανέλαβε τον αυτοκρατορικό τίτλο ως Κάρολος E΄. Η Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία θα κατέληγε σε ένα κατώτερο κλάδο των Αψβούργων στο πρόσωπο του αδελφού του Καρόλου Φερδινάνδου, ενώ ο ανώτερος κλάδος συνέχιζε να κυβερνάει στην Ισπανία και την κληρονομιά της Βουργουνδίας στο πρόσωπο του γιου του Καρόλου Φιλίππου Β' της Ισπανίας. Πολλοί παράγοντες συνέβαλαν σε αυτό το αποτέλεσμα. Για τον Τζέιμς Ν. Τρέισι ήταν ο πολυκεντρικός χαρακτήρας του ευρωπαϊκού πολιτισμού που δυσκόλεψε τη διατήρηση «μιας δυναστείας της οποίας τα εδάφη εκτείνονταν στην ήπειρο από τις Κάτω Χώρες ως τη Σικελία και από την Ισπανία ως την Ουγγαρία — για να μην αναφέρουμε τις υπερπόντιες κτήσεις της Ισπανίας».[158] Άλλοι επισημαίνουν τις θρησκευτικές εντάσεις, τα δημοσιονομικά προβλήματα και την παρεμπόδιση από εξωτερικές δυνάμεις, συμπεριλαμβανομένης της Γαλλίας και των Οθωμανών.[159] Σε πιο προσωπικό επίπεδο ο Κάρολος απέτυχε να πείσει τους Γερμανούς πρίγκιπες να υποστηρίξουν τον γιο του Φίλιππο, του οποίου ο «δύστροπος και απόμακρος χαρακτήρας και η έλλειψη γερμανικών γλωσσικών δεξιοτήτων καταδίκασαν αυτό το επιχείρημα σε αποτυχία».[160]

Πριν ξεκινήσει η βασιλεία του Καρόλου στην Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία το 1517, ο Μαρτίνος Λούθηρος ξεκίνησε αυτό που αργότερα θα ονομαζόταν Μεταρρύθμιση. Στη συνέχεια η αυτοκρατορία διαιρέθηκε θρησκευτικά, με τον βορρά, την ανατολή και πολλές από τις μεγάλες πόλεις - Στρασβούργο, Φρανκφούρτη και Νυρεμβέργη - να γίνονται προτεσταντικές ενώ οι νότιες και δυτικές περιοχές παρέμειναν σε μεγάλο βαθμό καθολικές.

Στην αρχή της βασιλείας του Καρόλου ιδρύθηκε ένα νέο Reichsregiment (Σύνταγμα του Ράιχ) το 1522, αν και ο Κάρολος δήλωσε ότι θα το ανεχόταν μόνο ενόσω απουσίαζε και ότι ο πρόεδρός του έπρεπε να είναι εκπρόσωπος του. Ο Κάρολος Ε' απουσίαζε στη Γερμανία από το 1521 έως το 1530. Οπως και αυτό που δημιουργήθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1500, το Σύνταγμα του Ράιχ απέτυχε να δημιουργήσει μια ομοσπονδιακή αρχή ανεξάρτητη από τον Αυτοκράτορα, λόγω της ασταθούς συμμετοχής και των διαφορών μεταξύ των πριγκίπων. Ο Κάρολος Ε' νίκησε τους Προτεστάντες πρίγκιπες το 1547 στον Σμαλκαλδικό πόλεμο, αλλά η ορμή χάθηκε και οι προτεσταντικές κτήσεις μπόρεσαν να επιβιώσουν πολιτικά παρά τη στρατιωτική ήττα.[161] Με την Ειρήνη του Άουγκσμπουργκ του 1555 ο Κάρολος Ε', μέσω του αδελφού του Φερδινάνδου, αναγνώρισε επίσημα το δικαίωμα των ηγεμόνων να επιλέγουν τον Καθολικισμό ή τον Λουθηρανισμό (δεν περιλαμβάνονταν οι Ζβινγκλιανοί, οι Καλβινιστές και οι ριζοσπάστες).[162] Το 1555 εξελέγη πάπας ο Παύλος Δ΄ και πήρε το μέρος της Γαλλίας, οπότε ένας εξουθενωμένος Κάρολος τελικά εγκατέλειψε τις ελπίδες του για μια παγκόσμια Χριστιανική αυτοκρατορία.[163][164]

Η Περίοδος του Μπαρόκ

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Περαιτέρω πληροφορίες: Μπαρόκ και Τριακονταετής Πόλεμος
Η θρησκεία στην Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία τις παραμονές του Τριακονταετούς Πολέμου
Η Αυτοκρατορία μετά τη Συνθήκη της Βεστφαλίας το 1648

Η Γερμανία θα απολάμβανε σχετική ειρήνη για τις επόμενες έξι δεκαετίες. Στο ανατολικό μέτωπο οι Τούρκοι συνέχισαν να εμφανίζονται ως μεγάλη απειλή, αν και ο πόλεμος θα σήμαινε περαιτέρω συμβιβασμούς με τους προτεστάντες πρίγκιπες, και έτσι ο Αυτοκράτορας προσπάθησε να τον αποφύγει. Στα δυτικά η Ρηνανία περιερχόταν όλο και περισσότερο υπό τη γαλλική επιρροή. Μετά την έκρηξη της ολλανδικής εξέγερσης κατά της Ισπανίας η Αυτοκρατορία παρέμεινε ουδέτερη, επιτρέποντας de facto στην Ολλανδία να εγκαταλείψει την αυτοκρατορία το 1581. Παρενέργεια ήταν ο πόλεμος της Κολωνίας, που κατέστρεψε μεγάλο μέρος του άνω Ρήνου. Ο Αυτοκράτορας Φερδινάνδος Γ' αποδέχτηκε επίσημα την ουδετερότητα της Ολλανδία το 1653, απόφαση που επικυρώθηκε από την Αυτοκρατορική Δίαιτα το 1728.

Μετά τον θάνατο του Φερδινάνδου το 1564 αυτοκράτορας έγινε ο γιος του Μαξιμιλιανός Β' και όπως ο πατέρας του αποδέχτηκε την ύπαρξη του Προτεσταντισμού και την ανάγκη για περιστασιακό συμβιβασμό μαζί του. Τον Μαξιμιλιανό διαδέχθηκε το 1576 ο Ροδόλφος Β΄, που προτίμησε την κλασική ελληνική φιλοσοφία από τον Χριστιανισμό και έζησε απομονωμένα στη Βοημία. Φοβήθηκε να δράσει όταν η Καθολική Εκκλησία επανακτούσε με τη βία τον έλεγχο της Αυστρίας και της Ουγγαρίας και οι προτεστάντες πρίγκιπες δυσανασχέτησαν.

Η αυτοκρατορική εξουσία επιδεινώθηκε σαφώς μέχρι τον θάνατο του Ροδόλφου το 1612. Όταν οι Βοημοί επαναστάτησαν κατά του Αυτοκράτορα, το άμεσο αποτέλεσμα ήταν η σειρά συγκρούσεων γνωστών ως Τριακονταετής Πόλεμος (1618–48), που κατέστρεψε την Αυτοκρατορία. Ξένες δυνάμεις, συμπεριλαμβανομένης της Γαλλίας και της Σουηδίας, παρενέβησαν στη σύγκρουση και ενίσχυσαν αυτούς που πολεμούσαν την αυτοκρατορική εξουσία, αλλά κατέλαβαν επίσης σημαντικά εδάφη για τον εαυτό τους.

Το πραγματικό τέλος της αυτοκρατορίας άργησε δύο αιώνες. Η Συνθήκη της Βεστφαλίας το 1648, που τερμάτισε τον Τριακονταετή Πόλεμο επέτρεψε τον Καλβινισμό, αλλά οι Αναβαπτιστές, οι Αρμινιανοί και άλλες προτεσταντικές κοινότητες εξακολούθησαν να μην έχουν καμία υποστήριξη και συνέχισαν να διώκονται μέχρι το τέλος της Αυτοκρατορίας. Οι Αυτοκράτορες των Αψβούργων επικεντρώθηκαν στην ενοποίηση των δικών τους στην Αυστρία και αλλού.

Στην Πολιορκία της Βιέννης (1683) ο Στρατός της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, με επικεφαλής τον Πολωνό Βασιλιά Γιαν Γ΄ Σομπιέσκι, νίκησε αποφασιστικά έναν μεγάλο τουρκικό στρατό, σταματώντας προέλαση των Οθωμανών προς τη Δύση και οδήγησε μακροπρόθεσμα στον τελικό διαμελισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στην Ευρώπη. Ο στρατός αποτελείτο κατά το ένα τρίτο από δυνάμεις της Πολωνικής-Λιθουανικής Κοινοπολιτείας και κατά τα δύο τρίτα από δυνάμεις της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.

Πρωσία και Αυστρία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Με την άνοδο του Λουδοβίκου ΙΔ΄ της Γαλλίας οι Αψβούργοι εξαρτώνταν κυρίως από τα κληρονομικά εδάφη τους για να αντιμετωπίσουν την άνοδο της Πρωσίας, που κατείχε εδάφη εντός της Αυτοκρατορίας. Καθ' όλη τη διάρκεια του 18ου αιώνα οι Αψβούργοι ενεπλάκησαν σε διάφορες ευρωπαϊκές συγκρούσεις, όπως ο οι πόλεμοι της Ισπανικής (1701-1714), ο της Πολωνικής (1733-1735) και ο της Αυστριακής Διαδοχής (1740- 1748). Ο γερμανικός δυϊσμός μεταξύ Αυστρίας και Πρωσίας κυριάρχησε στην ιστορία της αυτοκρατορίας μετά το 1740.

Πόλεμοι της Γαλλικής Επανάστασης και οριστική διάλυση

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Η Αυτοκρατορία τις παραμονές της Γαλλικής Επανάστασης, 1789

Από το 1792 και μετά η επαναστατική Γαλλία βρισκόταν σε πόλεμο με διάφορα τμήματα της Αυτοκρατορίας κατά διαστήματα.

Η Γερμανική διαμεσολάβηση ήταν η σειρά μεσολαβήσεων και εκκοσμικεύσεων που συνέβησαν μεταξύ 1795 και 1814, κατά το τελευταίο διάστημα της περιόδου της Γαλλικής Επανάστασης και στη συνέχεια της Ναπολεόντειας Περιόδου. Η «διαμεσολάβηση» ήταν η διαδικασία προσάρτησης των εδαφών μιας αυτοκρατορικής κτήσης σε άλλη, αφήνοντας συχνά στον προσαρτημένο κάποια δικαιώματα. Για παράδειγμα οι κτήσεις των Αυτοκρατορικών Ιπποτών διαμεσολαβήθηκαν επίσημα το 1806, έχοντας de facto καταληφθεί από τα μεγάλα εδαφικά κράτη το 1803 με το λεγόμενο Rittersturm. Η «εκκοσμίκευση» ήταν η κατάργηση της προσωρινής εξουσίας ενός εκκλησιαστικού ηγεμόνα όπως ο επίσκοπος ή ο ηγούμενος και η προσάρτηση της εκκοσμικευμένης περιοχής σε μια κοσμική επικράτεια.

