Μετάβαση στο περιεχόμενο

Πεντάκορφο Αιτωλοακαρνανίας

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
(Ανακατεύθυνση από Αράχωβα Αιτωλοακαρνανίας)

Συντεταγμένες: 38°46′54″N 21°31′57″E / 38.78167°N 21.53250°E / 38.78167; 21.53250 Για την παλαιότερη ονομασία "Αράχωβα", δείτε Αράχωβα (αποσαφήνιση) και Αράχωβα Ναυπακτίας

Πεντάκορφο
Πεντάκορφο is located in Greece
Πεντάκορφο
Πεντάκορφο
Διοίκηση
ΧώραΕλλάδα[1]
ΠεριφέρειαΔυτικής Ελλάδας
Περιφερειακή ΕνότηταΑιτωλοακαρνανίας
ΔήμοςΑγρινίου
Δημοτική ΕνότηταΠλατάνου
Γεωγραφία
ΝομόςΑιτωλοακαρνανίας
Υψόμετρο750
Πληθυσμός
Μόνιμος139
Έτος απογραφής2021
Πληροφορίες
Παλαιά ονομασίαΑράχωβα
Ταχ. κώδικας301 31
Τηλ. κωδικός26410

Το σημερινό Πεντάκορφο είναι ένα αραιοκατοικημένο ορεινό χωριό του Νομού Αιτωλοακαρνανίας[2]. Απλώνεται κάτω από τις πέντε κορυφές του Παναιτωλικού όρους (Αϊ-Λιας, Κούτουπας, Κυνηγός, Λιπόβρυση και Κέδρος) σε μέσο υψόμετρο 750 μ. και διάσπαρτο μέσα στη βλάστηση καταλήγει σε μια χαράδρα, στο βάθος της οποίας ρέει ο ποταμός Ζέρβας. Συνορεύει Β. με τη Χούνη, ΒΔ. με τον Άγιο Βλάσιο, Ν. με την Καστανούλα, Δ. με την Κυπάρισσο, Α. με την Καταβόθρα Ευρυτανίας και ΒΑ με το Σταυροχώρι Ευρυτανίας (χωριά και αυτά του νομού Αιτωλοακαρνανίας, όταν η Ευρυτανία αποτελούσε επαρχία του).

Η προγενέστερη ονομασία του χωριού ήταν Αράχωβα[3]. Το έτος 1926 το ελληνικό κράτος, με Ν.Δ. από 17-9-1926 «περὶ μετονομασίας συνοικισμῶν πόλεων ἤ κωμῶν», αποφάσισε να μεταβληθούν τα ξενόφωνα και κακόηχα ονόματα συνοικισμών και πόλεων και προχώρησε για το σκοπό αυτό στη συγκρότηση Επιτροπών Μετονομασιών τοπωνυμιών σε κάθε Νομαρχία. Έτσι η Κοινότητα Αραχώβης, της οποίας το όνομα θεωρήθηκε σλάβικο, το 1930 με το ΦΕΚ 251Α - 24/07/1930 μετονομάστηκε σε Πεντάκορφο[4], από τις πέντε ψηλότερες κορφές που το περιβάλλουν.  

Η ονομασία "Αράχωβα"

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η επικρατέστερη προέλευση της ονομασίας Αράχωβα μέχρι πρόσφατα θεωρούνταν σλάβικη. Ο Γερμανός καθηγητής Max Vasmer αναφέρει[5], ότι το τοπωνύμιο Αράχοβα είναι σλαβικής προέλευσης από τη λέξη "orechovo", η οποία σημαίνει "καρυδότοπος". Η παραπάνω θεώρηση είναι αναπόδεικτη και πιθανότατα λανθασμένη αφού «το τοπωνύμιο Αράχωβα συναντάται και σε τόπους όπου ούτε φυτρώνουν ούτε θα μπορούσαν να φυτρώσουν καρυδιές. Επιπλέον, ενώ ανά την Ελλάδα και την νοτιότερα του ποταμού Μάτι Αλβανία υπήρχαν είκοσι τέσσερα χωριά με το όνομα αυτό, ανά τη Βουλγαρία υπάρχουν μόνο οχτώ και στην Παλαιά και νέα Σερβία μόνο πέντε. Η αφύσικη αυτή δυσαναλογία καταντά πολύ μεγαλύτερη, όταν λάβουμε υπόψη, ότι η Βουλγαρία και η Σερβία είναι χώρες, όπου η καρυδιά ευδοκιμεί περισσότερο παρά στην παλαιά Ελλάδα και στην Ήπειρο».[6] Επιπλέον στην περίπτωση της προέλευσης από τη σλάβικη λέξη орахов (oράχοβ=καρυδένιος), δεν μπορεί να δικαιολογηθεί εύκολα η εξαφάνιση του αρχικού γράμματος όμικρον (Ο) και στα δώδεκα σχετικά τοπωνύμια στον Ελλαδικό χώρο, καθώς πρόκειται για μια ανεξήγητη γλωσσική μεταβολή σε μια τόσο εκτεταμένη γεωγραφική έκταση, τη στιγμή μάλιστα που όλα τα τοπωνύμια " Orehovica" στην Βαλκανική Χερσόνησο εξακολουθούν να υφίστανται.

