Βυζαντινός παπισμός
Ο Βυζαντινός Παπισμός ήταν μια περίοδος στην ιστορία της Ρώμης στην οποία η Βυζαντινή αυτοκρατορία κυριάρχησε στον Ρωμαϊκό παπισμό (537 - 752). Ο Πάπας την εποχή του Βυζαντινού Παπισμού έπρεπε να έχει την επικύρωση Βυζαντινού αυτοκράτορα για να ορκιστεί. Το αποτέλεσμα ήταν να εκλεγούν πολλοί Αποκρισάριοι ή κάτοικοι από τα Βαλκάνια, την Συρία και την Σικελία. Ο κορυφαίος αυτοκράτορας Ιουστινιανός Α´ ανακατέκτησε την Ιταλική χερσόνησο όταν ξέσπασε ο Γοτθικός Πόλεμος (535–554) και διόρισε ο ίδιος τους τρεις επόμενους αυτοκράτορες. Την ίδια τακτική ακολούθησαν την περίοδο του Βυζαντινού Παπισμού οι διάδοχοι του, θα τους αντικαταστήσει αργότερα το Εξαρχάτο της Ραβέννας που αποτελούσε το διοικητικό κέντρο των Βυζαντινών στην Ιταλία. Με την μοναδική εξαίρεση του πάπα Μαρτίνου Α΄ κανένας άλλος πάπας την εποχή του Βυζαντινού Παπισμού δεν ορκίστηκε χωρίς αυτοκρατορική έγκριση. Οι συγκρούσεις ωστόσο θα είναι έντονη μερικές φορές σε θρησκευτικές διαφωνίες που θα θεωρηθούν Αιρέσεις όπως ο Μονοθελητισμός και η Εικονομαχία. Οι Ελληνόφωνοι από την κυρίως Ελλάδα, την Συρία και την Σικελία θα αντικαταστήσουν την εποχή αυτή πολλά μέλη της Ρωμαϊκής αριστοκρατίας στην Αγία Έδρα. Η Ρώμη μετατράπηκε τόσο στην τέχνη όσο και στην θεία λειτουργία σε ένα "χωνευτήρι" ανατολικών και δυτικών χριστιανικών παραδόσεων.[1]
Η δημιουργία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Με την εισβολή του Ιουστινιανού Α΄ στην Ιταλία στην έκρηξη των Γοτθικών πολέμων ο Πάπας Σιλβέριος καθαιρέθηκε, ο αυτοκράτορας τον αντικατέστησε με τον Βιγίλιο, έναν πρώην Αποκρισάριο στην Κωνσταντινούπολη. Ο Ιουστινιανός διόρισε κατόπιν με "ψευδείς εκλογές" και τον επόμενο πάπα Πελάγιο Α΄ που αντικατέστησε τον Βιγίλιο. Ο τρίτος επί Ιουστινιανού Πάπας Ιωάννης Γ΄ στέφτηκε μόνο με την έγκριση του αυτοκράτορα. Οι διάδοχοι του Ιουστινιανού συνέχισαν για περίπου έναν αιώνα την ίδια τακτική.[2] Παρά το γεγονός ότι τα Βυζαντινά στρατεύματα που αποβιβάστηκαν στην Ιταλία τους κατέκτησαν ως "Ρωμαίοι" οι κάτοικοι ήταν αρκετά δύσπιστοι με τους κατοίκους που προέρχονταν από την Ελληνική χερσόνησο.[3] Οι κάτοικοι της Ρώμης ζήτησαν από τον ίδιο τον Ιουστινιανό να ανακαλέσει τον Ναρσή δηλώνοντας του ότι προτιμούν να τους κυβερνάνε οι Γότθοι.[4] Το αντι-Βυζαντινό αίσθημα κυριαρχούσε σε ολόκληρη την Ιταλική χερσόνησο, οι κάτοικοι δέχτηκαν την Ελληνική θεολογία με ανάμεικτα συναισθήματα.[5] Η ισχύς του Βυζαντινού αυτοκράτορα απέναντι στον διορισμό του νέου πάπα φάνηκε από την επιστολή που του έστειλε ο Πάπας Γρηγόριος Α΄ με την οποία του ζήτησε να ακυρώσει την εκλογή του.[2] Ο μεταρρυθμιστής Πάπας Βονιφάτιος Γ΄ εξέδωσε διάταγμα με το οποίο απαγόρευσε την δωροδοκία στην εκλογή του νέου πάπα και οποιαδήποτε συζήτηση των επικρατέστερων υποψηφίων μέχρι να περάσει η τρίτη μέρα από την κηδεία του πάπα. Στην συνέχεια όλος ο κλήρος και ο λαός θα συγκεντρωνόταν, θα ψήφιζε τον επόμενο πάπα με "προσωπική κρίση".[6] Με τον τρόπο αυτό ακυρώθηκε η διαφθορά της εκλογής, θα γινόταν ταχύτατα και η μόνη εκκρεμότητα που θα παρέμενε ήταν η αυτοκρατορική έγκριση.[6] Το κύρος του πάπα Γρηγορίου Α΄ είχε ως αποτέλεσμα την σταδιακή ενσωμάτωση της ανατολικής επίδρασης αν και η εκκλησία της Ρώμης διατήρησε την ιδιαιτερότητα της. Οι δύο διάδοχοι του Γρηγορίου Α΄ επιλέχθηκαν από τους Αποκρισάριους του στην Κωνσταντινούπολη στον αυτοκράτορα Φωκά τον οποίο είχε υποστηρίξει ο ίδιος με μεγάλο ενθουσιασμό.[7]
