Απιστία
Η απιστία (ή ερωτική προδοσία ή παράλληλη σχέση ή, στο πλαίσιο του γάμου, μοιχεία)[1] είναι παραβίαση της συναισθηματικής ή σεξουαλικής αποκλειστικότητας ενός ζευγαριού[2] που συνήθως οδηγεί σε συναισθήματα θυμού, ερωτικής ζήλιας, και αντιπαλότητας.[3]
Το τι συναρτά την απιστία εξαρτάται από τις προσδοκίες που υπάρχουν μέσα στη σχέση. Στις συζυγικές σχέσεις, η αποκλειστικότητα θεωρείται συνήθως δεδομένη. Η απιστία μπορεί να προκαλέσει ψυχολογική βλάβη, όπως αισθήματα οργής και προδοσίας, κατάθλιψη, χαμηλή αυτοεκτίμηση, ακόμη και διαταραχή μετατραυματικού στρες.[4] Τα άτομα και των δύο φύλων μπορεί να βιώσουν κοινωνικές συνέπειες εάν η πράξη της απιστίας τους γίνει δημόσια, αλλά η μορφή και η έκταση αυτών των συνεπειών μπορεί να εξαρτηθεί από το φύλο του ατόμου που έχει διαπράξει την απιστία.[5]
Επιπτώσεις
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Μετά την κυκλοφορία των εκθέσεων Κίνσεϊ στις αρχές της δεκαετίας του 1950, τα ευρήματα οδήγησαν στο συμπέρασμα ότι ιστορικά και διαπολιτισμικά, οι σεξουαλικές επαφές εκτός γάμου αποτελούσε θέμα προς ρύθμιση περισσότερο από το σεξ πριν από τον γάμο.[6] Σύμφωνα με τις εκθέσεις Κίνσεϊ, οι μισοί περίπου άνδρες καθώς και το ένα τέταρτο των γυναικών με βάση το δείγμα που μελετήθηκε είχαν διαπράξει μοιχεία.[7] Η έκθεση Τζάνους για τη σεξουαλική συμπεριφορά στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής ανέφερε επίσης ότι το ένα τρίτο των νυμφευμένων ανδρών καθώς και το ένα τέταρτο των παντρεμένων γυναικών είχαν κάποια εξωσυζυγική σχέση.[7]
Σύμφωνα με την εφημερίδα The New York Times, τα πιο σταθερά δεδομένα για την απιστία προέρχονται από τη Γενική Κοινωνική Έρευνα (GSS) του Πανεπιστημίου του Σικάγου. Συνεντεύξεις με άτομα τα οποία βρίσκονταν σε μονογαμικές σχέσεις από το 1972 από την GSS έδειξαν ότι περίπου το 12% των ανδρών και το 7% των γυναικών παραδέχονται ότι είχαν κάποια εξωσυζυγική σχέση.[8] Τα αποτελέσματα, ωστόσο, ποικίλλουν από τη μια χρονιά στην άλλη, αλλά και ανά ηλικιακή ομάδα που ρωτάται κάθε φορά. Για παράδειγμα, μια μελέτη που διεξήχθη από το Πανεπιστήμιο της Ουάσιγκτον στο Σιάτλ, κατέληξε σε ελαφρώς ή σημαντικά υψηλότερα ποσοστά απιστίας για πληθυσμούς κάτω των 35 ετών ή άνω των 60 ετών. Σε αυτήν τη μελέτη, στην οποία συμμετείχαν 19.065 άτομα κατά τη διάρκεια μιας περιόδου 15 ετών, τα ποσοστά απιστίας μεταξύ των ανδρών βρέθηκαν να έχουν αυξηθεί από 20% σε 28%, ενώ τα αντίστοιχα ποσοστά για τις γυναίκες κυμαίνονταν από 5% έως 15%.[8] Σε πιο πρόσφατες έρευνες οι οποίες διεξήχθησαν σε εθνικό επίπεδο, αρκετοί ερευνητές διαπίστωσαν ότι διπλάσιος περίπου αριθμός ανδρών ανέφεραν ότι είχαν κάποια εξωσυζυγική σχέση σε σύγκριση με τις γυναίκες.[9] Μια έρευνα που πραγματοποιήθηκε το 1990 διαπίστωσε ότι το 2,2% των έγγαμων ατόμων που συμμετείχαν ανέφεραν ότι είχαν περισσότερους/ες από έναν/μία ερωτικούς/ές συντρόφους κατά τη διάρκεια του προηγούμενου έτους. Σε γενικές γραμμές, εθνικές έρευνες οι οποίες έγιναν στις αρχές της δεκαετίας του 1990 ανέφεραν ότι μεταξύ 15 και 25 τοις εκατό των έγγαμων Αμερικανών ανέφεραν ότι είχαν εξωσυζυγικές σχέσεις.[10] Τα άτομα τα οποία είχαν ισχυρότερο ερωτικό ενδιαφέρον, πιο χαλαρές σεξουαλικές αξίες, πιο χαμηλά επίπεδα σεξουαλικής ικανοποίησης με τον/τη σύντροφό τους, ασθενέστερους συνεισθηματικούς δεσμούς με τον/τη σύντροφό τους καθώς και πιο πολλές σεξουαλικές ευκαιρίες ήταν πιο πιθανό να είναι άπιστοι.[11] Μελέτες δείχνουν ότι περίπου στο 30-40% των σχέσεων εκτός γάμου καθώς και στο 18-20% των γάμων παρατηρείται τουλάχιστον ένα περιστατικό σεξουαλικής απιστίας.
Τα ποσοστά απιστίας μεταξύ των γυναικών πιστεύεται ότι αυξάνονται με την ηλικία. Σε μια μελέτη, τα ποσοστά ήταν υψηλότερα σε πιο πρόσφατους γάμους, σε σύγκριση με τα ποσοστά των προηγούμενων γενεών. Παράλληλα, διαπιστώθηκε ότι οι άνδρες είχαν «κάπως» περισσότερες πιθανότητες από τις γυναίκες να εμπλακούν σε μια απιστία, με τα ποσοστά και για τα δύο φύλα να γίνονται όλο και πιο πολύ παρόμοια.[12] Μια άλλη μελέτη διαπίστωσε ότι η πιθανότητα να εμπλακούν οι γυναίκες σε απιστία φτάνει στο αποκορύφωμά της κατά τον έβδομο χρόνο του γάμου τους και στη συνέχεια μειώνεται. Για τους παντρεμένους άνδρες, όσο πιο μακροχρόνια ήταν οι σχέση τους, τόσο λιγότερες ήταν οι πιθανότητες να εμπλακούν σε απιστία, μέχρι το δέκατο όγδοο χρόνο του γάμου, οπότε οι πιθανότητες να εμπλακούν οι άνδρες σε απιστία αρχίζουν να αυξάνονται.[13]
Μια έρευνα για την εγκυμοσύνη και τις επιπτώσεις της στη σεξουαλική επιθυμία καθώς και για τα ποσοστά απιστίας η οποία διεξήχθη στη νότια Ισπανία έδειξε ότι οι άνδρες ήταν πιο πιθανό να εμπλακούν σε απιστία όσο η σύντροφός τους ήταν έγκυος. Υπολογίστηκε ότι 1 στους 10 μελλοντικούς πατεράδες εμπλέκονται σε απιστίς κάποια στιγμή κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης της συντρόφου τους και υποδηλώθηκε ότι η πιθανότητα να εμπλακεί ο άνδρας σε απιστία αυξάνεται καθώς η εγκυμοσύνη της γυναίκας προχωρά στο τρίμηνο.[14]
Ένα μέτρο της απιστίας είναι η αμφιβολία για την πατρότητα, μια κατάσταση που προκύπτει όταν κάποιος που θεωρείται ο πατέρας ενός παιδιού δεν είναι στην πραγματικότητα ο βιολογικός του γονέας. Καμιά φορά, δημοσιεύονται από τα μέσα ενημέρωσης συχνότητες έως και 30%, αλλά η έρευνα[15][16] που διεξήχθη από τον κοινωνιολόγο Μάικλ Γκίλντινγκ εντόπισε ότι πρόκειται για υπερεκτιμήσεις οι οποίες προέρχονται από μια άτυπη παρατήρηση που είχε γίνει σε ένα συνέδριο του 1972. Η ανίχνευση της πατρότητας μπορεί να συμβεί στο πλαίσιο του ιατρικού γενετικού ελέγχου,[17] κατά τη διάρκεια της έρευνας για την ονοματοθεσία του παιδιού[18][19] καθώς και σε εξετάσεις που γίνονται εν όψει μετανάστευσης.[20] Μελέτες που έχουν διεξαχθεί για το συγκεκριμένο θέμα δείχνουν ότι η αμφιβολία για την πατρότητα είναι, στην πραγματικότητα, λιγότερη από 10% μεταξύ των πληθυσμών της Αφρικής που συμπεριλήφθηκαν στο δείγμα, λιγότερη από 5% μεταξύ των ιθαγενών πληθυσμών της Αμερικής και της Πολυνησίας, λιγότερο από το 2% των πληθυσμών από τη Μέση Ανατολή και γενικά 1-2 % μεταξύ των ευρωπαϊκών δειγμάτων.[17]
Φύλο
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Συχνά έχουν αναφερθεί διαφορές στην ερωτική απιστία ως συνάρτηση του φύλου. Σε μια πρόσφατη μελέτη της Νικόλ Α.Γουέντμπεργκ, η οποία διεξήχθη το 2016, βγήκε το συμπέρασμα ότι πάνω από το 50% των γυναικών που βρίσκονται σε σχέση έχουν έναν εφεδρικό σύντροφο. Ωστόσο, η Εθνική Έρευνα για την Υγεία και την Κοινωνική Ζωή διαπίστωσε ότι το 4% των παντρεμένων ανδρών, το 16% των ανδρών που συζούν και το 37% των ανδρών που βρίσκονται σε κάποια ερωτική σχέση είχαν προχωρήσει σε πράξεις ερωτικής απιστίας το προηγούμενο έτος σε σύγκριση με το 1% των παντρεμένων γυναικών, το 8% των γυναικών που συζούν και το 17% των γυναικών που βρίσκονται σε κάποια ερωτική σχέση.[21] Σε γενικές γραμμές, έχει θεωρηθεί ότι αυτές οι διαφορές οφείλονται σε εξελικτικές πιέσεις που παρακινούν τους άνδρες να εκμεταλλεύονται τις σεξουαλικές ευκαιρίες και τις γυναίκες να δεσμεύονται σε έναν σύντροφο (για λόγους όπως η αναπαραγωγική επιτυχία, η σταθερότητα και οι κοινωνικές προσδοκίες). Επιπλέον, μια πρόσφατη έρευνα έχει διαπιστώσει ότι οι διαφορές στο φύλο πιθανώς να μπορούν εξηγηθούν από άλλους μηχανισμούς, ανάμεσα στους οποίους είναι η αναζήτηση δύναμης και συγκινήσεων. Για παράδειγμα, μια μελέτη διαπίστωσε ότι ορισμένες γυναίκες που είναι πιο ανεξάρτητες οικονομικά και βρίσκονται σε υψηλότερες θέσεις εξουσίας, είναι επίσης πιο πιθανό να είναι πιο άπιστες στους συντρόφους τους.[22] Σε μια άλλη μελέτη, κατά την οποία ελεγχόταν η τάση για αναζήτηση συγκινήσεων (δηλαδή, εμπλοκής σε δυνητικά επικίνδυνες συμπεριφορές), δεν υπήρχαν διαφορές μεταξύ των φύλων στην πιθανότητα απιστίας.[21] Αυτά τα ευρήματα υποδηλώνουν ότι μπορεί να υπάρχουν διάφοροι παράγοντες που ενδέχεται να επηρεάσουν την πιθανότητα ορισμένων ατόμων να εμπλακούν σε μη αποκλειστικές σχέσεις και ότι αυτοί οι παράγοντες μπορεί να ευθύνονται για τις διαφορές οι οποίες έχουν παρατηρηθεί στη συμπεριφορά ανάμεσα στα φύλα πέρα από το ίδιο το φύλο και τις εξελικτικές πιέσεις οι οποίες σχετίζονται με το καθένα από αυτά.
