Μετάβαση στο περιεχόμενο

Ανεύρυσμα εγκεφάλου

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ανεύρυσμα εγκεφάλου
ΕιδικότηταΕπεμβατική νευροακτινολογία, ενδαγγειακή νευροχειρουργική, νευρολογία
ΣυμπτώματαΚανένα, σοβαρός πονοκέφαλος, οπτικά προβλήματα, ναυτία και έμετος, σύγχυση[1]
Συνήθης έναρξη30–60 ετών
ΑίτιαΥπέρταση, λοίμωξη, τραύμα κεφαλής[2]
Παράγοντες κινδύνουμεγάλη ηλικία, οικογενειακό ιστορικό, κάπνισμα, αλκοολισμός, χρήση κοκαΐνης[1]
Διαγνωστική μέθοδοςΑγγειογραφία, αξονική τομογραφία
ΘεραπείαΕνδαγγειακή περιτύλιξη, μικροχειρουργικός αποκλεισμός (clipping), εγχείρηση αρτηριακής παράκαμψης, εμβολισμός
Ταξινόμηση

Το ανεύρυσμα εγκεφάλου είναι ένα αδύναμο ή λεπτό σημείο σε μια αρτηρία του εγκεφάλου, το οποίο διογκώνεται και γεμίζει με αίμα. Το ανεύρυσμα μπορεί να ασκήσει πίεση στα νεύρα ή στον εγκεφαλικό ιστό. Μπορεί επίσης να πάθει ρήξη, χύνοντας αίμα στον περιβάλλοντα ιστό (που ονομάζεται αιμορραγία). Η ρήξη ενός ανευρύσματος μπορεί να προκαλέσει σοβαρά προβλήματα υγείας όπως αιμορραγικό εγκεφαλικό επεισόδιο, εγκεφαλική βλάβη, κώμα, ακόμη και θάνατο.[3]

Ορισμένα ανευρύσματα εγκεφάλου, ιδιαίτερα αυτά που είναι πολύ μικρά, δεν αιμορραγούν ή προκαλούν άλλα προβλήματα. Αυτοί οι τύποι ανευρυσμάτων συνήθως ανιχνεύονται κατά τη διάρκεια απεικονιστικών εξετάσεων για άλλες ιατρικές καταστάσεις. Τα ανευρύσματα μπορούν να εμφανιστούν οπουδήποτε στον εγκέφαλο, αλλά τα περισσότερα σχηματίζονται στις κύριες αρτηρίες κατά μήκος της βάσης του κρανίου. Όλα τα ανευρύσματα εγκεφάλου έχουν τη δυνατότητα να πάθουν ρήξη και να προκαλέσουν αιμορραγία στον εγκέφαλο ή στη γύρω περιοχή.[3]

Τα ανευρύσματα εγκεφάλου ταξινομούνται ανάλογα με το μέγεθος σε μικρά, μεγάλα, και γιγάντια και κατά σχήμα σε σακοειδή (σαν μούρα), ατρακτοειδή και μυκωτικά.[4] Τα σακοειδή ανευρύσματα είναι ο πιο κοινός τύπος και μπορεί να προκύψουν από διάφορους παράγοντες κινδύνου, όπως γενετικές καταστάσεις, υπέρταση, κάπνισμα και κατάχρηση ναρκωτικών. Περίπου το 85% των ανευρυσμάτων εντοπίζονται στην πρόσθια κυκλοφορία, κυρίως σε διακλαδώσεις κατά μήκος του κύκλου του Willis.[4]

Τα συμπτώματα ενός μη ραγέντα ανευρύσματος είναι συχνά ελάχιστα, αλλά μία ρήξη ανευρύσματος μπορεί να προκαλέσει σοβαρούς πονοκεφάλους, ναυτία, διαταραχή της όρασης και απώλεια συνείδησης, οδηγώντας σε υπαραχνοειδή αιμορραγία.[5] Οι θεραπευτικές επιλογές περιλαμβάνουν μικροχειρουργικό αποκλεισμό (clipping) και ενδαγγειακή περιτύλιξη (coiling), που στοχεύουν και τα δύο στην πρόληψη περαιτέρω αιμορραγίας.