Ο Πάπας Βονιφάτιος Γ΄ ήταν πιθανότατα Ελληνικής καταγωγής, το σύντομο χρονικό διάστημα της Παποσύνης του (607) μετέτρεψε την Ρώμη σε "ανατολική έδρα" αν και πολλοί συγγραφείς θεωρούν εσφαλμένα ότι πρώτος Έλληνας πάπας ήταν ο μετέπειτα Πάπας Θεόδωρος Α΄ (642-649).[8] Ο Βονιφάτιος Γ΄ έλαβε αυτοκρατορική διακήρυξη από τον Φωκά με την οποία αποκαλούσε την εκκλησία της Ρώμης "κεφαλή όλων των εκκλησιών" επιβεβαιώνοντας τον Ιουστινιανό που είχε ανακηρύξει τον πάπα "κεφαλή όλων των ιερέων". Η διακήρυξη του Φωκά είχε περισσότερο προσωπικό στόχο να μειώσει τον πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης με τον οποίο δεν είχε καλές σχέσεις.[8] Ο αυτοκράτορας Φωκάς ανήγειρε ένα επιχρυσωμένο άγαλμα του εαυτού του σε μια μνημειακή στήλη της Ρωμαϊκής Αγοράς μόλις τρεις βδομάδες μετά την άνοδο στον παπικό θρόνο του Βονιφάτιου Γ΄. Αργότερα ο αυτοκράτορας Φωκάς αποφάσισε να μετατρέψει το Πάνθεον της Ρώμης σε χριστιανικό ναό, ήταν ο πρώτος ειδωλολατρικός Ρωμαϊκός ναός που έγινε χριστιανική εκκλησία.[9] Ο διάδοχος του Βονιφάτιου Γ΄ Πάπας Βονιφάτιος Δ΄ υποστήριξε τόσο θερμά την απόφαση του αυτοκράτορα που τον ξεπέρασε σε πάθος.[9] Ο ναός που είχε αναγείρει ο Μάρκος Βιψάνιος Αγρίππας προς τιμή του Γιούπιτερ, της Βένους και του Μαρς καθαγιάστηκε από τον Βονιφάτιο Δ΄ προς τιμή της Παναγίας και των υπόλοιπων μαρτύρων. Η περίπτωση αυτή ήταν η πρώτη στον δυτικό κόσμο στην οποίος παγανιστικός ναός μετατράπηκε σε χριστιανική εκκλησία. Στον ναό μεταφέρθηκαν με 28 άμαξες μέλη νεκρών Μαρτύρων από τις κατακόμβες και τοποθετήθηκαν στον υψηλό βωμό. Σε Σύνοδο (610) αποφασίστηκε ότι όλοι οι μοναχοί θα μπορούσαν να είναι πλήρη μέλη του χριστιανικού κλήρου, οι Έλληνες μοναχοί ήρθαν την ίδια εποχή ομαδικά όλοι στην Ρώμη αφού οι Σλάβοι είχαν κατακλύσει τα Βαλκάνια.[9] Τα Σάλωνα της Δαλματίας, η ηπειρωτική Ελλάδα, η Πελοπόννησος, η Κρήτη βρισκόντουσαν τότε ακόμα υπό την ηγεσία της δυτικής εκκλησίας και του πάπα, η Κωνσταντινούπολη ήταν το τελευταίο μέρος συνεπώς που θα μπορούσαν να καταφύγουν, προτίμησαν την Ρώμη.[10] Το νέο μεγάλο κύμα των μεταναστών ήρθε από περιοχές της απώτερης ανατολής που είχε ερημώσει η Αυτοκρατορία των Σασσανιδών.[11] Οι νέοι Ανατολίτες έποικοι έφεραν τις Αιρέσεις και τις διαμάχες γύρω από αυτές. Οι Γοτθικές επιδρομές στο παρελθόν που ολοκληρώθηκαν με την Άλωση της Ρώμης (410) είχαν επιφέρει "χιονοστιβάδα μεταφοράς των ασκητών προς την Ανατολή".[12] Με την κατάκτηση των περιοχών αυτών από το Ισλάμ οι ασκητές επέστρεψαν στην Ρώμη, οι μετανάστες αν και μικρότεροι σε αριθμό σε σχέση με τους παλιότερους κατοίκους είχαν τεράστια επίδραση στον πληθυσμό της Ρώμης.