Διαφορές ανάμεσα στα φύλα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Επί του παρόντος, είναι ανοιχτή η συζήτηση στο πεδίο της εξελικτικής ψυχολογίας σχετικά με το κατά πόσο υπάρχει μια έμφυτη, εξελιγμένη διαφορά ανάμεσα στους άντρες και στις γυναίκες ως αντίδραση σε μια πράξη απιστίας. Αυτό αποκαλείται συχνά «διαφορά ανάμεσα στα φύλα». Μια μελέτη που δημοσιεύθηκε το 2002 έδειξε ότι μπορεί να υπάρχουν διαφορές στο φύλο ως προς τη ζήλια.[23] Εκείνοι που υποστηρίζουν ότι υπάρχει διαφορά ανάμεσα στα φύλα δηλώνουν ότι οι άνδρες έχουν 60% περισσότερες πιθανότητες να ενοχληθούν από μια πράξη σεξουαλικής απιστίας (αν η σύντροφός του να εμπλακεί σε σεξουαλικές σχέσεις με ένα άλλο άτομο), ενώ οι γυναίκες έχουν 83% περισσότερες πιθανότητες να ενοχληθούν από μια πράξη συναισθηματικής απιστίας (να ερωτευτεί ο/η σύντροφός του ένα άλλο άτομο).[24] Αντίθετα, όσοι είναι ενάντια σε αυτό το μοντέλο υποστηρίζουν ότι δεν υπάρχει διαφορά μεταξύ ανδρών και γυναικών στην αντίδρασή τους σε μια πράξη απιστίας.[24][25] Από εξελικτική σκοπιά, θεωρείται ότι οι άνδρες μεγιστοποιούν τη φυσική τους αρμοστικότητα επενδύοντας όσο το δυνατόν λιγότερα στους απογόνους τους και παράγοντας όσο το δυνατόν περισσότερους απογόνους, λόγω του κινδύνου να επενδύσουν σε παιδιά τα οποία δεν είναι δικά τους. Οι γυναίκες, που δεν αντιμετωπίζουν τον ίδιο κίνδυνο, θεωρείται ότι μεγιστοποιούν τη φυσική τους αρμοστικότητα επενδύοντας όσο το δυνατόν περισσότερο στους απογόνους τους, επειδή επενδύουν πόρους τουλάχιστον εννέα μηνών για τους απογόνους τους κατά την εγκυμοσύνη.[25] Η μεγιστοποίηση της γυναικείας φυσικής αρμοστικότητας θεωρείται ότι απαιτεί από τα αρσενικά μέλη μιας σχέσης να επενδύουν όλους τους πόρους τους στους απογόνους. Αυτές οι αντικρουόμενες στρατηγικές θεωρείται ότι είχαν ως αποτέλεσμα την επιλογή διαφορετικών μηχανισμών ζήλιας που έχουν σχεδιαστεί για να ενισχύσουν την προσαρμοστικότητα του αντίστοιχου φύλου.[26]
Ένας συνηθισμένος τρόπος για να ελεγχθεί εάν υπάρχει μια έμφυτη αντίδραση ζήλιας μεταξύ των δύο φύλων είναι να χρησιμοποιηθεί ένα ερωτηματολόγιο υποχρεωτικής επιλογής. Αυτό το είδος ερωτηματολογίου ζητά από τους συμμετέχοντες ερωτήσεις του τύπου «ναι ή όχι» και «απάντηση Α ή απάντηση Β» σε σχέση με ορισμένα σενάρια. Για παράδειγμα, μια ερώτηση μπορεί να είναι: «Αν πιάνατε τον/τη σύντροφό σας να σας απατά, θα σας στενοχωρούσε περισσότερο (Α) η συμμετοχή του/της στο σεξ ή (Β) η συναισθηματική του/της εμπλοκή;». Πολλές μελέτες που χρησιμοποιούν ερωτηματολόγια υποχρεωτικής επιλογής έχουν βρει στατιστικά σημαντικά αποτελέσματα που υποστηρίζουν την ύπαρξη μιας έμφυτης διαφοράς μεταξύ ανδρών και γυναικών.[26] Επιπλέον, μελέτες έχουν δείξει ότι αυτή η παρατήρηση ισχύει σε πολλούς πολιτισμούς, αν και τα μεγέθη της διαφοράς μεταξύ των φύλων ποικίλλουν ανάμεσα στους πολιτισμούς.[27]
Αν και τα ερωτηματολόγια υποχρεωτικής επιλογής δείχνουν μια στατιστικά σημαντική διαφορά μεταξύ των φύλων, οι επικριτές της θεωρίας των εξελιγμένων διαφορών μεταξύ φύλων στη ζήλια αμφισβητούν αυτά τα ευρήματα. Λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο της εργασίας για τις διαφορές μεταξύ των φύλων, η Σ. Φ. Χάρις υποστήριξε ότι, όταν χρησιμοποιούνται μέθοδοι εκτός από τα ερωτηματολόγια υποχρεωτικής επιλογής για τον εντοπισμό μιας έμφυτης διαφοράς μεταξύ των φύλων, αρχίζουν να προκύπτουν ασυνέπειες μεταξύ των μελετών.[28] Για παράδειγμα, κάποιες έρευνες διαπίστωσαν ότι μερικές φορές οι γυναίκες αναφέρουν ότι αισθάνονται πιο έντονη ζήλια ως αντίδραση τόσο στη σεξουαλική όσο και στη συναισθηματική απιστία. Τα αποτελέσματα αυτών των μελετών εξαρτώνταν επίσης από το πλαίσιο στο οποίο έπρεπε οι συμμετέχοντες να περιγράψουν το είδος της ζήλιας που ένιωθαν, καθώς και από την ένταση της ζήλιας τους.[29]
Στη μεταανάλυσή της, η Χάρις θέτει το ερώτημα εάν τα ερωτηματολόγια υποχρεωτικής επιλογής μετρούν πράγματι αυτό που ισχυρίζονται ότι μετρούν, δηλαδή, την ίδια τη ζήλια και την απόδειξη ότι οι διαφορές σε σχέση με τη ζήλια προκύπτουν από έμφυτους μηχανισμούς.[28] Η μεταανάλυση της Χάρις αποκαλύπτει ότι οι διαφορές ανάμεσα στα φύλα εντοπίζονται σχεδόν αποκλειστικά σε μελέτες που βασίζονται πάνω σε ερωτηματολόγια υποχρεωτικής επιλογής. Σύμφωνα με τη Χάρις, μια μεταανάλυση πολλαπλών ειδών μελετών θα πρέπει να υποδεικνύει μια σύγκλιση των στοιχείων και πολλαπλές λειτουργικοποιήσεις. Αυτό, όμως, δεν συμβαίνει, γεγονός που εγείρει το ερώτημα σχετικά με την εγκυρότητα των ερευνών που χρησιμοοποιούν ερωτηματολόγια υποχρεωτικής επιλογής. Οι Ντε Στένο και Μπάρτλετ (2002) υποστηρίζουν περαιτέρω αυτό το επιχείρημα παρέχοντας στοιχεία τα οποία υποδεικνύουν ότι σημαντικά αποτελέσματα μελετών που βασίζονται σε ερωτηματολόγια υποχρεωτικής επιλογής μπορεί στην πραγματικότητα να είναι ένα τεχνούργημα των μετρήσεων. Αυτό το εύρημα θα ακύρωνε πολλούς από τους ισχυρισμούς που διατυπώθηκαν από εκείνους τους ερευνητές που είναι «υπέρ» μιας «έμφυτης» διαφοράς ανάμεσα στα φύλα.[23] Ακόμη και εκείνοι που «υπέρ» των διαφορών ανάμεσα στα φύλα παραδέχονται ότι ορισμένες έρευνες, όπως οι μελέτες των ανθρωποκτονιών, περιέχουν στοιχεία τα οποία αντιτίθενται στην πιθανότητα της ύπαρξης διαφορών ανάμεσα στα φύλα.[29]
Αυτού του είδους τα ασυνεπή αποτελέσματα έχουν οδηγήσει τους ερευνητές να προτείνουν νέες θεωρίες οι οποίες επιχειρούν να εξηγήσουν τις διαφορές ανάμεσα στα φύλα που παρατηρούνται σε ορισμένες μελέτες. Μια θεωρία που έχει συσταθεί για να εξηγήσει γιατί τόσο οι άνδρες όσο και οι γυναίκες αναφέρουν περισσότερη ενόχληση από τη συναισθηματική απιστία παρά από τη σεξουαλική απιστία είναι δανεισμένη από τις θεωρίες περί παιδικής προσκόλλησης. Μελέτες έχουν βρει ότι τα είδη προσκόλλησης των ενηλίκων είναι συνεπή με το ιστορικό των σχέσεών τους, όπως το αναφέρουν οι ίδιοι.[30] Για παράδειγμα, έχει αναφερθεί ότι περισσότεροι άνδρες χαρκατηρίζονται από ένα ανασφαλές, αποτρεπτικό είδος προσκόλλησης, όταν αυτά τα «άτομα συχνά προσπαθούν να ελαχιστοποιήσουν ή να περιορίσουν τη συναισθηματική εμπειρία, αρνούνται την ανάγκη για οικειότητα, επενδύουν σε μεγάλο βαθμό στην αυτονομία και είναι σεξουαλικά πιο άπιστα από τα άτομα που χαρκατηρίζονται από άλλα είδη προσκόλλησης».[31] Οι Λιβάι και Κέλι (2010) τεστάρησαν αυτή τη θεωρία και διαπίστωσαν ότι τα είδη προσκόλλησης που χαρακτηρίζουν τους ενήλικες συσχετίζονται έντονα με το είδος της απιστίας που προκαλεί αυξημένα επίπεδα ζήλιας.[31] Τα άτομα που χαρκατηρίζονται από ασφαλή είδη προσκόλλησης συχνά αναφέρουν ότι η συναισθηματική απιστία είναι πιο ενοχλητική, ενώ τα άτομα που απορρίπτυν τα είδη προσκόλλησης ήταν πιο πιθανό να βρουν τη σεξουαλική απιστία πιο ενοχλητική.[31] Η μελέτη αυτή ανέφερε ότι οι άνδρες ήταν σε γενικές γραμμές πιο πιθανό να αναφέρουν τη σεξουαλική απιστία ως πιο οδυνηρή από ό,τι οι γυναίκες, ωστόσο αυτό θα μπορούσε να σχετίζεται με το γεγονός ότι περισσότεροι άνδρες χαρκατηρίζονται από ένα απορριπτικό είδος προσκόλλησης. Οι ερευνητές αυτοί θεωρούν ότι ενδέχεται ένας κοινωνικός μηχανισμός να είναι υπεύθυνος για τα αποτελέσματα τα οποία παρατηρούνται. Με άλλα λόγια, οι αναπαραγόμενες διαφορές ανάμεσα στα φύλα ως προς τα συναισθήματα και τη σεξουαλική ζήλια θα μπορούσαν να είναι συνάρτηση μιας κοινωνικής λειτουργίας. Παρόμοιες μελέτες που επικεντρώνονται στον ανδρισμό και τη θηλυκοποίηση από την κοινωνία υποστηρίζουν επίσης την ύπαρξη μιας κοινωνικής εξήγησης, ενώ απορρίπτουν την ύπαρξη μιας εξελικτικής εξήγησης.[32]
Σύμφωνα με μια μελέτη του 2015, υπάρχει μια συσχέτιση μεταξύ της έκφρασης AVPR1A και της προδιάθεσης για ζευγάρωμα εκτός σχέσης στις γυναίκες αλλά όχι στους άνδρες.[33]
Σεξουαλικός προσανατολισμός
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Κάποιοι εξελικτικοί ερευνητές έχουν θεωρήσει ότι οι άνδρες και οι γυναίκες έχουν έμφυτους μηχανισμούς οι οποίοι συμβάλλουν στον λόγο για τον οποίο γίνονται σεξουαλικά ζηλιάρηδες. Το γεγονός αυτό ισχύει ιδιαίτερα για ορισμένους τύπους απιστίας.[34] Έχει υποτεθεί ότι οι ετεροφυλόφιλοι άνδρες έχουν αναπτύξει έναν έμφυτο ψυχολογικό μηχανισμό που ανταποκρίνεται στην απειλή της σεξουαλικής απιστίας περισσότερο από την απειλή της συναισθηματικής απιστίας, ενώ το αντίστροφο ισχύει για τις ετεροφυλόφιλες γυναίκες,[35] λόγω του ότι η πιθανή αμφισβήτηση της πατρότητας είναι πιο επιζήμια για τον άνδρα, ο οποίος θα μπορούσε ενδεχομένως να επενδύσει σε απογόνους άλλου αρσενικού ατόμου, ενώ για τις γυναίκες η συναισθηματική απιστία είναι πιο ανησυχητική γιατί θα μπορούσαν να χάσουν τη γονική επένδυση σε απογόνους άλλης γυναίκας, επηρεάζοντας επομένως τις πιθανότητές τους να επιβιώσουν.[35] Ωστόσο, πιο πρόσφατες μελέτες δείχνουν ότι όλο και περισσότερο τόσο οι άνδρες όσο και οι γυναίκες βρίσκουν τη συναισθηματική απιστία ψυχολογικά χειρότερη.[36]
Ο Σίμονς (1979) θεωρεί ότι η σεξουαλική ζήλια είναι ο κύριος λόγος για τον οποίο πολλοί ομοφυλόφιλοι άνδρες αποτυγχάνουν στη διατήρηση μονογαμικών σχέσεων[36] και συμπεραίνει ότι όλοι οι άνδρες έχουν εκ φύσεως την προδιάθεση να επιθυμούν τη σεξουαλική ποικιλία, με τη διαφορά μεταξύ ετεροφυλόφιλων και ομοφυλόφιλων ανδρών να είναι ότι οι ομοφυλόφιλοι άνδρες είναι σε θέση να βρουν πιο συχνά πρόθυμους συντρόφους για περιστασιακό σεξ, και έτσι να ικανοποιήσουν αυτή την έμφυτη επιθυμία για σεξουαλική ποικιλία.[36] Ωστόσο, σύμφωνα με αυτή την άποψη, σε όλους τους άντρες μπορεί να είναι «βαθιά ριζωμένη» η τάση να είναι σεξουαλικά ζηλιάρηδες και ως εκ τούτου οι ομοφυλόφιλοι άνδρες θα μπορούσαν να λυπηθούν περισσότερο από τη σεξουαλική απιστία παρά από τη συναισθηματική απιστία και ότι οι λεσβίες θα μπορούσαν να λυπηθούν περισσότερο από τη συναισθηματική απιστία παρά από τη σεξουαλική.[36] Πρόσφατες μελέτες δείχνουν ότι μπορεί να μην πρόκειται για έναν έμφυτον μηχανισμό, αλλά μάλλον να εξαρτάται από τη σημασία που δίνεται στη σεξουαλική αποκλειστικότητα. Οι Πέπλαου και Κόχραμ (1983) έφτασαν στο συμπέρασμα ότι η σεξουαλική αποκλειστικότητα ήταν πολύ πιο σημαντική ανάμεσα στους ετεροφυλόφιλους άνδρες και γυναίκες σε σύγκριση με τη σημασία που έχει ανάμεσα στους ομοφυλόφιλους άνδρες και γυναίκες. Αυτή η θεωρία υποδηλώνει ότι δεν είναι η σεξουαλικότητα που μπορεί να οδηγήσει σε διαφορές, αλλά ότι οι άνθρωποι είναι επιρρεπείς στη ζήλια σε τομείς που είναι ιδιαίτερα σημαντικοί για αυτούς.[37] Οι Μπάραχ και Λίπτον υποστηρίζουν ότι τα ετεροφυλόφιλα ζευγάρια μπορεί να απατούν εξίσου με τις ομοφυλοφιλικές σχέσεις.[38]