Η αυτοκρατορία διαλύθηκε στις 6 Αυγούστου 1806, όταν ο τελευταίος Αυτοκράτοράς της Φραγκίσκος Β' (από το 1804 Αυτοκράτορας Φραγκίσκος Α' της Αυστρίας) παραιτήθηκε από τον θρόνο, μετά από μια στρατιωτική ήττα από τους Γάλλους υπό τον Ναπολέοντα στο Άουστερλιτς (βλ. Συνθήκη του Πρέσμπουργκ). Ο Ναπολέων αναδιοργάνωσε μεγάλο μέρος της Αυτοκρατορίας στη Συνομοσπονδία του Ρήνου, δορυφόρο της Γαλλίας. Ο Οίκος των Αψβούργων-Λωρραίνης του Φραγκίσκου επέζησε από την κατάρρευση της αυτοκρατορίας και συνέχισε να βασιλεύει ως Αυτοκράτορες της Αυστρίας και Βασιλείς της Ουγγαρίας μέχρι την τελική διάλυση της αυτοκρατορίας των Αψβούργων το 1918 στον απόηχο του Α' Παγκοσμίου Πολέμου.

Η Ναπολεόντεια Συνομοσπονδία του Ρήνου αντικαταστάθηκε από μια νέα ένωση, τη Γερμανική Συνομοσπονδία το 1815, μετά το τέλος των Ναπολεόντειων Πολέμων. Διήρκεσε μέχρι το 1866 όταν η Πρωσία ίδρυσε τη Βόρεια Γερμανική Συνομοσπονδία, πρόδρομο της Γερμανικής Αυτοκρατορίας που ένωσε τις γερμανόφωνες περιοχές εκτός Αυστρίας και Ελβετίας υπό την Πρωσική ηγεσία το 1871. Αυτό το κράτος εξελίχθηκε στη σύγχρονη Γερμανία.

Τα μόνα πριγκιπικά κράτη μέλη της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας που έχουν διατηρήσει το καθεστώς τους ως μοναρχιών μέχρι σήμερα είναι το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου και το Πριγκιπάτο του Λιχτενστάιν. Οι μόνες Ελεύθερες Αυτοκρατορικές Πόλεις που εξακολουθούν να υπάρχουν ως κράτη εντός της Γερμανίας είναι το Αμβούργο και η Βρέμη. Όλα τα άλλα ιστορικά κράτη μέλη της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας είτε διαλύθηκαν είτε έχουν υιοθετήσει δημοκρατικά συστήματα διακυβέρνησης.

Η Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία δεν ήταν ούτε συγκεντρωτικό κράτος ούτε έθνος κράτος. Αντίθετα ήταν χωρισμένη σε δεκάδες – τελικά εκατοντάδες – μεμονωμένες οντότητες που τις κυβερνούσαν βασιλιάδες, δούκες, κόμητες, επίσκοποι, ηγούμενους και άλλους ηγεμόνες, συλλογικά γνωστοί ως πρίγκιπες. Υπήρχαν επίσης κάποιες περιοχές που διοικούνταν απευθείας από τον Αυτοκράτορα.

Από τον Ώριμο Μεσαίωνα και μετά η Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία σημαδεύτηκε από μια άβολη συνύπαρξη με τους πρίγκιπες των τοπικών εδαφών που πάλευαν να της αφαιρέσουν την εξουσία. Σε μεγαλύτερο βαθμό από ό,τι σε άλλα μεσαιωνικά βασίλεια όπως η Γαλλία και η Αγγλία οι αυτοκράτορες δεν μπόρεσαν να αποκτήσουν μεγάλο έλεγχο στα εδάφη που κατείχαν επίσημα. Αντίθετα για να εξασφαλίσουν τη δική τους θέση από τον κίνδυνο καθαίρεσης αναγκάστηκαν να παραχωρούν όλο και περισσότερη αυτονομία στους τοπικούς άρχοντες, τόσο ευγενείς όσο και επισκόπους. Αυτή η διαδικασία ξεκίνησε τον 11ο αιώνα με την Έριδα της Περιβολής και ολοκληρώθηκε κατά το μάλλον ή ήττον με τη Συνθήκη της Βεστφαλίας του 1648. Αρκετοί Αυτοκράτορες προσπάθησαν να αναστρέψουν αυτή τη σταθερή μείωση της εξουσίας τους, αλλά εμποδίστηκαν τόσο από τον παπισμό όσο και από τους πρίγκιπες της Αυτοκρατορίας.

Αυτοκρατορικές κτήσεις

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο αριθμός των περιοχών που αντιπροσωπεύονταν στην Αυτοκρατορική Δίαιτα ήταν σημαντικός, αριθμώντας περίπου 300 την εποχή της Συνθήκης της Βεστφαλίας. Πολλά από αυτά τα Kleinstaaten ("μικρές πολιτείες") δεν κάλυπταν περισσότερα από μερικά τετραγωνικά χιλιόμετρα και/ή περιλάμβαναν πολλά μη συνεχόμενα κομμάτια, έτσι η Αυτοκρατορία ονομαζόταν συχνά Flickenteppich ("χαλί συνονθύλευμα"). Μια οντότητα θεωρείτο Reichsstand (αυτοκρατορική κτήση) αν, σύμφωνα με το φεουδαρχικό δίκαιο, δεν είχε καμία εξουσία πάνω από αυτήν εκτός από τον ίδιο τον Αυτοκράτορα. Οι αυτοκρατορικές κτήσεις αποτελούντο από:

  • Εδάφη που διοικούντο από ένα κληρονομικό ευγενή, όπως πρίγκιπα, αρχιδούκα, δούκα ή κόμη.
  • Εδάφη στα οποία την κοσμική εξουσία κατείχαν εκκλησιαστικοί αξιωματούχοι, όπως αρχιεπίσκοπος, επίσκοπος ή ηγούμενος. Ένας τέτοιος εκκλησιαστικός ηγεμόνας ήταν πρίγκιπας της Εκκλησίας. Στην κοινή περίπτωση ενός πρίγκιπα-επισκόπου, αυτή η πρόσκαιρη επικράτεια (που ονομαζόταν πριγκιποεπισκοπή) συχνά επικαλύπτονταν με τη συχνά μεγαλύτερη εκκλησιαστική επισκοπή του, δίνοντας στον επίσκοπο τόσο πολιτικές όσο και εκκλησιαστικές εξουσίες. Παραδείγματα είναι οι πριγκιποαρχιεπισκοπές της Κολωνίας, του Τριρ και του Μάιντς.
  • Ελεύθερες αυτοκρατορικές πόλεις και χωριά, που υπάγονταν μόνο στη δικαιοδοσία του Αυτοκράτορα.
  • Οι διάσπαρτες κτήσεις των ελεύθερων Αυτοκρατορικών Ιπποτών και των Αυτοκρατορικών Κομήτων, που υπόκειντο άμεσα στον Αυτοκράτορα αλλά δεν αντιπροσωπεύονταν στην Αυτοκρατορική Δίαιτα.

Έχουν υπολογιστεί συνολικά 1.500 αυτοκρατορικές κτήσεις. [165]

Οι πιο ισχυροί άρχοντες της ύστερης αυτοκρατορίας ήταν οι Αυστριακοί Αψβούργοι, που κυβέρνησαν άμεσα έκτσαη 240.000 km2 εντός της Αυτοκρατορίας το πρώτο μισό του 17ου αιώνα, κυρίως στη σύγχρονη Αυστρία και Τσεχία. Τότε τα εδάφη που κυβερνούσαν οι εκλέκτορες της Σαξονίας, της Βαυαρίας και του Βρανδεμβούργου (πριν από την απόκτηση της Πρωσίας) ήταν όλα σχεδόν 40.000 τ.χλμ. Ο Δούκας του Μπράουνσβαϊγκ-Λύνεμπουργ (αργότερα εκλέκτορας του Ανόβερου) είχε μια περιοχή περίπου του ίδιου μεγέθους. Αυτά ήταν τα μεγαλύτερα από τα γερμανικά βασίλεια. Ο Εκλέκτορας του Παλατινάτου είχε σημαντικά λιγότερα στα 20.000 km2 και τα εκκλησιαστικά Εκλεκτοράτα του Μάιντς, της Κολωνίας και του Τριρ ήταν πολύ μικρότερα, με περίπου 7.000 km2. Λίγο μεγαλύτερα από αυτά, με περίπου 7.000–10.000 km2, ήταν το Δουκάτο της Βυρτεμβέργης, το Λανδγραβάτο της Έσσης-Κάσσελ και το Δουκάτο του Μέκλενμπουργκ_Σβέριν. Ηταν χονδρικά ισομεγέθη με τις πριγκιποεπισκοπές του Σάλτσμπουργκ και του Μύνστερ. Η πλειονότητα των άλλων γερμανικών περιοχών, συμπεριλαμβανομένων των άλλων πριγκιποεπισκοπών, ήταν κάτω από 5.000 km2, με τα μικρότερα αυτά των Αυτοκρατορικών Ιπποτών. Περίπου το 1790 οι Ιππότες αποτελούντο από 350 οικογένειες που κυβερνούσαν συνολικά μόνο 5.000 km2.[166] Η αυτοκρατορική Ιταλία ήταν πιο συγκεντρωτική, το μεγαλύτερο μέρος της περί το 1600 μοιραζόταν μεταξύ της Σαβοΐας (Σαβοΐα, Πιεμόντε, Νίκαια, Αόστα), του Μεγάλου Δουκάτου της Τοσκάνης (Τοσκάνη, Λούκα), της Δημοκρατίας της Γένοβας (Λιγουρία, Κορσική), των δουκάτων της Μόντενα-Ρέτζιο και της Πάρμα-Πιατσέντσα (Αιμιλία) και του Ισπανικού Δουκάτου του Μιλάνου (το μεγαλύτερο μέρος της Λομβαρδίας), το καθένα με μισό εκατομμύριο ως ενάμισι εκατομμύριο ανθρώπους.[167] Οι Κάτω Χώρες ήταν επίσης πιο συνεκτικές από τη Γερμανία, καθώς ήταν εξ ολοκλήρου υπό την κυριαρχία των Ισπανικών Κάτω Χωρών ως μέρος του Βουργουνδικού Κύκλου, τουλάχιστον κατ' όνομα.