Η σύγκρουση του Μονοθελιτισμού
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο εκλεγμένος Πάπας θα έπρεπε υποχρεωτικά να δεχτεί μετά την ορκωμοσία του την επικύρωση του αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης. Η υποχρέωση αυτή δημιούργησε τεράστιες δυσκολίες για διάφορους λόγους όπως οι μεγάλες δυσκολίες στο ταξίδι, η γραφειοκρατία της Κωνσταντινούπολης και προπαντός οι ιδιοτροπίες του ίδιου του αυτοκράτορα λόγω των θρησκευτικών διαφωνιών. Η επικύρωση του πάπα Σεβερίνου καθυστέρησε 20 ολόκληρους μήνες, ο αυτοκράτορας Ηράκλειος αρνήθηκε να υπογράψει επειδή δεν δέχτηκε τον Μονοθελητισμό, τελικά ο αυτοκράτορας υπέγραψε αλλά ο Σεβερίνος πέθανε αμέσως μετά (640).[6][13] Ο Έλληνας Πάπας Θεόδωρος Α΄ ο οποίος ανέβηκε στον Παπικό θρόνο την εποχή του φανατικού οπαδού του Μονοθελητισμού Κώνστα Β΄ προσπάθησε να καθαιρέσει δύο Πατριάρχες της Κωνσταντινούπολης επειδή υποστήριζαν τον Μονοθελητισμό. Τα αυτοκρατορικά στρατεύματα επιτέθηκαν στο Ανάκτορο του Λατερανού, λεηλάτησαν τους παπικούς θησαυρούς, συνέλαβαν την αριστοκρατία και την μετέφεραν στην Κωνσταντινούπολη, κατόπιν βεβήλωσαν τον βωμό της παπικής κατοικίας στην Κωνσταντινούπολη.[13] Ο Θεόδωρος Α΄ είχε Ελληνική καταγωγή από την Παλαιστίνη και ο πατέρας του είχε διατελέσει Πατριάρχης των Ιεροσολύμων.[14] Με τον τρόπο αυτό μπορούσε να εξοντώνει εύκολα τις Αιρέσεις οι περισσότερες από τις οποίες προέρχονταν από την ιδιαίτερη πατρίδα, επίσης μπορούσε άνετα να μιλήσει με τους αντιπάλους του στην ίδια γλώσσα.[15]
Ο Θεόδωρος Α΄ πήρε ένα σκληρό μέτρο, διόρισε Αποστολικό Βικάριο στην Παλαιστίνη τον Στέφανο του Ντορ με εντολή να καθαιρέσει όλους τους Μονοφυσίτες επισκόπους.[16] Ο Πατριάρχης Πύρρος δήλωσε επίσημα ότι "η Ρώμη και η Κωνσταντινούπολη δεν βρίσκονται πλέον σε Σχίσμα αλλά σε ανοιχτό πόλεμο".[17] Το γεγονός ότι ένας Έλληνας Πάπας αφόρισε τον Πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης στάθηκε οδυνηρό γεγονός για τον αυτοκράτορα που ήταν υποχρεωμένος να διατηρήσει την θρησκευτική ενότητα.[17] Ο διάδοχος του Πάπας Μαρτίνος Α΄ όντως φανατικός αντίπαλος του Μονοθελητισμού ορκίστηκε χωρίς να περιμένει την αυτοκρατορική έγκριση αφότου καθυστέρησε και ο ίδιος ο Έξαρχος της Ραβέννας Ολύμπιος. Τα αυτοκρατορικά στρατεύματα τον απήγαγαν, τον μετέφεραν στην Κωνσταντινούπολη όπου δικάστηκε με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας, εξορίστηκε στην Κριμαία όπου και πέθανε (655).[6][13] Η βασική κατηγορία της καταδίκης ήταν η Σύγκληση της Συνόδου του Λατερανού χωρίς να ενημερώσει τον Κώνστα Β΄, η σύγκλιση Οικουμενικών Συνόδων την εποχή της Βυζαντινής παποσύνης γινόταν με πρωτοβουλία του αυτοκράτορα και όχι του πάπα.[18] Οι αποφάσεις της Συνόδου του Λατερανού δεν αναγνωρίστηκαν επίσημα ποτέ.[19] Μετά από τέσσερα χρόνια τόσο ο Πάπας Μαρτίνος Α΄ όσο και ο Μάξιμος ο Ομολογητής συνελήφθησαν και δικάστηκαν στην Κωνσταντινούπολη για "παράβαση του Ιερού νόμου".[20] Ο Έημον Ντάφυ έγραψε ότι "το μεγαλύτερο σοκ για τον Μαρτίνο ήταν όταν έμαθε ότι η Ρωμαϊκή κοινωνία υπέκυψε στις αυτοκρατορικές διαταγές και επέλεξε έναν νέο Πάπα", τον Ευγένιο Α΄.[13] Σε τριάντα χρόνια ωστόσο ενώ ο Κώνστας Β΄ είχε δολοφονηθεί η ΣΤ΄ Οικουμενική Σύνοδος θα δικαιώσει τον Μαρτίνο Α΄ και θα κηρύξει τον Μονοθελητισμό ως Αίρεση.[20]