Η Χάρις (2002) εξέτασε αυτές τις υποθέσεις σε 210 άτομα: 48 ομοφυλόφιλες γυναίκες, 50 ομοφυλόφιλους άνδρες, 40 ετεροφυλόφιλες γυναίκες και 49 ετεροφυλόφιλους άνδρες.[36] Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνάς της, διαπιστώθηκε ότι περισσότερα ετεροφυλόφιλα από ό,τι ομοφυλόφιλα άτομα επέλεξαν τη σεξουαλική απιστία ως χειρότερη από τη συναισθηματική απιστία. Συγκεκριμένα, στους ετεροφυλόφιλους άντρες η επιλογή αυτή έφτασε το υψηλότερο ποσοστό. Αντίστοιχα, όταν αναγκάζονταν να επιλέξουν, οι ομοφυλόφιλοι άνδρες προέβλεψαν σε συντριπτικό ποσοστό ότι η συναισθηματική απιστία θα ήταν πιο οδυνηρή από ό,τι θα ήταν η σεξουαλική απιστία.[36] Αυτά τα ευρήματα έρχονται σε αντίθεση με τη θεωρία του Σίμονς (1979) ότι δεν θα υπήρχε διαφορά ανάμεσα στα φύλα στις προβλεπόμενες απαντήσεις περί απιστίας με βάση τον σεξουαλικό προσανατολισμό.[36] Οι Μπλόου και Μπάρλετ (2005) προτείνουν ότι ακόμα κι αν το σεξ εκτός μιας ομοφυλοφιλικής σχέσης μπορεί να θεωρηθεί πιο αποδεκτό σε ορισμένες σχέσεις, οι συνέπειες της απιστίας δεν γίνονται αποδεκτές χωρίς πόνο ή χωρίς ζήλια.[12]
Τα ετεροφυλόφιλα άτομα αξιολόγησαν τη συναισθηματική και τη σεξουαλική απιστία ως συναισθηματικά πιο οδυνηρή από ό,τι οι λεσβίες και τα γκέι άτομα. Αντίστοιχα, προέκυψαν διαφορές φύλου και σεξουαλικού προσανατολισμού σχετικά με τον βαθμό στον οποίο αναφέρθηκαν συγκεκριμένα συναισθήματα ως απάντηση στη σεξουαλική και συναισθηματική απιστία. Λίγοι ερευνητές έχουν διερευνήσει την επίδραση του σεξουαλικού προσανατολισμού σε σχέση με το ποιο είδος απιστίας θεωρείται πιο οδυνηρό.[39]
Συνοψίζοντας τα ευρήματα που προέκυψαν από αυτές τις μελέτες, οι ετεροφυλόφιλοι άνδρες φαίνεται να βρίσκουν τη σεξουαλική απιστία πιο οδυνηρή από ό,τι συμβαίνει με τις ετεροφυλόφιλες γυναίκες, τις λεσβίες και τους ομοφυλόφιλους άνδρες.[39] Τα άτομα που ανήκουν σε αυτές τις τρεις τελευταίες ομάδες φαίνονται πιο υπεύθυνα για αυτήν τη διαφορά αναφέροντας εξίσου υψηλότερα επίπεδα οδύνης απέναντι στη συναισθηματική απιστία από ό,τι αναφέρουν οι ετεροφυλόφιλοι άνδρες.[39] Ωστόσο, οι αναλύσεις των απαντήσεων που δόθηκαν από άτομα τα οποία ανήκουν στο ίδιο φύλο αποκαλύπτουν ότι οι ετεροφυλόφιλοι άνδρες έχουν την τάση να αξιολογούν τη συναισθηματική απιστία ως πιο οδυνηρή από τη σεξουαλική απιστία.[40]
Αντιδράσεις
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ορισμένες μελέτες δείχνουν ότι μόνο ένα μικρό ποσοστό των ζευγαριών που έχουν βιώσει την απιστία βελτιώνουν πραγματικά τη σχέση τους, ενώ άλλες μελέτες αναφέρουν ότι υπάρχουν εκπληκτικά θετικά αποτελέσματα για τα ζευγάρια στη σχέση τους.[12] Όσον αφορά τις αρνητικές αντιδράσεις στην απιστία, οι Τσάρνεϊ και Παρνάς (1995) αναφέρουν ότι μετά την αποκάλυψη της απιστίας ενός/μιας συντρόφου, οι αντιδράσεις μπορεί να είναι οργή και αυξημένη επιθετικότητα, απώλεια εμπιστοσύνης, μείωσης της αυτοεκτίμησης, θλίψη, κατάθλιψη, φόβος της εγκατάλειψης και μια τάση για εγκατάλειψη του/της συντρόφου που έχει διαπράξει την απιστία.[12] Αντίστοιχα, μια άλλη μελέτη αναφέρει ότι σχεδόν το 60% των συντρόφων που έχουν απατηθεί αντιμετώπισαν συναισθηματικά προβλήματα και κατάθλιψη μετά την αποκάλυψη της απιστίας.[41] Άλλες αρνητικές συνέπειες περιλαμβάνουν ζημιές στις σχέσεις του ζευγαριού με τα παιδιά του, τους γονείς και τους φίλους του, καθώς και νομικές συνέπειες.[12] Μια έκθεση του 1983 αναφέρει λεπτομερώς ότι από ένα δείγμα 205 διαζευγμένων ατόμων, περίπου τα μισά είπαν ότι τα συζυγικά τους προβλήματα προκλήθηκαν από την απιστία του/της συζύγου τους.[12]
Ο αρνητικός αντίκτυπος της απιστίας σε μια σχέση εξαρτάται από το πόσο έχουν εμπλακεί οι σύντροφοι στη σχέση απιστίας και οι ερευνητές υποστηρίζουν ότι δεν οδηγεί η ίδια η απιστία στο διαζύγιο, αλλά το συνολικό επίπεδο ικανοποίησης από τη σχέση, τα κίνητρα της απιστίας, το επίπεδο της σύγκρουσης και οι στάσεις σχετικά με την απιστία.[12] Για την ακρίβεια, οι Σνάιντερ κ.ά. (1999) αναφέρουν ότι παρόλο που το 60% των συμμετεχόντων στην έρευνά τους αρχικά απείλησαν να εγκαταλείψουν την κύρια σχέση τους, η απειλή να φύγουν λόγω της απιστίας δεν αντικατοπτρίστηκε στην πραγματικότητα στο τελικό αποτέλεσμα.[12] Οι Άτκινς, Έλντριτζ, Μπάουκομ και Κρίστιανσεν έφτασαν στο συμπέρασμα ότι τα ζευγάρια που έκαναν ψυχοθεραπεία και αντιμετώπισαν την απιστία ανοιχτά κατάφεραν να αλλάξουν με ταχύτερο ρυθμό από ό,τι τα ταλαιπωρημένα ζευγάρια που μόλις είχαν αρχίσει τη θεραπεία.[12] Έχουν, επίσης, αναφερθεί ορισμένα ακούσια θετικά αποτελέσματα για τα ζευγάρια που έχουν βιώσει μια απιστία. Τα αποτελέσματα αυτά περιλαμβάνουν τη σύσφιξη των συζυγικών σχέσεων, την αύξηση της αυτοεκτίμησης, την καλύτερη φροντίδα του εαυτού, την απόδοση μεγαλύτερης αξίας στην οικογένεια και τη συνειδητοποίηση της σημασίας της επικοινωνίας στη συζυγική σχέση.[12]
Εάν προκύψει διαζύγιο ως αποτέλεσμα της απιστίας, η έρευνα δείχνει ότι ο/η «πιστός» σύζυγος μπορεί να βιώσει αισθήματα χαμηλής ικανοποίησης από τη ζωή και αυτοεκτίμησης. Μπορεί, επίσης, να προχωρήσει σε μελλοντικές σχέσεις φοβούμενος/η ότι θα συμβεί το ίδιο περιστατικό.[12] Οι Σουίνι και Χόργουιτς (2001) έβγαλαν το συμπέρασμα ότι τα άτομα που προχώρησαν σε ένα διαζύγιο αφού έμαθαν την απιστία του/της συντρόφου τους εμφάνισαν μικρότερα ποσοστά κατάθλιψης. Ωστόσο, ίσχυε το αντίθετο όταν ο/η άπιστος/η σύζυγος είχα ξεκινήσει τη διαδικασία του διαζυγίου.[12]
Σύμφωνα με τη θεωρία της προσκόλλησης, οι οικείοι αξιολογούν τη διαθεσιμότητα των άλλων και ανταποκρίνονται σε αυτήν ανάλογα. Ενώ όσοι χαρακτηρίζονται από ένα είδος ασφαλούς προσκόλλησης πιστεύουν ότι οι άλλοι είναι διαθέσιμοι για αυτούς, εκείνοι που χαρακτηρίζονται από ανασφαλή προσκόλληση πιστεύουν ότι οι άλλοι είναι λιγότερο διαθέσιμοι για αυτούς.[42] Τα άτομα που αναπτύσσουν υψηλά επίπεδα προσκόλλησης έχουν περισσότερο άγχος και αβεβαιότητα. Αντιμετωπίζουν την κατάσταση αναζητώντας την επιβεβαίωση και προσκολλώνται σε κάποιο άλλο άτομο.[43] Σύμφωνα με τη θεωρία της προσκόλλησης, οι άνθρωποι στρέφονται προς το σεξ στην προσπάθειά τους να καλύψουν τις ανάγκες τους.[42] Εκείνοι των οποίων οι σύντροφοι είναι άπιστοι μπορεί να βιώσουν άγχος, στρες και κατάθλιψη. Είναι πιο πιθανό να συμμετάσχουν σε δραστηριότητες που είναι επικίνδυνες για την υγεία τους. Οι γυναίκες που βίωσαν αρνητικές αξιολογήσεις, όπως η αυτοκατηγορία και η απόδοση ευθυνών, οδήγησαν σε συναισθηματική δυσφορία και αυξημένες συμπεριφορές που έβαλαν σε κίνδυνο την υγεία τους.[44]
Η αυτοεκτίμηση του φύλου επηρεάζει πολύ την απιστία.[45] Είναι γνωστό ότι διαφορετικοί παράγοντες επηρεάζουν τη ζήλια για τα δύο φύλα.[45] Οι ετεροφυλόφιλοι άνδρες φαίνεται να επηρεάζονται πιο αρνητικά από τη σεξουαλική απιστία από ό,τι οι ετεροφυλόφιλες γυναίκες, οι λεσβίες και οι ομοφυλόφιλοι άνδρες. Οι τρεις τελευταίες ομάδες φαίνονται πιο υπεύθυνες για τη διαφορά αναφέροντας εξίσου υψηλότερα επίπεδα αγωνίας για συναισθηματική απιστία από ό,τι οι ετεροφυλόφιλοι άνδρες.[39]
Αιτίες
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ορισμένες μελέτες έχουν δείξει ότι οι άνδρες είναι πιο πιθανό να καταφύγουν στο σεξ εκτός γάμου εάν δεν είναι ικανοποιημένοι σεξουαλικά, ενώ οι γυναίκες είναι πιο πιθανό να καταφύγουν στο σεξ εάν εκτός γάμου δεν είναι ικανοποιημένες συναισθηματικά.[46] Οι Κίμελ και Βαν Ντερ Βιν διαπίστωσαν ότι η σεξουαλική ικανοποίηση μπορεί να είναι πιο σημαντική για τους συζύγους και ότι οι γυναίκες ενδιαφέρονται περισσότερο για τη συμβατότητα που έχουν με τους συντρόφους τους.[46] Κάποιες μελέτες δείχνουν ότι τα άτομα που είναι σε θέση να διαχωρίσουν τις έννοιες του σεξ και της αγάπης είναι πιο πιθανό να αποδεχτούν καταστάσεις όπου συμβαίνει απιστία.[46] Μια μελέτη που έγινε από τους Ρόσκο, Κάβανο και Κένεντι έφτασε στο συμπέρασμα ότι οι γυναίκες θεωρούν τη δυσαρέσκεια από τις σχέσεις ως τον νούμερο ένα λόγο για απιστία, ενώ οι άνδρες ανέφεραν την έλλειψη επικοινωνίας, κατανόησης και σεξουαλικής ασυμβατότητας.[47] Οι Γκλας και Ράιτ διαπίστωσαν επίσης ότι οι άνδρες και οι γυναίκες που εμπλέκονται τόσο σε σεξουαλικές όσο και σε συναισθηματικές απιστίες ανέφεραν ότι ήταν οι πιο δυσαρεστημένοι στις σχέσεις τους από εκείνους που εμπλέκονται μόνο σε σεξουαλική ή μόνο σε συναισθηματική απιστία.[48] Γενικά, η συζυγική δυσαρέσκεια είναι ο νούμερο ένα λόγος που αναφέρεται συχνά για την απιστία και για τα δύο φύλα.[46] Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι υπάρχουν πολλοί άλλοι παράγοντες που αυξάνουν την πιθανότητα να εμπλακεί ένα άτομο σε απιστία.[49] Τα άτομα τα οποία επιδεικνύουν σεξουαλικά προκλητικές συμπεριφορές και εκείνα που είχαν μεγάλο αριθμό προηγούμενων σεξουαλικών σχέσεων είναι επίσης πιο πιθανό να εμπλακούν σε απιστία.[50] Άλλοι παράγοντες όπως το να έχουν υψηλό μορφωτικό επίπεδο, να ζουν σε κάποιο αστικό κέντρο, να δίνουν λιγότερη σημασία στη θρησκεία, να έχεις φιλελεύθερη ιδεολογία και αξίες, να έχουν περισσότερες ευκαιρίες να συναντήσουν πιθανούς/ές συντρόφους και να είναι μεγαλύτερης ηλικίας, επηρεάζουν την πιθανότητα να εμπλακεί ένα άτομο σε μια εξωσυζυγική σχέση.[12]
Η ανθρωπολογική άποψη
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Οι ανθρωπολόγοι έχουν την τάση να πιστεύουν ότι οι άνθρωποι δεν είναι ούτε εντελώς μονογαμικοί ούτε εντελώς πολυγαμικοί. Ο ανθρωπολόγος Μπόμπι Λόου λέει ότι είμαστε "ελαφρώς πολυγαμικοί", ενώ η Ντέμπορα Μπλουμ πιστεύει ότι είμαστε "ασαφώς μονογαμικοί" και με τον καιρό απομακρύνουμε τις πολυγαμικές συνήθειες των εξελικτικών προγόνων μας.
