Μετάβαση στο περιεχόμενο

Αντιπολίτευση

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Η Βουλή των Ελλήνων στην Αθήνα, πρώην Παλαιά Ανάκτορα.
Το Παλαιό Βουλευτήριο (Αθήνα), στα τέλη του 19ου αιώνα. Περιοδικό Αττικό Μουσείο του 1891

Αντιπολίτευση ονομάζεται γενικά η οποιαδήποτε εναντίωση κατά των κυβερνώντων (κυβέρνησης) μιας χώρας, ή συνασπισμού χωρών.
Αυτή ασκείται μεν, είτε από πολιτικά πρόσωπα, κομμάτων ή ανεξάρτητους βουλευτές, είτε και από τους πολίτες μιας χώρας ή και συνασπισμού χωρών, π.χ. δημοσιογράφους, κοινωνιολόγους, συνδικαλιστές, καλλιτέχνες, ηθοποιοί, ευρωβουλευτές κ.λπ., δηλαδή σύνολο προσώπων συνεκτικά ή χαλαρά ομαδοποιημένων. Η αντιπολίτευση εκδηλώνεται είτε δια λόγου, π.χ. αναφορές, καταγγελίες, κ.λπ. είτε δι' έργου (δράσης), όπως π.χ. με καταψήφιση, ή αποχώρηση, ή απεργιακή κινητοποίηση ή αποστροφή των πολιτών κ.λπ. που μπορεί να φθάσει και σε εξύβριση δια λόγου ή έργου.

Αντιπολίτευση μπορεί να παρατηρηθεί σε οποιοδήποτε πολίτευμα. Ειδικότερα όμως, υπό τη στενή έννοια του όρου, σε μια κοινοβουλευτική δημοκρατία, βασιλευόμενη ή αβασίλευτη, χαρακτηρίζεται το σύνολο των βουλευτών που δε συμμετέχουν στο κυβερνών κόμμα και συνεπώς είναι αντίθετοι με αυτό, χωρίς τούτο να είναι και απόλυτο, με δεδομένο ότι μπορεί ν' αντιπολιτευτούν και βουλευτές του κυβερνώντος κόμματος, σε κάποια θεσμοθέτηση νόμου, ή κυβερνητική απόφαση.
Συνήθως ο όρος αναφέρεται στους βουλευτές που δεν ανήκουν στο κυβερνητικό κόμμα ή στον κυβερνητικό συνασπισμό κομμάτων. Η αντιπολίτευση ελέγχει τις πράξεις και τις παραλείψεις της κυβέρνησης, σε αντίθεση με την συμπολίτευση που υποστηρίζει τις αποφάσεις και τις ενέργειες της κυβέρνησης.

Ο όρος «αντιπολίτευση» ουσιαστικά είναι ένας ειδικός τεχνικός όρος προσδιορισμού του Συνταγματικού Δικαίου της οποιασδήποτε μορφής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Όταν την αντιπολίτευση ασκούν περισσότερα του ενός κόμματα, τότε το μεγαλύτερο εξ αυτών, σε αριθμό βουλευτών, χαρακτηρίζεται «κόμμα αξιωματικής αντιπολίτευσης», ή «κόμμα μείζονος αντιπολίτευσης» και απλούστερα «αξιωματική αντιπολίτευση» ή «μείζων αντιπολίτευση». Ο δε αρχηγός αυτού του κόμματος στη πολιτική γλώσσα λέγεται «αρχηγός της αξιωματικής, ή μείζονος αντιπολίτευσης» στον οποίο και αναγνωρίζονται ιδιαίτερα προνόμια, συνταγματικά και εθιμοτυπίας.