Συμφιλίωση
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο Οικονόμου έγραψε "οι κάτοικοι τόσο της Ανατολής όσο και της Δύσης είχαν κουραστεί σε τέτοιο βαθμό από τον εμφύλιο θρησκευτικό πόλεμο που μετά την σύλληψη του Μαρτίνου Α΄ οι Ιταλοί υπήκοοι της αυτοκρατορίας ήταν αδιάφοροι θρησκευτικά".[21] Η θρησκευτική ένωση ήταν απαραίτητη όσο ποτέ αφού οι Άραβες, οι Σλάβοι και οι Λομβαρδοί απειλούσαν από παντού, τα επόμενα 75 χρόνια "κανένας πάπας δεν ανέφερε ξανά το όνομα του Μαρτίνου".[22] Τους πρώτους 14 μήνες μετά την άνοδο του Ευγένιου Α΄ επικρατούσε έντονη δυσφορία στον Ρωμαϊκό λαό επειδή αγνοήθηκε ο Μαρτίνος Α΄ ο οποίος βρισκόταν ακόμα εν ζωή, αυτό προκάλεσε κενό στην παπική εξουσία.[23] Ο Ευγένιος Α΄ ήταν έτοιμος να δηλώσει την υποταγή του στον Κώνστα Β΄ αλλά οι μεγάλες πιέσεις του λαού της Ρώμης τον ανάγκασαν να αρνηθεί, ο αυτοκράτορας σκεφτόταν να προχωρήσει σε εκστρατεία στην Ρώμη αλλά η προέλαση των Αράβων στα ανατολικά εδάφη τον εμπόδισαν. Οι επόμενοι επτά Πάπες θα ορκιστούν κανονικά με την επικύρωση του αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης μέχρι την εκλογή του πάπα Βενέδικτου Β΄, η επικύρωση θα καθυστερήσει έναν χρόνο λόγω δυσκολιών στην μετακίνηση. Ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Δ΄ γιος και διάδοχος του Κώνστα αποφάσισε να λύσει οριστικά το πρόβλημα, ανέθεσε την παπική επικύρωση στον Έξαρχο της Ραβέννας που ήταν εκπρόσωπος του στην Ιταλική χερσόνησο (684).[6] Ο αυτοκράτορας Κώνστας Β΄ επισκέφτηκε και διέμεινε κάποιες μέρες στην Ρώμη, τον φιλοξένησε ο Πάπας Βιταλιανός.[24] Ο Βιταλιανός ήταν πιθανότατα ανατολικής καταγωγής και διόρισε Έλληνες σε σημαντικές θέσεις, ένας από αυτούς ήταν και ο Θεόδωρος Ταρσού, αρχιεπίσκοπος του Κάντερμπερι.[25] Τα κίνητρα του Κώνστα Β΄ έγιναν αντικείμενο συζήτησης, μερικοί αναφέρουν την άποψη ότι ήθελε να αναστήσει την αυτοκρατορία του Μεγάλου Ιουστινιανού και να μεταφέρει την πρωτεύουσα στην Ρώμη. Το πιθανότερο φαίνεται ότι ήταν η καταπολέμηση των εχθρών της αυτοκρατορίας όπως οι Άραβες, οι Σλάβοι και ιδιαίτερα οι Λομβαρδοί για τους οποίους μετέβη στην Ιταλία, πολέμησε μαζί τους αλλά ηττήθηκε.[26] Ο Βιταλιανός δέχτηκε τον Κώνστα Β΄ με πολύ μεγάλες τιμές, τον βοήθησε ακόμα και όταν οι εργάτες αφαίρεσαν τον μπρούτζο από τα μνημεία της Ρώμης και τον έλιωσαν για να τον μεταφέρουν στην Κωνσταντινούπολη.[24]
Με την αναχώρηση του Κώνστα Β΄ οι δύο άντρες είχαν συμφιλιωθεί θρησκευτικά παρά το γεγονός ότι το πρόβλημα του Μονοθελητισμού ήταν σε εκκρεμότητα, ο αυτοκράτορας ήταν ελεύθερος να ασχοληθεί με τους μεγάλους εχθρούς.[27] Ο Κώνστας Β΄ δολοφονήθηκε λίγο αργότερα στην Σικελία από τον Μιζίζιο που ήθελε να σφετεριστεί τον θρόνο, ο Βιταλιανός το εμπόδισε, βοήθησε να τον διαδεχτεί ο γιος και διάδοχος του Κωνσταντίνος Δ΄ από τον οποίο κέρδισε τεράστια εύνοια.