Σύμφωνα με την ανθρωπολόγο Χέλεν Φίσερ, υπάρχουν πολυάριθμοι ψυχολογικοί λόγοι για να διαπράξει ένα άτομο μοιχεία. Κάποιοι άνθρωποι μπορεί να θέλουν να συμπληρώσουν έναν γάμο, να λύσουν ένα σεξουαλικό πρόβλημα, να συγκεντρώσουν περισσότερη προσοχή στο άτομό τους, να αναζητήσουν εκδίκηση ή να βρουν περισσότερο ενθουσιασμό για τον γάμο τους. Αλλά με βάση την έρευνα της Φίσερ, υπάρχει και μια βιολογική πλευρά στη μοιχεία. «Έχουμε δύο εγκεφαλικά συστήματα: το ένα από αυτά συνδέεται με την προσκόλληση και τη συναισθηματική αγάπη, και μετά υπάρχει το άλλο εγκεφαλικό σύστημα, το οποίο είναι καθαρά σεξουαλική ορμή». Μερικές φορές αυτά τα δύο συστήματα του εγκεφάλου δεν είναι καλά συνδεδεμένα, γεγονός που οδηγεί τους ανθρώπους στο να γίνουν μοιχοί και να ικανοποιήσουν τη λίμπιντό τους χωρίς κανέναν σεβασμό στην πλευρά της προσκόλλησής τους.[51]
Πολιτισμικές παραλλαγές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Συχνά, οι διαφορές ανάμεσα στα φύλα τόσο στη ζήλια όσο και στην απιστία οφείλονται σε πολιτισμικούς παράγοντες. Αυτή η παραλλαγή πηγάζει από το γεγονός ότι οι κοινωνίες διαφέρουν στον τρόπο με τον οποίο βλέπουν τις εξωσυζυγικές σχέσεις και τη ζήλια.[52] Μια εξέταση της ζήλιας σε επτά εθνότητες αποκάλυψε ότι κάθε σύντροφος σε μια σχέση χρησιμεύει ως πρωταρχική και αποκλειστική πηγή ικανοποίησης και προσοχής για τον/την σύντροφό του σε όλους τους πολιτισμούς. Επομένως, όταν ένα άτομο αισθάνεται ζήλια για ένα άλλο, είναι συνήθως επειδή μοιράζεται πλέον μαζί του την κύρια πηγή προσοχής και ικανοποίησης. Ωστόσο, μπορεί να υπάρχουν διακυμάνσεις κατά τον εντοπισμό των συμπεριφορών και των ενεργειών που προδίδουν το ρόλο του πρωταρχικού δότη προσοχής (ικανοποίησης). Για παράδειγμα, σε ορισμένες κουλτούρες, αν ένα άτομο βγει με κάποιο άλλο άτομο του αντίθετου φύλου, μπορεί να προκύψουν συναισθήματα έντονης ζήλιας. Ωστόσο, σε άλλους πολιτισμούς, αυτή η συμπεριφορά είναι απολύτως αποδεκτή και δεν προβληματίζει ιδιαίτερα.[52]
Είναι σημαντικό να κατανοήσουμε από πού προέρχονται αυτές οι πολιτισμικές παραλλαγές και πώς ριζώνουν σε διαφορετικές αντιλήψεις για την απιστία. Ενώ πολλοί πολιτισμοί αναφέρουν την απιστία ως εσφαλμένη και την απορρίπτουν, άλλοι πολιτισμοί είναι πιο ανεκτικοί απέναντι σε μια τέτοια συμπεριφορά. Αυτές οι απόψεις συνδέονται γενικά με τη συνολική φιλελεύθερη φύση της κοινωνίας. Για παράδειγμα, η δανική κοινωνία θεωρείται πιο φιλελεύθερη από πολλές άλλες κουλτούρες, και ως εκ τούτου, έχει τις αντίστοιχες φιλελεύθερες απόψεις για την απιστία και τις εξωσυζυγικές σχέσεις.[12] Σύμφωνα με την Κριστίν Χάρις και τον Νίκολας Κρίστενφελντ, οι κοινωνίες που έχουν ένα πιο φιλελεύθερο νομικό πλαίσιο κατά των εξωσυζυγικών σχέσεων κρίνουν λιγότερο αυστηρά τη σεξουαλική απιστία επειδή διαφέρει από τη συναισθηματική απιστία. Στη δανική κοινωνία, το σεξ δεν συνεπάγεται απαραίτητα μια βαθιά συναισθηματική προσκόλληση. Ως αποτέλεσμα, η απιστία δεν φέρει τόσο σοβαρή αρνητική χροιά.[53] Μια σύγκριση μεταξύ των σύγχρονων κινεζικών και αμερικανικών κοινωνιών έδειξε ότι υπάρχει μεγαλύτερη δυσφορία απέναντι στη σεξουαλική απιστία στις ΗΠΑ παρά στην Κίνα. Αυτή η πολιτισμική διαφορά οφείλεται πιθανότατα στον πιο περιοριστικό χαρακτήρα της κινεζικής κοινωνίας, καθιστώντας έτσι την απιστία πιο σημαντική ανησυχία. Η σεξουαλική απιστία είναι πιο εμφανής στις Ηνωμένες Πολιτείες, επομένως προκύπτει ότι η αμερικανική κοινωνία ασχολείται περισσότερο με την απιστία από ό,τι η κινεζική κοινωνία.[54] Συχνά, η ύπαρξη μίας μόνο κυρίαρχης θρησκείας μπορεί να επηρεάσει τον πολιτισμό ενός ολόκληρου έθνους. Ακόμη και εντός του Χριστιανισμού στις Ηνωμένες Πολιτείες, υπάρχουν ασυμφωνίες ως προς το πώς αντιμετωπίζονται οι εξωσυζυγικές σχέσεις. Για παράδειγμα, οι προτεστάντες και οι καθολικοί δεν βλέπουν την απιστία με την ίδια αυστηρότητα. Η σύλληψη της έννοιας του γάμου είναι επίσης αισθητά διαφορετική. Ενώ στον Ρωμαιοκαθολικισμό ο γάμος θεωρείται ένας άρρητος μυστηριακός δεσμός και το διαζύγιο δεν επιτρέπεται ακόμη και σε περιπτώσεις κατά τις οποίες έχει σημειωθεί απιστία, τα περισσότερα προτεσταντικά δόγματα επιτρέπουν το διαζύγιο και τον εκ νέου γάμο για λόγους απιστίας ή και για άλλους λόγους. Τελικά, διαπιστώνεται ότι οι ενήλικες οι οποίοι συνδέονται με μια θρησκεία (οποιουδήποτε δόγματος) καταλήγουν να θεωρούν την απιστία πολύ πιο οδυνηρή από εκείνους οι οποίοι δεν ήταν συνδεδεμένοι με μια θρησκεία. Αντίστοιχα, εκείνοι που συμμετέχουν περισσότερο στις πρακτικές της θρησκείας τους είναι ακόμη πιο συντηρητικοί στις απόψεις τους απέναντι στην απιστία.[55]
Ορισμένες έρευνες έχουν επίσης φτάσει στο συμπέρασμα ότι το να είναι κάποιος Αφροαμερικανός έχει θετική συσχέτιση με τη διάπραξη απιστίας, ακόμη και όταν το επίπεδο εκπαίδευσης είναι ελεγχόμενο.[11] Άλλες έρευνες υποδεικνύουν ότι η συχνότητα της απιστίας στη διάρκεια της ζωής ενός ατόμου δεν διαφέρει μεταξύ Αφροαμερικανών και λευκών ατόμων. Αυτό που διαφέρει είναι μόνο η πιθανότητα να σημειωθεί απιστία ή το πότε τα άτομα ενδέχεται να εμπλακούν σε αυτήν.[9] Έχει παρατηρηθεί ότι η φυλή και το φύλο συσχετίζονται θετικά με την απιστία, ωστόσο αυτό συμβαίνει συχνότερα για τους Αφροαμερικανούς άνδρες που εμπλέκονται σε εξωσυζυγική απιστία.[10] Οι στρατηγικές ζευγαρώματος των ανθρώπων διαφέρουν από πολιτισμό σε πολιτισμό. Για παράδειγμα, ο Σμιτ αναφέρει πως οι φυλετικές κουλτούρες με υψηλότερο στρες παθογόνων είναι πιο πιθανό να έχουν πολυγαμικά συστήματα γάμου μεταξύ ενός άνδρα και περισσότερων γυναικών, ενώ τα μονογαμικά συστήματα ζευγαρώματος έχουν συνήθως σχετικά χαμηλότερα περιβάλλοντα υψηλής παθογόνου δράσης.[35] Επιπλέον, κάποιοι ερευνητές έχουν επίσης καταλήξει στην ιδέα ότι τα υψηλά ποσοστά θνησιμότητας σε κάποιους τοπικούς πολιτισμούς θα πρέπει να συσχετίζονται με την ύπαρξη πιο επιτρεπτών στρατηγικών ζευγαρώματος.[35][56] Από την άλλη πλευρά, ο Σμιτ αναφέρει πώς τα απαιτητικά περιβάλλοντα αναπαραγωγής θα πρέπει να αυξάνουν την επιθυμία και την επιδίωξη μονογαμικών σχέσεων με δύο γονείς.[35]
Θεωρία στρατηγικού πλουραλισμού
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο στρατηγικός πλουραλισμός είναι μια θεωρία που εστιάζει στον τρόπο με τον οποίο οι περιβαλλοντικοί παράγοντες επηρεάζουν τις στρατηγικές ζευγαρώματος. Σύμφωνα με αυτή τη θεωρία, όταν οι άνθρωποι ζουν σε περιβάλλοντα που είναι απαιτητικά και στρεσογόνα, η ανάγκη για φροντίδα από δύο γονείς είναι μεγαλύτερη για την αύξηση της επιβίωσης των απογόνων. Αντίστοιχα, η μονογαμία και η δέσμευση είναι πιο συνηθισμένες. Από την άλλη πλευρά, όταν οι άνθρωποι ζουν σε περιβάλλοντα που περιέχουν μικρό άγχος και απειλές για τη βιωσιμότητα των απογόνων, η ανάγκη για σοβαρές και αφοσιωμένες σχέσεις μειώνεται και επομένως η μεταπήδηση μεταξύ συντρόφων και η απιστία είναι πιο συχνά φαινόμενα.[35]
Θεωρία αναλογίας των φύλων
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η θεωρία της αναλογίας των φύλων είναι μια θεωρία που εξηγεί τη σχέση και τη σεξουαλική δυναμική σε διάφορες περιοχές του κόσμου με βάση την αναλογία του αριθμού των ανδρών σε ηλικία γάμου προς τις γυναίκες σε ηλικία γάμου. Σύμφωνα με αυτή τη θεωρία, μια περιοχή έχει υψηλή αναλογία φύλων όταν υπάρχει μεγαλύτερος αριθμός γυναικών σε ηλικία γάμου σε σχέση με τον αριθμό των ανδρών που βρίσκονται σε ηλικία γάμου, ενώ μια περιοχή έχει χαμηλή αναλογία φύλων όταν υπάρχουν σε αυτήν περισσότεροι άνδρες από ό,τι γυναίκες σε ηλικία γάμου.[35] Όσον αφορά την απιστία, η θεωρία δηλώνει ότι όταν οι αναλογίες φύλων είναι υψηλές, οι άνδρες είναι πιο πιθανό να μεταπηδούν μεταξύ ερωτικών συντρόφων και να κάνουν σεξ εκτός μιας σχέσης δέσμευσης, επειδή η ζήτηση για άνδρες είναι υψηλότερη και αυτό το είδος συμπεριφοράς που επιθυμούν οι άνδρες είναι πιο αποδεκτό. Από την άλλη πλευρά, όταν οι αναλογίες ανάμεσα στα φύλα είναι χαμηλές, η μεταπήδηση μεταξύ ερωτικών συντρόφων είναι λιγότερο συχνή, επειδή οι γυναίκες έχουν ζήτηση και δεδομένου ότι επιθυμούν τη μονογαμία και τη δέσμευση, οι άνδρες πρέπει να ανταποκριθούν σε αυτές τις επιθυμίες, για να παραμείνουν ανταγωνιστικοί στη δεξαμενή των συντρόφων. Η υποστήριξη αυτής της θεωρίας προέρχεται από στοιχεία που δείχνουν υψηλότερα ποσοστά διαζυγίων σε χώρες με υψηλότερη αναλογία ανάμεσα στα φύλα και υψηλότερα ποσοστά μονογαμίας σε χώρες με χαμηλότερη αναλογία ανάμεσα στα φύλα.[35]
Άλλοι παράγοντες που συμβάλλουν
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ενώ σε καμία περίπτωση η απιστία δεν είναι αποκλειστική για ορισμένες ομάδες ανθρώπων, η αντιλήψεις για την απιστία μπορεί να επηρεαστούν από άλλους παράγοντες. Επιπλέον, σε μια «ομοιογενή κουλτούρα», όπως αυτή στις Ηνωμένες Πολιτείες, στοιχεία όπως το μέγεθος της κοινότητας μπορούν να αποτελέσουν ισχυρούς προγνωστικούς παράγοντες για το πώς γίνεται αντιληπτή η απιστία. Οι μεγαλύτερες κοινότητες έχουν την τάση να ενδιαφέρονται λιγότερο για την απιστία, ενώ οι μικρές κοινότητες, όπως τα χωριά, ενδιαφέρονται πολύ περισσότερο για τέτοια θέματα.[12] Αυτά τα πρότυπα παρατηρούνται και σε άλλους πολιτισμούς. Για παράδειγμα, μια καντίνα σε μια μικρή, αγροτική κοινότητα του Μεξικού θεωρείται συχνά ένα μέρος όπου δεν πηγαίνουν οι «αξιοπρεπείς» ή «παντρεμένες» γυναίκες λόγω της ημιιδιωτικής φύσης της. Αντίθετα, δημόσιοι χώροι όπως η αγορά ή η πλατεία είναι αποδεκτοί χώροι για αλληλεπίδραση μεταξύ ατόμων των δύο φύλων. Το μικρότερο μέγεθος του πληθυσμού συνεπάγεται την απειλή της δημόσιας αναγνώρισης της απιστίας. Ωστόσο, μέσα σε μια ευρύτερη κοινότητα της ίδιας μεξικανικής κοινωνίας, η είσοδος σε ένα μπαρ θα αντιμετωπιζόταν με διαφορετικό τρόπο. Σε μια μεγάλη πόλη, θα θεωρούνταν κάτι απολύτως αποδεκτό τόσο για παντρεμένα όσο και για άγαμα άτομα να πίνουν σε ένα μπαρ. Αυτές οι παρατηρήσεις μπορούν να παραλληλιστούν με αγροτικές και αστικές κοινωνίες στις Ηνωμένες Πολιτείες[57] και σε άλλες χώρες. Τελικά, αυτές οι μεταβλητές και οι κοινωνικές διαφορές υπαγορεύουν τη στάση απέναντι στη σεξουαλική απιστία, η οποία μπορεί να ποικίλλει μεταξύ των πολιτισμών καθώς και εντός των πολιτισμών.
Η «λαθροθηρία» είναι το φαινόμενο σύμφωνα με το οποίο ένα άγαμο άτομο δελεάζει ένα άτομο που βρίσκεται σε σχέση δέσμευσης να αφήσει τον/τη σύντροφό του για χάρη του ίδιου. Σύμφωνα με μια έρευνα που διεξήχθη σε ένα δείγμα 16.964 ατόμων σε 53 χώρες από τον Ντέβιντ Σμιτ το 2001, η λαθροθηρία συντρόφου συμβαίνει σε σημαντικό βαθμό πιο συχνά σε χώρες της Μέσης Ανατολής όπως η Τουρκία και ο Λίβανος και λιγότερο συχνά σε χώρες της Ανατολικής Ασίας όπως η Κίνα και η Ιαπωνία.[58]
Εξελικτικοί παράγοντες
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η θεωρία της γονικής επένδυσης έχει χρησιμοποιηθεί για να εξηγήσει τις εξελικτικές πιέσεις που μπορούν να εξηγήσουν τις διαφορές που παρατηρούνται ανάμεσα στα φύλα ως προς την απιστία. Σύμφωνα με αυτήν τη θεωρία, το φύλο το οποίο επενδύει λιγότερο στους απογόνους έχει περισσότερα να κερδίσει από την αδιάκριτη σεξουαλική συμπεριφορά. Αυτό σημαίνει ότι οι γυναίκες, που συνήθως επενδύουν περισσότερο χρόνο και ενέργεια για την ανατροφή των απογόνων τους (9 μήνες κύησης απογόνων, θηλασμός κ.τ.λ.) θα εξασφάλιζαν τη βιωσιμότητα των απογόνων τους. Από την άλλη πλευρά, οι άνδρες έχουν μικρότερο ποσοστό γονικής επένδυσης και έτσι οδηγούνται σε αδιάκριτη σεξουαλική δραστηριότητα με πολλές συντρόφους, καθώς αυτή η δραστηριότητα αυξάνει την πιθανότητα αναπαραγωγής τους.[59] Αυτή η θεωρία υποστηρίζει ότι αυτές οι εξελικτικές πιέσεις είναι εκείνες που δρουν σε άντρες και γυναίκες με διαφορετικό τρόπο και αυτές που τελικά οδηγούν περισσότερους άνδρες να αναζητούν σεξουαλική δραστηριότητα έξω από τις μόνιμές τους σχέσεις. Ωστόσο, το γεγονός αυτό μπορεί να εξακολουθεί να ευθύνεται για την εμφάνιση εξωδυαδικών σεξουαλικών σχέσεων μεταξύ των γυναικών. Για παράδειγμα, μια γυναίκα της οποίας ο σύζυγος έχει δυσκολίες γονιμοποίησης μπορεί να επωφεληθεί από τη σεξουαλική δραστηριότητα εκτός της μόνιμης σχέσης της. Μπορεί να αποκτήσει πρόσβαση σε υψηλής ποιότητας γονίδια και να εξακολουθεί να αντλεί το όφελος της γονικής επένδυσης από τον σύζυγο ή τον σύντροφό της ο οποίος εν αγνοία του επενδύει στο νόθο παιδί τους.[59] Κάποια στοιχεία για την ανάπτυξη μιας τέτοιας βραχυπρόθεσμης στρατηγικής ζευγαρώματος στις γυναίκες προέρχονται από ευρήματα ότι οι γυναίκες που εμπλέκονται σε απιστία το κάνουν συνήθως με άνδρες υψηλότερης θέσης, κυριαρχίας, σωματικής ελκυστικότητας (που είναι ενδεικτική της γενετικής ποιότητας).[59]
Αμυντικοί μηχανισμοί
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ένας αμυντικός μηχανισμός που ορισμένοι ερευνητές πιστεύουν ότι είναι αποτελεσματικός στην πρόληψη της απιστίας είναι η ζήλια. Η ζήλια είναι ένα συναίσθημα που μπορεί να προκαλέσει έντονες αντιδράσεις. Έχουν συχνά παρατηρηθεί περιπτώσεις κατά τις οποίες η ερωτική ζήλια ήταν άμεση αιτία δολοφονιών και νοσηρής ζήλιας.[28] Ο Μπας (2005) δηλώνει ότι η ζήλια έχει τρεις κύριες λειτουργίες που βοηθούν στην πρόληψη της απιστίας. Αυτές οι λειτουργίες είναι:[60]
- Μπορεί να προειδοποιήσει ένα άτομο για την ύπαρξη απειλών με μια σχέση δέσμευσης.