Άλλη εκδοχή θέλει την ονομασία Αράχωβα να έχει ελληνική ρίζα προερχόμενη από τον συνδυασμό των λέξεων "ῥάχις" και "ὠβά", που δηλώνει την οικιστική ένωση κατοίκων που ζούσαν σε μικρούς οικισμούς, τὰς ὠβάς, στις ράχες της περιοχής. Η λέξη "ῥαχάς", κατά τον Αλεξανδρέα γραμματικό Ησύχιο (5ος αι. μ.Χ.), σημαίνει "χωρίον σύνδενδρον (δασώδες) καὶ μετέωρον [σε μεγάλο υψόμετρο], διὰ τὸ ψόφον ἀποτελεῖν καταπνεόμενον [διαπνεόμενο από ισχυρούς ανέμους)". Και "ὠβαί ", πάλι κατά τον Ησύχιο, σημαίνει "τόποι μεγαλομερείς (αποτελούμενοι από μεγάλα μέρη)".[7] Το άλφα (A), που προηγείται, λειτουργεί επιτατικά - ίσως και ευφωνικά - και δίδει έμφαση στο επιβλητικό τοπίο με τις ράχες (παλιότερα το χρησιμοποιούσαν σπάνια ή καθόλου και το όνομα ακουγόταν καθαρότερα ως Ράχωβα).

Υπάρχει και μια τρίτη εκδοχή. Στη βλάχικη γλώσσα υπάρχει η λέξη "ρέχα", που είναι η ράχη βουνού (δάνειο από την ελληνική γλώσσα που μπορεί να σχετίζεται με τη λέξη "ραχάς"). Το αρχικό φωνήεν άλφα (Α), είναι χαρακτηριστική προσθήκη της γλώσσας των Βλάχων στην αρχή των λέξεων που χρησιμοποιούνται δανεικές από άλλες γλώσσες και ειδικότερα αυτών που αρχίζουν από "ρ". Επομένως το όνομα Αράχωβα συνδέεται με το χαρακτηριστικό της ράχης του βουνού σε μεγάλο υψόμετρο. Η Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια στο σχετικό λήμμα αναφέρει: «Ἡ Ἀράχωβα Εὐρυτανίας κεῖται εἰς τὰς κλιτῦς τοῦ Παναιτωλικοῦ ὄρους ἐν θέσει περιόπτῳ».[8]

Από τα παραπάνω μπορούμε βάσιμα να υποθέσουμε ότι το τοπωνύμιο Αράχωβα είτε έχει ρίζα τις ελληνικές λέξεις "ῥαχὰς" και "ὠβά", είτε δημιουργήθηκε από τη βλάχικη λέξη "ρέχα" και τη σλαβική κατάληξη (-ova) στη βυζαντινή περίοδο και δόθηκε σε οικισμούς δασωμένους που βρίσκονται σε ράχη, αρχικά στον βόρειο ελλαδικό χώρο και στη συνέχεια με τις μετακινήσεις των βλαχοποιμένων εξαπλώθηκε νοτιότερα μέχρι την Πελοπόννησο.