[28] O νέος αυτοκράτορας φάνηκε θρησκευτικά αδιάφορος, αυτό έδωσε την ευκαιρία στον Βιταλιανό να στραφεί κατά του Μονοθελητισμού, ο Πατριάρχης Θεόδωρος Α΄ αντέδρασε και αφαίρεσε το όνομα του από τα δίπτυχα των Βυζαντινών εκκλησιών. Ο Κωνσταντίνος Δ΄ το αρνήθηκε και με παρέμβαση του το όνομα του Βιταλιανού προστέθηκε ξανά στα δίπτυχα, στέρησε επίσης την Ραβέννα από το προνόμιο της Αυτοκέφαλης εκκλησίας και την έθεσε υπό την εξουσία του πάπα.[29] Οι διάδοχοι του Πάπας Αδεοδάτος Β΄ και Πάπας Δόνος εξακολουθούσαν να είναι ενάντια στον Μονοθελητισμό, τα ονόματα τους δεν γράφτηκαν στα δίπτυχα των Βυζαντινών εκκλησιών, παρέμεινε ωστόσο του όνομα του Βιταλιανού με εντολή του αυτοκράτορα.[30][31] Ο Κωνσταντίνος Δ΄ αποφάσισε κάποια στιγμή να λύσει όλες τις θρησκευτικές διαφωνίας, συγκάλεσε (680) στην Κωνσταντινούπολη την Γ΄ Οικουμενική Σύνοδο στην οποία συμμετείχε και ο υπέργηρος Πάπας Αγάθων. Η Σύνοδος αποδέχτηκε την Καθολική Εκκλησία της Χαλκηδόνας, ο Μονοθελητισμός καταδικάστηκε ως Αίρεση και ο Πάπας Ονώριος Α΄ που είχε αποδεχτεί επί Ηρακλείου αφορίστηκε.[24] Τα επόμενα 10 χρόνια η οριστική συμφιλίωση με τον αυτοκράτορα επέφερε την μεγάλη άνοδο του παπισμού και η εκκλησία της Ραβέννας παραιτήθηκε από όλα τα δικαιώματα της να παραμείνει αυτοκέφαλη. Η αυτοκρατορική φορολόγηση μειώθηκε σημαντικά, το δικαίωμα της παπικής επικύρωσης μεταφέρθηκε από τον αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης στον Έξαρχο της Ραβέννας.[24] Την περίοδο αυτή ο παπισμός απέκτησε την νοοτροπία να δημιουργήσει μια Οικουμενική εκκλησία που θα ταυτίζεται με την Ρωμαϊκή, καταργώντας το σύστημα που υπήρχε στην ανατολή με τις επιμέρους τοπικές εκκλησιαστικές εξουσίες δηλαδή τα Πατριαρχεία.[32]
Οι Έλληνες πάπες
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο Πάπας Αγάθων ως Έλλην Σικελός στην καταγωγή ξεκίνησε "μια αδιάσπαστη διαδοχή της Ανατολικής παποσύνης που διατηρήθηκε τουλάχιστον στα επόμενα τρία τέταρτα του αιώνα".[33][34] Η Γ΄ Σύνοδος της Κωνσταντινούπολης βοήθησε τους Έλληνες να καθιερώσουν "μια νέα σχέση ανάμεσα στο ανατολικό και το δυτικό τμήμα της αυτοκρατορίας".[33] Στην Παποσύνη του Βενέδικτου Δ΄ (684–685) ο Κωνσταντίνος Δ΄ παραιτήθηκε από τα δικαιώματα του αυτοκράτορα στην επικύρωση του πάπα, άφησε το δικαίωμα αυτό στον κλήρο και τον λαό της δύσης.[35] Ο διάδοχος του Βενέδικτου Δ΄ Πάπας Ιωάννης Ε΄ εξελέγη νέος Πάπας από τον "γενικό πληθυσμό" σύμφωνα με την "αρχαία πρακτική".[35] Οι δέκα επόμενοι Πάπες μετά τον Αγάθων οφείλουν την εκλογή τους χάρη στις παραχωρήσεις που έκανε ο Κωνσταντίνος Δ΄.[36] Οι πρόωροι θάνατοι του Ιωάννη Ε΄ και του διαδόχου του Κόνωνα επέφεραν διαμαρτυρίες σε αμφισβητούμενες εκλογές αλλά η αυτοκρατορική παρουσία εξακολουθούσε να είναι τυπική.[37] Την εποχή της Παποσύνης του Ιωάννη Ε΄ ο αυτοκράτορας ελάττωσε τους φόρους στην Σικελία και την Καλαβρία απελευθερώνοντας την διακίνηση προιόντων όπως τα σιτηρά.[38] Ο Ιουστινιανός Β´ ελάττωσε επίσης επί Κόνωνα τις κληρονομιές της Καλαβρίας και της Λουκανίας, με τον τρόπο αυτό όσοι είχαν οφειλές πήραν απαλλαγή από τις στρατιωτικές τους υποχρεώσεις.