Εδαφικά μερίδια του Ράιχ μετά τον Τριακονταετή Πόλεμο[168][γ]
Ηγεμόνες 1648 1714 1748 1792
Αυστριακοί Αψβούργοι 225,390 km2 (32.8%) 251,185 km2 (36.5%) 213,785 km2 (31.1%) 215,875 km2 (31.4%)
Χοεντσόλερν του Βρανδεμβούργου 70,469 km2 (10.2%) 77,702 km2 (11.3%) 124,122 km2 (18.1%) 131,822 km2 (19.2%)
Αλλοι κοσμικοί πρίγκιπες-εκλέκτορες[δ] 89,333 km2 (13.1%) 122,823 km2 (17.9%) 123,153 km2 (17.9%) 121,988 km2 (17.7%)
Αλλοι Γερμανοί ηγεμόνες 302,146 km2 (44.0%) 235,628 km2 (34.3%) 226,278 km2 (32.9%) 217,653 km2 (31.7%)
Σύνολο 687,338 687,338 687,338 687,338

Βασιλιάς των Ρωμαίων

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Το στέμμα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (2ο μισό του 10ου αιώνα), σήμερα στο Χόφμπουργκ (Βιέννη)

Ένας υποψήφιος Αυτοκράτορας έπρεπε πρώτα να εκλεγεί Βασιλιάς των Ρωμαίων (Λατινικά: Rex Romanorum, Γερμανικά: römischer König). Οι Γερμανοί βασιλιάδες εκλέγονταν από τον 9ο αιώνα από τους ηγέτες των πέντε πιο σημαντικών φυλών (τους Σάλιους Φράγκους της Λωρραίνης, τους Ριπουάριους Φράγκους της Φραγκονίας, τους Σάξονες, τους Βαυαρούς και τους Σουαβούς). Στην Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία οι σημαντικότεροι δούκες και επίσκοποι του βασιλείου εξέλεγαν τον Βασιλιά των Ρωμαίων.

Ο αυτοκρατορικός θρόνος μεταφερόταν με εκλογή, αλλά οι Αυτοκράτορες συχνά εξασφάλιζαν την εκλογή των δικών τους γιων ενόσω ζούσαν, δίνοντάς τους τη δυνατότητα να κρατήσουν το στέμμα για τις οικογένειές τους. Αυτό άλλαξε μόνο μετά το τέλος της δυναστείας των Σαλίων τον 12ο αιώνα.

Το 1356 ο Αυτοκράτορας Κάρολος Δ΄ εξέδωσε το Χρυσόβουλο, που περιόρισε τους εκλέκτορες σε επτά: τον Βασιλιά της Βοημίας, τον Κόμη του Παλατινάτου του Ρήνου, τον Δούκα της Σαξονίας, το Μαργράβο του Βρανδεμβούργου και τους αρχιεπισκόπους της Κολωνίας, του Μάιντς και του Τριρ. Κατά τον Τριακονταετή Πόλεμο ο Δούκας της Βαυαρίας έλαβε το δικαίωμα ψήφου ως όγδοος εκλέκτορας και ο Δούκας του Δούκας του Μπράουνσβαϊγκ-Λύνεμπουργκ (στην καθομιλουμένη, Ανόβερο) ως ένατος. Επιπλέον οι Ναπολεόντειοι Πόλεμοι είχαν ως αποτέλεσμα την ανακατανομή πολλών εκλεκτόρων, που όμως δεν ψήφισαν ποτέ πριν από τη διάλυση της Αυτοκρατορίας. Ένας υποψήφιος για εκλογή αναμενόταν να προσφέρει παραχωρήσεις γης ή χρήματα στους εκλέκτορες προκειμένου να εξασφαλίσει την ψήφο τους.

Μετά την εκλογή του ο Βασιλιάς των Ρωμαίων μπορούσε θεωρητικά να διεκδικήσει τον τίτλο του «Αυτοκράτορα» μόνο αφού στεφθεί από τον Πάπα. Σε πολλές περιπτώσεις αυτό αργούσε αρκετά χρόνια, ενώ ο Βασιλιάς ήταν απασχολημένος με άλλα καθήκοντα: συχνά έπρεπε πρώτα να επιλύσει συγκρούσεις στην εξεγερμένη βόρεια Ιταλία ή διαπληκτιζόταν με τον ίδιο τον Πάπα. Αργότερα οι Αυτοκράτορες απέρριψαν εντελώς την παπική στέψη, αρκούμενοι στον τίτλο του Εκλεγμένου Αυτοκράτορα: ο τελευταίος Αυτοκράτορας που στέφθηκε από τον Πάπα ήταν ο Κάρολος E΄ το 1530.

Ο Αυτοκράτορας έπρεπε να είναι άντρας και με ευγενικό αίμα. Κανένας νόμος δεν απαιτούσε να είναι Καθολικός, αλλά, καθώς η πλειοψηφία των Εκλογέων τηρούσε αυτό το δόγμα, κανένας Προτεστάντης δεν εξελέγη ποτέ. Το αν και σε ποιο βαθμό έπρεπε να είναι Γερμανός αμφισβητείτο μεταξύ των εκλεκτόρων, των ειδικών της εποχής στο συνταγματικό δίκαιο και του κοινού. Κατά τον Μεσαίωνα ορισμένοι Βασιλείς και Αυτοκράτορες δεν ήταν γερμανικής καταγωγής, αλλά από την Αναγέννηση και μετά η γερμανική κληρονομιά θεωρείτο ζωτικής σημασίας για έναν υποψήφιο προκειμένου να είναι επιλέξιμος για αυτοκρατορικό αξίωμα.[169]

Αυτοκρατορική Δίαιτα (Reichstag)

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Οι Επτά Πρίγκιπες-εκλέκτορες (Codex Balduini Trevirorum, περ. 1340))

Η Αυτοκρατορική Δίαιτα (Reichstag ή Reichsversammlung) δεν ήταν ένα νομοθετικό σώμα όπως γίνεται κατανοητό σήμερα, καθώς τα μέλη της th uevro;ysan περισσότερο σαν ένα κεντρικό φόρουμ, όπου ήταν πιο σημαντικό να διαπραγματεύονται παρά να αποφασίζουν.[188] Η Δίαιτα ήταν θεωρητικά ανώτερη από τον ίδιο τον αυτοκράτορα. Χωρίστηκε σε τρεις τάξεις. Η πρώτη τάξη, το Συμβούλιο των Εκλεκτόρων, αποτελείτο από τους εκλέκτορες, δηλ. τους πρίγκιπες που είχαν δικαίωμα να ψηφίσουν για τον Βασιλιά των Ρωμαίων. Η δεύτερη τάξη, το Συμβούλιο των Πριγκίπων, αποτελείτο από τους άλλους πρίγκιπες. Το Συμβούλιο των Πριγκίπων ήταν χωρισμένο σε δύο «πάγκους», ένα για τους κοσμικούς ηγεμόνες και ένα για τους εκκλησιαστικούς. Οι υψηλόβαθμοι πρίγκιπες είχαν ατομικές ψήφους, ενώ οι χαμηλόβαθμοι ομαδοποιούντο σε «κολέγια» γεωγραφικά. Κάθε κολέγιο είχε μία ψήφο.

Η τρίτη τάξη ήταν το Συμβούλιο των Αυτοκρατορικών Πόλεων, που ήταν χωρισμένο σε δύο κολέγια: τη Σουαβία και τον Ρήνο. Το Συμβούλιο των Αυτοκρατορικών Πόλεων δεν ήταν πλήρως ίσο με τα άλλα, δεν μπορούσε να ψηφίσει για πολλά θέματα, όπως η αποδοχή νέων εδαφών. Η εκπροσώπηση των Ελεύθερων Πόλεων στη Δίαιτα επικράτησε από τον ύστερο Μεσαίωνα. Ωστόσο η συμμετοχή τους αναγνωρίστηκε επίσημα μόλις το 1648 με τη Συνθήκη της Βεστφαλίας που τερμάτισε τον Τριακονταετή Πόλεμο.

Αυτοκρατορικές αυλές

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Το Reichskammergericht, περί το 1750.
Το Reichshofrat, περί το 1700.

Η Αυτοκρατορία είχε επίσης δύο δικαστήρια: το Reichshofrat (Αυλικό Συμβούλιο) στην αυλή του Βασιλιά/Αυτοκράτορα και το Reichskammergericht (Αυτοκρατορικό Δικαστικό Επιμελητήριο), που ιδρύθηκε με την Αυτοκρατορική Μεταρρύθμιση του 1495 από τον Maximillian I. Tο Reichskammergericht και το Αυλικό Συμβούλιο ήταν οι δύο ανώτατες δικαστικές αρχές στην Παλαιά Αυτοκρατορία. Η σύνθεση της αυλής του Αυτοκρατορικού Δικαστικού Επιμελητηρίου καθοριζόταν τόσο από τον Αυτοκράτορα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας όσο και από τα υποκείμενα κράτη της. Σε αυτό το δικαστήριο ο Αυτοκράτορας διόριζε τον αρχιδικαστή, πάντα έναν ευγενή αριστοκράτη, αρκετούς αρχιδικαστές τμημάτων και μερικούς από τους άλλους κατώτερους δικαστές.

Το Αυλικό Συμβούλιο προίστατο πολλών δικαστικών διαφορών του κράτους, τόσο σε συνεργασία με το Αυτοκρατορικό Δικαστικό Επιμελητήριο όσο και αποκλειστικά από μόνο του. Το Αυτοκρατορικό Δικαστικό Επιμελητήριο των επαρχιών επεκτάθηκε σε παραβιάσεις της δημόσιας ειρήνης, περιπτώσεις αυθαίρετης κατάσχεσης ή φυλάκισης, αιτιάσεις που αφορούσαν το θησαυροφυλάκιο, παραβιάσεις των διαταγμάτων του Αυτοκράτορα ή των νόμων που ψηφίζονταν από την Αυτοκρατορική Δίαιτα, διαφορές σχετικά με την ιδιοκτησία μεταξύ άμεσων ενοικιαστών της Αυτοκρατορίας ή υπήκοων διαφορετικών ηγεμόνων και, τέλος, μηνύσεις εναντίον άμεσων ενοικιαστών της Αυτοκρατορίας, με εξαίρεση τις ποινικές διώξεις και τα θέματα που αφορούσαν τα αυτοκρατορικά φέουδα, που παραπέμπονταν στο Αυλικό Συμβούλιο. Το Αυλικό Συμβούλιο παρείχε ακόμη στους αυτοκράτορες τα μέσα για να καθαιρούν ηγεμόνες που δεν ανταποκρίνονταν στις προσδοκίες τους.[116][115]

Αυτοκρατορικοί κύκλοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Ένας χάρτης της Αυτοκρατορίας που δείχνει τη διαίρεση σε Κύκλους το 1512

Στο πλαίσιο της Αυτοκρατορικής Μεταρρύθμισης δημιουργήθηκαν έξι Αυτοκρατορικοί Κύκλοι το 1500 και άλλοι τέσσερις το 1512. Αυτές ήταν περιφερειακές ομάδες των περισσότερων (αν και όχι όλων) των διαφόρων κρατών της Αυτοκρατορίας για σκοπούς άμυνας, αυτοκρατορικής φορολογίας, επίβλεψης νομισματοκοπίας, ειρηνευτικών λειτουργιών και δημόσιας ασφάλειας. Κάθε κύκλος είχε το δικό του κοινοβούλιο, γνωστό ως Kreistag («Δίαιτα Κύκλου»), και ένα ή περισσότερους διευθυντές, οι οποίοι συντόνιζαν τις υποθέσεις του κύκλου. Δεν συμπεριλαμβάνονταν όλα τα αυτοκρατορικά εδάφη στους αυτοκρατορικούς κύκλους, ακόμη και μετά το 1512. Εκτός αυτών ήταν οι Χώρες του Βοημικού Στέμματος, η Ελβετία, τα αυτοκρατορικά φέουδα στη βόρεια Ιταλία, τα εδάφη των Αυτοκρατορικών Ιπποτών και ορισμένες άλλες μικρές περιοχές.