- Μπορεί να ενεργοποιηθεί με την παρουσία πρόθυμων και πιο επιθυμητών ανταγωνιστών του ίδιου φύλου.
- Μπορεί να λειτουργήσει ως μηχανισμός παρακίνησης που δημιουργεί συμπεριφορικά αποτελέσματα για να αποτρέψει την απιστία και την εγκατάλειψη.
Η εξέταση του φυσιολογικού μηχανισμού της ζήλιας προσφέρει υποστήριξη για αυτήν την ιδέα. Η ζήλια είναι μια μορφή αντίδρασης στο στρες που έχει αποδειχθεί ότι ενεργοποιεί το συμπαθητικό νευρικό σύστημα αυξάνοντας τους παλμούς της καρδιάς, την αρτηριακή πίεση και τον ρυθμό της αναπνοής.[61] Αυτό θα ενεργοποιήσει στο άτομο την απάντηση στο δίλημμα "μάχη ή φυγή" για να εξασφαλίσει τη δράση κατά της απόπειρας σεξουαλικής απιστίας από τον/τη σύντροφό του.[24] Ο Μπας και οι συνεργάτες του ήταν οι πρώτοι που πρωτοστάτησαν στη δημιουργία της θεωρίας ότι η ζήλια είναι ένα εξελιγμένο ανθρώπινο συναίσθημα που έχει γίνει μια έμφυτη ενότητα, βαθιά ριζωμένη ώστε να αποτρέπει την εμφάνιση της απιστίας.[24] Αυτή η ιδέα έχει συζητηθεί ευρέως.[28] Η βάση πίσω από αυτό το επιχείρημα είναι ότι η ζήλια ήταν ευεργετική στην εποχή των προγόνων μας, όταν ήταν πιο κοινή η αμφισβήτηση της πατρότητας.[24] Πρότειναν ότι όσοι ήταν εξοπλισμένοι με αυτή τη συναισθηματική αντίδραση θα πρέπει να μπορούσαν να σταματήσουν την απιστία πιο αποτελεσματικά και όσοι δεν είχαν αυτήν τη συναισθηματική αντίδραση θα πρέπει να δυσκολεύονταν να κάνουν το ίδιο. Επειδή η απιστία επέβαλλε ένα τέτοιο κόστος στην προσαρμοστικότητα, τα άτομα τα οποία υιοθετούσαν τη ζηλότυπη συναισθηματική ανταπόκριση βελτίωναν την προσαρμοστικότητά τους και ήταν σε θέση να μεταδώσουν την ενότητα της ζήλιας στην επόμενη γενιά.[62]
Ένας άλλος αμυντικός μηχανισμός για την πρόληψη της απιστίας είναι ο κοινωνικός έλεγχος και η αντίδραση απέναντι σε κάθε παραβίαση προσδοκιών. Οι ερευνητές που τάσσονται υπέρ αυτού του αμυντικού μηχανισμού εικάζουν ότι στην εποχή των προγόνων μας, η πράξη του σεξ ή η συναισθηματική απιστία είναι αυτό που πυροδοτούσε τη ζήλια και επομένως η ανίχνευση του σήματος θα είχε γίνει μόνο αφού είχε συμβεί η απιστία, καθιστώντας τη ζήλια ένα συναισθηματικό υποπροϊόν χωρίς επιλεκτική λειτουργία.[63] Σύμφωνα με αυτό το σκεπτικό, οι συγκεκριμένοι ερευνητές υποθέτουν ότι το άτομο παρακολουθεί τις ενέργειες του/της συντρόφου του με έναν πιθανό ανταγωνιστή μέσω πρωτογενών και δευτερογενών αξιολογήσεων.[64] Εάν οι προσδοκίες του παραβιαστούν σε οποιοδήποτε επίπεδο παρατήρησης, το άτομο θα στενοχωρηθεί και θα λάβει τα κατάλληλα μέτρα για να σταματήσει την πιθανότητα απιστίας.[65] Επομένως, ο κοινωνικός έλεγχος δίνει στο άτομο τη δυνατότητα να ενεργεί ανάλογα πριν συμβεί η απιστία, έχοντας έτσι την ικανότητα να αυξήσει το επίπεδο της φυσικής του επιλογής.[64] Οι μελέτες που ερευνούν αυτήν τη θεωρία έχουν βρει μεγαλύτερη αποδοχή για την υπόθεση της ερωτικής ζήλιας.[65]
Ένας αμυντικός μηχανισμός απέναντι στην απιστία που έχει προταθεί πιο πρόσφατα και που έχει συγκεντρώσει περισσότερη προσοχή είναι ότι μια συγκεκριμένη κοινωνική ομάδα τιμωρεί τα άπιστα άτομα βλάπτοντας τη φήμη τους.[66] Η βάση για αυτήν τη θεωρία πηγάζει από το γεγονός ότι οι άνθρωποι έχουν μια απαράμιλλη ικανότητα να ελέγχουν τις κοινωνικές σχέσεις και να επιβάλλουν τιμωρίες στα άπιστα άτομα, ανεξάρτητα από το πλαίσιο.[67] Αυτή η τιμωρία μπορεί αν έχει πολλές μορφές, μία από τις οποίες είναι το κουτσομπολιό. Αυτή η ζημιά θα βλάψει τα μελλοντικά οφέλη που μπορεί να αποκομίσει το άτομο από την ομάδα και από τα μέλη της.[67] Μια κατεστραμμένη φήμη είναι ιδιαίτερα επώδυνη όταν σχετίζεται με τη σεξουαλική και τη συναισθηματική απιστία, επειδή μπορεί να περιορίσει τις μελλοντικές αναπαραγωγικές επιλογές συντρόφου εντός της ομάδας και θα προκαλέσει ένα καθαρό κόστος στις προοπτικές της φυσικής επιλογής που υπερβαίνει το όφελος της φυσικής επιλογής που αποκομίζεται από την απιστία. Τέτοιοι περιορισμοί και το αντίστοιχο κόστος που συνεπάγονται αποτρέπουν εξαρχής ένα άτομο από το να διαπράξει απιστία. Η υποστήριξη για την ύπραξη αυτού του αμυντικού μηχανισμού προέρχεται από την έρευνα πεδίου που διεξήχθη από τον Χιρς και τους συναδέλφους του (2007) οι οποίοι διαπίστωσαν ότι το κουτσομπολιό για εξωσυζυγικές σχέσεις σε μια μικρή κοινότητα στο Μεξικό ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένο και καταστροφικό για τη φήμη σε αυτήν την περιοχή. Συγκεκριμένα, διαπιστώθηκε ότι η μοιχεία προκαλεί την αποκήρυξη ενός ατόμου από την οικογένειά του, μειώνει την αξία γάμου των μελών της οικογένειάς του, προκαλεί απώλεια χρημάτων ή και εργασίας σε ένα άτομο καθώς και μείωση της μελλοντικής αναπαραγωγικής δυνατότητάς του. Σε αυτήν την κοινότητα, οι άνδρες που είχαν εξωσυζυγικές σχέσεις το έκαναν σε ιδιωτικούς χώρους με χαμηλότερο επιπολασμό γυναικών που συνδέονται με την κοινότητα, όπως σε μπαρ και σε οίκους ανοχής, ενώ και οι δύο περιοχές στις οποίες βρίσκονταν οι χώροι αυτοί συνεπάγονταν υψηλό κίνδυνο για προσβολή από σεξουαλικά μεταδιδόμενες λοιμώξεις.
Το διαδίκτυο
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο πολλαπλασιασμός των σεξουαλικών δωματίων συνομιλίας και των εφαρμογών γνωριμιών έχει αυξήσει την ευκαιρία για την εμπλοκή ατόμων που βρίσκονται σε σχέσεις δέσμευσης σε πράξεις απιστίας εντός και εκτός διαδικτύου. Μια διαδικτυακή σχέση ορίζεται ως «μια ερωτική ή σεξουαλική σχέση που ξεκινά από τη διαδικτυακή επαφή και διατηρείται κυρίως μέσω της διαδικτυακής επικοινωνίας».[68] Οι σεξουαλικές πράξεις στο διαδίκτυο περιλαμβάνουν συμπεριφορές όπως το διαδικτυακό σεξ, όπου δύο ή περισσότερα άτομα συμμετέχουν σε συζητήσεις για σεξουαλικές φαντασιώσεις μέσω του διαδικτύου και συνήθως συνοδεύονται από αυνανισμό, το hot-chat, όπου οι συζητήσεις μεταξύ δύο ή περισσότερων ατόμων απομακρύνονται από το ανάλαφρο φλερτ και τις συναισθηματικές πράξεις όπου τα άτομα αποκαλύπτουν προσωπικές πληροφορίες σε κάποιο άλλο άτομο που θεωρούν σημαντικό.[69] Ένας νέος τύπος σεξουαλικής δραστηριότητας στο διαδίκτυο είναι όταν τα άβαταρ δύο ατόμων εμπλέκονται σε σεξουαλική δραστηριότητα σε κόσμους εικονικής πραγματικότητας όπως το Second Life. Η πλειοψηφία των Αμερικανών πιστεύει ότι εάν ένας/μια σύντροφος εμπλακεί σε διαδικτυακό σεξ, αυτό συνιστά πράξη απιστίας.[70]
Μια έρευνα του 2005 η οποία διεξήχθη ανάμεσα σε 1.828 συμμετέχοντες αναφέρει ότι το ένα τρίτο από αυτούς δήλωσαν ότι έχουν εμπλακεί σε διαδικτυακό σεξ και από αυτούς το ένα τρίτο, το 46% δήλωσε ότι είχε μια μόνιμη σχέση με κάποιο άλλο άτομο.[71]
Σε μια προσπάθεια να διαφοροποιήσουν την απιστία εκτός και ενός τους διαδικ΄τυου, οι Κούπερ, Μόραχαν-Μάρτιν, Μάθι και Μαχιού κατασκεύασαν έναν μηχανισμό, ο οποίος προσδιορίζει τις τρεις πτυχές της απιστίας στο διαδίκτυο που τη διακρίνουν, σε κάποιο βαθμό, από την παραδοσιακή απιστία:
- Προσβασιμότητα: όσο περισσότερη πρόσβαση έχει κάποιος στο διαδίκτυο, τόσο πιο πιθανό είναι να εμπλακεί σε απιστία.
- Προσιτές τιμές: το χρηματικό κόστος της δυνατότητας πρόσβασης στο διαδίκτυο συνεχίζει να μειώνεται. Έτσι, με ένα μικρό χρηματικό αντίτιμο, ένας χρήστης μπορεί να επισκεφτεί πολλούς ιστότοπους και να καλύψει πολλαπλές πιθανές σεξουαλικές ανάγκες.
- Ανωνυμία: το διαδίκτυο επιτρέπει στους χρήστες να μεταμφιεστούν σε κάποιον άλλον ή να κρύψουν εντελώς την ταυτότητά τους.[72]
Σε μια μελέτη η οποία διεξήχθη ανάμεσα σε 335 Ολλανδούς προπτυχιακούς φοιτητές που εμπλέκονταν σε σοβαρές ερωτικές σχέσεις, οι συμμετέχοντες αντιμετώπισαν τέσσερα διλήμματα σχετικά με τη συναισθηματική και σεξουαλική απιστία μέσω του διαδικτύου ενός/μιας συντρόφου. Η έρευνα έδειξε μια σημαντική διαφορά ανάμεσα στα φύλα ως προς το κατά πόσο οι συμμετέχοντες επέλεξαν τη σεξουαλική ή τη συναισθηματική απιστία ως πιο επώδυνη. Περισσότεροι άντρες παρά γυναίκες ανέφεραν ότι η σεξουαλική εμπλοκή του/της συντρόφου θα τους αναστατώσει περισσότερο από το συναισθηματικό δέσιμο του/της συντρόφου τους με κάποιο άλλο άτομο. Με παρόμοιο τρόπο, στο δίλημμα το οποίο αφορά την απιστία μέσω του διαδικτύου, περισσότεροι άνδρες δήλωσαν ότι η σεξουαλική εμπλοκή του/της συντρόφου τους θα τους αναστατώσει περισσότερο από το συναισθηματικό δέσιμο του/της συντρόφου τους με κάποιο άλλο άτομο. Οι γυναίκες, από την άλλη πλευρά, εξέφρασαν μεγαλύτερη δυσαρέσκεια απέναντι στη συναισθηματική απιστία μέσω του διαδικτύου από ό,τι οι άνδρες.[73][74]
Η απιστία μέσω του διαδικτύου μπορεί να είναι εξίσου επιζήμια για μια σχέση όσο και η σωματική απιστία που συμβαίνει εκτός του διαδικτύου. Μια πιθανή εξήγηση είναι ότι ο εγκέφαλός μας καταγράφει τις εικονικές και τις σωματικές πράξεις με τον ίδιο τρόπο και αντιδρά σε αυτές παρόμοια.[75] Αρκετές μελέτες έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η απιστία μέσω του διαδικτύου, είτε είναι σεξουαλικής είτε είναι συναισθηματικής φύσης, συχνά οδηγεί σε απιστία και εκτός σύνδεσης.[76][77][78][79]
Δωμάτια συνομιλίας
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Μια μελέτη της Μπίατριτς Λία Αβίλα Μάιλχαμ το 2004 εξέτασε το φαινόμενο της απιστίας μέσω του διαδικτύου σε δωμάτια συνομιλίας. Κατά τη διάρκεια της μελέτης, διερευνήθηκαν οι ακόλουθοι παράγοντες:
- ποια στοιχεία και ποια δυναμική περιλαμβάνει η διαδικτυακή απιστία και πώς συμβαίνει
- τι οδηγεί τα άτομα ειδικά στον υπολογιστή για να αναζητήσουν μια παράλληλη σχέση
- κατά πόσο τα άτομα θεωρούν τις διαδικτυακές επαφές απιστία και γιατί ή γιατί όχι και
- ποια δυναμική βιώνουν οι χρήστες των δωματίων συνομιλίας στους γάμους τους.[80]
Τα αποτελέσματα της έρευνας αυτής οδήγησαν σε τρεις καταστάσεις που συμβολίζουν τη δυναμική των δωματίων συνομιλίας και χρησιμεύουν ως βάση για την απιστία μέσω του διαδικτύου:
- Ανώνυμη σεξουαλική αλληλεπίδραση: η προτίμηση των ατόμων για ανώνυμες αλληλεπιδράσεις σεξουαλικής φύσης σε δωμάτια συνομιλίας. Η γοητεία της ανωνυμίας αποκτά επιπλέον σημασία για τα παντρεμένα άτομα, τα οποία μπορούν να απολαμβάνουν σχετική ασφάλεια για να εκφράζουν τις φαντασιώσεις και τις επιθυμίες τους, χωρίς να γίνεται γνωστή η ταυτότητά τους ή να εκτίθενται.