[39] Οι πάπες αναγνώρισαν σε τέτοιο βαθμό την αυτοκρατορική κυριαρχία στην Ρώμη που καθόρισαν ακόμα και την ημερομηνία ανάλογα με τα έτη βασιλείας τους.[39] Η κυριαρχία περιορίστηκε ωστόσο μόνο σε πολιτικά ζητήματα και όχι σε θρησκευτικά ή δογματικά.[39] Οι πρώτες ενέργειες του Ιουστινιανού Β΄ φαίνεται ότι αρχικά πλησίαζαν τις αντίστοιχες του παππού του Κώνστα Β΄ και του πατέρα του Κωνσταντίνου Δ΄.[40] Η ανακωχή διατηρήθηκε λίγο, ο Ιουστινιανός Β΄ συγκάλεσε την Πένθεκτη Οικουμενική Σύνοδο με την οποία έθεσε μια σειρά από ζητήματα "προσβλητικά για τους δυτικούς". Ο Πάπας Σέργιος Α΄ κλήθηκε να υπογράψει ο ίδιος τους νέους κανόνες της Συνόδου αλλά το αρνήθηκε ανοιχτά.[41] Τα βασικά σημεία της διαφωνίας του ήταν οι "Τρούλλειοι κανόνες" που δημιουργήθηκαν για να καλύψουν τα κενά στην ανατολή αλλά ήρθαν σε ευθεία σύγκρουση με τις δυτικές πρακτικές.[42] Ο Σέργιος Α΄ αντιτάχθηκε στην πραγματικότητα και στους 87 κανόνες όχι μόνο στους 50 πρώτους όπως ειπώθηκε, αφορούσαν την αγαμία των κληρικών, την χρήση του αίματος ως τροφή και την απεικόνιση του Χριστού ως αρνί.[43]
Ο Ιουστινιανός Β΄ έστειλε αρχικά έναν δικαστή για να συλλάβει τον Ιωάννη του Πόρτους και άλλον έναν παπικό σύμβουλο ως προειδοποίηση στον Σέργιο Α΄, στην συνέχεια έστειλε τον διάσημο Πρωτοσπαθάριο Ζαχαρία να συλλάβει τον ίδιο τον πάπα.[44] Η τακτική που ακολούθησε ο Ιουστινιανός Β΄ ήταν ίδια με αυτή που είχε ακολουθήσει ο παππούς του Κώνστας Β΄ όταν είχε διατάξει να συλληφθεί ο πάπας Μαρτίνος Α΄, υποτίμησε σημαντικά την δυσαρέσκεια των υπηκόων του στην Ιταλική χερσόνησο. Τα στρατεύματα από την Ραβέννα και το Δουκάτο της Πενταπόλεως την εποχή που έφτασαν στην Ρώμη προχώρησαν σε ανταρσία υπέρ του Σέργιου Α΄. Ο Ιουστινιανός Β΄ εκθρονίστηκε ωστόσο λίγο αργότερα με πραξικόπημα (695).[41] Οι 13 εξεγέρσεις που προηγήθηκαν στην νότια Ιταλία και την Σικελία πριν πέσει το Εξαρχάτο της Ραβένας (751) είχαν ωστόσο "αυτοκρατορικό χαρακτήρα", απέναντι στον πάπα και όχι στους κατοίκους της Ιταλικής χερσονήσου.[45] Ο Ιουστινιανός Β΄ αφού αποκαταστάθηκε στην δεύτερη θητεία του (705) προσπάθησε να συμβιβαστεί με τον πάπα Ιωάννη Ζ΄, του ζήτησε να απαριθμήσει τους κανόνες της Συνόδου που έβρισκε προβληματικούς και να επιβεβαιώσει τους υπόλοιπους, ο Ιωάννης Ζ΄ τον αγνόησε.[46] Ο Ιουστινιανός Β΄ διέταξε κατόπιν τον πάπα Κωνσταντίνο να παραβρεθεί στην Κωνσταντινούπολη σε αυτοκρατορική ακρόαση.[47] Ο Πάπας Κωνσταντίνος Σύριος στην καταγωγή έφυγε για την Κωνσταντινούπολη με 13 κληρικούς, οι 11 είχαν καταγωγή από την Ανατολή.[48] Ο Έξαρχος Ιωάννης Γ΄ Ριζοκόπος συναντήθηκε μαζί τους στην Νάπολη, τον διέταξε να πάει στην Ρώμη για να εκτελέσει τέσσερις υψηλόβαθμους παπικούς αξιωματούχους που είχαν αρνηθεί να συνοδεύσουν τον Κωνσταντίνο.[49] H επίσκεψη βελτίωσε σημαντικά τις σχέσεις του πάπα με τον αυτοκράτορα παρά το γεγονός ότι παρέμεναν σε ισχύ οι αποφάσεις της Πένθεκτης Οικουμενικής Συνόδου.[50] Η γλώσσα που επικρατούσε τότε ήταν τα Ελληνικά καθώς αμέτρητοι ανατολικοί ανήλθαν στις τάξεις του Ρωμαϊκού κλήρου.[48] Την περίοδο 701-750 οι Έλληνες σύμφωνα με τον Οικονόμου υπερτερούσαν απέναντι στους Λατίνους σε ποσοστό 3,5 προς 1.[48] Τα κενά εξουσίας καλύφτηκαν από την Ρώμη, ο Πάπας Γρηγόριος Β΄ έφτασε στο Εξαρχάτο της Ραβένας για να συντρίψει την εξέγερση του Τιβέριου Πετάσιου (729). Ο Πάπας Ζαχαρίας ξεκίνησε ταυτόχρονα τις διαπραγματεύσεις για την αποχώρηση των Λομβαρδών από τα αυτοκρατορικά εδάφη (743, 749).[41]