Ο Στρατός της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (γερμανικά Reichsarmee, Reichsheer ή Reichsarmatur, λατινικά exercitus imperii) δημιουργήθηκε το 1422 και ως αποτέλεσμα των Ναπολεόντειων Πολέμων διαλύθηκε πριν από την Αυτοκρατορία. Δεν πρέπει να συγχέεται με τον Αυτοκρατορικό Στρατό (Kaiserliche Armee) του Αυτοκράτορα.

Παρά τα φαινόμενα για το αντίθετο ο Στρατός της Αυτοκρατορίας δεν αποτελούσε έναν μόνιμο σταθερό στρατό που ήταν πάντα έτοιμος να πολεμήσει για την Αυτοκρατορία. Όταν υπήρχε κίνδυνος συγκεντρωνόταν ένας Στρατός της Αυτοκρατορίας από τα στοιχεία που τον αποτελούσαν,[170] για να διεξαγάγει μια αυτοκρατορική στρατιωτική επιχείρηση (Reichsheerfahrt). Στην πράξη τα αυτοκρατορικά στρατεύματα συχνά υπάκουαν περισσότερο σε τοπικούς ηγεμόνες παρά στον Αυτοκράτορα.

Διοικητικά κέντρα

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Η Βιέννη περί το 1580, των Γκέοργκ Μπράουν και Φρανς Χόγκενμπεργκ

Καθ' όλο το πρώτο μισό της ιστορίας της η Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία κυβερνιόταν από μια περιοδεύουσα αυλή. Βασιλιάδες και αυτοκράτορες περιόδευαν μεταξύ των πολυάριθμων Kaiserpfalzes (Αυτοκρατορικών ανακτόρων), όπου συνήθως διέμεναν για αρκετές εβδομάδες ή μήνες και ασχολούντο με τοπικά νομικά θέματα, νόμους και διοίκηση. Οι περισσότεροι ηγεμόνες διατηρούσαν μία ή περισσότερες από τις αγαπημένες τοποθεσίες των αυτοκρατορικών ανακτόρων, όπου προωθούσαν την ανάπτυξη και περνούσαν τον περισσότερο χρόνο τους: ο Καρλομάγνος το Άαχεν από το 794, ο Όθων Α' το Μαγδεβούργο από το 955,[171] ο Φρειδερίκος Β' στο Παλέρμο (1220– 1254), οι Βίττελσμπαχ το Μόναχο (1328–1347 και 1744–1745), οι Αψβούργοι την Πράγα (1355–1437 και 1576–1611) και τη Βιέννη (1438–1576, 1611–1740 και 1745–1806).[11][172]

Αυτή η πρακτική τελικά έληξε τον 16ο αιώνα, καθώς οι αυτοκράτορες της δυναστείας των Αψβούργων επέλεξαν τη Βιέννη και την Πράγα και οι ηγεμόνες των Βίττελσμπαχ το Μόναχο ως μόνιμες κατοικίες τους (το «αληθινό σπίτι» του Μαξιμιλιανού Α ήταν ακόμα «ο αναβολέας, η ολονύκτια ανάπαυση και η σέλα», αν και το Ίνσμπρουκ ήταν ίσως η πιο σημαντική βάση του. Ο Κάρολος Ε' ήταν επίσης νομαδικός αυτοκράτορας).[173][174][175] Η Βιέννη έγινε αυτοκρατορική πρωτεύουσα κατά τη δεκαετία του 1550 υπό τον Φερδινάνδο Α' (βασίλευσε 1556-1564). Εκτός από μια περίοδο υπό τον Ροδόλφο Β' (βασίλευσε 1570–1612) που μετακόμισε στην Πράγα, η Βιέννη διατήρησε την πρωτοκαθεδρία της υπό τους διαδόχους του.[173][176] Πριν από αυτό ορισμένες τοποθεσίες χρησίμευαν μόνο ως ατομική κατοικία για έναν συγκεκριμένο ηγεμόνα. Ορισμένες πόλεις κατείχαν επίσημο καθεστώς, όπου οι Αυτοκρατορικές Τάξεις συγκαλούντο στις Αυτοκρατορικές Δίαιτες, τη διαβουλευτική συνέλευση της αυτοκρατορίας.[177][178]

Η Αυτοκρατορική Δίαιτα (Reichstag) έδρευε κατά καιρούς στο Πάντερμπορν, το Μπαντ Λίπσπρινγκε, το Ινγκελχαμ αμ Ράιν, το Ντιντενχόφεν (σημερινή Τιονβίλ), το Άαχεν, τη Βορμς, το Φόρχαϊμ, το Τρέμπουρ, το Φρίτσλαρ, τη Ραβέννα, το Κβέντλινμπουργκ, το Ντόρτμουντ, τη Βερόνα, το Μίντεν, το Μάιντς, τη Φραγκφούρτη επί του Μάιν, το Μέρσεμπουργκ, το Γκόσλαρ, το Βύρτσμπουργκ, το Μπάμπεργκ, το Σβέμπις Χαλ, το Άουγκσμπουργκ, τη Νυρεμβέργη, το Κερζί-σιρ-Ουάζ, το Σπάιερ, το Γκελνχάουζεν, την Ερφούρτη, το Εγκερ (σημερινό Χεμπ), το Έσλινγκεν, το Λίνταου, το Φράιμπουργκ, η Κολωνία, η Κωνσταντία και το Τριρ, πριν μεταφερθεί οριστικά στο Ρέγκενσμπουργκ.[179]

Μέχρι τον 15ο αιώνα ο εκλεγμένος αυτοκράτορας στεφόταν και χριζόταν από τον Πάπα στη Ρώμη, με ορισμένες εξαιρέσεις στη Ραβέννα, την Μπολόνια και τη Ρενς. Από το 1508 (Αυτοκράτορας Μαξιμιλιανός Α') έγιναν αυτοκρατορικές εκλογές στη Φραγκφούρτη επί του Μάινν, το Άουγκσμπουργκ, τη Ρενς, την Κολωνία ή το Ρέγκενσμπουργκ.[117][180]

Τον Δεκέμβριο του 1497 ιδρύθηκε το Αυλικό Συμβούλιο (Reichshofrat) στη Βιέννη.[181]

Το 1495 ιδρύθηκε το Reichskammergericht, που έδρευε κατά καιρούς στη Βορμς, το Άουγκσμπουργκ, τη Νυρεμβέργη, το Ρέγκενσμπουργκ, το Σπάιερ και το Έσλινγκεν, πριν μεταφερθεί οριστικά στο Βέτσλαρ.[182]

Εξωτερικές σχέσεις

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η βασιλική οικογένεια των Αψβούργων είχε τους δικούς της διπλωμάτες για να εκπροσωπούν τα συμφέροντά της. Το ίδιο έκαναν και τα μεγαλύτερα πριγκιπάτα στην Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, ξεκινώντας γύρω στο 1648. Η Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία δεν είχε το δικό της ειδικό υπουργείο Εξωτερικών και επομένως η Αυτοκρατορική Δίαιτα δεν είχε κανένα έλεγχο πάνω σε αυτούς τους διπλωμάτες αν και περιστασιακά τους επέκρινε.[183]

Όταν το Ρέγκενσμπουργκ χρησίμευε ως έδρα της Δίαιτας, η Γαλλία και η Ρωσία, είχαν διπλωματικούς αντιπροσώπους εκεί.[183] Η Δανία, η Μεγάλη Βρετανία και η Σουηδία είχαν κτήσεις στη Γερμανία και έτσι είχαν εκπροσώπηση μέσα στην ίδια τη Δίαιτα.[184] Η Ολλανδία είχε επίσης απεσταλμένους στο Ρέγκενσμπουργκ. Το Ρέγκενσμπουργκ ήταν το μέρος όπου συναντώντο οι απεσταλμένοι καθώς ήταν εκεί όπου μπορούσαν να προσεγγιστούν εκπρόσωποι της Δίαιτας.[185]

Δημογραφικά στοιχεία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα συνολικά στοιχεία του πληθυσμού για την Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία είναι εξαιρετικά ασαφή και ποικίλλουν ευρέως. Η αυτοκρατορία του Καρλομάγνου μπορεί να είχε ως και 20 εκατομμύρια ανθρώπους.[186] Δεδομένου του πολιτικού κατακερματισμού της μετέπειτα Αυτοκρατορίας, δεν υπήρχαν κεντρικές υπηρεσίες που θα μπορούσαν να συντάξουν τέτοια στοιχεία. Ωστόσο πιστεύεται ότι η δημογραφική καταστροφή του Τριακονταετούς Πολέμου είχε ως συνέπεια ο πληθυσμός της Αυτοκρατορίας στις αρχές του 18ου αιώνα να είναι παρόμοιος με αυτόν των αρχών του 17ου. Σύμφωνα με μια εκτίμηση η Αυτοκρατορία ξεπέρασε τον πληθυσμό του 1618 μόνο το 1750.[187]

Στις αρχές του 17ου αιώνα οι εκλέκτορες είχαν υπό την κυριαρχία τους τον ακόλουθο αριθμό αυτοκρατορικών υπηκόων:[188]

  • Μοναρχία των Αψβούργων: 5.350.000 (από τους οποίους 3.000.000 στις χώρες του στέμματος της Βοημίας)[189]
  • Εκλεκτοράτο της Σαξονίας: 1.200.000
  • Δουκάτο της Βαυαρίας (αργότερα Εκλεκτοράτο της Βαυαρίας): 800.000
  • Παλατινάτο: 600.000
  • Εκλεκτοράτο του Βρανδεμβούργου: 350.000
  • Εκλεκτοράτα του Μάιντς, του Τριρ και της Κολωνίας: 300–400.000 συνολικά[1]-194">[190]

Αν και δεν ήταν εκλέκτορες, οι Ισπανοί Αψβούργοι είχαν τον δεύτερο υψηλότερο αριθμό υπηκόων εντός της Αυτοκρατορίας μετά τους Αυστριακούς Αψβούργους, με πάνω από 3 εκατομμύρια στις αρχές του 17ου αιώνα στο Βουργουνδικό Κύκλο και στο Δουκάτο του Μιλάνου.

Ο Πήτερ Ουίλσον υπολογίζει τον πληθυσμό της Αυτοκρατορίας σε 25 εκατομμύρια το 1700, εκ των οποίων τα 5 εκατομμύρια ζούσαν στην Αυτοκρατορική Ιταλία. Το 1800 υπολογίζει τον πληθυσμό της Αυτοκρατορίας σε 29 εκατομμύρια (χωρίς την Ιταλία), ενώ άλλα 12,6 εκατομμύρια ήταν από Αυστριακούς και Πρώσους εκτός της Αυτοκρατορίας.[191]

Σύμφωνα με μια υπερβολικά γενναιόδωρη σύγχρονη εκτίμηση των Αυστριακών Αρχείων Πολέμου για την πρώτη δεκαετία του 18ου αιώνα η Αυτοκρατορία —συμπεριλαμβανομένης της Βοημίας και της Ισπανικής Ολλανδίας— είχε πληθυσμό κοντά στα 28 εκατομμύρια με μια κατανομή ως εξής:[192]

  • 65 εκκλησιαστικά κράτη με 14 τοις εκατό της συνολικής έκτασης και 12 τοις εκατό του πληθυσμού.
  • 45 δυναστικά πριγκιπάτα με το 80 τοις εκατό της γης και το 80 τοις εκατό του πληθυσμού.
  • 60 δυναστικές κομητείες και ηγεμονίες με 3 τοις εκατό της γης και 3,5 τοις εκατό του πληθυσμού.
  • 60 αυτοκρατορικές πόλεις με το 1 τοις εκατό της γης και το 3,5 τοις εκατό του πληθυσμού.
  • Τα εδάφη των αυτοκρατορικών ιπποτών, αρκετές εκατοντάδες, με 2 τοις εκατό της γης και 1 τοις εκατό του πληθυσμού.