Η αντιπολίτευση ανάλογα με τα πρόσωπα που την ασκούν διακρίνεται σε «κοινοβουλευτική» και σε «εξωκοινοβουλευτική αντιπολίτευση».
Κοινοβουλευτική αντιπολίτευση χαρακτηρίζεται εκείνη που ασκείται κατά κύριο λόγο εντός της Βουλής από πολιτικά πρόσωπα, σύμφωνα με τα μέσα και τις διαδικασίες που προβλέπει ο κανονισμός λειτουργίας της Βουλής.
Εξωκοινοβουλευτική αντιπολίτευση χαρακτηρίζεται αυτή που ασκείται εκτός Βουλής από ομάδες προσώπων, όχι πολιτικών, συνεκτικά ή χαλαρά ομαδοποιημένων σε διαμαρτυρία, που μπορεί να αφορούν ομάδες συμφερόντων, π.χ. συνδικαλιστές, ή και οργανώσεις που πρόσκεινται σε πολιτικά κόμματα, ή να εξελιχθούν αργότερα σε κόμματα, π.χ. αγροτικά, εργατικά κ.λπ., ή τέλος και να εκπροσωπούν κόμματα που όμως δεν εκπροσωπούνται στη Βουλή.

Τόσο στην αρχαιότητα όσο και στον Μεσαίωνα, όπου ο σχηματισμός οποιασδήποτε πολιτικής ομαδοποίησης ενάντια στη κυβερνητική εξουσία στιγματιζόταν ιδιαίτερα ως στάση, ή «factio» η σύγχρονη έννοια του όρου δεν υπήρχε. Στη δε Αθηναϊκή δημοκρατία οποιαδήποτε, ακόμα και μεμονωμένη αντιπολιτευτική κίνηση αν εκδηλωνόταν απειλούταν με τον περιβόητο εξoστρακισμό που με συνοπτική διαδικασία ακολουθούσε την μακρόχρονη εξορία.

Αγγλικό Κοινοβούλιο

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Το αγγλικό κοινοβούλιο στα ανάκτορα του Γουεστμίνστερ, στο Λονδίνο.

Ουσιαστικά ο όρος άρχισε να εμφανίζεται με τη δημιουργία του αγγλικού κοινοβουλίου και μάλιστα όταν αυτό εξελίχθηκε σε φορέα άσκησης εξουσίας. Αρχικά η άσκησή της γινόταν κατά του Ηγεμόνα αντιπολιτευόμενη την εξουσία του. Περί τον 17ο αιώνα όταν πλέον η σχέση μεταξύ της νομοθετικής εξουσίας της Βουλής των Κοινοτήτων και της εκτελεστικής εξουσίας της «Κυβέρνησης της Αυτού Μεγαλειότητος» στηρίζονταν σ' ένα σύστημα ισορροπίας, με βάση την αρχή της διάκρισης των εξουσιών, άρχισαν σιγά - σιγά να διαμορφώνονται αντίπαλες πολιτικές δυνάμεις που απετέλεσαν τη λεγόμενη «Αντιπολίτευση της Αυτού Μεγαλειότητος» που λειτουργούσε ως εναλλακτική λύση της κυβέρνησης της χώρας για τον Βασιλέα.
Σημαντική συμβολή στην ανάπτυξη της αντιπολίτευσης στη θεωρητική αλλά και την πρακτική ανάπτυξή της την εποχή εκείνη αποδίδεται στον Άγγλο συντηρητικό πολιτικό Μπούλινγκμπρουκ που αντιπολιτευόταν την κυβέρνηση του φιλελεύθερου Γουόλποουλ. Τον 18ο αιώνα αναγνωρίστηκε η αντιπολίτευση πολιτικών προσώπων όχι όμως ομάδων που θεωρούνταν ακόμα στάση προς το «στέμμα». Η αναγνώριση αντιπολίτευσης από πολιτικές ομάδες αναγνωρίστηκε στο τελευταίο τέταρτο του ίδιου αιώνα. Σημειώνεται ότι το παλαιότερο θεσμοθετημένο μέτρο αντιπολίτευσης ήταν η έγερση κατηγορίας από τη Βουλή των Κοινοτήτων κατά της Βουλής των Λόρδων που μπορούσε να περιλάβει και ποινική ευθύνη υπουργών. Η τελευταία εφαρμογή αυτού του μέτρου έγινε το 1805. Από τότε περιήλθε σε αχρηστία θεωρούμενο ως αντικοινοβουλευτικό μέτρο.

