Αλ-Μουταντίντ
Αλ-Μουταντίντ | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Όνομα στη μητρική γλώσσα | أحمد المعتضد بالله (Αραβικά) |
Γέννηση | 854 (περίπου) |
Θάνατος | 5 Απριλίου 902 Βαγδάτη |
Τόπος ταφής | Βαγδάτη |
Χώρα πολιτογράφησης | Χαλιφάτο των Αββασιδών |
Θρησκεία | Ισλάμ |
Εκπαίδευση και γλώσσες | |
Ομιλούμενες γλώσσες | Αραβικά |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | στρατιωτικός ηγέτης Χαλίφης |
Οικογένεια | |
Σύζυγος | Qatr al-Nada Shaghab |
Τέκνα | Αλ-Μουκταφί αλ-Μουκταντίρ αλ-Καχίρ |
Γονείς | αλ-Μουβαφάκ |
Συγγενείς | Αλ-Μουταουάκιλ (παππούς) |
Οικογένεια | Αββασίδες |
Αξιώματα και βραβεύσεις | |
Αξίωμα | Αββασίδης χαλίφης (892–902) |
Σχετικά πολυμέσα | |
Ο Αμπού αλ-Αμπάς Αχμάντ ιμπν Ταλχά αλ-Μουβαφάκ, (αραβικά: أبو العباس أحمد بن طلحة الموفق (853/4 ή 860/1 - 5 Απριλίου 902), γνωστός περισσότερο με το βασιλικό του όνομα αλ-Μουταντίντ μπι-Ιλάχ (αραβικά: المعتضد بالله, "ζητώντας υποστήριξη στον Θεό"[1]), ήταν στη Βαγδάτη ο χαλίφης των Αββασιδών από το 892 μέχρι το τέλος του το 902.
Ο Αλ Μουταντίντ ήταν γιος του Αλ-Μουβαφάκ, ο οποίος ήταν ο αντιβασιλιάς και αποτελεσματικός κυβερνήτης του κράτους των Αββασιδών κατά τη διάρκεια της βασιλείας τού αδελφού του, 15ου χαλίφη Αλ Μουταμίντ. Ως πρίγκιπας, ο μελλοντικός αλ-Μουταντίντ υπηρέτησε υπό τον πατέρα του κατά τη διάρκεια διαφόρων στρατιωτικών εκστρατειών, κυρίως στην καταστολή της εξέγερσης του Ζαντζ, στην οποία έπαιξε σημαντικό ρόλο. Όταν ο Αλ-Μουβαφάκ απεβίωσε τον Ιούνιο του 891, ο Αλ Μουταντίτ τον διαδέχτηκε στην αντιβασιλεία. Παραγκώνισε γρήγορα τον εξάδελφό του, διάδοχο τού θρόνου, τον αλ-Μουφαβίντ. Όταν ο χαλίφης αλ-Μουταμίντ απεβίωσε τον Οκτώβριο του 892, τον διαδέχτηκε τον θρόνο. Όπως και ο πατέρας του, η δύναμη του αλ-Μουταντίτ εξαρτιόταν από τις στενές σχέσεις του με τον στρατό. Αυτή σφυρηλατήθηκε για πρώτη φορά κατά τη διάρκεια των εκστρατειών κατά των Ζαντζ, και ενισχύθηκαν σε μεταγενέστερες αποστολές που ο χαλίφης ηγήθηκε προσωπικά: ο αλ-Μουταντίντ αποδείχθηκε ότι ήταν ο πιο στρατιωτικά ενεργός από όλους τους χαλίφηδες των Αββασιδών. Μέσω της ενεργητικότητάς του και της ικανότητάς του, κατάφερε να αποκαταστήσει στο κράτος των Αββασιδών κάτι από την εξουσία και κάποιες από τις επαρχίες, που είχε χάσει κατά τη διάρκεια των αναταραχών των προηγούμενων δεκαετιών.
Σε μια σειρά εκστρατειών ανέκτησε τις επαρχίες της Τζαζίρα, του Θουγκούρ και του Τζιμπάλ, και πραγματοποίησε μια προσέγγιση με τους Σαφαριδες στην ανατολή και τους Τουλουνίδες στη δύση, που εξασφάλισε την αναγνώριση -αν και σε μεγάλο βαθμό ονομαστική- της επικυριαρχίας του χαλίφη. Αυτές οι επιτυχίες προέκυψαν από το κόστος της κατεύθυνσης της οικονομίας σχεδόν αποκλειστικά προς τη συντήρηση του στρατού, γεγονός που οδήγησε στην επέκταση και την άνοδο στην εξουσία της κεντρικής δημοσιονομικής γραφειοκρατίας, και συνέβαλε στην διαρκή φήμη του χαλίφη για την απληστία. Ο Αλ-Μουταντίντ ήταν διάσημος για τη σκληρότητά του όταν τιμωρούσε εγκληματίες, και οι μεταγενέστεροι χρονικογράφοι κατέγραψαν την εκτεταμένη και ευφυή χρήση του βασανισμού. Η βασιλεία του είδε την μόνιμη μετακίνηση της πρωτεύουσας πίσω στη Βαγδάτη, όπου ασχολήθηκε με σημαντικές οικοδομικές δραστηριότητες. Ένας σταθερός υποστηρικτής της σουνιτικής παραδοσιακής ορθοδοξίας, διατηρούσε ωστόσο καλές σχέσεις με τους Αλίδες και ενδιαφερόταν για τις φυσικές επιστήμες, ανανεώνοντας τη χορηγία των χαλιφών στους λόγιους και τους επιστήμονες.