Οι Γερμανοί δημογραφικοί ιστορικοί εργάζονται παραδοσιακά για εκτιμήσεις του πληθυσμού της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας με βάση τον υποτιθέμενο πληθυσμό εντός των συνόρων της Γερμανίας το 1871 ή το 1914. Οι πιο πρόσφατες εκτιμήσεις χρησιμοποιούν λιγότερο απαρχαιωμένα κριτήρια, αλλά παραμένουν εικασίες. Μια εκτίμηση που βασίζεται στα σύνορα της Γερμανίας το 1870 δίνει πληθυσμό περίπου 15–17 εκατομμυρίων περί το 1600, που μειώθηκε σε 10–13 εκατομμύρια γύρω στο 1650 (μετά τον Τριακονταετή Πόλεμο). Άλλοι ιστορικοί που εργάζονται για εκτιμήσεις του πληθυσμού της πρώιμης σύγχρονης Αυτοκρατορίας υποστηρίζουν ότι ο πληθυσμός είχε μειωθεί από 20 εκατομμύρια σε περίπου 16-17 εκατομμύρια το 1650.[193]

Μια αξιόπιστη εκτίμηση για το 1800 δίνει 27–28 εκατομμύρια κατοίκους για την Αυτοκρατορία (που τότε είχε ήδη χάσει τις υπόλοιπες Κάτω Χώρες, την Ιταλία και την Αριστερή Όχθη του Ρήνου με τη Συνθήκη του Κάμπο Φόρμιο του 1797) με μια συνολική ανάλυση ως εξής :[194]

  • 9 εκατομμύρια Αυστριακοί υπήκοοι (συμπεριλαμβανομένης της Σιλεσίας, της Βοημίας και της Μοραβίας).
  • 4 εκατομμύρια Πρωσικά υπήκοοι.
  • 14–15 εκατομμύρια κάτοικοι για την υπόλοιπη αυτοκρατορία.

Υπάρχουν επίσης πολλές εκτιμήσεις για τα ιταλικά κράτη που ήταν επίσημα μέρος της Αυτοκρατορίας:

Κράτη της Αυτοκρατορικής Ιταλίας με τον πληθυσμό τους στις αρχές του 17ου αιώνα[167]
Kράτος Πληθυσμός
Δουκάτο του Μιλάνου (Ισπανικό) 1,350,000
Πιεμόντε-Σαβοΐα 1,200,000
Δημοκρατία της Γένοβας 650,000
Μεγάλο Δουκάτο της Τοσκάνης 649,000
Δουκάτο Πάρμα και Πλακεντίας 250,000
Δουκάτο της Μόντενα και του Ρέτζο 250,000
Κομητεία της Γκορίτζια και της Γκραντίσκα (Aυστριακή) 130,000[189]
Δημοκρατία της Λούκκα 110,000
Σύνολο π. 4,600,000
Κράτη της Αυτοκρατορικής Ιταλίας με τον πληθυσμό τους στα τέλη του 18ου αιώνα[195]
Κράτος Πληθυσμός
Πιεμόντε-Σαβοΐα 2,400,000[ε]
Δουκάτο του Μιλάνου (Aυστριακό) 1,100,000[ζ]
Μεγάλο Δουκάτο της Τοσκάνης 1,000,000
Δημοκρατία της Γένοβας 500,000
Δουκάτο Πάρμα και Πλακεντίας 500,000
Δουκάτο της Μόντενα και του Ρέτζο 350,000
Δημοκρατία της Λούκκ 100,000
Σύνολο c. 6,000,000

Μεγαλύτερες πόλεις

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι μεγαλύτερες πόλεις της Αυτοκρατορίας ανά έτος:

Το πρωτοσέλιδο της Ειρήνης του Άουγκσμπουργκ, που έθεσε τη νομική βάση για δύο συνυπάρχουσες θρησκευτικές ομολογίες (Ρωμαιοκαθολικισμός και Λουθηρανισμός) στα γερμανόφωνα κράτη της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας

Ο Καθολικισμός αποτελούσε τη μόνη επίσημη θρησκεία της Αυτοκρατορίας μέχρι το 1555 και ο Αυτοκράτοράς της ήταν πάντα Καθολικός.

Ο Λουθηρανισμός αναγνωρίστηκε επίσημα με την Ειρήνη του Άουγκσμπουργκ του 1555 και ο Καλβινισμός με τη Συνθήκη της Βεστφαλίας του 1648. Αυτά οι δύο αποτελούσαν τα μόνα επίσημα αναγνωρισμένα προτεσταντικά δόγματα, ενώ διάφορες άλλες προτεσταντικές ομολογίες όπως ο Αναβαπτισμός, ο Αρμινιανισμός κ.λπ. συνυπήρχαν παράνομα εντός της Αυτοκρατορίας. Ο Αναβαπτισμός εμφανίστηκε με διάφορες ονομασίες, όπως Μεννονίτες, Αδελφοί Σβάρτσερναου, Χουτερίτες, Άμις και πολλές άλλες ομάδες.

Μετά την Ειρήνη του Άουγκσμπουργκ η επίσημη θρησκεία μιας επικράτειας καθοριζόταν από την αρχή cuius regio, eius religio σύμφωνα με την οποία η θρησκεία ενός ηγεμόνα καθόριζε τη θρησκεία των υπηκόων του. Η Ειρήνη της Βεστφαλίας ακύρωσε αυτή την αρχή ορίζοντας ότι η επίσημη θρησκεία μιας επικράτειας έπρεπε να είναι αυτή που ήταν την 1η Ιανουαρίου 1624, που θεωρήθηκε ότι ήταν «κανονικό έτος». Στο εξής η μεταστροφή ενός ηγεμόνα σε άλλη πίστη δεν συνεπαγόταν τη μεταστροφή των υπηκόων του.[203]

Επιπλέον σε όλους τους προτεστάντες υπηκόους ενός καθολικού ηγεμόνα και αντιστρόφως κατοχυρώθηκαν τα δικαιώματα που απολάμβαναν εκείνη την ημερομηνία. Ενώ οι πιστοί της επίσημης θρησκείας μιας επικράτειας απολάμβαναν το δικαίωμα της δημόσιας λατρείας, στους άλλους επιτρεπόταν το δικαίωμα της ιδιωτικής λατρείας (σε παρεκκλήσια χωρίς καμπαναριά ή καμπάνες). Θεωρητικά κανείς δεν έπρεπε να υφίσταται διακρίσεις ή να αποκλείεται από το εμπόριο, τις τέχνες ή τη δημόσια ταφή για λόγους θρησκείας. Για πρώτη φορά καθιερώθηκε κατά το μάλλον ή ήττον ο μόνιμος χαρακτήρας της διαίρεσης μεταξύ των χριστιανικών εκκλησιών της αυτοκρατορίας.[203]

Στη Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία υπήρχε μια εβραϊκή μειονότητα.

