Μετάβαση στο περιεχόμενο

Αναίρεση υπέρ του νόμου

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Η αναίρεση υπέρ του νόμου είναι ένα ιδιότυπο ένδικο μέσο που δικαιούται να ασκήσει μόνο ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου.

Ενώ η άσκηση όλων των ενδίκων μέσων υπόκειται σε προθεσμία και επιτρέπεται κατ’ αρχήν μόνο στους διαδίκους, η αναίρεση υπέρ του νόμου μπορεί να ασκηθεί από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου οποτεδήποτε και κατά οποιασδήποτε απόφασης. Ο λόγος που ο νομοθέτης δίνει στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου τη δυνατότητα να ασκεί αναίρεση υπέρ του νόμου σε όλες τις αποφάσεις είναι η διασφάλιση του δημοσίου συμφέροντος. Επειδή η κατ’ εξοχήν αποστολή του Αρείου Πάγου είναι η διαφύλαξη της ενότητας της νομολογίας, η μέριμνα δηλαδή για την ενιαία εφαρμογή των νόμων από όλα τα δικαστήρια, δίνεται η δυνατότητα στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου κατά παρέκκλιση από τον κανόνα να ζητήσει αυτός την αναίρεση μιας απόφασης που είναι κατά την κρίση του λανθασμένη. Συνήθης περίπτωση είναι να πρόκειται για απόφαση, η οποία υπέπεσε σε βαρύ νομικό σφάλμα, και αναιρώντας την ο Άρειος Πάγος αποτρέπει άλλα δικαστήρια από τη διάπραξη του ίδιου σφάλματος στο μέλλον. Κύρια αποστολή της αναίρεσης υπέρ του νόμου είναι η υπόδειξη στα κατώτερα δικαστήρια και η εξασφάλιση της ορθής ερμηνείας του νόμου σε κρίσιμα νομικά ζητήματα στο μέλλον.

Γενικά χαρακτηριστικά – Συνέπειες

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η αναίρεση υπέρ του νόμου είναι ένα είδος αναίρεσης. Όπως και η κανονική αναίρεση, έτσι και αυτή μπορεί να ασκηθεί μόνο για τους λόγους που αναφέρονται περιοριστικά στον νόμο και μόνο για νομικά ζητήματα. Οι κυριότεροι λόγοι αναίρεσης είναι η παράβαση νόμου (κακή ερμηνεία-εφαρμογή του νόμου) τόσο ουσιαστικού όσο και δικονομικού από το δικαστήριο, η αναρμοδιότητά του να δικάσει την υπόθεση που δίκασε, η παράνομη σύνθεση/συγκρότησή του. Η εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών δεν είναι ποτέ λόγος αναίρεσης. Στην αναιρετική δίκη δεν εξετάζονται τα πραγματικά περιστατικά, γίνονται "ανέλεγκτα" δεκτά έτσι όπως τα δέχτηκε το δικαστήριο της ουσίας. Η αναιρετική δίκη αφορά μόνο ζητήματα ερμηνείας του νόμου.

Επειδή η αναίρεση υπέρ του νόμου επιτρέπεται χωρίς περιορισμούς προθεσμίας και κατά παρέκκλιση από τους γενικούς κανόνες, δεν επηρεάζει το κύρος της απόφασης κατά της οποίας στρέφεται. Αν δηλαδή ο Άρειος Πάγος δεχθεί ότι έσφαλε η προσβαλλόμενη απόφαση και είναι αναιρετέα, η απόφασή του αυτή δεν έχει έννομες συνέπειες για τους διαδίκους. Η εσφαλμένη απόφαση εξακολουθεί να δεσμεύει τους διαδίκους (να αποτελεί δεδικασμένο για αυτούς). Η υπόθεση, σε αντίθεση με την κανονική αναίρεση, δεν αναπέμπεται στα δικαστήρια της ουσίας για να ξαναδικαστεί. Η απόφαση του Αρείου Πάγου ξεκαθαρίζει το ζήτημα για το μέλλον, σε περίπτωση που ανακύψουν παρόμοιες υποθέσεις στα δικαστήρια. Πρόκειται δηλαδή μόνο για "οιονεί πανηγυρική διακήρυξη" ότι η αναιρετέα απόφαση ήταν λανθασμένη[1] χωρίς περαιτέρω συνέπειες.