Αρχαιότατοι κάτοικοι της Αιτωλίας προς Βορρά ήταν οι Λέλεγες και προς Νότο, οι Κουρήτες και οι Ύαντες. Αργότερα στην περιοχή εγκαταστάθηκαν Επειοί (κάτοικοι του βορείου τμήματος της Ηλείας που κατά τις παραδόσεις προέρχονταν από την Θεσσαλία και ήταν λελεγικής καταγωγής), οι οποίοι ακολούθησαν τον εκδιωχθέντα από την πατρίδα τους Αιτωλό, αδελφό του Παίονος και του Επειού, βασιλέως της Ήλιδος. Μετά την εγκατάσταση των Επειών, η περιοχή η οποία ονομαζόταν Κουρήτις ή Υαντίς έλαβε το όνομα Αιτωλία. Τα γεγονότα αυτά συνέβησαν έξι γενιές πριν από τον Τρωϊκό πόλεμο[9] ή δέκα γενιές πριν συνοικισθεί η Ήλις από τον Όξυλο, όπως αφηγείται ο Έφορος και παραθέτει ο Στράβων. Ο Στράβων, κατονομάζοντας τα διάφορα γένη των Αιτωλών, μνημονεύει τους Ευρυτάνες, τους Οφιονείς (τους οποίους αποκαλεί Οφιείς) και τους Αγραίους.[10] Ο John D. Grainger προσθέτει τους Αποδωτούς, και Απεραντούς.[11]

Η ελληνικότητα των Αιτωλών δεν αμφισβητείται  από τους αρχαίους ιστορικούς, αφού αφενός συμμετείχαν στον Τρωικό πόλεμο με βασιλιά τους τον Θόα, αφετέρου ήταν ομόγλωσσοι με τους Ακαρνάνες και τους Μακεδόνες. Ο  Όμηρος επαινεί τους Αιτωλούς ως "μεγαθύμους καὶ μενεχάρμας" (γενναιόψυχους και ακλόνητους στη μάχη).[12] Ο Τίτος Λίβιος  αναφέρει πως οι Αιτωλοί μιλούσαν γλώσσα όμοια με των Μακεδόνων (Aetolos Acarnanas Macedonas, eiusdem linguae hominess).[13]

 Ο γεωγραφικός χώρος του σημερινού Πεντακόρφου βρισκόταν στα σύνορα Απεραντών και Ευρυτάνων. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των ιστορικών, στην κοιλάδα ανάμεσα στο Μέγδοβα και στον Αγραφιώτη, κατοικούσε το αιτωλικό φύλο των Απεραντών. Ο William J. Woodhouse προσθέτει στην περιοχή των Απεραντών μια λωρίδα κατά μήκος της αριστερής όχθης του Αχελώου, νοτιοδυτικά του Αγ. Βασιλείου με Νότια κατεύθυνση, που πιθανολογείται ότι έφθανε ως τη δεξιά όχθη του ποταμού Ζέρβα και Νοτιοανατολικά ως την κορυφογραμμή του Κούτουπα και του Κυνηγού.[14] Πιο ανατολικά, με κατεύθυνση από Βορρά προς Νότο, άρχιζε η επικράτεια των Ευρυτάνων, του συμπαγέστερου πληθυσμιακού τμήματος των Αιτωλών. Κατοικούσαν στον χώρο των τ. δήμων Ευρυτάνων, Αρακυνθίων και του δήμου Καρπενησίου. Τα προς Νότον και Νοτιοδυτικά σύνορά τους δεν είναι εύκολο να καθοριστούν με ακρίβεια, γιατί λέγεται ότι κάποτε έφταναν ως τις βόρειες όχθες της λίμνης Τριχωνίδας συμπεριλαμβανομένου του Θέρμου και του Αγρινίου.

Στη θέση Κάλανος Πεντακόρφου βρίσκεται μια σημαντική αιτωλική οχύρωση. Πρόκειται για κάποιον άγνωστο και αταύτιστο έως σήμε­ρα αρχαίο οχυρωμένο οικισμό, στον οποίο υπάρχει μικρή λαξευμένη στο βράχο δεξαμενή και ερείπια ορθογώνιου πύργου.[15]