  1. Σφάλμα αναφοράς: Σφάλμα παραπομπής: Λανθασμένο <ref>. Δεν υπάρχει κείμενο για τις παραπομπές με όνομα Translation.
  2. Σφάλμα αναφοράς: Σφάλμα παραπομπής: Λανθασμένο <ref>. Δεν υπάρχει κείμενο για τις παραπομπές με όνομα GoldenBull.
  3. Going by the given areas, Wilson's figures only include the German and Czech speaking parts of the Reich, thus excluding the French (e.g. Austrian Netherlands, Franche-Comté) and Italian (e.g. Tuscany, Piedmont-Savoy) parts. This is evident in how the territories of the electors and "other German rulers" adds up to the stated total of the Reich, and in how the Reich's area does not change from the given 687,338 km2 (265,383 sq mi) total from 1648 to 1792, despite many French territories of the Burgundian Circle being lost in this time. The figures also exclude lands held outside of the Empire (including German ones), such as the Hohenzollern Prussian territories.
  4. In 1648: Saxony, Bavaria, and the Electoral Palatinate. At later dates: Saxony, Bavaria, the Electoral Palatinate, and Hanover.
  5. Excluding the 500,000 inhabitants of the island of Sardinia, which was not part of the Empire.
  6. Referred to in the source as "Austrian Lombardy." A large portion of the former duchy had been annexed by the Venetian Republic earlier in the 18th century.
  1. Hardy 2018, σελ. 3.
  2. Coy, Jason Philip· Marschke, Benjamin· Sabean, David Warren (1 Οκτωβρίου 2010). The Holy Roman Empire, Reconsidered (στα Αγγλικά). Berghahn Books. σελ. 2. ISBN 978-1-84545-992-5. Ανακτήθηκε στις 6 Φεβρουαρίου 2022. 
  3. Peters, Edward (1977). Europe: the World of the Middle Ages (στα Αγγλικά). Prentice-Hall. σελ. 418. ISBN 978-0-13-291898-5. Ανακτήθηκε στις 6 Φεβρουαρίου 2022. 
  4. Holt, Andrew (5 Ιουνίου 2019). The World of the Crusades: A Daily Life Encyclopedia [2 volumes] (στα Αγγλικά). ABC-CLIO. σελ. 360. ISBN 978-1-4408-5462-0. Ανακτήθηκε στις 6 Φεβρουαρίου 2022. 
  5. Πρότυπο:Cite contribution
  6. Weiler, Björn K. U.· MacLean, Simon (2006). Representations of Power in Medieval Germany 800-1500 (στα Αγγλικά). Isd. σελ. 126. ISBN 978-2-503-51815-2. Ανακτήθηκε στις 9 Μαρτίου 2022. 
  7. Loud, Graham A.· Schenk, Jochen (6 Ιουλίου 2017). The Origins of the German Principalities, 1100-1350: Essays by German Historians (στα Αγγλικά). Taylor & Francis. σελ. 49. ISBN 978-1-317-02200-8. Ανακτήθηκε στις 9 Μαρτίου 2022. 
  8. Streissguth, Tom (24 Ιουνίου 2009). The Middle Ages (στα Αγγλικά). Greenhaven Publishing LLC. σελ. 154. ISBN 978-0-7377-4636-5. Ανακτήθηκε στις 29 Ιουνίου 2022. 
  9. Wilson 1999, σελ. 18.
  10. Breverton 2014, σελ. 104.
  11. 11,0 11,1 Cantor 1993, σελίδες 212–215.
  12. Davies 1996, σελίδες 316–317.
  13. 13,0 13,1 Bryce 1899, σελίδες 2–3.
  14. Heer 1967, σελίδες 1–8.
  15. Davies 1996, σελίδες 317, 1246.
  16. Kleinhenz 2004, σελ. 810.
  17. Pavlac & Lott 2019, σελ. 229.
  18. Eskildsen, Kasper Risbjerg (24 Φεβρουαρίου 2022). Modern Historiography in the Making: The German Sense of the Past, 1700-1900 (στα Αγγλικά). Bloomsbury Publishing. σελ. 56. ISBN 978-1-350-27150-0. Ανακτήθηκε στις 9 Μαρτίου 2022. 
  19. Lotito, Mark A. (16 Σεπτεμβρίου 2019). The Reformation of Historical Thought (στα Αγγλικά). BRILL. ISBN 978-90-04-34795-3. 
  20. 20,0 20,1 20,2 20,3 Whaley 2012a, σελίδες 17–21.
  21. Πηγή Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα,τόμος 1ος,σελ 483.
  22. 22,0 22,1 Garipzanov 2008.
  23. Wilson 2016b, σελ. 79.
  24. 24,0 24,1 Brady 2009, σελίδες 104–106.
  25. Brady 2009, σελίδες 128, 129, 144.
  26. Brady 2009, σελίδες 128,129.
  27. 27,0 27,1 Johnson 1996, σελ. 23.
  28. 28,0 28,1 Wilson 1999, σελ. 2.
  29. 29,0 29,1 Whaley 2011, p. 17
  30. Moraw 1999, col. 2025–2028.
  31. Whaley 2011, pp. 19–20
  32. Schulze 1998, σελίδες 52–55.
  33. «német-római birodalom – Magyar Katolikus Lexikon». lexikon.katolikus.hu. Ανακτήθηκε στις 3 Αυγούστου 2022. 
  34. Wilson 2006, σελ. 719.
  35. Voltaire 1773, σελ. 338.
  36. Lauryssens 1999, σελ. 102.
  37. Bachrach, David S. (2014). Warfare in Tenth-Century Germany (στα Αγγλικά). Boydell & Brewer Ltd. σελίδες 3,5,12,60,73,103,180,254. ISBN 978-1-84383-927-9. Ανακτήθηκε στις 31 Ιουλίου 2022. 
  38. Brown, Warren (February 2015). «Warfare in Tenth-Century Germany [Book Review»]. Early Medieval Europe 23 (1): 117–120. doi:10.1111/emed.12090. ISSN 0963-9462. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2022-07-31. https://web.archive.org/web/20220731151238/https://authors.library.caltech.edu/55575/. Ανακτήθηκε στις 31 July 2022. 
  39. Brown, Warren (February 2015). «Warfare in Tenth-Century Germany [Book Review»]. Early Medieval Europe 23 (1): 117–120. doi:10.1111/emed.12090. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2022-07-31. https://web.archive.org/web/20220731151238/https://authors.library.caltech.edu/55575/. Ανακτήθηκε στις 31 July 2022. 
  40. Bryce 1899, σελ. 183.
  41. Innes 2000, σελίδες 167–170.
  42. Bryce (1913), p. 35.
  43. Davies 1996, σελίδες 232, 234.
  44. Bryce (1913), pp. 35–36, 38.
  45. McKitterick 2018, σελίδες 48–50.
  46. Bryce (1913), pp. 38–42.
  47. Johnson 1996, σελ. 22.
  48. Kohn 2006, σελίδες 113–114.
  49. Duffy 1997, σελίδες 62–63.
  50. 50,0 50,1 Bryce, pp. 44, 50–52
  51. 51,0 51,1 McKitterick 2018, σελ. 70.
  52. 52,0 52,1 Collins 2014, σελ. 131.
  53. Chambers, Mortimer (1974). The Western Experience (στα Αγγλικά). Knopf. σελ. 204. ISBN 978-0-394-31806-6. Ανακτήθηκε στις 6 Φεβρουαρίου 2022. 
  54. Witt, Ronald G. (19 Μαρτίου 2012). The Two Latin Cultures and the Foundation of Renaissance Humanism in Medieval Italy (στα Αγγλικά). Cambridge University Press. σελ. 27. ISBN 978-0-521-76474-2. Ανακτήθηκε στις 6 Φεβρουαρίου 2022. 
  55. Taylor & Hansen-Taylor 1894, σελ. 117.
  56. Taylor & Hansen-Taylor 1894, σελ. 118.
  57. Taylor & Hansen-Taylor 1894, σελ. 121.
  58. Hoyt & Chodorow 1976, σελ. 197.
  59. Magill 1998, σελ. 706.
  60. Cantor 1993, σελίδες 212–213.
  61. Bernhardt, John W. (22 Αυγούστου 2002). Itinerant Kingship and Royal Monasteries in Early Medieval Germany, C.936–1075 (στα Αγγλικά). Cambridge University Press. σελ. 23. ISBN 978-0-521-52183-3. Ανακτήθηκε στις 6 Φεβρουαρίου 2022. 
  62. Wickham, Chris (15 Οκτωβρίου 2016). Medieval Europe (στα Αγγλικά). Yale University Press. σελ. 131. ISBN 978-0-300-22221-0. Ανακτήθηκε στις 6 Φεβρουαρίου 2022. 
  63. Cantor 1993, σελίδες 214–15.
  64. Magill 1998, σελ. 707.
  65. Tucker, Spencer C. (23 Δεκεμβρίου 2009). A Global Chronology of Conflict: From the Ancient World to the Modern Middle East [6 volumes]: From the Ancient World to the Modern Middle East (στα Αγγλικά). ABC-CLIO. σελ. 412. ISBN 978-1-85109-672-5. Ανακτήθηκε στις 6 Φεβρουαρίου 2022. 
  66. Geanakoplos, Deno John (1979). Medieval Western Civilization and the Byzantine and Islamic Worlds: Interaction of Three Cultures (στα Αγγλικά). D. C. Heath. σελ. 207. ISBN 978-0-669-00868-5. Ανακτήθηκε στις 6 Φεβρουαρίου 2022. 
  67. «Otto I - Legacy Britannica». www.britannica.com (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 2 Μαρτίου 2022. 
  68. Biographie, Deutsche. «Otto I. - Deutsche Biographie». www.deutsche-biographie.de (στα Γερμανικά). Ανακτήθηκε στις 5 Μαρτίου 2022. 
  69. Davids, Adelbert (15 Αυγούστου 2002). The Empress Theophano: Byzantium and the West at the Turn of the First Millennium (στα Αγγλικά). Cambridge University Press. σελ. 188. ISBN 978-0-521-52467-4. Ανακτήθηκε στις 9 Μαρτίου 2022. 
  70. Jansen, S. (17 Οκτωβρίου 2002). The Monstrous Regiment of Women: Female Rulers in Early Modern Europe (στα Αγγλικά). Springer. σελ. 153. ISBN 978-0-230-60211-3. Ανακτήθηκε στις 9 Μαρτίου 2022. 
  71. MacLean, Simon (2017). Ottonian Queenship (στα Αγγλικά). Oxford University Press. σελ. 169. ISBN 978-0-19-880010-1. Ανακτήθηκε στις 9 Μαρτίου 2022. 
  72. Digby, Kenelm Henry (1891). Mores Catholici: Books VII-IX (στα Αγγλικά). P. O'Shea. σελ. 939. Ανακτήθηκε στις 9 Μαρτίου 2022. 
  73. Magill 1998, σελ. 708.
  74. McBrien 2000, σελ. 138.
  75. Sladen 1914.
  76. Cantor 1993, σελίδες 215–17.
  77. Bideleux, Robert· Jeffries, Ian (10 Απριλίου 2006). A History of Eastern Europe: Crisis and Change (στα Αγγλικά). Routledge. σελ. 119. ISBN 978-1-134-71985-3. Ανακτήθηκε στις 30 Μαΐου 2022. 
  78. Lewis, Archibald Ross (1988). Nomads and Crusaders, A.D. 1000-1368 (στα Αγγλικά). Georgetown University Press. σελ. 83. ISBN 978-0-253-34787-9. Ανακτήθηκε στις 30 Μαΐου 2022. 
  79. Fried, Johannes (13 Ιανουαρίου 2015). The Middle Ages (στα Αγγλικά). Harvard University Press. σελ. 138. ISBN 978-0-674-74467-7. Ανακτήθηκε στις 30 Μαΐου 2022. 
  80. Rowland, Christopher· Barton, John (2002). Apocalyptic in History and Tradition (στα Αγγλικά). Bloomsbury Academic. σελ. 173. ISBN 978-0-8264-6208-4. Ανακτήθηκε στις 30 Μαΐου 2022. 