Παρά τις επιτυχίες του, η βασιλεία του Αλ Μουταντίτ ήταν τελικά πολύ μικρή, για να επιφέρει μια διαρκή ανατροπή της τύχης τού Χαλιφάτου, και η αναβίωση που έφερε, εξαρτιόταν πάρα πολύ από την παρουσία ικανών προσωπικοτήτων στο τιμόνι τού κράτους. Η σύντομη βασιλεία τού λιγότερο ικανού (πρωτότοκου) γιου και κληρονόμου του, τού αλ-Μουκταφί, είδε ακόμη κάποια σημαντικά κέρδη, κυρίως την προσάρτηση των περιοχών των Τουλουνιδών, αλλά στους μεταγενέστερους διαδόχους του έλλειπε η ενέργειά του, και νέοι εχθροί εμφανίστηκαν με τη μορφή των Καρματιανών. Επιπλέον, ο φατριασμός μέσα στη γραφειοκρατία, ο οποίος είχε γίνει προφανής κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών της βασιλείας του αλ-Μουταντίντ, θα εξασθενούσε την κυβέρνηση των Αββασιδών για τις επόμενες δεκαετίες, οδηγώντας τελικά στην υποταγή του Χαλιφάτου από μια σειρά από ισχυρούς στρατιωτικούς, που κορυφώθηκε με την κατάκτηση της Βαγδάτης από τους Μπουγίδες το 946.
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ Bowen 1928, σελ. 25.
Πηγές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Donner, Fred M. (1999). «Muhammad and the Caliphate: Political History of the Islamic Empire up to the Mongol Conquest». Στο: Esposito, John L., επιμ. The Oxford History of Islam. New York and Oxford: Oxford University Press. σελίδες 1–62. ISBN 978-0195107999.
- Yarshater, Ehsan, επιμ. (1985–2007). The History of al-Ṭabarī (40 τόμοι). SUNY series in Near Eastern studies. (στα Αγγλικά). Ώλμπανυ, Νέα Υόρκη: State University of New York Press. ISBN 978-0-7914-7249-1.
- Finer, Samuel Edward (1999). The History of Government from the Earliest Times, Volume II: The Intermediate Ages. New York and Oxford: Oxford University Press. ISBN 978-0-19-820790-0.
- «al-Muʿtaḍid Bi’llāh» (στα αγγλικά). The Encyclopaedia of Islam, New Edition. Λάιντεν: E. J. Brill. 1960–2005. http://referenceworks.brillonline.com/entries/encyclopaedia-of-islam-2/al-mutadid-billah-SIM_5640.
- Kennedy, Hugh N. (2003). «Caliphs and Their Chroniclers in the Middle Abbasid Period (Third/Ninth Century)». Στο: Robinson, Chase F., επιμ. Texts, Documents, and Artefacts: Islamic Studies in Honour of D.S. Richards. Leiden: Brill. σελίδες 17–35. ISBN 978-90-04-12864-4.
- Kennedy, Hugh N. (2004). «The Decline and Fall of the First Muslim Empire». Der Islam 81: 3–30. doi: . ISSN 0021-1818.
- Kennedy, Hugh N. (2006). When Baghdad Ruled the Muslim World: The Rise and Fall of Islam's Greatest Dynasty. Cambridge, MA: Da Capo Press. ISBN 978-0-306814808.
- Le Strange, Guy (1900). Baghdad During the Abbasid Caliphate from Contemporary Arabic and Persian Sources. Oxford: Clarendon Press.
- Malti-Douglas, Fedwa (1999). «Texts and Tortures: The Reign of al-Mu'tadid and the Construction of Historical Meaning». Arabica 46 (3): 313–336. doi: . ISSN 0570-5398.
- Masudi (2010) [1989]. The Meadows of Gold: The Abbasids. London and New York: Routledge. ISBN 978-0-7103-0246-5.
- Rosenthal, Franz (1951). «From Arabic Books and Manuscripts IV: New Fragments of as-Saraḫsî». Journal of the American Oriental Society 71 (2): 135–142. doi: .
- «Khumārawaih». Khumārawaih. //books.google.com/books?id=7CP7fYghBFQC&pg=PA973.
- Sourdel, Dominique (1970). «The ʿAbbasid Caliphate». Στο: Holt, P. M., επιμ. The Cambridge History of Islam, Volume 1A: The Central Islamic Lands from Pre-Islamic Times to the First World War. Cambridge: Cambridge University Press. σελίδες 104–139. ISBN 978-0-521-21946-4.
- Talbi, Muhammad (1998). «Everyday life in the cities of Islam». Στο: Bouhdiba, Abdelwahab, επιμ. The Different Aspects of Islamic Culture: The Individual and Society in Islam. New York: UNESCO. σελίδες 379–460. ISBN 978-92-3-102742-0.
- «al-Muʿtaḍid Bi'llāh». al-Muʿtaḍid Bi'llāh. //books.google.com/books?id=fWNpIGNFz0IC&pg=PA777.
Εξωτερικοί σύνδεσμοι
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Πολυμέσα σχετικά με το θέμα Al-Mu'tadid στο Wikimedia Commons