Αντηρίδα
H αντηρίδα είναι τοιχοποιία που προεξέχει από έναν τοίχο, με στόχο να δώσει επιπλέον αντοχή στο ίδιο, και επίσης να αντιστέκεται στις δυνάμεις που ασκεί η οροφή ή ο τοίχος, ειδικά όταν συγκεντρώνεται σε οποιοδήποτε σημείο.[1]
Στη ρωμαϊκή αρχιτεκτονική τα σχέδια του κτιρίου, όπου οι θολωτές οροφές ήταν σημαντικής έκτασης και η προς τα έξω ώθηση, επομένως, πολύ μεγάλη, ήταν διατεταγμένα έτσι ώστε να παρέχουν σταυρωτά τοιχώματα, διαιρώντας τα κλίτη, όπως στην περίπτωση της Βασιλικής του Μαξέντιου, οι υποδιαιρέσεις των λιγότερο σημαντικών αιθουσών, έτσι ώστε να μην υπήρχαν ορατές αντηρίδες. Ωστόσο, στα λουτρά του Διοκλητιανού, αυτά τα σταυρωτά τοιχώματα έφτασαν στο ύψος της μεγάλης θολωτής αίθουσας, και τα άνω μέρη τους ήταν διακοσμημένα με κόγχες και ζωγραφισμένους κίονες. Στη βυζαντινή αρχιτεκτονική δεν υπήρχαν εξωτερικά στηρίγματα και τα σχέδια ήταν διατεταγμένα ώστε να τα συμπεριλάβουν σε εγκάρσια τοιχώματα ή εσωτερικά στηρίγματα.[1]
Οι αντηρίδες των πρώιμων ρωμανικών εκκλησιών ήταν μόνο λωρίδες από γύψο που χρησιμοποιήθηκαν για να διαχωρίσουν την επιφάνεια του τοίχου και να διακοσμήσουν το εξωτερικό. Σε μια ελαφρώς μεταγενέστερη περίοδο δόθηκε μεγαλύτερο βάθος στο κάτω μέρος των στηριγμάτων, τα οποία στη συνέχεια καλύφθηκαν με μια έντονα επικλινή κάλυψη. Η εισαγωγή των σταυροθόλιων, που επεκτάθηκε τον 12ο αιώνα, και η συγκέντρωση πιέσεων σε συγκεκριμένα σημεία της δομής, καθιστούσε τις αντηρίδες απόλυτη αναγκαιότητα, και έχει ήδη από τη ρωμανική περίοδο υπήρχε αξιοσημείωτη εξέλιξη. Οι αντηρίδες της πρώιμης αγγλικής περιόδου προβάλλουν σημαντικά με δύο ή τρία ομάδες από κεκλιμένα σε οξεία γωνία τμήματα και στέφονται από τριγωνικά κεφάλια. Οι λεπτές στήλες ("άξονες στήριξης") χρησιμοποιούνται υπό γωνία. Σε μεταγενέστερες κατασκευές, οβελοί και κόγχες χρησιμοποιούνται συνήθως για να διακοσμήσουν τις κορυφές των στηριγμάτων, και στην ακόμη μεταγενέστερη κάθετη εργασία οι κάθετες όψεις είναι πλούσια διακοσμημένες με επένδυση.[1] Χαρακτηριστικό στοιχείο της γοτθικής αρχιτεκτονικής αποτελούν οι επίστεγες αντηρίδες.
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ 1,0 1,1 1,2 Chisholm, Hugh, επιμ.. (1911) «Buttress» Εγκυκλοπαίδεια Μπριτάννικα 4 (11η έκδοση) Cambridge University Press, σελ. 891-892