Η πτώση
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το πρώτο μισό του 8ου αιώνα οι πάπες είχαν αναγνωρίσει ότι η Κωνσταντινούπολη ήταν η πηγή νομιμοποίησης της εξουσίας τους αλλά στην πράξη ενώ πλήρωναν για να έχουν αυτοκρατορική επιβεβαίωση οι Βυζαντινοί είχαν χάσει σχεδόν όλη την Ιταλία από τους Άραβες. Η άριστη σχέση την οποία είχαν οι πάπες με τους αυτοκράτορες της Κωνσταντινούπολης χάλασε την εποχή που ξέσπασε η Εικονομαχία με αυτοκράτορα τον Λέων Γ´ τον Ίσαυρο.[51] Ο Έξαρχος της Ραβένας που προσπάθησε να επιβάλει την Εικονομαχία λιντσαρίστηκε και ο Πάπας Γρηγόριος Β΄ δήλωσε ότι η Εικονομαχία ήταν η τελευταία από μια μεγάλη σειρά Αιρέσεων των αυτοκρατόρων της Κωνσταντινούπολης.[52] Ο διάδοχος του Πάπας Γρηγόριος Γ΄ οργάνωσε Σύνοδο στην Ρώμη στην οποία παραβρέθηκε και ο αρχιεπίσκοπος της Ραβένας, η Σύνοδος τιμώρησε την Εικονομαχία με αφορισμό.[52] Ο Έξαρχος δώρισε έξι στήλες από όνυχα στη λάρνακα του Αγίου Πέτρου σε ένδειξη ευγνωμοσύνης για τη βοήθεια του πάπα στην απελευθέρωσή του από τους Λομβαρδούς αλλά ο Γρηγόριος Γ΄ με προκλητικό τρόπο μετέτρεψε το υλικό σε εικόνες.[52]
Ο Λέων Γ΄ απάντησε με κατάσχεση όλης της παπικής κληρονομιάς στην νότια Ιταλία και την Σικελία που αποτελούσε για εκείνη την εποχή το μεγαλύτερο παπικό εισόδημα.[53] Ο Λέων Γ΄ αφαίρεσε κατόπιν από τον πάπα την δικαιοδοσία στην Θεσσαλονίκη, την Κόρινθο, τις Συρακούσες, την Ρέτζο Καλάμπρια, την Αρχαία Νικόπολη, την Αθήνα και την Πάτρα, τις μετέφερε όλες στον πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης.[53] Η πράξη αυτή είχε σαν αποτέλεσμα την ολοκληρωτική πτώση του Εξαρχάτου της Ραβένας, το κατέλαβαν οι Λομβαρδοί (751).[53] Ο Παπισμός είχε πλέον εκδιωχθεί από την αυτοκρατορία της Κωνσταντινούπολης, o Πάπας Ζαχαρίας ήταν ο τελευταίος που εξελέγη με αυτοκρατορική επιβεβαίωση (741).[53][54] Τα Χριστούγεννα του 800, 50 χρόνια αργότερα ο Αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας Καρλομάγνος αναγνωρίστηκε από τον πάπα ως επικυρίαρχος του. Η πράξη αυτή αποτελούσε μια μεγάλη στροφή της Αγίας Έδρας από την Βυζαντινή αυτοκρατορία που βρισκόταν σε παρακμή στην Φραγκία και την Δυναστεία των Καρολιδών. Το Βυζάντιο είχε υποστεί ταυτόχρονα μια μεγάλη σειρά από στρατιωτικές αποτυχίες και έχασε ολοκληρωτικά τον έλεγχο στην Ιταλία. Ο Λομβαρδός Λιουτπράνδος της Κρεμόνας επισκέφτηκε την Κωνσταντινούπολη την εποχή που η Βυζαντινή αυτοκρατορία βρισκόταν σε προσωρινή ανάκαμψη με αυτοκράτορες τον Ρωμανό τον Λεκαπηνό και τον Κωνσταντίνο τον Πορφυρογέννητο. Οι σχέσεις του αυτοκράτορα με τον πάπα εξακολουθούσαν να είναι πάντα πολεμικές. Ο Λιουτπράνδος τονίζει την οργή των Βυζαντινών υπαλλήλων για τον αυτοκράτορα τους που τον προσφωνούν "αυτοκράτορα των Ελλήνων" και όχι "των Ρωμαίων".