Πολιτική Δικονομία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο κανόνας είναι ιδιαίτερα στην Πολιτική Δικονομία ότι η άσκηση ενδίκων μέσων εναπόκειται στους διαδίκους με βάση την αρχή της ιδιωτικής αυτονομίας. Αν ένας διάδικος θεωρεί ότι μια απόφαση είναι λανθασμένη, έχει τη δυνατότητα να την προσβάλει με έφεση ή αναίρεση. Αν δεν επιθυμεί, ο νόμος φυσικά δεν τον υποχρεώνει. Υπάρχουν όμως περιπτώσεις που είτε δεν επιτρέπεται από τον νόμο η άσκηση αναίρεσης (π.χ. αποφάσεις ασφαλιστικών μέτρων) είτε το ζήτημα που έκρινε η απόφαση του κατωτέρου δικαστηρίου είναι μείζονος σημασίας. Έτσι, ακόμα κι αν οι διάδικοι δεν το επιθυμούν, μπορεί ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου να ασκήσει αναίρεση υπέρ του νόμου. Επειδή όμως η απόφαση επί της αναίρεσης υπέρ του νόμου δεν επηρεάζει το κύρος της προσβαλλόμενης απόφασης, δεν καταργείται η ιδιωτική αυτονομία. Η "αναιρεθείσα" απόφαση εξακολουθεί να αποτελεί δεδικασμένο για τους διαδίκους. Εξαίρεση υπάρχει μόνο αν ο Άρειος Πάγος δεχθεί ότι το σφάλμα της προσβαλλομένης απόφασης ήταν υπέρβαση δικαιοδοσίας (η υπόθεση δηλαδή δεν υπαγόταν καθόλου στα πολιτικά δικαστήρια αλλά σε άλλα, συνήθως στα διοικητικά) ή έλλειψη καθ’ ύλην αρμοδιότητας (συνοπτικά η υπόθεση έπρεπε να είχε δικαστεί από ανώτερο δικαστήριο του ίδιου κλάδου). Στην πρώτη περίπτωση η απόφαση απλά εξαφανίζεται, επειδή δεν επιτρέπεται παραπομπή υπόθεσης από έναν κλάδο (πολιτικά δικαστήρια) σε άλλον (π.χ. διοικητικά δικαστήρια). Οι διάδικοι θα εισαγάγουν εκ νέου τη διαφορά τους προς εκδίκαση στο αρμόδιο δικαστήριο του άλλου κλάδου με το κατάλληλο ένδικο βοήθημα μόνοι τους. Στη δεύτερη περίπτωση η υπόθεση παραπέμπεται στο αρμόδιο δικαστήριο για να ξαναδικαστεί.