 Κατά τον Πελοποννησιακό Πόλεμο, οι Αιτωλοί αρχικά τήρησαν ουδέτερη στάση, όμως στη συνέχεια βρέθηκαν αντιμέτωποι με τους Αθηναίους, όταν εκείνοι παρακινούμενοι από τους Μεσσήνιους της Ναυπάκτου εκστράτευσαν εναντίον τους το 426 π.Χ. υπό την αρχηγία του στρατηγού Δημοσθένη. Ο Θουκυδίδης, στην εξιστόρηση της αθηναϊκής εκστρατείας στην Αιτωλία, αναφέρεται στην από κοινού δράση των Αιτωλών στην αντιμετώπιση του κινδύνου και επισημαίνει την φυλετική βάση του κοινού των Αιτωλών, το οποίο αποτελείται από τα φύλα των Αποδοτών, των Οφιονέων και των Ευρυτάνων. «Τὸ γὰρ ἔθνος μέγα μὲν εἶναι τὸ τῶν Αἰτωλῶν καὶ μάχιμον, οἰκοῦν δὲ κατὰ κώμας ἀτειχίστους, καὶ ταύτας διὰ πολλοῦ, καὶ σκευῇ ψιλῇ χρώμενον οὐ χαλεπὸν ἀπέφαινον, πρὶν ξυμβοηθῆσαι, καταστραφῆναι. Ἐπιχειρεῖν δὲ ἐκέλευον πρῶτον μὲν Ἀποδωτοῖς, ἔπειτα δὲ Ὀφιονεῦσι καὶ μετὰ τούτους Εὐρυτᾶσιν, ὅπερ μέγιστον μέρος ἐστὶ τῶν Αἰτωλῶν, ἀγνωστότατοι δὲ γλῶσσαν καὶ ὠμοφάγοι εἰσίν, ὡς λέγονται».[16] Το δυσνόητο της γλώσσας οφειλόταν μάλλον στο ότι παρέλειπαν κάποια σύμφωνα ή φωνήεντα, ενώ η ωμοφαγία σχετιζόταν με τη βιασύνη να τρώνε γρήγορα το κρέας σε περιπλανήσεις, ληστείες και μισθοφορικές υπηρεσίες. 

Από τον 4ο αι. π.Χ., η δύναμη των Αιτωλών άρχισε να ανέρχεται ραγδαία ως αποτέλεσμα της δημιουργίας της περίφημης "Αιτωλικής Συμπολιτείας" που θα κυριαρχήσει στα πολιτικά πράγματα της Ελλάδος κατά τον 3ο και 2ο αι. π.Χ. Θα συγκρουσθούν συχνά με την Μακεδονία και θα συμμαχήσουν με τους Ρωμαίους εναντίον των Μακεδόνων. Όταν θα συνειδητοποιήσουν τους κατακτητικούς στόχους της Ρώμης, θα ηγηθούν αντιρωμαϊκής συμμαχίας αλλά θα είναι αργά. Το 279 π.Χ. κέρδισαν το σεβασμό όλων των Ελλήνων, μετά τη νίκη τους και την επιτυχημένη υπεράσπιση του Μαντείου των Δελφών απέναντι στη Γαλατική εισβολή, που είχε λάβει χώρα το ίδιο έτος απειλώντας τον ελληνισμό. Ως αποτέλεσμα, απέκτησαν το δικαίωμα να μετέχουν στην Αμφικτιονία των Δελφών. Μεταξύ των Αιτωλών Ιερομνημόνων στους Δελφούς το 215 π.Χ., αναφέρεται και ο Θεόδοτος ο Απεραντός.[17] Το 146 π.Χ. μετά τη σταδιακή αποδυνάμωση της Αιτωλικής συμπολιτείας η περιοχή περιέρχεται οριστικά στους Ρωμαίους και όλες οι ελληνικές περιοχές υπάγονται στη συγκλητική επαρχία της Μακεδονίας. Οι Αιτωλοί και οι Ακαρνάνες παύουν πλέον να αναφέρονται ως ιδιαίτερο φύλο.

Ευρυτάνες, Απεραντοί και Αγραίοι  διατήρησαν διαχρονικά αξιοσημείωτη συνοχή, τόσο στη γλώσσα και τη θρησκεία, όσο και στα έθιμα και το δίκαιο. Η θρησκεία τους ήταν ασφαλώς ίδια με των υπόλοιπων Ελλήνων, είχε όμως μερικά ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, που ταίριαζαν στον χαρακτήρα και τον τρόπο ζωής τους. Ιδιαίτερες τιμές απέδιδαν στο θεό Διόνυσο και στη θεά του κυνηγιού Άρτεμη την Αγροτέρα (Κυνηγό), όπως άλλωστε ήταν φυσικό για έναν βουνίσιο λαό που στήριζε την ευημερία και την οικονομία του στο κυνήγι και στα προϊόντα του δάσους.

