Απιόλη
Η απιόλη είναι φαινυλοπροπένιο, γνωστή και ως καμφορά του μαϊντανού και η πλήρης χημική της ονομασία είναι 1-αλλυλ-2,5-διμεθοξυ-3,4-μεθυλενοδιοξυβενζόλιο. Βρίσκεται στα αιθέρια έλαια στα φύλλα του σέλινου και σε όλα τα μέρη του μαϊντανού.[1]
Ένας Γερμανός φαρμακοποιός, ο Heinrich Christoph Link, από τη Λειψία, την ανακάλυψε το 1715 παρατηρώντας την σε πρασινωπούς κρύσταλλους που μειώνονται από τον ατμό από έλαιο του μαϊντανού. Το 1855 οι ερευνητές Joret και Homolle ανακάλυψαν ότι η απιόλη αποτελεί αποτελεσματική δραστική ένωση για τη θεραπεία της αμηνόρροιας, δηλαδή της έλλειψης εμμήνου ρύσεως.
Στην ιατρική έχει χρησιμοποιηθεί ως αιθέριο έλαιο ή σε καθαρή μορφή, για τη θεραπεία διαταραχών της εμμήνου ρύσεως και ως δραστική ουσία για τις εκπτώσεις (εκτρωτικό). Είναι ερεθιστικό και, σε υψηλές δόσεις, μπορεί να προκαλέσει ηπατική και νεφρική βλάβη.[2] Έχουν μάλιστα αναφερθεί και περιπτώσεις θανάτου λόγω απόπειρας άμβλωσης με χρήση απιόλης.[3][4]
Ο φημισμένος ιατρός Ιπποκράτης είχε σημειώσει ότι ο μαϊντανός είναι ένα βότανο που προκαλεί έκτρωση. Φυτά που περιείχαν απιόλη χρησιμοποιήθηκαν από τις γυναίκες -κατά τον Μεσαίωνα- για τον τερματισμό της κύησης. Φυσικά στις μέρες μας, που διατίθενται ασφαλέστερες μέθοδοι άμβλωσης, η απιόλη έχει σχεδόν λησμονηθεί.
Η ονομασία απιόλη χρησιμοποιείται επίσης για μια στενά συγγενή ένωση, που βρίσκεται στον άνηθο και στις ρίζες του μάραθου, το ισομερές, διλλαπιόλη (ήτοι, 1-αλλυλ-2,3-διμεθοξυ-4,5-μεθυλενοδιοξυβενζόλιο).
Επίσης η φυσική ένωση, εξαλατακίνη (1-αλλυλ-2,6 -διμεθοξυ-3,4-μεθυλενοδιοξυβενζόλιο) είναι ένα άλλο ισομερές θέσης της απιόλης, που ανευρίσκεται σε γηγγενή φυτά της Αυστραλίας, στα είδη Crowea exalata και Crowea angustifolia var. angustifolia.
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ Azeez, Shamina· Krishnamurthy, K. (2008). Chemistry of Spices. Calicut, Kerala, India: Biddles Ltd. σελίδες 380 & 404. ISBN 9781845934057.
- ↑ Amerio, A; De Benedictis, G; Leondeff, J; Mastrangelo, F; Coratelli, P (January 1968). «La nefropatia da apiolo [Nephropathy due to apiol]» (στα it). Minerva Nefrologica 15 (1): 49–70. OCLC 100396864. PMID 5736450.
- ↑ Quinn, Louis J.; Harris, Cecil; Joron, Guy E. (15 April 1958). «Apiol Poisoning». Canadian Medical Association Journal 78 (8): 635–636. PMID 20325694. PMC 1829842. https://archive.org/details/sim_canadian-medical-association-journal_1958-04-15_78_8/page/635.
- ↑ Hermann, Kate; Le Roux, Anne; Fiddes, F.S. (June 1956). «Death from apiol used as abortifacient». The Lancet 267 (6929): 937–939. doi: . PMID 13320936.