Τελικά οι πολιτικές μεταρρυθμίσεις του 1832 και του 1867 συνέβαλαν κατά πολύ στην ενίσχυση του θεσμού της αντιπολίτευσης, όπου τότε εδραιώθηκαν νέοι κανόνες και διευρύνθηκε το εκλογικό σώμα. Υπό αυτές τις συνθήκες η αντιπολίτευση απέβλεπε πλέον στο εκλογικό σώμα και όχι στους βουλευτές της Βουλής, προσπαθώντας να πείσει τους εκλογείς επί συγκεκριμένου πολιτικού προγράμματος, αποκτώντας ταυτόχρονα και ουσιαστική δράση. Έτσι από τις αρχές του 20ου αιώνα η αντιπολίτευση άρχισε να λειτουργεί με συνοχή κομμάτων ελέγχοντας την κυβέρνηση με συγκεκριμένες προτάσεις.
Τέλος σημειώνεται ότι το 1937 στο βρετανικό κοινοβούλιο θεσπίστηκε ειδική ετήσια χορηγία για τον εκάστοτε αρχηγό της αντιπολίτευσης θεωρούμενος ως σημαντικός παράγοντας και λειτουργός του πολιτεύματος.

Ηπειρωτική Ευρώπη

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αντίθετα των παραπάνω στην ηπειρωτική Ευρώπη η έννοια της αντιπολίτευσης συνάντησε ιδιαίτερα εμπόδια. Ήδη κατά τη Γαλλική Επανάσταση κάθε εκδήλωση αντιπολίτευσης θεωρούταν αντεπαναστατική δράση και διωκόταν με θανάτους και εξορίες. Πρώτη εκδήλωση αντιπολίτευσης, που θεωρείται και η πρώτη της ηπειρωτικής Ευρώπης ήταν εκείνη των ακραίων Γάλλων φιλοβασιλικών το 1815 που στράφηκαν κατά της ασκούμενης τότε φιλελεύθερης πολιτικής του Βασιλέως Λουδοβίκου ΙΗ΄. Την ίδια όμως εκείνη εποχή άρχισε να εισάγεται το κοινοβουλευτικό σύστημα σε πολλές χώρες της Ευρώπης, όπου λίγα χρόνια αργότερα εμφανίζεται στα κοινοβούλια των γερμανικών χωρών φιλελεύθερες αντιπολιτεύσεις. Παράλληλα δε και με τα διάφορα κινήματα όπως του Φιλελευθερισμού, ή Λιμπεραλισμού, της διεύρυνσης των εκλογικών σωμάτων, της βιομηχανικής ανάπτυξης και του εργατικού κινήματος, η έννοια της αντιπολίτευσης άρχισε να ισχυροποιείται από διαφοροποιημένα πολιτικά κόμματα με ιδιαίτερα προγράμματα, στοχεύοντας γενικά σε μία διαφορετική πολιτική γραμμή έναντι εκείνης, της όποιας κυβέρνησης.

Στη κοινοβουλευτική δημοκρατία τα δικαιώματα της αντιπολίτευσης κατοχυρώνονται με σχετικά άρθρα από το ίδιο το Σύνταγμα και ειδικότερα από άρθρα του Κανονισμού της Βουλής. Συνήθως τα δικαιώματα αυτά αφορούν την κοινοβουλευτική δραστηριότητα. Τέτοια είναι το δικαίωμα λόγου στο Κοινοβούλιο, το δικαίωμα κοινοβουλευτικού ελέγχου της κυβέρνησης μέσω της υποβολής ερωτήσεων, τις οποίες υποχρεούνται να απαντήσουν στο Κοινοβούλιο οι Υπουργοί προς τους οποίους απευθύνονται, ή μέσω της αίτησης ενημέρωσης και χορήγησης εγγράφων, το δικαίωμα υποβολής πρότασης μομφής προς την Κυβέρνηση, το δικαίωμα αναλογικής εκπροσώπησης στις διάφορες κοινοβουλευτικές επιτροπές.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]