Τα χρόνια της ρωμαιοκρατίας πολλοί κάτοικοι της πεδινής κυρίως Αιτωλίας, μετά την καταστροφή των οικισμών τους, αναγκάστηκαν να αποχωρήσουν για λόγους ασφάλειας στα ορεινά και απρόσιτα βουνά των ομοεθνών τους φυλών. Έτσι οι οικισμοί των Απεραντών και των Ευρυτάνων άρχισαν να πληθαίνουν και να επεκτείνονται με τη δημιουργία καινούργιων.

Στη βυζαντινή περίοδο, η Ευρυτανία μαζί με τη γειτονική Φθιώτιδα ήταν τυπικά κτήση του Βυζαντίου και ανήκε στο θέμα της Ελλάδας. Σύμφωνα με τον χρονικογράφο Μιχαήλ Ψελλό, την περίοδο της εικονομαχίας η περιοχή έλαβε το όνομα Άγραφα. Κι αυτό γιατί ήταν τόσο δυσπρόσιτη και άγρια η περιοχή, αλλά και οι ατίθασοι κάτοικοί της που δεν συμπεριλήφθηκαν στους φορολογικούς καταλόγους της αυτοκρατορίας.[18] Το 1393 το Καρπενήσι και οι γύρω περιοχές ήρθαν στα χέρια των Τούρκων και ιδρύθηκε ομώνυμη επαρχία που διοικητικά υπαγόταν στο σαντζάκι της Ναυπάκτου.

Οι Τούρκοι (Συνθήκη του Ταμασίου)αναγκάστηκαν από πολύ νωρίς να παραχωρήσουν κι αυτοί στους ακατάβλητους κατοίκους της Ευρυτανίας κάποια προνόμια. Έκτοτε η περιοχή έγινε νησίδα καταφυγής για κάθε κυνηγημένο, χώρος ανάπτυξης επαναστατικών κινημάτων και μήτρα διατήρησης του πνευματικού φωτός της Ελληνικής Αναγέννησης.

Σύμφωνα με ιστορικές πληροφορίες της περιόδου των προεπαναστατικών κινημάτων[19], ο Καρπενησιώτης αρματολός Λιβίνης, ύστερα από περιφανή νίκη κατά των Τούρκων στη Γόλιανη, έπεσε πολεμώντας παλληκαρήσια σε επακόλουθη μάχη κοντά στην Αράχωβα (1685) του δήμου Παρακαμπυλίων.[20] Οι Τούρκοι στη συνέχεια έκαψαν το χωριό.[21]

Η περιοχή συμμετείχε ενεργά σε όλες τις εξελίξεις της δεκαετίας 1940-1950, ωστόσο η έρευνα γι’  αυτήν παραμένει ακόμη περιορισμένη.  

Ιστορικό διοικητικών μεταβολών

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας η Αράχωβα διοικητικά ανήκε στο βιλαέτι Ρούμελης, πασαλίκι  Μοριά, σαντζάκι Ναυπάκτου, καζά Καρπενησίου, ναχιγιέ Σοβολάκου. Προς τα τέλη του 18ου αιώνα, ο καζάς Καρπενησίου εξακολουθεί τυπικά να υπάγεται στο σαντζάκι της Ναυπάκτου. Ουσιαστικά όμως περιέρχεται στην πολιτική εξάρτηση και επιρροή του Αλή πασά, όπως όλη η Κεντρική Ελλάδα. Τα όρια του ναχιγιέ (δήμου) Σοβολάκου αρχίζουν από το σημείο όπου ο ποταμός Καρπενησιώτης  κάμπτεται και συναντάει την κοίτη του Ταυρωπού (Μέγδοβα). Από εκεί προεκτείνονται νοτίως και φτάνουν ως το όρος Παναιτωλικό, ενώ στο δυτικό μέρος ως τον Άγιο Βλάσιο. Μέσα στον χώρο αυτόν, που είναι σαν ένα φυσικό προστατευτικό οχυρό ανάμεσα σε ποταμούς και βουνοκορφές, περικλείνονται τα 16 χωριά του Σοβολάκου. Ο αριθμός των κατοίκων σύμφωνα με τους φορολογικούς καταλόγους του 1818 και τον κατάλογο που  συνέταξε  το 1829 ο πληρεξούσιος  της Επαρχίας  Κ. Τσάτσος ήταν (σε οικογένειες): Μπρουσός 130,   Αντράνωβα 20,  Σοχώρια  6,  Κορήκηστα  20, Διβήνζινο 10, Σαρκίνη 15, Βελωτά  10, Σοβολάκου 10, Καστανούλα 10, Αλέστια 30, Τσέρκοβα 10, Αγαλιανός 15, Αγιατριάδα 10,  Χαράστου 7, Χούνη 30, Αγιοβλάσι 130,  Τέροβα 15, Αράχοβα 25, Κιελάκια 5, Σαργιάδα 25, Λάτα 10.[22]