Η διάγνωση συνήθως περιλαμβάνει απεικονιστικές τεχνικές όπως αξονική, μαγνητική ή ψηφιακή αγγειογραφία και οσφυονωτιαία παρακέντηση για την ανίχνευση της υπαραχνοειδούς αιμορραγίας. Η πρόγνωση εξαρτάται από παράγοντες όπως το μέγεθος και η θέση του ανευρύσματος και η ηλικία και η υγεία του ασθενούς, με τα μεγαλύτερα ανευρύσματα να έχουν υψηλότερο κίνδυνο ρήξης και χειρότερη εξέλιξη.

Σχηματική αναπαράσταση του κύκλου του Willis, των αρτηριών του εγκεφάλου και του εγκεφαλικού στελέχους.
Οι πιο συχνές θέσεις των σακοειδών ανευρυσμάτων εγκεφάλου (όπως φαίνεται από κάτω).
Ο κύκλος του Willis με σημειωμένες τις πιο συχνές θέσεις ρήξης ανευρυσμάτων.

Τα εγκεφαλικά ανευρύσματα ταξινομούνται τόσο κατά μέγεθος όσο και κατά σχήμα.[3]

  • Τα μικρά ανευρύσματα έχουν διάμετρο μικρότερη από 11 mm.
  • Τα μεγάλα ανευρύσματα είναι 11 έως 25 mm.
  • Τα γιγάντια ανευρύσματα έχουν διάμετρο μεγαλύτερη από 25 mm.
  • Σακοειδές ανεύρυσμα: είναι ένας σάκος που περιέχει αίμα, ο οποίος συνδέεται σε μια κύρια αρτηρία ή σε έναν από τους κλάδους της. Αυτή είναι η πιο κοινή μορφή εγκεφαλικού ανευρύσματος. Συνήθως βρίσκεται στις αρτηρίες στη βάση του εγκεφάλου.
  • Ατρακτοειδές ανεύρυσμα: είναι ένα ανεύρισμα που πιέζει προς όλες τις πλευρές μιας αρτηρίας.
  • Μυκωτικό ανεύρυσμα: εμφανίζεται ως αποτέλεσμα μιας λοίμωξης που μερικές φορές μπορεί να επηρεάσει τις αρτηρίες στον εγκέφαλο. Η λοίμωξη αποδυναμώνει το τοίχωμα της αρτηρίας, προκαλώντας τη δημιουργία ενός ανευρύσματος.[6]

Στα ανευρύσματα στα οποία υπάρχει υποψία ρήξης που προκαλεί υπαραχνοειδή αιμορραγία, η διάγνωση γίνεται παραδοσιακά με αξονική τομογραφία εγκεφάλου χωρίς σκιαγραφικό, με ή χωρίς οσφυονωτιαία παρακέντηση. Η αξονική από μόνη της θεωρείται ότι έχει υψηλή ευαισθησία για υπαραχνοειδή αιμορραγία όταν ο ασθενής εμφανίζεται νωρίς, αλλά η ευαισθησία μειώνεται με την πάροδο του χρόνου. Ορισμένες μελέτες υποδεικνύουν ότι η αξονική τομογραφία έχει 100% ευαισθησία εάν πραγματοποιηθεί εντός 6 ωρών από την έναρξη των συμπτωμάτων, αλλά πέφτει στο 92% εντός 24 ωρών και στο 58% την πέμπτη ημέρα.[4]

Εάν η αξονική τομογραφία είναι αρνητική και εξακολουθεί να υπάρχει κλινική υποψία για υπαραχνοειδή αιμορραγία, τότε θα πρέπει να πραγματοποιηθεί η οσφυονωτιαία παρακέντηση. Τα κλασικά ευρήματα στην παρακέντηση είναι μια αυξημένη πίεση στο άνοιγμα λήψης του δείγματος και ένας αυξημένος αριθμός ερυθρών αιμοσφαιρίων.[4]