- Εξορθολογισμός της συμπεριφοράς: το σκεπτικό που παρουσιάζουν οι χρήστες των δωματίων συνομιλίας για να αντιλαμβάνονται τις συμπεριφορές τους μέσω του διαδικτύου ως αθώες και αβλαβείς, παρά τη μυστικότητα η οποίες τις διέπει και παρά την έντονη σεξουαλική φύση τους.
- Αβίαστη αποφυγή: έλλειψη ψυχολογικής δυσφορίας από τους χρήστες των δωματίων συνομιλίας κατά την ανταλλαγή σεξουαλικών μηνυμάτων με άγνωστα άτομα.[80]
Νομικές επιπτώσεις
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Όλες οι χώρες της Ευρώπης, καθώς και οι περισσότερες χώρες της Λατινικής Αμερικής έχουν αποποινικοποιήσει τη μοιχεία. Ωστόσο, σε πολλές χώρες της Αφρικής και της Ασίας (ιδιαίτερα στη Μέση Ανατολή) αυτού του είδους η απιστία διώκεται ποινικά. Ακόμη και όταν η απιστία δεν είναι ποινικό αδίκημα, μπορεί να έχει νομικές επιπτώσεις σε υποθέσεις διαζυγίου. Για παράδειγμα, μπορεί να είναι ένας από τους παράγοντες για τον διαμοιρασμό της περιουσίας του ζευγαριού, για την επιμέλεια των παιδιών, την άρνηση καταβολής διατροφής κ.τ.λ. Εάν η υπόθεση αυτή φτάσει στο δικαστήριο, μπορεί να λογοδοτήσει όχι μόνο ο/η σύζυγος, αλλά και «ο άλλος άνδρας ή η άλλη γυναίκα». Για παράδειγμα, επτά πολιτείες των ΗΠΑ (η Χαβάη, το Ιλινόις, η Βόρεια Καρολίνα, το Μισισίπι, το Νέο Μεξικό, η Νότια Ντακότα και η Γιούτα) επιτρέπουν τη δυνατότητα να στοιχειοθετηθεί αδικοπραξίας λόγω συζυγικής αποξένωσης (που ασκείται από τον/την εγκαταλελειμμένο/η σύζυγο κατά τρίτου ατόμου το οποίο φέρεται ότι ευθύνεται για την αποτυχία του γάμου).[81] Σε μια υπόθεση η οποία κέρδισε μεγάλη δημοσιότητα το 2010, μια γυναίκα από τη Βόρεια Καρολίνα κέρδισε μια αγωγή 9 εκατομμυρίων δολαρίων την οποία άσκησε κατά της ερωμένης του συζύγου της.[82][83] Στις Ηνωμένες Πολιτείες, οι ποινικοί νόμοι σχετικά με την απιστία ποικίλλουν και οι πολιτείες που ποινικοποιούν τη μοιχεία σπάνια διώκουν το συγκεκριμένο αδίκημα. Οι ποινές για μοιχεία κυμαίνονται από ισόβια κάθειρξη στο Μίσιγκαν έως την επιβολή προστίμου 10 δολαρίων στο Μέριλαντ[84] ή τις ποινές που επισύρει ένα κακούργημα Α' βαθμού στο Ουισκόνσιν. Η συνταγματικότητα των ποινικών νόμων των ΗΠΑ σχετικά με τη μοιχεία είναι ασαφής λόγω των αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου των Ηνωμένων Πολιτειών το 1965 οι οποίες παρείχαν ιδιωτικότητα των σεξουαλικών σχέσεων σε συναινούντες ενήλικες, καθώς και υποθέσεων όπως η Λόρενς κατά της Πολιτείας του Τέξας (2003). Η μοιχεία έχει κηρυχθεί παράνομη σε 21 πολιτείες.[85]
Σε πολλές περιοχές, η μοιχεία μπορεί να έχει έμμεσες νομικές επιπτώσεις, ιδιαίτερα σε περιπτώσεις κατά τις οποίες προκαλείται βία, όπως ενδοοικογενειακή βία και δολοφονίες, ιδίως με τον μετριασμό της δολοφονίας σε από ανθρωποκτονία από αμέλεια[86] ή με κάποιον άλλον τρόπο παροχής μερικής ή πλήρους υπεράσπισης σε υποθέσεις άσκησης βίας, ειδικά σε κουλτούρες όπου υπάρχει παραδοσιακή ανοχή απέναντι σε εγκλήματα πάθους και σε δολοφονίες τιμής. Τέτοιες διατάξεις έχουν καταδικαστεί από το Συμβούλιο της Ευρώπης και από τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών τα τελευταία χρόνια. Η σύσταση του Συμβουλίου της Ευρώπης Rec(2002)5 της Επιτροπής Υπουργών προς τα κράτη μέλη σχετικά με την προστασία των γυναικών από τη βία αναφέρει ότι τα κράτη μέλη θα πρέπει: "(...) 57. να αποκλείουν τη μοιχεία ως δικαιολογία για την άσκηση βίας εντός της οικογένειας".[87] Το UN Women έχει επίσης δηλώσει σχετικά με την υπεράσπιση της προκλητικότητας και άλλων παρόμοιων υπερασπιστικών γραμμών: «Οι νόμοι θα πρέπει να αναφέρουν ξεκάθαρα ότι αυτές οι υπερασπιστικές γραμμές δεν περιλαμβάνουν ούτε ισχύουν για εγκλήματα «τιμής», μοιχεία ή ενδοοικογενειακή επίθεση ή φόνο».[88]
Θέματα στον χώρο εργασίας
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Καθώς ο αριθμός των γυναικών στο εργατικό δυναμικό αυξανόταν για να ταιριάζει με αυτόν των ανδρών, οι ερευνητές ανέμεναν ότι και η πιθανότητα απιστίας θα αυξανόταν με τις αλληλεπιδράσεις στον χώρο εργασίας.[89] Οι Γουίκγινς και Λέντερερ (1984) διαπίστωσαν ότι οι ευκαιρίες για απιστία σχετίζονταν με τον εργασιακό χώρο, καθώς σχεδόν τα μισά από τα δείγματά τους τα οποία εμπλέκονταν σε απιστία το έκαναν με συναδέλφους τους.[12] Μια μελέτη που έγινε από τον Μακίνις (2007) διαπίστωσε ότι όσα άτομα εργάζονται κοντά σε μεγαλύτερο ποσοστό εργαζομένων του αντίθετου φύλου είναι πιο πιθανό να χωρίσουν για λόγους απιστίας. Ο Κουρόκι διαπίστωσε ότι οι παντρεμένες γυναίκες ήταν λιγότερο πιθανό να κάνουν μια σχέση στον χώρο της εργασίας τους, ενώ είναι πιο πιθανό να το κάνουν τα αυτοαπασχολούμενα άτομα.[89] Το 2000, οι Τρις και Γκίζεν κατέληξαν σε παρόμοια συμπεράσματα, σύμφωνα με τα οποία οι σεξουαλικές ευκαιρίες στον εργασιακό χώρο αύξαναν την πιθανότητα απιστίας κατά τους τελευταίους 12 μήνες.[12]
Θεωρείται ευρέως ότι οι μοιχείες που δημιουργούνται εντός του χώρου εργασίας ότι δεν βοηθούν τις επαγγελματικές και εργασιακές σχέσεις, ενώ οι σχέσεις προϊσταμένων και υφισταμένων απαγορεύονται στο 90% των εταιρειών με γραπτές πολιτικές σχετικά με τις σχέσεις εντός του εργασιακού χώρου. Στις ΗΠΑ, οι εταιρείες δεν μπορούν να απαγορεύσουν τη μοιχεία, καθώς, σε όλες εκτός από λίγες πολιτείες, τέτοιοι κανονισμοί θα έρχονταν σε αντίθεση με νόμους που απαγορεύουν τις διακρίσεις βάσει της οικογενειακής κατάστασης. Ωστόσο, συχνά γίνονται απολύσεις οι οποίες βασίζονται σε κατηγορίες για ακατάλληλη συμπεριφορά εντός του χώρου εργασίας.
Ερευνητές και ψυχολόγοι λένε ότι πιθανώς η απιστία να είναι πιο διαδεδομένη στον δρόμο παρά κοντά στο σπίτι. Η προστασία του δρόμου προσφέρει μια μυστική ζωή γεμάτη ρομαντισμό, μακριά από συζύγους ή συντρόφους. Οι περιπτώσεις αυτές κυμαίνονται από σχέσεις της μίας νύχτας μέχρι σχέσεις που διαρκούν χρόνια. Γίνονται συνήθως με έναν/μια συνάδελφο, συνεργάτη/ιδα ή κάποιο άτομο με το οποίο υπάρχουν επανειλημμένες συναντήσεις.[90]
Ένας άλλος λόγος για την ανάπτυξη σχέσεων εντός του χώρου εργασίας είναι ο χρόνος που περνούν μαζί οι συνάδελφοι. Οι σύζυγοι σήμερα συχνά περνούν περισσότερο χρόνο με τους συναδέλφους τους στον χώρο εργασίας παρά μεταξύ τους. Ένα άρθρο του περιοδικού Newsweek σημειώνει ότι "σχεδόν το 60 τοις εκατό των Αμερικανίδων εργάζονται έξω από το σπίτι, από περίπου 40 τοις εκατό το 1964. Πολύ απλά, οι γυναίκες αλληλεπιδρούν με περισσότερους ανθρώπους κατά τη διάρκεια της ημέρας από ό,τι γινόταν παλιά. Πηγαίνουν σε περισσότερες συναντήσεις, κάνουν περισσότερα ταξίδια για δουλειές και, πιθανώς, συμμετέχουν περισσότερο σε ερωτοτροπίες κατά την κουβεντούλα στον ψύκτη του νερού».[91]
Σύμφωνα με την Ντέμπρα Λάινο σε ένα άρθρο της για το περιοδικό Shave, μερικοί από τους λόγους για τους οποίους οι γυναίκες διαπράτουν απιστία στον χώρο της εργασίας τους είναι επειδή «οι γυναίκες εκτίθενται δυσανάλογα από ό,τι οι άνδρες στο χώρο της εργασίας και, ως εκ τούτου, πολλές έχουν περισσότερες επιλογές και πιθανότητες να διαπράξουν απιστία».[92]
Εναλλακτικές απόψεις (ανταλλαγές συντρόφων και πολυσυντροφικότητα)
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η ανταλλαγή ερωτικών συντρόφων είναι μια μορφή εξωσυζυγικού σεξ κατά την οποία τα παντρεμένα ζευγάρια ανταλλάσσουν συντρόφους μεταξύ τους. Η ανταλλαγή ερωτικών συντρόφων αρχικά ονομαζόταν «ανταλλαγή γυναικών», αλλά λόγω των σεξιστικών σημασιών και του γεγονότος ότι πολλές σύζυγοι ήταν πρόθυμες να ανταλλάξουν συντρόφους, αντικαταστάθηκε με τη φράση «ανταλλαγή συντρόφων» ή «swinging».[93] Το Ανώτατο Δικαστήριο του Καναδά έκρινε ότι η ανταλλαγή ερωτικών συντρόφων είναι νόμιμη, εφόσον λαμβάνει χώρα σε ιδιωτικό χώρο και είναι συναινετική. Η ανταλλαγή ερωτικών συντρόφων μπορεί να είναι κλειστή ή ανοιχτή, κατά την οποία τα ζευγάρια συναντιούνται και κάθε ζευγάρι πηγαίνει σε ξεχωριστό δωμάτιο ή κάνουν σεξ στο ίδιο δωμάτιο.[93] Η πλειονότητα των ατόμων που ανταλλάσσουν συντρόφους ανήκει στις μεσαίες και ανώτερες τάξεις, με ανώτερη εκπαίδευση και εισόδημα, και η πλειοψηφία αυτών των ατόμων είναι λευκοί (90%).[94] Μια μελέτη που έγινε από τον Τζενκς το 1986 διαπίστωσε ότι τα άτομα που ανταλλάσσουν συντρόφους δεν διαφέρουν σημαντικά από αυτά που που δεν ανταλλάσσουν συντρόφους σε θέματα όπως η φιλοσοφία, ο αυταρχισμός, ο αυτοσεβασμός, η ευτυχία, η ελευθερία, η ισότητα κ.τ.λ.[94] Σύμφωνα με τον Χένσελ (1973), η μύηση στον κόσμο της ανταλλαγής ερωτικών συντρόφων γίνεται συνήθως από τον σύζυγο.[95]
Οι λόγοι για να εμπλακεί ένα άτομο σε ανταλλαγή ερωτικών συντρόφων είναι η ποικιλία των σεξουαλικών συντρόφων και εμπειριών, η ευχαρίστηση ή ο ενθουσιασμός, η γνωριμία με νέους ανθρώπους και η ηδονοβλεψία.[93] Για να λειτουργήσει η ανταλλαγή ερωτικών συντρόφων, και οι δύο σύντροφοι θα πρέπει να έχουν μια φιλελεύθερη σεξουαλική προδιάθεση και χαμηλό επίπεδο ζήλιας. Ο Γκιλμάρτιν (1975) διαπίστωσε ότι το 85% του δείγματος των ατόμων που κάνουν ανταλλαγή ερωτικών συντρόφων θεώρησε ότι αυτές οι σεξουαλικές συναντήσεις δεν αποτελούσαν πραγματική απειλή για τον γάμο τους και ένιωθαν ότι είχε βελτιωθεί.[94] Ο Τζενκς (1998) δεν βρήκε κανένα λόγο που να υποδεικνύει ότι η ανταλλαγή ερωτικών συντρόφων ήταν επιζήμια για ντο γάμο, με πάνω από το 91% των ανδρών και το 82% των γυναικών να δηλώνουν ότι ήταν ευχαριστημένοι με την ανταλλαγή ερωτικών συντρόφων.[93]
Μια άλλη μορφή εξωσυζυγικού σεξ είναι η πολυσυντροφικότητα, μια «μη κτητική, ειλικρινής, υπεύθυνη και ηθική φιλοσοφία και πρακτική της αγάπης πολλών ανθρώπων ταυτόχρονα».[93] Υπάρχουν διάφοροι τύποι σχέσεων στην πολυσυντροφικότητα, όπως η σκόπιμη οικογένεια, η ομαδική σχέση και ο ομαδικός γάμος. Ένας τύπος ομαδικής σχέσης μπορεί να είναι μια τριάδα που περιλαμβάνει ένα παντρεμένο ζευγάρι και ένα επιπλέον άτομο που όλοι μοιράζονται σεξουαλική οικειότητα, ωστόσο, συνήθως αυτό γίνεται με την προσθήκη μιας γυναίκας.[93] Σε αντίθεση με την πολυγυνία ή την πολυανδρία, τόσο οι άνδρες όσο και οι γυναίκες μπορεί να έχουν πολλαπλούς συντρόφους εντός των ορίων της πολυσυντροφικότητας. Οι πολυσυντροφικές σχέσεις διακρίνονται από τις εξωσυζυγικές σχέσεις λόγω της πλήρους ειλικρίνειας και της συναίνεσης όλων των εμπλεκομένων ατόμων.[93] Οι πολυσυντροφικές σχέσεις μπορεί να προσδιορίζουν μοναδικά όρια έξω από τις μονογαμικές προσδοκίες πίστης, που αν παραβιαστούν εξακολουθούν να θεωρούνται απιστία. Επειδή τόσο οι άνδρες όσο και οι γυναίκες μπορούν να έχουν πολλαπλούς συντρόφους, αυτά τα άτομα δεν θεωρούν τον εαυτό τους ούτε αδέσμευτα ούτε άπιστα.[96]
Δείτε επίσης
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Ανοιχτός γάμος
- Αποπλάνηση
- Έγκλημα πάθους
- Μοιχεία
- Οικονομική απιστία
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ «μοιχεία». Χρηστικό Λεξικό της Νεοελληνικής Γλώσσας. Ακαδημία Αθηνών. Ανακτήθηκε στις 1 Φεβρουαρίου 2025.