Με το Β.Δ. 3/18-4-1833 (Φ.Ε.Κ. 12Α)[23], Περί διαιρέσεως του Βασιλείου και της διοικήσεώς του), συστάθηκε ο Νομός Ακαρνανίας και Αιτωλίας, στον οποίο σχηματίστηκαν πέντε επαρχίες: Ακαρνανίας με έδρα το Δραγαμέστον (Αστακός), Μεσολογγίου με έδρα το Μεσολόγγιον, Ναυπακτίας με έδρα τη Ναύπακτο, Αγρινίου με έδρα το Βραχώριον (Αγρίνιον) και Καλλιδρόμης με έδρα την Καλλιδρόμη (Καρπενήσι). Το 1836, (Β.Δ. της 21ης Ιουνίου 1836, ΦΕΚ 28Α, Περί διοικητικού οργανισμού), η επαρχία Καλλιδρόμης  μετονομάσθηκε σε Ευρυτανία.[24]

Με το Β.Δ. της 18ης Σεπτεμβρίου 1836 (δεν δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως) «Περί σχηματισμού των Δήμων» η επαρχία Ευρυτανίας, είχε ανάμεσα στους 13 δήμους της το Δήμο Παρακαμπυλίων και το Δήμο Αγιοβλασιτών, στον οποίο ανήκε και η Αράχωβα. Με το Β.Δ. 4 (ΦΕΚ 62Α/3-11-1836) ο Δήμος Αγιοβλασιτών συγχωνεύτηκε στο δήμο Παρακαμπυλίων, με έδρα τον Άγιο Βλάσιο.[25]

Ο νόμος ΓΥΛΔ΄(υπ’ αριθμ. 3434) της 16-11/4-12-1909 (ΦΕΚ 282, Α΄) «Περί διοικητικής διαιρέσεως του Κράτους», κατήργησε τον Νομό Ευρυτανίας (ο οποίος είχε ιδρυθεί για πρώτη φορά το 1899) και η ομώνυμη επαρχία με τον Δήμο Παρακαμπυλίων επανήλθε στο Νομό Ακαρνανίας και Αιτωλίας.[26]

Ο Δήμος διατηρήθηκε μέχρι το 1912 που τροποποιήθηκε ο νόμος και ιδρύθηκαν Κοινότητες. Τότε δημιουργήθηκε η Αράχωβα ως Κοινότητα, με έδρα τον οικισμό Αράχωβα και σε αυτήν προσαρτήθηκε και ο οικισμός Καστανούλα (ΦΕΚ 261Α - 31/08/1912).[27]

Το 1922, η Κοινότητα αποσπάται από την επαρχία Ευρυτανίας του νομού Αιτωλοακαρνανίας και υπάγεται στην επαρχία Τριχωνίας του νομού Αιτωλοακαρνανίας (ΦΕΚ 143Α - 12/08/1922).[28] Με το από 21-12-1927 Δ/μα (ΦΕΚ 304Α΄) η Επαρχία Τριχωνίας μετονομάστηκε σε Επαρχία Τριχωνίδος.[29]

Η Κοινότητα διατηρούσε το όνομα Αράχωβα έως το 1930. Τότε το ελληνικό κράτος, με το Ν.Δ. από 24/7/1930 (ΦΕΚ 251Α),  «ἔχοντας ὑπ’ ὄψει τα ἄρθρα 1 καὶ 5 τοῦ ἀπὸ 17-9-1926 Ν. Διατάγματος "περὶ μετονομασίας συνοικισμῶν πόλεων ἤ κωμῶν", τοῦ κυρωθέντος διὰ τοῦ νόμου 4096 τοῦ 1929, προτάσει τοῦ ἐπὶ τῶν Ἐσωτερικῶν Ὑπουργοῦ στηριζομένης εἰς σύμφωνον γνωμοδότησιν τῆς Ἐπιτροπείας τῶν Τοπωνυμιῶν τῆς Ἑλλάδος», ενέκρινε την μετονομασία της Κοινότητος Αραχώβης σε Πεντάκορφο.[30]