Μόλις γίνει η διάγνωση της υπαραχνοειδούς αιμορραγίας, θα πρέπει να εντοπιστεί η πηγή της αιμορραγίας. Αυτό μπορεί να γίνει χρησιμοποιώντας αξονική, μαγνητική ή ψηφιακή αγγειογραφία. Η ψηφιακή αγγειογραφία συνίσταται στην εισαγωγή ενός καθετήρα στην αρτηριακή κυκλοφορία και στην έγχυση σκιαγραφικού υπό ακτινοσκόπηση. Αυτό θεωρείται το «χρυσό πρότυπο» για την ανίχνευση της υπαραχνοειδούς αιμορραγίας λόγω ρήξης ανευρύσματος.[4]

Η απόφαση για τη θεραπεία είναι πολυπαραγοντική και εξαρτάται από το μέγεθος, την τοποθεσία, την ηλικία και τις συννοσηρότητες του ασθενούς, καθώς και από το εάν υπάρχει ή όχι ρήξη. Η θεραπεία μπορεί να χωριστεί σε 2 κατηγορίες: χειρουργική και ενδαγγειακή.[4]

Η χειρουργική προσέγγιση περιλαμβάνει την τοποθέτηση ενός μικροσκοπικού μεταλλικού κλιπ (μικροχειρουργικός αποκλεισμός) κατά μήκος του λαιμού ενός ανευρύσματος, εμποδίζοντας το αίμα να εισέλθει στον ανευρυσματικό σάκο, εξαλείφοντας έτσι τον κίνδυνο αιμορραγίας. Η πρόσβαση στο ανεύρυσμα γίνεται μέσω της κρανιοτομής και χρήσης μικροσκοπίου. Με την πάροδο του χρόνου το ανεύρυσμα θα συρρικνωθεί, στη θέση του οποίου θα σχηματιστεί μια ουλή. Ωστόσο, το κλιπ θα παραμείνει συνήθως για μια ζωή.[4]

Η ενδαγγειακή περιτύλιξη είναι μια λιγότερο επεμβατική προσέγγιση που μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε ορισμένες περιπτώσεις. Οι πιθανές επιπλοκές περιλαμβάνουν θρομβοεμβολή και ρήξη ανευρύσματος κατά τη διάρκεια της επέμβασης. Η διαδικασία πραγματοποιείται με την εισαγωγή ενός καθετήρα μέσω της μηριαίας αρτηρίας μέχρι το σημείο του ανευρύσματος. Στη συνέχεια, ένας δεύτερος μικροκαθετήρας εισάγεται μέσω του αρχικού καθετήρα, ο οποίος περιέχει πηνίο πλατίνας. Το ηλεκτρικό ρεύμα χρησιμοποιείται για την αποκόλληση του πηνίου από τον καθετήρα εντός του αυλού του ανευρύσματος. Αυτό προάγει τον τοπικό σχηματισμό θρόμβου και την εξάλειψη του ανευρυσματικού σάκου.[4]

Στην περίπτωση που υπάρχει ρήξη, αντιμετωπίζονται επιπλέον και οι επιπλοκές που μπορούν να προκληθούν λόγω της υπαραχνοειδούς αιμορραγίας, όπως επαναιμορραγία, συμπτωματικός αγγειοσπασμός, υδροκεφαλία, επιληπτικές κρίσεις και υπονατριαιμία. Η νιμοδιπίνη, χρησιμοποιείται συχνά για την πρόληψη ισχαιμικών νευρολογικών ελλειμμάτων λόγω αγγειοσπασμού μετά από υπαραχνοειδή αιμορραγία.[4]

  1. 1,0 1,1 «Brain aneurysm - Symptoms and causes». Mayo Clinic. 
  2. «What is an Aneurysm?». 
  3. 3,0 3,1 3,2 «Cerebral Aneurysms | National Institute of Neurological Disorders and Stroke». www.ninds.nih.gov (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 18 Σεπτεμβρίου 2024. 
  4. 4,0 4,1 4,2 4,3 4,4 4,5 4,6 4,7 4,8 Jersey, Andrew M.· Foster, David M. (2024). Cerebral Aneurysm. Treasure Island (FL): StatPearls Publishing. 
  5. «Cerebral Aneurysm». AANS (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 18 Σεπτεμβρίου 2024. 
  6. «Brain aneurysm - Symptoms and causes». Mayo Clinic (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 18 Σεπτεμβρίου 2024.