Ειδικά στα ασφαλιστικά μέτρα

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αμφισβητούμενο ζήτημα είναι κατά πόσο χωρεί αναίρεση υπέρ του νόμου κατά αποφάσεων κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (προσωρινής δικαστικής προστασίας). Ο νόμος (άρθρο 557 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας) ορίζει ότι ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί να ζητήσει την αναίρεση κάθε απόφασης. Η διάταξη αυτή ερμηνεύεται συσταλτικά με τη λογική ότι, όταν χωρεί έφεση ή άλλο ένδικο μέσο από τους διαδίκους, ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου δεν έχει λόγο να παρακάμψει την ιεραρχία των δικαστηρίων και να εισαγάγει την υπόθεση απ’ ευθείας στον Άρειο Πάγο. Εφ’ όσον σκοπός του εξαιρετικού μέσου της αναίρεσης υπέρ του νόμου είναι η διασφάλιση του δημοσίου συμφέροντος, όταν υπάρχει η δυνατότητα το σφάλμα της απόφασης να διορθωθεί με την άσκηση άλλου ενδίκου μέσου, δε συντρέχει λόγος για αναίρεση υπέρ του νόμου και εφαρμογή της εξαίρεσης. Στη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων δεν επιτρέπεται η άσκηση ενδίκων μέσων από τους διαδίκους, επιτρέπεται όμως ανά πάσα στιγμή η αίτηση ανάκλησης της απόφασης των ασφαλιστικών μέτρων στο εκδόν δικαστήριο. Έχει υποστηριχθεί η άποψη και είχε αποφανθεί και η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου στο παρελθόν (ΟλΑΠ 47/1990) ότι αναίρεση υπέρ του νόμου είναι απαράδεκτη σε αποφάσεις ασφαλιστικών μέτρων. Τελικά όμως επικράτησε η αντίθετη άποψη με αφορμή τη δίκη για το Λεξικό Μπαμπινιώτη. Η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου ανέτρεψε την προηγούμενη νομολογία της και δέχθηκε ότι επιτρέπεται αναίρεση υπέρ του νόμου και κατά αποφάσεων ασφαλιστικών μέτρων. Βαρύτητα δόθηκε στο γεγονός ότι ο νόμος δεν το αποκλείει ρητά καθώς και στο ότι κατά των αποφάσεων ασφαλιστικών μέτρων δε χωρούν ένδικα μέσα, με αποτέλεσμα, ακόμη κι αν είναι ελεύθερα ανακλητές από το εκδόν δικαστήριο, να μη δίνεται η δυνατότητα επανεξέτασής τους από ανώτερο δικαστήριο (ΟλΑΠ 13/1999).

Ποινική Δικονομία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο θεσμός της αναίρεσης υπέρ του νόμου προβλέπεται και στην Ποινική Δικονομία. Εκεί η σημασία του είναι πιο περιορισμένη, επειδή η εισαγγελική αρχή ούτως η άλλως μεριμνά για την ορθή εφαρμογή του δικαίου και μπορεί να ασκήσει κανονική αναίρεση κατά όλων των αποφάσεων, τόσο αθωωτικών όσο και καταδικαστικών. Ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου ως προϊστάμενος όλων των εισαγγελέων μπορεί μάλιστα να ασκήσει (κανονική) αναίρεση κατά όλων των αποφάσεων και όλων των βουλευμάτων εντός μηνός από την έκδοσή τους, υπό την προϋπόθεση ότι δεν επιτρέπεται η άσκηση οποιουδήποτε ένδικου μέσου από τους διαδίκους της ποινικής δίκης. Έτσι η αναίρεση υπέρ του νόμου έχει μόνο σημασία μετά την πάροδο της προθεσμίας αυτής. Μετά την πάροδο μηνός ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί να ασκήσει αναίρεση υπέρ του νόμου κατά όλων των αποφάσεων και όλων των βουλευμάτων, αλλά η απόφαση του Αρείου Πάγου δεν επηρεάζει το κύρος της προσβαλλόμενης απόφασης και το δεδικασμένο (ο αθωωθείς δεν ξαναδικάζεται και ο καταδικασθείς δεν αθωώνεται). Και εδώ σκοπός της αναίρεσης υπέρ του νόμου είναι αποκλειστικά και μόνο η εξασφάλιση της ορθής εφαρμογής του δικαίου στο μέλλον.

Ένδικα μέσα
Αναίρεση

  1. Ανδρουλάκης, σ. 416
  • ΟλΑΠ 47/1990, Νομικό Βήμα 1991, 245.
  • ΟλΑΠ 13/1999, Νομικό Βήμα 2000, 447.
  • Μιχαήλ Μαργαρίτης σε Κεραμέως/Κονδύλη/Νίκα, Ερμηνεία του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, Αθήνα/Θεσσαλονίκη/Κομοτηνή 2000, άρθρο 557, ISBN 9603014893.
  • Νικόλαος Ανδρουλάκης, Ποινική Δικονομία, Β’ Έκδοση, Αντ. Ν. Σάκκουλας, Αθήνα/Κομοτηνή 1994, ISBN 9602320761
  • Κώστας Μπέης, άρθρο για την αναίρεση υπέρ του νόμου κατά αποφάσεων ασφαλιστικών μέτρων με αφορμή τη Δίκη Μπαμπινιώτη στην Ελευθεροτυπία της 22/7/1998 [1]