Το 1932, ο οικισμός Καστανούλα αποσπάται από την Κοινότητα Πεντακόρφου και ορίζεται έδρα της Κοινότητας Καστανούλας (ΦΕΚ 352Α - 01/10/1932)[31] και το 1950 ο οικισμός Ποταμούλα αποσπάται από την Κοινότητα Πεντακόρφου και ορίζεται έδρα της Κοινότητας Ποταμούλας (ΦΕΚ 171Α - 10/08/1950).[32]

Με το Σχέδιο Καποδίστριας Ν. 2539/97 (ΦΕΚ 244/4-12-97) η Κοινότητα Πεντακόρφου καταργείται και εντάσσεται στον συσταθέντα Δήμο Παρακαμπυλίων.[33]

Από 1η Ιανουαρίου 2011 με την εφαρμογή του Προγράμματος Καλλικράτης (Ν. 3852, ΦΕΚ 87/7-6-2010) το Δ.Δ. Πεντακόρφου εντάσσεται στο διευρυμένο Δήμο Αγρινίου.[34]

Το πρόσφατο παρελθόν βρίσκει τη γεωργοκτηνοτροφική αυτή κοινωνία με ικανό και δυναμικό πληθυσμό, ο οποίος βελτίωσε την οικονομική του κατάσταση, για λίγο διάστημα, από την κατασκευή των Υδροηλεκτρικών Σταθμών Κρεμαστών και Καστρακίου (1966-1969). Σήμερα οι άνθρωποι έχουν λιγοστέψει. Στην απογραφή του 2011 είχε 210 μόνιμους κατοίκους.[35] Η κύρια απασχόληση των σημερινών κατοίκων παραμένει ο γεωκτηνοτροφικός τομέας. Παραγόμενα προϊόντα είναι το παρθένο ελαιόλαδο, βρώσιμη χονδροελιά και καλαμών, μέλι ανθέων και ελάτης, καθώς και αρωματικά φυτά του βουνού όπως ρίγανη τσάι, φασκόμηλο, χαμομήλι και άλλα βότανα. Επίσης ονομαστά είναι τα παραδοσιακά γλυκά, όπως καρυδάκι, βύσσινο, κεράσι, κυδώνι και η μαρμελάδα. Ακόμα ο τόπος φημίζεται για το υψηλής ποιότητας κρέας από αιγοπρόβατα ελευθέρας βοσκής και χωριάτικα κοτόπουλα, το καλό κρασί και το τσίπουρο, αλλά και για τα παραδοσιακά γαλακτοκομικά, όπως τυρί φέτα, βούτυρο, γιαούρτι, κατίκι (τσαλαφούτι) και ξερή μυζήθρα.  

Περιβάλλον – φύση

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο επισκέπτης στο Πεντάκορφο, έχει την ευκαιρία να απολαύσει  καταπληκτικές φυσικές διαδρομές σε ελατοδάση, ποτάμια και καταρράκτες.[36] Μοναδικός για την ομορφιά του είναι ο καταρράκτης στη θέση Σεπετός-Μύλος Γαβρίλη, από όπου πηγάζει ο ποταμός Ζέρβας. Ο τελευταίος περνώντας νοτιοδυτικά της Κυπαρίσσου καταλήγει στην τεχνητή λίμνη Καστρακίου.