  81. Arnason, Johann P.· Wittrock, Björn (1 Ιανουαρίου 2005). Eurasian Transformations, Tenth to Thirteenth Centuries: Crystallizations, Divergences, Renaissances (στα Αγγλικά). BRILL. σελ. 100. ISBN 978-90-474-1467-4. Ανακτήθηκε στις 30 Μαΐου 2022. 
  82. German Polish Dialogue: Letters of the Polish and German Bishops and International Statements (στα Αγγλικά). Ed. Atlantic-Forum. 1966. σελ. 9. Ανακτήθηκε στις 30 Μαΐου 2022. 
  83. Emmerson, Richard K. (18 Οκτωβρίου 2013). Key Figures in Medieval Europe: An Encyclopedia (στα Αγγλικά). Routledge. σελ. 497. ISBN 978-1-136-77518-5. Ανακτήθηκε στις 30 Μαΐου 2022. 
  84. Muldoon, J. (19 Αυγούστου 1999). Empire and Order: The Concept of Empire, 800–1800 (στα Αγγλικά). Springer. σελ. 35. ISBN 978-0-230-51223-8. Ανακτήθηκε στις 30 Μαΐου 2022. 
  85. 85,0 85,1 Barraclough 1984, σελίδες 101–134.
  86. 86,0 86,1 Barraclough 1984, σελ. 109.
  87. Barraclough 1984, σελίδες 122–124.
  88. Barraclough 1984, σελ. 123.
  89. Barraclough 1984, σελίδες 123–134.
  90. Herrmann 1970, σελ. 530.
  91. Haffner 2019, σελίδες 6–10.
  92. Smail & Gibson 2009.
  93. Arnold 1995, σελ. 398.
  94. Hunyadi & Laszlovszky 2001, σελ. 129.
  95. Rothstein 1995, σελίδες 9-.
  96. Szepesi 2015.
  97. Rothbard 2009.
  98. Žůrek 2014.
  99. Schwartzwald, Jack L. (20 Νοεμβρίου 2015). The Collapse and Recovery of Europe, AD 476–1648 (στα Αγγλικά). McFarland. σελ. 116. ISBN 978-1-4766-6230-5. Ανακτήθηκε στις 5 Φεβρουαρίου 2022. 
  100. Brady Jr. 2009, σελ. 73.
  101. Mahoney, William (18 Φεβρουαρίου 2011). The History of the Czech Republic and Slovakia (στα Αγγλικά). ABC-CLIO. σελ. 51. ISBN 978-0-313-36306-1. Ανακτήθηκε στις 6 Φεβρουαρίου 2022. 
  102. Brady Jr. 2009, σελίδες 73,74.
  103. 103,0 103,1 Whaley 2011, σελ. 278.
  104. Whaley, Joachim (24 Νοεμβρίου 2011). Germany and the Holy Roman Empire: Volume II: The Peace of Westphalia to the Dissolution of the Reich, 1648–1806 (στα Αγγλικά). OUP Oxford. σελ. 278. ISBN 978-0-19-162822-1. Ανακτήθηκε στις 5 Φεβρουαρίου 2022. 
  105. Hardy 2018.
  106. Brady 2009, σελίδες 75–81.
  107. Wilson, Peter H. (2016b). The Holy Roman Empire: A Thousand Years of Europe's History (στα Αγγλικά). Penguin Books Limited. σελ. 79. ISBN 978-0-14-195691-6. Ανακτήθηκε στις 21 Ιανουαρίου 2022. 
  108. Smith, William Bradford (2008). Reformation and the German Territorial State: Upper Franconia, 1300–1630 (στα Αγγλικά). University Rochester Press. σελ. 45. ISBN 978-1-58046-274-7. Ανακτήθηκε στις 21 Ιανουαρίου 2022. 
  109. Wilson 2016, σελ. 79.
  110. Pavlac & Lott 2019, σελ. 249.
  111. 111,0 111,1 Brady Jr. 2009, σελ. 211.
  112. Tracy, James D. (29 Ιουλίου 2016). Balkan Wars: Habsburg Croatia, Ottoman Bosnia, and Venetian Dalmatia, 1499–1617 (στα Αγγλικά). Rowman & Littlefield. σελ. 163. ISBN 978-1-4422-1360-9. Ανακτήθηκε στις 17 Ιανουαρίου 2022. 
  113. Ágoston, Gábor (22 Ιουνίου 2021). The Last Muslim Conquest: The Ottoman Empire and Its Wars in Europe (στα Αγγλικά). Princeton University Press. σελ. 312. ISBN 978-0-691-20538-0. Ανακτήθηκε στις 17 Ιανουαρίου 2022. 
  114. Whaley 2012a, σελ. [2].
  115. 115,0 115,1 Pavlac & Lott 2019, σελ. 143.
  116. 116,0 116,1 116,2 Brady Jr. 2009, σελ. 429.
  117. 117,0 117,1 Erbe 2000, σελίδες 19–30.
  118. Whaley 2011, σελ. 61.
  119. Berenger & Simpson 2014, σελ. 132.
  120. Gosman, Martin· Alasdair, A.· MacDonald, A.· Macdonald, Alasdair James· Vanderjagt, Arie Johan (2003). Princes and Princely Culture: 1450–1650. BRILL. σελ. 298. ISBN 9789004135727. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 24 Οκτωβρίου 2021. Ανακτήθηκε στις 24 Οκτωβρίου 2021. 
  121. Hodnet, Andrew Arthur (2018). The Othering of the Landsknechte. North Carolina State University. σελ. 81. 
  122. Burdick, William Livesey (2004). The Principles of Roman Law and Their Relation to Modern Law (στα Αγγλικά). The Lawbook Exchange, Ltd. σελίδες 19, 20. ISBN 978-1-58477-253-8. Ανακτήθηκε στις 19 Νοεμβρίου 2021. 
  123. Lee, Daniel (19 Φεβρουαρίου 2016). Popular Sovereignty in Early Modern Constitutional Thought (στα Αγγλικά). Oxford University Press. σελ. 243. ISBN 978-0-19-106244-5. Ανακτήθηκε στις 20 Νοεμβρίου 2021. 
  124. Thornhill, Chris (24 Ιανουαρίου 2007). German Political Philosophy: The Metaphysics of Law (στα Αγγλικά). Routledge. σελ. 12. ISBN 978-1-134-38280-4. Ανακτήθηκε στις 20 Νοεμβρίου 2021. 
  125. Haivry, Ofir (29 Ιουνίου 2017). John Selden and the Western Political Tradition (στα Αγγλικά). Cambridge University Press. σελ. 118. ISBN 978-1-107-01134-2. Ανακτήθηκε στις 20 Νοεμβρίου 2021. 
  126. Mousourakis, George (2 Μαρτίου 2017). The Historical and Institutional Context of Roman Law (στα Αγγλικά). Routledge. σελ. 435. ISBN 978-1-351-88840-0. Ανακτήθηκε στις 20 Νοεμβρίου 2021. 
  127. Zoller, Élisabeth (2008). Introduction to Public Law: A Comparative Study (στα Αγγλικά). BRILL. σελ. 64. ISBN 978-90-04-16147-4. Ανακτήθηκε στις 20 Νοεμβρίου 2021. 
  128. Hodnet 2018, σελίδες 79–81.
  129. Spence, Lewis (1993). An Encyclopedia of Occultism (στα Αγγλικά). Kensington Publishing Corporation. σελ. 133. ISBN 978-0-8065-1401-7. Ανακτήθηκε στις 12 Δεκεμβρίου 2021. 
  130. Palgrave, Francis (5 Δεκεμβρίου 2013). The Collected Historical Works of Sir Francis Palgrave, K.H. (στα Αγγλικά). Cambridge University Press. σελίδες xiv,203, 204. ISBN 978-1-107-62636-2. Ανακτήθηκε στις 12 Δεκεμβρίου 2021. 
  131. Beccaria, Cesare marchese di· Beccaria, Cesare· Stevenson, Bryan (1 Ιανουαρίου 2008). On Crimes and Punishments and Other Writings (στα Αγγλικά). University of Toronto Press. σελ. 133. ISBN 978-0-8020-8990-8. Ανακτήθηκε στις 12 Δεκεμβρίου 2021. 
  132. Ripley, George· Dana, Charles Anderson (1869). The New American Cyclopædia: A Popular Dictionary of General Knowledge (στα Αγγλικά). D. Appleton. σελ. 43. Ανακτήθηκε στις 12 Δεκεμβρίου 2021. 
  133. Strieder, Peter (8 May 2017). «Zur Entstehungsgeschichte von Dürers Ehrenpforte für Kaiser Maximilian». Anzeiger des Germanischen Nationalmuseums: 128–142 Seiten. doi:10.11588/azgnm.1954.0.38143. https://journals.ub.uni-heidelberg.de/index.php/azgnm/article/view/38143/31806. Ανακτήθηκε στις 7 February 2022. 
  134. Hirschi, Caspar (8 Δεκεμβρίου 2011). The Origins of Nationalism: An Alternative History from Ancient Rome to Early Modern Germany (στα Αγγλικά). Cambridge University Press. σελ. 45. ISBN 978-1-139-50230-6. Ανακτήθηκε στις 7 Φεβρουαρίου 2022. 
  135. Brandt, Bettina (2010). Germania und ihre Söhne: Repräsentationen von Nation, Geschlecht und Politik in der Moderne (στα Γερμανικά). Vandenhoeck & Ruprecht. σελ. 37. ISBN 978-3-525-36710-0. Ανακτήθηκε στις 8 Φεβρουαρίου 2022. 
  136. Albert Jr, Rabil (11 Νοεμβρίου 2016). Renaissance Humanism, Volume 2: Foundations, Forms, and Legacy (στα Αγγλικά). University of Pennsylvania Press. ISBN 978-1-5128-0576-5. Ανακτήθηκε στις 5 Φεβρουαρίου 2022. 
  137. Quevedo, Francisco de· Britton, R. K. (1 Ιανουαρίου 1989). Francisco de Quevedo: Dreams and Discourses (στα Αγγλικά). Oxford University Press. ISBN 978-1-80034-588-1. Ανακτήθηκε στις 5 Φεβρουαρίου 2022. 
  138. Wilson 2016, σελ. 263.
  139. Whaley, Joachim (2009). «Whaley on Silver, 'Marketing Maximilian: the Visual Ideology of a Holy Roman Emperor' | H-German | H-Net». Networks.h-net.org. https://networks.h-net.org/node/35008/reviews/45722/whaley-silver-marketing-maximilian-visual-ideology-holy-roman-emperor. Ανακτήθηκε στις 5 February 2022. 
  140. Tennant, Elaine C.· Johnson, Carroll B. (1985). The Habsburg Chancery Language in Perspective, Volume 114. University of California Press. σελίδες 1, 3, 9. ISBN 9780520096943. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 27 Σεπτεμβρίου 2021. Ανακτήθηκε στις 21 Σεπτεμβρίου 2021. 
  141. Wiesinger, Peter. «Die Entwicklung der deutschen Schriftsprache vom 16. bis 18. Jahrhundert unter dem Einfluss der Konfessionen». Zeitschrift der Germanisten Rumäniens (ZGR) (17–18 / 2000 (9th year)): 155–162. doi:10.1515/jbgsg-2018-0014. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2008-01-23. https://web.archive.org/web/20080123112609/http://www.e-scoala.ro/germana/peter_wiesinger.html. Ανακτήθηκε στις 8 November 2021. 
  142. Meinel, Christoph· Sack, Harald (2014). Digital Communication: Communication, Multimedia, Security. Springer Science & Business Media. σελ. 31. ISBN 9783642543319. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 26 Σεπτεμβρίου 2021. Ανακτήθηκε στις 20 Σεπτεμβρίου 2021. 
  143. Metzig, Gregor (21 Νοεμβρίου 2016). Kommunikation und Konfrontation: Diplomatie und Gesandtschaftswesen Kaiser Maximilians I. (1486–1519) (στα Γερμανικά). Walter de Gruyter GmbH & Co KG. σελίδες 98, 99. ISBN 978-3-11-045673-8. Ανακτήθηκε στις 29 Ιανουαρίου 2022. 
  144. Scott, Hamish M. (2015). The Oxford Handbook of Early Modern European History, 1350-1750 (στα Αγγλικά). Oxford University Press. σελ. 173. ISBN 978-0-19-959725-3. Ανακτήθηκε στις 12 Δεκεμβρίου 2021. 