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ Duffy (1997), σ. 68
- ↑ 2,0 2,1 Baumgartner (2003), σ. 10
- ↑ Ekonomou (2007), σσ. 1-2
- ↑ Ekonomou (2007), σ. 2
- ↑ Ekonomou (2007), σσ. 2-3
- ↑ 6,0 6,1 6,2 6,3 6,4 Baumgartner (2003), σ. 11
- ↑ Ekonomou (2007), σσ. 48-49
- ↑ 8,0 8,1 Ekonomou (2007), σ. 49
- ↑ 9,0 9,1 9,2 Ekonomou (2007), σ. 50
- ↑ Ekonomou (2007), σ. 54
- ↑ Ekonomou (2007), σσ. 54-59
- ↑ Ekonomou (2007), σ. 63
- ↑ 13,0 13,1 13,2 13,3 Duffy (1997), σ. 60
- ↑ Ekonomou (2007), σ. 96
- ↑ Ekonomou (2007), σσ. 97-98
- ↑ Ekonomou (2007), σ. 98
- ↑ 17,0 17,1 Ekonomou (2007), σ. 99
- ↑ Ekonomou (2007), σ. 131
- ↑ Ekonomou (2007), σ. 140
- ↑ 20,0 20,1 Ekonomou (2007), σ. 141
- ↑ Ekonomou (2007), σσ. 158–159
- ↑ Ekonomou (2007), σ. 159
- ↑ Ekonomou (2007), σ. 160
- ↑ 24,0 24,1 24,2 24,3 Duffy (1997), σ. 61
- ↑ Ekonomou (2007), σ. 164
- ↑ Ekonomou (2007), σ. 168
- ↑ Ekonomou (2007), σ. 176
- ↑ Ekonomou (2007), σ. 180
- ↑ Ekonomou (2007), σ. 181
- ↑ John Norman Davidson Kelly, Michael J. Walsh · (2010). A Dictionary of Popes. Oxford University Press. σ. 74
- ↑ John F. Haldon (1990). Byzantium in the Seventh Century The Transformation of a Culture. Cambridge University Press. σ. 314
- ↑ Ekonomou (2007), σ. 119
- ↑ 33,0 33,1 Ekonomou (2007), σ. 199
- ↑ Ekonomou (2007), σ. 244
- ↑ 35,0 35,1 Ekonomou (2007), σ. 215
- ↑ Ekonomou (2007), σ. 216
- ↑ Ekonomou (2007), σσ. 216-217
- ↑ Ekonomou (2007), σ. 217
- ↑ 39,0 39,1 39,2 Ekonomou (2007), σ. 218
- ↑ Ekonomou (2007), σσ. 219-220
- ↑ 41,0 41,1 41,2 Duffy (1997), σ. 6f2
- ↑ Ekonomou (2007), σ. 221
- ↑ Ekonomou (2007), σ. 222
- ↑ Ekonomou (2007), σ. 223
- ↑ Kleinhenz (2017), σ. 851
- ↑ Ekonomou (2007), σ. 270
- ↑ Ekonomou (2007), σ. 269
- ↑ 48,0 48,1 48,2 Ekonomou (2007), σ. 245
- ↑ Ekonomou (2007), σ. 271
- ↑ Ekonomou (2007), σ. 272
- ↑ Duffy (1997), σσ. 62–63
- ↑ 52,0 52,1 52,2 Duffy (1997), σ. 63
- ↑ 53,0 53,1 53,2 53,3 Duffy (1997), σ. 64
- ↑ Baumgartner (2003), σ. 12
Πηγές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Baumgartner, Frederic J. (2003). Behind Locked Doors: A History of the Papal Elections. Palgrave Macmillan.
- Dale, Thomas E.A. (2004). Kleinhenz, Christopher (ed.). Medieval Italy: an Encyclopedia. Routledge.
- Duffy, Eamon (1997). Saints & Sinners: A History of the Popes.
- Ekonomou, Andrew J. (2007). Byzantine Rome and the Greek Popes: Eastern Influences on Rome and the Papacy from Gregory the Great to Zacharias, A.D. 590–752. Lexington Books.
- Kleinhenz, Christopher, ed. (2017). Medieval Italy: An Encyclopedia. Routledge Revivals. Vol. II: L–Z. Taylor & Francis.
- Lunt, William E. (1950). Papal Revenues in the Middle Ages. Columbia University Press.
- Talbot Rice, David (1968). Byzantine Art (3rd ed.). Penguin Books.