Μετάβαση στο περιεχόμενο

Αλχημίλλη

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Αλχημίλλη
Το είδος αλχημίλλη η κοινή
Το είδος αλχημίλλη η κοινή
Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Φυτά (Plantae)
Συνομοταξία: Αγγειόσπερμα (Magnoliophyta)
Ομοταξία: Δικοτυλήδονα (Dicotyledones)
Τάξη: Ροδώδη (Rosales)
Οικογένεια: Ροδοειδή (Rosaceae)
Γένος: Αλχημίλλη
(Alchemilla)

L.
Συνώνυμα

Alchimilla (P. Miller 1754)
Lachemilla (Focke)
Zygalchemilla (Rydb.)

Σχέδιο του είδους αλχημίλλη η κοινή (1917-1926)

Η αλχημίλλη ή αλχεμίλλη (Alchemilla) είναι γένος αγγειόσπερμων φυτών της εύκρατης ζώνης, που ανήκει στην οικογένεια ροδοειδή. Οι αλχημίλλες είναι πολυετή ποώδη φυτά. Οφείλουν την ονομασία τους στους αλχημιστές, οι οποίοι συνέλεγαν τη δρόσο που επικαθόταν στα φύλλα τους, επειδή τη θεωρούσαν χρήσιμη για την παρασκευή της φιλοσοφικής λίθου. Μερικά είδη θεωρούνται καλλωπιστικά, ενώ άλλα αποτελούν πολύ καλή ζωοτροφή.

Τα περισσότερα από τα 300 περίπου είδη αλχημίλλης είναι ιθαγενή σε χώρες της Ευρώπης και της Ασίας με ψυχρό, εύκρατο ή και υποαρκτικό κλίμα, ενώ λίγα είδη είναι ενδημικά των βουνών της Αφρικής και της Βόρειας και Νότιας Αμερικής.

Τα φυτά βρίσκονται συνήθως σε συστάδες. Τα φύλλα εκφύονται από ξυλώδη ριζώματα. Κάποια είδη έχουν φύλλα με λοβούς που εκφύονται ακτινωτά από ένα κέντρο, ενώ άλλα είδη έχουν διαιρεμένα φύλλα, ωστόσο όλα έχουν σχήμα βεντάλιας, μακρύ μίσχο και οδοντωτή περιφέρεια. Tο χρώμα τους είναι από γκριζοπράσινο έως πράσινο και συχνά καλύπτονται με απαλές τρίχες (χνούδι), με υδρόφοβο αποτέλεσμα, ώστε να μη μουσκεύουν. Τα άνθη είναι μικρά και ανοικτά κιτρινοπράσινα έως και πράσινα, δεν έχουν πέταλα και εμφανίζονται σε συστάδες πάνω από το φύλλωμα στα τέλη της ανοίξεως και το καλοκαίρι.[1]

Μερικά είδη, ιδίως το Alchemilla xanthochlora και η αλχημίλλη η κοινή, χρησιμεύουν ως αφέψημα ή ως φαρμακευτικά βότανα, π.χ. για γυναικολογικές παθήσεις.


  1. Hawke, Richard G. «An Evaluation Study of Alchemilla» (PDF). Plant Evaluation Notes. Chicago Botanic Garden. Ανακτήθηκε στις 17 Μαΐου 2008. 
  • Το αντίστοιχο λήμμα στη Νέα Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια «Χάρη Πάτση», τόμος 4, σελ. 581