- ↑ «απιστία». Χρηστικό Λεξικό της Νεοελληνικής Γλώσσας. Ακαδημία Αθηνών. Ανακτήθηκε στις 1 Φεβρουαρίου 2025.
- ↑ Regan, Pamela C. (2015). «Infidelity». The International Encyclopedia of Human Sexuality: 583–625. doi: .
- ↑ «How Infidelity Causes Post Traumatic Stress Disorder | Psychology Today». www.psychologytoday.com (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 1 Ιουνίου 2021.
- ↑ Boyce, Sabrina; Zeledón, Perla; Tellez, Ever; Barrington, Clare (April 2016). «Gender-Specific Jealousy and Infidelity Norms as Sources of Sexual Health Risk and Violence Among Young Coupled Nicaraguans». American Journal of Public Health 106 (4): 625–632. doi: . ISSN 0090-0036. PMID 26890184.
- ↑ Christensen, H. T. (1 March 1962). «A Cross-Cultural Comparison of Attitudes Toward Marital Infidelity». International Journal of Comparative Sociology 3 (1): 124–137. doi: .
- ↑ 7,0 7,1 Greeley, Andrew (May 1994). «Marital infidelity». Society 31 (4): 9–13. doi: .
- ↑ 8,0 8,1 Parker-Pope, Tara (28 October 2008). «Love, sex and the changing landscape of infidelity». The New York Times. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 23 October 2021. https://web.archive.org/web/20211023161220/https://www.nytimes.com/2008/10/28/health/28iht-28well.17304096.html. Ανακτήθηκε στις 23 October 2021.
- ↑ 9,0 9,1 Wiederman, Michael W. (January 1997). «Extramarital sex: Prevalence and correlates in a national survey». Journal of Sex Research 34 (2): 167–174. doi: .
- ↑ 10,0 10,1 Choi, K H; Catania, J A; Dolcini, M M (December 1994). «Extramarital sex and HIV risk behavior among US adults: results from the National AIDS Behavioral Survey.». American Journal of Public Health 84 (12): 2003–2007. doi: . PMID 7998648.
- ↑ 11,0 11,1 Treas, Judith; Giesen, Deirdre (February 2000). «Sexual Infidelity Among Married and Cohabiting Americans». Journal of Marriage and Family 62 (1): 48–60. doi: .
- ↑ 12,00 12,01 12,02 12,03 12,04 12,05 12,06 12,07 12,08 12,09 12,10 12,11 12,12 12,13 12,14 12,15 12,16 Blow, Adrian J.; Hartnett, Kelley (April 2005). «Infidelity in Committed Relationships II: A Substantive Review». Journal of Marital and Family Therapy 31 (2): 217–233. doi: . PMID 15974059.
- ↑ Liu, Chien (May 2000). «A Theory of Marital Sexual Life». Journal of Marriage and Family 62 (2): 363–374. doi: .
- ↑ Fernández-Carrasco, Francisco Javier; Rodríguez-Díaz, Luciano; González-Mey, Urbano; Vázquez-Lara, Juana María; Gómez-Salgado, Juan; Parrón-Carreño, Tesifón (14 February 2020). «Changes in Sexual Desire in Women and Their Partners during Pregnancy» (στα αγγλικά). Journal of Clinical Medicine 9 (2): 526. doi: . ISSN 2077-0383. PMID 32075159.
- ↑ Gilding, Michael (2005). «Rampant misattributed paternity: the creation of an urban myth». People and Place 13 (12): 1–11. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2020-10-02. https://web.archive.org/web/20201002174433/https://bridges.monash.edu/articles/journal_contribution/Rampant_misattributed_paternity_the_creation_of_an_urban_myth/4975400. Ανακτήθηκε στις 2016-06-02.
- ↑ Gilding, Michael (February 2009). «Paternity Uncertainty and Evolutionary Psychology: How a Seemingly Capricious Occurrence Fails to Follow Laws of Greater Generality». Sociology 43 (1): 140–157. doi: .
- ↑ 17,0 17,1 «Measuring paternal discrepancy and its public health consequences». J Epidemiol Community Health 59 (9): 749–54. September 2005. doi: . PMID 16100312.
- ↑ Sykes, B; Irven, C (2000). «Surnames and the Y chromosome». Am J Hum Genet 66 (4): 1417–1419. doi: . PMID 10739766.
- ↑ King, T. E.; Jobling, M. A. (1 May 2009). «Founders, Drift, and Infidelity: The Relationship between Y Chromosome Diversity and Patrilineal Surnames». Molecular Biology and Evolution 26 (5): 1093–1102. doi: . PMID 19204044.
- ↑ Forster, P; Hohoff, C; Dunkelmann, B; Schürenkamp, M; Pfeiffer, H; Neuhuber, F; Brinkmann, B (2015). «Elevated germline mutation rate in teenage fathers». Proc Biol Sci 282 (1803): 20142898. doi: . PMID 25694621.
- ↑ 21,0 21,1 Lalasz, C. B.; Weigel, D. J. (2011). «Understanding the relationship between gender and extradyadic relations: The mediating role of sensation seeking on intentions to engage in sexual infidelity». Personality and Individual Differences 50 (7): 1079–1083. doi: .
- ↑ Lammers, J.; Stoker, J. I.; Jordan, J.; Pollmann, M.; Stapel, D. A. (2011). «Power increases infidelity among men and women». Psychological Science 22 (9): 1191–1197. doi: . PMID 21771963.
- ↑ 23,0 23,1 DeSteno, D.; Bartlett, M. Y.; Braverman, J.; Salovey, P. (2002). «Sex differences in jealousy: Evolutionary mechanism or artifact of measurement?». Journal of Personality and Social Psychology 83 (5): 1103–1116. doi: . PMID 12416915. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2018-07-30. https://web.archive.org/web/20180730080729/https://pdfs.semanticscholar.org/c91b/c25e64fa17bede652c8ec43eba6a52bc853f.pdf.
- ↑ 24,0 24,1 24,2 24,3 24,4 Buss, D. M.; Larsen, R. J.; Westen, D.; Semmelroth, J. (1992). «Sex Differences in Jealousy—Evolution, Physiology, and Psychology». Psychological Science 3 (4): 251–255. doi: .
- ↑ 25,0 25,1 Miller, S. L.; Maner, J. K. (2009). «Sex differences in response to sexual versus emotional infidelity: The moderating role of individual differences». Personality and Individual Differences 46 (3): 287–291. doi: .
- ↑ 26,0 26,1 Murphy, S. M.; Vallacher, R. R.; Shackelford, T. K.; Bjorklund, D. F.; Yunger, J. L. (2006). «Relationship experience as a predictor of romantic jealousy». Personality and Individual Differences 40 (4): 761–769. doi: .
- ↑ Buunk, B. P.; Angleitner, A.; Oubaid, V.; Buss, D. M. (1996). «Sex differences in jealousy in evolutionary and cultural perspective: Tests from the Netherlands, Germany, and the United States». Psychological Science 7 (6): 359–363. doi: .
- ↑ 28,0 28,1 28,2 28,3 Harris, C. R. (2003). «A review of sex differences in sexual jealousy, including self-report data, psychophysiological responses, interpersonal violence, and morbid jealousy». Personality and Social Psychology Review 7 (2): 102–128. doi: . PMID 12676643.
- ↑ 29,0 29,1 Sagarin, B. J. (2005). «Reconsidering evolved sex differences in jealousy: Comment on Harris (2003)». Personality and Social Psychology Review 9 (1): 62–75. doi: . PMID 15745865.
- ↑ Levy, K. N.; Blatt, S. J.; Shaver, P. R. (1998). «Attachment styles and parental representations». Journal of Personality and Social Psychology 74 (2): 407–419. doi: .
- ↑ 31,0 31,1 31,2 Levy, K. N.; Kelly, K. M. (2010). «Sex differences in jealousy A contribution from attachment theory». Psychological Science 21 (2): 168–173. doi: . PMID 20424039.
- ↑ Ward, J.; Voracek, M. (2004). «Evolutionary and social cognitive explanations of sex differences in romantic jealousy». Australian Journal of Psychology 56 (3): 165–171. doi: .
- ↑ Zietsch, Brendan P.; Westberg, Lars; Santtila, Pekka; Jern, Patrick (2015). «Genetic analysis of human extrapair mating: heritability, between-sex correlation, and receptor genes for vasopressin and oxytocin». Evolution & Human Behavior 36 (2): 130–136. doi: . Bibcode: 2015EHumB..36..130Z. http://espace.library.uq.edu.au/view/UQ:352859/UQ352859_OA.pdf. «We find strong genetic effects on extrapair mating in women and, for the first time, in men.».
- ↑ Harris, Christine R. (2004). «The Evolution of Jealousy: Did men and women, facing different selective pressures, evolve different "brands" of jealousy? Recent evidence suggests not». American Scientist 92 (1): 62–71. doi: .
- ↑ 35,0 35,1 35,2 35,3 35,4 35,5 35,6 35,7 Schmitt, D. P. (2005). «Sociosexuality from Argentina to Zimbabwe: A 48-nation study of sex, culture, and strategies of human mating». Behavioral and Brain Sciences 28 (2): 247–274. doi: . PMID 16201459.
- ↑ 36,0 36,1 36,2 36,3 36,4 36,5 36,6 Harris, C. R. (2002). «Sexual and romantic jealousy in heterosexual and homosexual adults». Psychological Science 13 (1): 7–12. doi: . PMID 11892782.
- ↑ Salovey, Peter (1991). The Psychology of Jealousy and Envy. Guilford Press. σελίδες 271–286. ISBN 978-0-89862-555-4.
- ↑ Barash & Lipton, D.P. & J.E. (2001). The Myth of Monogamy: Fidelity and Infidelity in Animals and People. New York: Henry Holt.
- ↑ 39,0 39,1 39,2 39,3 «Effects of sex, sexual orientation, infidelity expectations, and love on distress related to emotional and sexual infidelity». Journal of Marital and Family Therapy 40 (1): 68–91. 2012. doi: . PMID 25059413.
- ↑ «After Infidelity». Psychology Today. Ανακτήθηκε στις 9 Νοεμβρίου 2017.
- ↑ Schneider, J. P.; Irons, R. R.; & Corley, M. D. (1999). «Disclosure of extramarital sexual activities by sexually exploitative professionals and other persons with addictive or compulsive sexual disorders». Journal of Sex Education and Therapy 24 (4): 277–288. doi: .
- ↑ 42,0 42,1 Mikulincer, Mario; Florian, Victor; Hirschberger, Gilad (February 2003). «The Existential Function of Close Relationships: Introducing Death Into the Science of Love». Personality and Social Psychology Review 7 (1): 20–40. doi: . PMID 12584055.
- ↑ Russell, V. Michelle; Baker, Levi R.; McNulty, James K. (2013). «Attachment insecurity and infidelity in marriage: Do studies of dating relationships really inform us about marriage?». Journal of Family Psychology 27 (2): 242–251. doi: . PMID 23544923.
- ↑ Shrout, M. Rosie; Weigel, Daniel J. (2017-04-21). «Infidelity's aftermath: Appraisals, mental health, and health-compromising behaviors following a partner's infidelity». Journal of Social and Personal Relationships 35 (8): 1067–1091. doi: .
- ↑ 45,0 45,1 Goldenberg, Jamie L.; Landau, Mark J.; Pyszczynski, Tom; Cox, Cathy R.; Greenberg, Jeff; Solomon, Sheldon; Dunnam, Heather (December 2003). «Gender-Typical Responses to Sexual and Emotional Infidelity as a Function of Mortality Salience Induced Self-Esteem Striving». Personality and Social Psychology Bulletin 29 (12): 1585–1595. doi: . PMID 15018688.
- ↑ 46,0 46,1 46,2 46,3 Sheppard, V. J.; Nelso, E. S.; Andreoli-Mathie, V. (1995). «Dating relationships and infidelity: Attitudes and behaviors». Journal of Sex & Marital Therapy 21 (3): 202–212. doi: . PMID 7500371.
- ↑ Roscoe, B.; Cavanaugh, L. E.; Kennedy, D. R. (1988). «Dating infidelity: Behaviors, reasons and consequences». Adolescence 23 (89): 35–43. PMID 3381685.
- ↑ Glass, S. P.; Wright, T. L. (1992). «Justifications for extramarital relationships: The association between attitudes, behaviors, and gender». Journal of Sex Research 29 (3): 361–387. doi: .
- ↑ Atkins, DC; Baucom, DH; Jacobson, NS (December 2001). «Understanding infidelity: correlates in a national random sample». J Fam Psychol 15 (4): 735–49. doi: . PMID 11770478.
- ↑ Feldman, S. S.; Cauffman, E. (1999). «Your cheatin' heart: Attitudes, behaviors, and correlates of sexual betrayal in late adolescents». Journal of Research on Adolescence 9 (3): 227–252. doi: .
- ↑ Kathiya, Henna (1 April 2010). «Adultery has roots in psychology, biology». The Daily Targum (Rutgers University). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις August 21, 2011. https://web.archive.org/web/20110821053741/http://www.dailytargum.com/university/adultery-has-roots-in-psychology-biology-1.2208541. Ανακτήθηκε στις 16 September 2011.
- ↑ 52,0 52,1 Hupka, Ralph B.; Buunk, Bram; Falus, Gábor; Fulgosi, Ante; Ortega, Elsa; Swain, Ronny; Tarabrina, Nadia (1985). «Romantic Jealousy and Romantic Envy: A Seven-Nation Study». Journal of Cross-Cultural Psychology 16 (4): 423–46. doi: .
- ↑ Harris, Christine R.; Christenfeld, Nicholas (1996). «Jealousy and Rational Responses to Infidelity Across Gender and Culture». Psychological Science 7 (6): 378–79. doi: .
