Αμίτερνον


Το Αμίτερνον (λατ. Amiternum) ήταν αρχαία πόλη των Σαβίνων, και μετέπειτα ρωμαϊκή, που βρισκόταν στην περιφέρεια Αμπρούτσο της σημερινής Ιταλίας, περίπου 9 χιλιόμετρα από τη σημερινή πόλη Λ' Άκουιλα. Το Αμίτερνον ήταν η γενέτειρα του Ρωμαίου ιστορικού και πολιτκού Σαλλούστιου (γενν. 86 π.Χ.).[1] Τα ερείπιά της σώζονται σήμερα ως αρχαιολογικός τόπος.
Ιστορία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η θέση της πόλεως αυτής, στο ανώτερο τμήμα της κοιλάδας του ποταμού Ατέρνο, την κατέστησε μία από τις σημαντικότερες των Σαβίνων.[1] Κατακτήθηκε από τους Ρωμαίους το έτος 293 π.Χ..
Κατά τη ρωμαϊκή εποχή το Αμίτερνον βρισκόταν στο σταυροδρόμι τεσσάρων ρωμαϊκών οδών: της Καικιλία οδού, της Νέας Κλαυδίας οδού και των δύο κλάδων της Σαλαρίας οδού.[2]
Σήμερα υπάρχουν αρκετά καλοδιατηρημένα ερείπια ενός αμφιθεάτρου και ενός θεάτρου, αμφότερα της αυτοκρατορικής περιόδου της Ρώμης, ενώ πάνω στον διπλανό λόφο (όπου το σημερινό χωριό Σαν Βιττορίνο) σώζονται χριστιανικές κατακόμβες.[2][1] Στις αρχαιολογικές ανασκαφές του Αμιτέρνου βρέθηκε ένα γνωστό ρωμαϊκό νεκρικό ανάγλυφο του 1ου αιώνα π.Χ., που παριστάνει τη ρωμαϊκή επικήδεια πομπή (pompa και στη λατινική γλώσσα).[3]
Εκκλησιαστική ιστορία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η σύγχρονη ονομασία του διπλανού χωριού είναι Σαν Βιττορίνο, προς τιμή του Χριστιανού μάρτυρα Αγίου Βικτωρίνου, ο οποίος θεωρείται ως ο πρώτος επίσκοπος του Αμιτέρνου, που υποτίθεται ότι κατείχε την έδρα την εποχή των διωγμών (96-98 μ.Χ.) του Αυτοκράτορα Νέρβα, παρά το ότι άλλες πηγές τοποθετούν την ίδρυση της επισκοπής περί το έτος 300.
Επίσκοποι Αμιτέρνου των οποίων τα ονόματα διασώθηκαν ήταν επίσης ο Κβοντβουλτντέους (Quodvultdeus), ο Καστόριος (που αναφέρεται από τον Πάπα Γρηγόριο Α΄), ο Άγιος Κεττέος ή Περεγρίνος (που μαρτύρησε από τους Λομβαρδούς το 597) και ο Λεόντιος, αδελφός του Πάπα Στεφάνου Β΄. Ο τελευταίος γνωστός επίσκοπος Αμιτέρνου ήταν ο Λουδοβίκος (Ludovicus), που αναφέρεται ότι έλαβε μέρος σε μια σύνοδο στη Ρώμη το έτος 1069. Την ίδια περίπου εποχή, η επισκοπή καταργήθηκε και η επικράτειά της συγχωνεύθηκε στην Επισκοπή του Ριέτι. Στα μέσα του 13ου αιώνα ο πληθυσμός μεταφέρθηκε στη νεοϊδρυθείσα πόλη της Λ' Άκουιλα, η οποία έγινε έδρα νέας, ομώνυμης επισκοπής από τον Πάπα Αλέξανδρο Δ΄ στις 20 Φεβρουαρίου 1257, η οποία ενσωμάτωσε εκ νέου την επικράτεια της παλαιάς Επισκοπής του Αμιτέρνου.[4][5][6]
Ωστόσο η ονομασία της επαναφέρθηκε σε χρήση από τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία από το 1966 ως ονομαστική έδρα τιτουλάριου επισκόπου και από το 1976 τιτουλάριου αρχιεπισκόπου.[7]
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ 1,0 1,1 1,2 S.P. Oakley (13 Οκτωβρίου 2005). A Commentary on Livy, Books VI-X, Τόμος IV: Βιβλίο X. Oxford University Press. σελίδες 414+. ISBN 978-0-19-156924-1.
- ↑ 2,0 2,1 Chisholm 1911.
- ↑ Fred Kleiner (8 Ιανουαρίου 2009). Gardner’s Art through the Ages: The Western Perspective. Cengage Learning. σελίδες 195 κ.ε. ISBN 0-495-57360-4.
- ↑ Giuseppe Cappelletti: Le chiese d'Italia dalla loro origine sino ai nostri giorni, τόμος XXI, Βενετία 1870, σσ. 417-418
- ↑ Francesco Lanzoni: Le diocesi d'Italia dalle origini al principio del secolo VII (an. 604), τόμ. I, Faenza 1927, σσ. 359-363
- ↑ Pius Bonifacius Gams: Series episcoporum Ecclesiae Catholicae, Λειψία 1931, σελ. 851
- ↑ Annuario Pontificio 2013, Libreria Editrice Vaticana, 2013, ISBN 978-88-209-9070-1, σελ. 831
Πηγές και εξωτερικοί σύνδεσμοι
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Το λήμμα «Amiternum (San Vittorino), Latium, Italy» στην Princeton Encyclopaedia of Classical Sites, επιμ. Richard Stillwell, 1976
- Πληροφορίες για την Επισκοπή του Αμιτέρνου και τους επισκόπους της στο GCatholic.org
- κοινό κτήμα: Chisholm, Hugh, επιμ.. (1911) «Amiternum» Εγκυκλοπαίδεια Μπριτάννικα 1 (11η έκδοση) Cambridge University Press, σελ. 859 Το παρόν λήμμα ενσωματώνει κείμενο από έκδοση που είναι πλέον