  145. Headrick, Daniel R. (28 Δεκεμβρίου 2000). When Information Came of Age: Technologies of Knowledge in the Age of Reason and Revolution, 1700–1850 (στα Αγγλικά). Oxford University Press. σελ. 184. ISBN 978-0-19-803108-6. Ανακτήθηκε στις 12 Δεκεμβρίου 2021. 
  146. Whaley 2011, σελ. 370.
  147. «H-German Roundtable on Smith, Germany: A Nation in Its Time Before, During, and After Nationalism, 1500–2000 | H-German | H-Net». networks.h-net.org. Ανακτήθηκε στις 5 Φεβρουαρίου 2022. 
  148. Brady Jr., Thomas A. (2009). German Histories in the Age of Reformations, 1400–1650. Cambridge University Press. σελ. 110,128. ISBN 9781139481151. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 21 Σεπτεμβρίου 2021. Ανακτήθηκε στις 21 Σεπτεμβρίου 2021. 
  149. Forster, Marc R.. «Forster on Brady Jr., 'German Histories in the Age of Reformations, 1400–1650' | H-German | H-Net». Networks.h-net.org. https://networks.h-net.org/node/35008/reviews/46131/forster-brady-jr-german-histories-age-reformations-1400-1650. Ανακτήθηκε στις 5 February 2022. 
  150. Whaley 2012a, σελ. 75.
  151. Curtis 2013, σελίδες 46–52.
  152. Πρότυπο:Cite contribution
  153. Thackeray, Frank W.· Findling, John E. (31 Μαΐου 2012). Events That Formed the Modern World: From the European Renaissance through the War on Terror [5 volumes]: From the European Renaissance through the War on Terror (στα Αγγλικά). ABC-CLIO. σελ. 133. ISBN 978-1-59884-902-8. Ανακτήθηκε στις 6 Φεβρουαρίου 2022. 
  154. Holleger 2012, σελ. 34.
  155. Brady, Thomas A.· Jr, Thomas A. Brady (13 Ιουλίου 2009). German Histories in the Age of Reformations, 1400–1650 (στα Αγγλικά). Cambridge University Press. σελ. 112. ISBN 978-0-521-88909-4. Ανακτήθηκε στις 6 Φεβρουαρίου 2022. 
  156. Wilson 2004, σελ. 27.
  157. Mullett 2010, σελ. 81.
  158. Tracy, James D. (23 Οκτωβρίου 2018). Holland Under Habsburg Rule, 1506–1566: The Formation of a Body Politic (στα Αγγλικά). Univ of California Press. σελ. 46. ISBN 978-0-520-30403-1. Ανακτήθηκε στις 5 Φεβρουαρίου 2022. 
  159. Nexon, Daniel H. (20 Απριλίου 2009). The Struggle for Power in Early Modern Europe: Religious Conflict, Dynastic Empires, and International Change (στα Αγγλικά). Princeton University Press. σελ. 135. ISBN 978-0-691-13793-3. Ανακτήθηκε στις 5 Φεβρουαρίου 2022. 
  160. Whaley 2011, σελ. 326.
  161. Holborn, Hajo (21 Δεκεμβρίου 1982). A History of Modern Germany: The Reformation (στα Αγγλικά). Princeton University Press. σελ. 48. ISBN 978-0-691-00795-3. Ανακτήθηκε στις 5 Φεβρουαρίου 2022. 
  162. Whaley 2012a, σελ. 334.
  163. MacCulloch, Diarmaid (25 Μαρτίου 2005). The Reformation (στα Αγγλικά). Penguin. σελ. 362. ISBN 978-1-101-56395-3. Ανακτήθηκε στις 6 Φεβρουαρίου 2022. 
  164. Isom-Verhaaren, Christine (30 Μαΐου 2011). Allies with the Infidel: The Ottoman and French Alliance in the Sixteenth Century (στα Αγγλικά). Bloomsbury Publishing. σελ. 58. ISBN 978-0-85773-227-9. Ανακτήθηκε στις 6 Φεβρουαρίου 2022. 
  165. Gumpelzhaimer 1796.
  166. Whaley 2012b, σελ. 188.
  167. 167,0 167,1 Smith 1920, σελ. 19.
  168. Wilson 2004, σελ. 307.
  169. Hirschi 2005, σελίδες 393–399.
  170. Corvisier & Childs 1994, σελ. 306.
  171. Tullner, Mathias (9 Μαρτίου 2013). Geschichte des Landes Sachsen-Anhalt (στα Γερμανικά). Springer-Verlag. σελ. 27. ISBN 978-3-322-97346-7. Ανακτήθηκε στις 6 Φεβρουαρίου 2022. 
  172. Ehlers και άλλοι 2016, σελίδες 31-.
  173. 173,0 173,1 Pavlac & Lott 2019, σελ. 27.
  174. Benecke, Gerhard (26 Ιουνίου 2019). Maximilian I (1459–1519): An Analytical Biography (στα Αγγλικά). Routledge. σελ. 25. ISBN 978-1-000-00840-1. Ανακτήθηκε στις 5 Φεβρουαρίου 2022. 
  175. Grant, Neil (1970). Charles V, Holy Roman Emperor (στα Αγγλικά). F. Watts. σελ. 74. ISBN 978-0-531-00937-6. Ανακτήθηκε στις 5 Φεβρουαρίου 2022. 
  176. Patrouch, Joseph F. (2010). Queen's Apprentice: Archduchess Elizabeth, Empress María, the Habsburgs, and the Holy Roman Empire, 1554–1569 (στα Αγγλικά). BRILL. σελ. 11. ISBN 978-90-04-18030-7. Ανακτήθηκε στις 5 Φεβρουαρίου 2022. 
  177. Gagliardo 1980, σελίδες 22–23.
  178. Brockmann 2006, σελ. 15.
  179. Schindling 1986, σελ. 64.
  180. Angermeier 1984.
  181. Hochedlinger, Mata & Winkelbauer 2019.
  182. Barker 1911, σελ. 341.
  183. 183,0 183,1 Wilson 1999, σελ. 70.
  184. Wilson 1999, σελ. 69.
  185. Härter 2011, σελίδες 122–123, 132.
  186. Fried 2016, σελ. 56.
  187. Parker 2008, σελ. 1058.
  188. Wilson 2009, σελίδες 18–23.
  189. 189,0 189,1 Wilson, p. 788
  190. [3]_194-0">↑ Wilson 2009, σελ. 17.
  191. Wilson 2016, σελ. 496.
  192. Benecke 1974, σελ. 162.
  193. Whaley 2012a, σελ. 633.
  194. Whaley 2012b, σελ. 351.
  195. de Las Cases 1824, σελ. 197.
  196. Puga, Diego; Trefler, Daniel, International trade and institutional change: A death in Venice, http://isites.harvard.edu/fs/docs/icb.topic599385.files/venice_seminar_MIT_R1a.pdf, ανακτήθηκε στις 2023-07-15 
  197. Tellier 2009, σελ. 290.
  198. Claus 1997.
  199. Kurian 2010, σελ. 587.
  200. Legauy 1995, σελ. 104.
  201. 201,0 201,1 Flood 2011, σελ. 118.
  202. Cipolla 1981.
  203. 203,0 203,1 Whaley 2012a, σελίδες 624–625.
  • Klaus Herbers, Helmut Neuhaus: Das Heilige Römische Reich – Schauplätze einer tausendjährigen Geschichte (843–1806). Böhlau-Verlag, Köln, Weimar 2005. 343 S., ISBN 3-412-23405-2.
  • Ricarda Huch: Deutsche Geschichte, 3 Bde. Artemis Verlag, Berlin und Zürich 1934–1949.
    • Band 1: Römisches Reich Deutscher Nation, Berlin 1934.
    • Band 2: Das Zeitalter der Glaubensspaltung, Berlin 1937.
    • Band 3: Untergang des Römischen Reiches Deutscher Nation, Zürich 1949.
  • Καραγεώργος Στυλ. Βασίλειος, Η Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, Τόμος 1ος, Ιστορικές Εκδόσεις Στέφανος Βασιλόπουλος, Αθήνα, 1987.
  • Julia Haas: Die Reichstheorie in Pufendorfs „Severinus de Monzambano“: Monstrositätsthese und Reichsdebatte im Spiegel der politisch-juristischen Literatur von 1667 bis heute. Duncker & Humblot, Berlin 2006, ISBN 978-3-428-12315-5.
  • Christian Raap: Zur rechtlichen Struktur des Heiligen Römischen Reiches. In: Horst Fischer, Ulrike Froissart, Wolff Heintschel von Heinegg, Christian Raap (Hrsg.): Krisensicherung und Humanitärer Schutz – Crisis Management and Humanitarian Protection: Festschrift für Dieter Fleck, Berliner Wissenschafts-Verlag, Berlin 2004, S. 477–487, ISBN 3-8305-0568-X.
  • Gerhard Hartmann: Die Kaiser des Heiligen Römischen Reiches. Marix-Verlag, Wiesbaden 2008, ISBN 3-86539-938-X.
  • Heinz Angermeier: Reichsreform 1410–1555. München 1984, ISBN 3-406-30278-5.
  • Johannes Fried: Der Weg in die Geschichte. Die Ursprünge Deutschlands bis 1024. Berlin 1998, ISBN 3-548-26517-0.
  • Karl-Friedrich Krieger: König, Reich und Reichsreform im Spätmittelalter (Enzyklopädie Deutscher Geschichte, Band 14). München 2005, ISBN 3-486-57670-4.
  • Malte Prietzel: Das Heilige Römische Reich im Spätmittelalter. Darmstadt 2004, ISBN 3-534-15131-3.
  • Ernst Schubert: König und Reich. Studien zur spätmittelalterlichen deutschen Verfassungsgeschichte (Veröffentlichungen des Max-Planck-Instituts für Geschichte 63). Göttingen 1979. (wichtiges Standardwerk)
  • Hans K. Schulze: Grundstrukturen der Verfassung im Mittelalter, Bd. 3. Stuttgart u. a. 1998, ISBN 3-17-013053-6. (gutes Überblickswerk)
  • Bernd Schneidmüller, Stefan Weinfurter (Hrsg.): Die Deutschen Herrscher des Mittelalters. München 2003, ISBN 3-406-50958-4.
  • Bernd Schneidmüller, Stefan Weinfurter (Hrsg.): Heilig – Römisch – Deutsch. Das Reich im mittelalterlichen Europa. Internationale Tagung zur 29. Ausstellung des Europarates und Landesausstellung Sachsen-Anhalt. Dresden 2006.
  • Bernd Schneidmüller: Die Kaiser des Mittelalters. Von Karl dem Grossen bis Maximilian I. C. H. Beck, München 2006, ISBN 3-406-53598-4.
  • Karl Otmar von Aretin: Das Alte Reich 1648–1806, 4 Bde. Stuttgart 1993–2000, ISBN 3-608-91043-3.
  • Peter Claus Hartmann: Das Heilige Römische Reich deutscher Nation in der Neuzeit 1486–1806. Stuttgart 2005, ISBN 3-15-017045-1. (sehr informativer Kurzüberblick über das Reich und seine Institutionen)
  • Axel Gotthard: Das Alte Reich 1495–1806. Darmstadt 2003, ISBN 3-534-15118-6.
  • Helmut Neuhaus: Das Reich in der frühen Neuzeit. Enzyklopädie Deutscher Geschichte, Band 42. München 2003, ISBN 3-486-56729-2. (enzyklopädischer Teil und zusätzlich ausführlicher Überblick über die aktuelle Forschung)
  • Georg Schmidt: Geschichte des Alten Reiches. Staat und Nation in der Frühen Neuzeit 1495–1806. München 1999, ISBN 3-406-45335-X.
  • Anton Schindling, Walter Ziegler (Hrsg.): Die Kaiser der Neuzeit 1519–1806. München 1990, ISBN 3-406-34395-3.
  • Barbara Stollberg-Rilinger: Das Heilige Römische Reich Deutscher Nation. Vom Ende des Mittelalters bis 1806. C. H. Beck, München 2006, ISBN 3-406-53599-2.
  • Heiliges Römisches Reich Deutscher Nation 962–1806. Ausstellungskatalog. Band 1: Katalog. Band 2: Essays. Dresden 2006, ISBN 3-937602-64-X.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]