- ↑ Geary, David C.; Rumsey, Michael; Bow-Thomas, Christine; Hoard, Mary K. (1995). «Sexual Jealousy as a Facultative Trait: Evidence from the Pattern of Sex Differences in Adults from China and the United States». Ethology and Sociobiology 16 (5): 355–83. doi: .
- ↑ Burdette, Amy M.; Ellison, Christopher G.; Sherkat, Darren E.; Gore, Kurt A. (2007). «Are Their Religious Variations in Material Infidelity». Journal of Family Issues 28 (12): 1553–581. doi: .
- ↑ Buss, David; Schmitt, David (1 May 1993). «Sexual Strategies Theory: An Evolutionary Perspective on Human Mating». Psychological Review 100 (2): 204–32. doi: . PMID 8483982. https://www.researchgate.net/publication/14715297.
- ↑ Hirsch, J. S.; Meneses, S.; Thompson, B.; Negroni, M.; Pelcastre, B.; RIo, C. (2007). «The inevitability of infidelity: Sexual reputation, social geographies, and marital HIV risk in rural Mexico». American Journal of Public Health 97 (6): 986–996. doi: . PMID 17463368.
- ↑ Meston, Cindy· Buss, David (2009). Why Women Have Sex: Understanding Sexual Motivations from Adventure to Revenge. Macmillan. σελ. 94.
- ↑ 59,0 59,1 59,2 Petersen, J. L.; Hyde, J. S. (2011). «Gender differences in sexual attitudes and behaviors: A review of meta-analytic results and large datasets». Journal of Sex Research 48 (2–3): 149–165. doi: . PMID 21409712.
- ↑ Buss, D. M.; Haselton, M. (2005). «The Evolution of Jealousy». Trends in Cognitive Sciences 9 (11): 506–507. doi: . PMID 16199197.
- ↑ Harris, C. R. (2000). «Psychophysiological responses to imagined infidelity: The specific innate modular view of jealousy reconsidered». Journal of Personality and Social Psychology 78 (6): 1082–1091. doi: . PMID 10870910.
- ↑ Buss, D. M. (1996). «Paternity uncertainty and the complex repertoire of human mating strategies». American Psychologist 51 (2): 161–162. doi: .
- ↑ Harris, C. R. (2005). «Male and female jealousy, still more similar than different: Reply to Sagarin (2005)». Personality and Social Psychology Review 9 (1): 76–86. doi: .
- ↑ 64,0 64,1 Harris, C. R. (2004). «The Evolution of Jealousy». American Scientist 92 (1): 62–71. doi: .
- ↑ 65,0 65,1 Cramer, R. E.; Lipinski, R. E.; Meeter, J. D.; Houska, J. A. (2008). «Sex Differences in Subjective Distress to Unfaithfulness: Testing Competing Evolutionary and Violation of Infidelity Expectations Hypotheses». Journal of Social Psychology 148 (4): 389–405. doi: . PMID 18807418.
- ↑ Fisher, M.; Geher, G.; Cox, A.; Tran, U.S.; Hoben, A.; Arrabaca, A.; Chaize, C.; Deitrich, R. και άλλοι. (2009). «Impact of Relational Proximity on Distress from Infidelity». Evolutionary Psychology 7 (4): 560–580. doi: .
- ↑ 67,0 67,1 Scheuring, I. (2010). «Coevolution of honest signaling and cooperative norms by cultural group selection». Biosystems 101 (2): 79–87. doi: . PMID 20444429. Bibcode: 2010BiSys.101...79S.
- ↑ Young, K. S.; Griffin-Shelley, E.; Cooper, A.; O'mara, J.; Buchanan, J. (2000). «Online infidelity: A new dimension in couple relationships with implications for evaluation and treatment». Sexual Addiction & Compulsivity: The Journal of Treatment and Prevention 7 (1–2): 59–74. doi: .
- ↑ Whitty, Monica (January 2004). «Cybercheating: What do people perceive to be in online relationships?». Counselling and Psychotherapy Journal. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2023-04-05. https://web.archive.org/web/20230405021558/https://www.academia.edu/2741131. Ανακτήθηκε στις 2018-02-14.
- ↑ Randall, H.E.; Byers, E (1 January 2003). «What is sex? Students' definitions of having sex, sexual partner, and unfaithful sexual behaviour». Canadian Journal of Human Sexuality 12: 87–96.
- ↑ Daneback, K.; Al Cooper, Ph; Månsson, S. (2005). «An Internet study of cybersex participants». Archives of Sexual Behavior 34 (3): 321–328. doi: . PMID 15971014.
- ↑ Cooper, A.; Morahan-Martin, J.; Mathy, R. M.; Maheu, M. (2002). «Toward an increased understanding of user demographics in online sexual activity». Journal of Sex & Marital Therapy 28 (2): 105–129. doi: . PMID 11894795.
- ↑ Groothof, Hinke A. K.; Dijkstra, Pieternel; Barelds, Dick P. H. (December 2009). «Sex differences in jealousy: The case of Internet infidelity». Journal of Social and Personal Relationships 26 (8): 1119–1129. doi: .
- ↑ Whitty, Monica T. (February 2005). «The Realness of Cybercheating: Men's and Women's Representations of Unfaithful Internet Relationships». Social Science Computer Review 23 (1): 57–67. doi: . Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2018-07-19. https://web.archive.org/web/20180719170602/http://wrap.warwick.ac.uk/83764/7/WRAP_Realness_cybercheating_Whitty.pdf. Ανακτήθηκε στις 2018-12-28.
- ↑ Mathiak, K.; Weber, R. (2006). «Toward brain correlates of natural behavior:fMRI during violent video games». Human Brain Mapping 27 (12): 948–956. doi: . PMID 16628606.
- ↑ Parks, M.R.; Floyd, K. (1996). «Making friends in cyberspace». Journal of Communication 46: 80–97. doi: .
- ↑ Parks, M.R.; Roberts, L.D. (1998). «'Making MOOsic': The development of personal relationships on line and a comparison to their off-line counterparts». Journal of Social and Personal Relationships 15 (4): 517–537. doi: .
- ↑ Whitty, M.; Gavin, J. (2001). «Age/Sex/Location: Uncovering the Social Cues in the Development of Online Relationships». Cyberpsychology & Behavior 4 (5): 623–630. doi: . PMID 11725656. https://figshare.com/articles/journal_contribution/10101932.
- ↑ Schneider, J. P. (2003). «The impact of compulsive cybersex behaviours on the family». Sexual & Relationship Therapy 18 (3): 329–354. doi: .
- ↑ 80,0 80,1 «Online Infidelity in Internet Chat Rooms: An Ethnographic Exploration» (PDF). Αρχειοθετήθηκε (PDF) από το πρωτότυπο στις 7 Ιουλίου 2024. Ανακτήθηκε στις 5 Μαΐου 2010.
- ↑ Drash, Wayne (8 Δεκεμβρίου 2009). «Beware cheaters: Your lover's spouse can sue you». CNN. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 27 Φεβρουαρίου 2015. Ανακτήθηκε στις 26 Φεβρουαρίου 2015.
- ↑ Gomstyn, Alice (23 Μαρτίου 2010). «Wife Wins $9 Million From Husband's Alleged Mistress». ABC News. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 26 Ιουλίου 2020. Ανακτήθηκε στις 28 Ιουνίου 2020.
- ↑ «Woman wins 'alienation of affection' case». UPI. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 12 Φεβρουαρίου 2018. Ανακτήθηκε στις 12 Φεβρουαρίου 2018.
- ↑ «Crimes Against Marriage». The Maryland People's Law Library. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 18 Δεκεμβρίου 2012. Ανακτήθηκε στις 26 Ιουνίου 2013.
- ↑ «Adultery laws: where is cheating still illegal?». The Week UK. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 17 Σεπτεμβρίου 2015. Ανακτήθηκε στις 16 Σεπτεμβρίου 2015.
- ↑ Nicolas, Peter (8 February 2013). «The Lavender Letter: Applying the Law of Adultery to Same Sex Couples and Same Sex Conduct». Florida Law Review 63 (1): 97. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 23 October 2021. https://web.archive.org/web/20211023161222/https://scholarship.law.ufl.edu/flr/vol63/iss1/3/. Ανακτήθηκε στις 23 October 2021.
- ↑ «Recommendation Rec(2002)5 of the Committee of Ministers to member States on the protection of women against violence» (PDF). Council of Europe. 2002. Αρχειοθετήθηκε (PDF) από το πρωτότυπο στις 12 Φεβρουαρίου 2018. Ανακτήθηκε στις 12 Φεβρουαρίου 2018.
- ↑ «Decriminalization of adultery and defenses». UN Women. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 8 Ιανουαρίου 2016. Ανακτήθηκε στις 16 Σεπτεμβρίου 2015.
- ↑ 89,0 89,1 Kuroki, Masanori (January 2013). «Opposite-sex coworkers and marital infidelity». Economics Letters 118 (1): 71–73. doi: .
- ↑ Stoller, Gary (2007-04-23). «Infidelity is in the air for road warriors». USA Today. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2009-09-04. https://web.archive.org/web/20090904225241/http://www.usatoday.com/travel/news/2007-04-19-air-fidelity-usat_N.htm. Ανακτήθηκε στις 2009-10-19.
- ↑ Ali, Lorraine (8 Αυγούστου 2004). «Marriage: The New Infidelity». Newsweek. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 12 Φεβρουαρίου 2018. Ανακτήθηκε στις 12 Φεβρουαρίου 2018.
- ↑ Laino, Debra. «Why Women Cheat». ShaveMagazine.com. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 4 Φεβρουαρίου 2010. Ανακτήθηκε στις 10 Φεβρουαρίου 2010.
- ↑ 93,0 93,1 93,2 93,3 93,4 93,5 93,6 Hyde, Byers & DeLamater 2009, σελ. [Χρειάζεται σελίδα].
- ↑ 94,0 94,1 94,2 Jenks, R. J. (1998). «Swinging: A review of the literature». Archives of Sexual Behavior 27 (5): 507–521. doi: . PMID 9795730.
- ↑ Henshel, Anne-Marie (January 1973). «Swinging: A Study of Decision Making in Marriage». American Journal of Sociology 78 (4): 885–891. doi: .
- ↑ Ritchie, A.; Barker, M. (2006). «'There Aren't words for what we do or how we feel so we have to make them up': Constructing polyamorous languages in a culture of compulsory monogamy». Sexualities 9 (5): 584–601. doi: . Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2018-07-20. https://web.archive.org/web/20180720131252/http://oro.open.ac.uk/17260/2/7F7F5D0D.pdf. Ανακτήθηκε στις 2018-12-28.
Βιβλιογραφία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Bailey, J. M.; Gaulin, S.; Agyei, Y.; Gladue, B. A. (1994). «Effects of gender and sexual orientation on evolutionarily relevant aspects of human mating psychology». Journal of Personality and Social Psychology 66 (6): 1081–1093. doi: . PMID 8046578.
- Fletcher, G. J.; Kerr, P. S. (2010). «Through the eyes of love: Reality and illusion in intimate relationships». Psychological Bulletin 136 (4): 627–658. doi: . PMID 20565171.
- Hankin, B. L.; Abramson, L. Y. (2001). «Development of gender differences in depression: An elaborated cognitive vulnerability–transactional stress theory». Psychological Bulletin 127 (6): 773–796. doi: . PMID 11726071.
- Hazan, C.; Shaver, P. R. (1994). «Attachment as an organizational framework for research on close relationships». Psychological Inquiry 5 (1): 1–22. doi: .
- Hyde, Janet Shibley· Byers, E. Sandra· DeLamater, John D. (2009). Understanding Human Sexuality. McGraw-Hill Ryerson, Limited. ISBN 978-0-07-076410-1.
- Kobak, R. R.; Hazan, C. (1991). «Attachment in marriage: Effects of security and accuracy of working models». Journal of Personality and Social Psychology 60 (6): 861–869. doi: . PMID 1865324.
- Palson, R (1972). «Swinging in wedlock». Society 9 (4): 28–37. doi: .
- Sagarin, B. J.; Vaughn Becker, D.; Guadagno, R. E.; Nicastle, L. D.; Millevoi, A. (2003). «Sex differences (and similarities) in jealousy: The moderating influence of infidelity experience and sexual orientation of the infidelity». Evolution and Human Behavior 24 (1): 17–23. doi: . Bibcode: 2003EHumB..24...17S.
- Whitty, M. T. (2003). «Pushing the wrong buttons: Men's and women's attitudes toward online and offline infidelity». CyberPsychology & Behavior 6 (6): 569–579. doi: . PMID 14756923. http://wrap.warwick.ac.uk/83766/7/WRAP_Whitty_pushing%20the%20wrong%20buttons.pdf. Ανακτήθηκε στις 2018-12-28.
Περαιτέρω ανάγνωση
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Moultrup, David J. (1990). Husbands, Wives & Lovers. New York: Guilford Press.
- Pittman, F. (1989). Private Lies . New York: W. W. Norton Co.
- Rubin, A. M.; Adams, J. R. (1986). «Outcomes of sexually open marriages». Journal of Sex Research 22 (3): 311–319. doi: .
- Vaughan, P. (1989). The Monogamy Myth. New York: New Market Press.
- Allen, Elizabeth S.; Baucom, Donald H. (December 2004). «Adult Attachment and Patterns of Extradyadic Involvement». Family Process 43 (4): 467–488. doi: . PMID 15605979.
- Gordon, Kristina Coop; Baucom, Donald H.; Snyder, Douglas K. (April 2004). «An integrative intervention for promoting recovery from extramarital affairs». Journal of Marital and Family Therapy 30 (2): 213–231. doi: . PMID 15114949.
- Jankowiak, William; Nell, M.; Buckmaster, Anne (1 January 2002). «Managing Infidelity: A Cross-Cultural Perspective». Ethnology 41 (1): 85–101. doi: .
- Young, Kimberly S.; Cooper, Alvin; Griffiths-Shelley, Eric; O'Mara, James; Buchanan, Jennifer (2000). «Cybersex and Infidelity Online: Implications for Evaluation and Treatment». Sexual Addiction and Compulsivity 7 (10): 59–74. doi: .
- DeSteno, D. A.; Salovey, P. (1996). «Evolutionary origins of sex differences in jealousy? Questioning the fitness of the model». Psychological Science 7 (6): 367–372. doi: .
- Roughgarden, J.; Akcay, E. (2010). «Do We Need a Sexual Selection 2.0?». Animal Behaviour 79 (3): E1–E4. doi: .
- Vandello, Joseph A.; Cohen, Dov (2003). «Male Honor and Female Fidelity: Implicit Cultural Scripts That Perpetuate Domestic Violence». Journal of Personality and Social Psychology 84 (5): 997–1010. doi: . PMID 12757144.
- Barta, W. D.; Kiene, S. M. (2005). «Motivations for infidelity in heterosexual dating couples: The roles of gender, personality differences, and sociosexual orientation». Journal of Social and Personal Relationships 22 (3): 339–360. doi: .
- Donovan, S.; Emmers-Sommer, T. M. (2012). «Attachment style and gender as predictors of communicative responses to infidelity». Marriage & Family Review 48 (2): 125–149. doi: .
- Shackelford, T. K.; LeBlanc, G. J.; Drass, E. (2000). «Emotional reactions to infidelity». Cognition & Emotion 14 (5): 643–659. doi: .