  • Στάθης Ασημάκης, Αράχοβα - τοπωνυμιογλωσσικά και άλλα, εκδ. συλλογές, Αθήνα 2006, σ. 73 - 78
  • Ησυχίου του Αλεξανδρέως Λεξικόν. Φιλολογική αποκατάστασις: Mauricius Schmidt, Libraria Maukiana. Αθήνα, Γεωργιάδης, 1975, στ. 1317 και 1577
  • Παῦλος Δρανδάκης, Μεγάλη Ἑλληνική Ἐγκυκλοπαίδεια, τ. Ε΄, εκδ. Πυρσός, 1926, Αθήναι, σελ. 346
  • Ἀλέξανδρος Ρ. Ραγκαβής, Λεξικὸν τῆς  Ἑλληνικῆς Ἀρχαιολογίας, τ. Α, Ἀθῆναι, 1888, σελ. 44   
  • Στράβων, (1817), Α. Κοραής (εκδ.), Γεωγραφικά, Βιβλίο Ι (Κουρήτες), κεφ. Γ, § 2 και 6
  •  John D. Grainger, (1999), The League of the Aitolians, Βοστον (ed.), p. 33
  • Ομήρου Ιλιάδα, Ομήρου Ιλιάδα, ραψ. Β, στ. 638 και ραψ. Ι, στιχ. 529 και 549
  •  Tito Livio, Ab Urbe condita, Liber XXXI, 29, 15
  •  William J. Woodhouse, (1897) Aetolia - its Geography, Topography, and Antiquities, Oxford (ed.), chapter VIII, p. 80
  • Γεώργιος Σταμάτης, 2011, "Οι αρχαιότητες του Δήμου Παρακαμπυλίων", στο Αθαν. Παλιούρας – Χρυσούλα Σπυρέλη (εκδ.), Αχελώος και τα χωριά "περί τον καλούμενον Καμπύλον ποταμόν", ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ 2010, (Αγρίνιο), 320-321
  • Θουκυδίδου Ιστορίαι, Γ, 94
  •  Κωνσταντῖνος Ν. Σάθας, (1869), Τουρκοκρατούμενη Ἑλλάς, Ἱστορικόν δοκίμιον περὶ τῶν πρὸς ἀποτίναξιν   τοῦ  Ὀθωμανικοῦ ζυγοῦ ἐπαναστάσεων τοῦ Ἑλληνικοῦ ἔθνους (1453-1821), Αθήνα, σ. 341
  • Κωνσταντίνος Αναστ. Ξευγένης, 2015, Η μάχη παρά την Αράχωβα Παρακαμπυλίων (1685), στο Παναγιώτης Ι. Κοντός (εκδ.), Τα Αιτωλικά, 24, (Αθήνα), σ. 94-101
  1. (Ελληνικά) Βάση δεδομένων της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής.
  2. Εγκυκλοπαίδεια Νέα Δομή. Τεγόπουλος - Μανιατέας. 1996. σελ. 270, τομ. 27. 
  3. «Πανδέκτης: Arachova -- Pentakorfon». pandektis.ekt.gr. Ανακτήθηκε στις 27 Δεκεμβρίου 2019. 
  4. «Διοικητικές Μεταβολές Οικισμών». ΕΕΤΑΑ. Ανακτήθηκε στις 27 Δεκεμβρίου 2019. 
  5. Vasmer, Max (1941). Die Slaven in Griechenland. Berlin. σελ. 66. 
  6. Ασημάκης, Στάθης (2006). Αράχοβα Τοπωνυμιογλωσσικά και άλλα. Αθήνα: "Συλλογές" - Αργ. Βουρνάς. σελ. 73-78. ISBN 960-7463-89-7. 
  7. Hesychii Alexandrini Lexicon. Libraria Maukiana: Mauricius Schmidt. σελ. 675, 803. 
  8. Δρανδάκης, Παύλος (1926). Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια τ. Ε΄. Αθήναι: Πυρσός. σελ. 346. 
  9. Ραγκαβής, Αλέξανδρος Ρ. (1888). Λεξικόν της Ελληνικής Αρχαιολογίας T. A'. Αθήναι: Ανέστης Κωνσταντινίδης. σελ. 44. 
  10. Στράβωνος Γεωγραφικά κεφ. Γ, § 2 και 6. Παρίσι: Α. Κοραής. 1917. 
  11. Grainger, John D. (1999). The League of the Aitolians. Leiden . Boston . Koln: Tuta sub aegide Pallas. σελ. 33. ISBN 90 04 10911 0. 
  12. Ομήρου Ιλιάδα, ραψ. Β, στ. 638 και ραψ. Ι, στιχ. 529 και 549. 
  13. Livio, Tito. Ab Urbe condita, Liber XXXI, 29, 15. 
  14. Woodhouse, William J. (1897). Aetolia - its Geography, Topography, and Antiquities, chapter VIII. Oxford: Clarendon Press. 
  15. Σταμάτης, Γεώργιος (2010). Οι αρχαιότητες του Δήμου Παρακαμπυλίων. Αχελώος και τα χωριά "περί τον καλούμενον Καμπύλον ποταμόν", ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ. Αγρίνιο: Αθαν. Παλιούρας – Χρυσούλα Σπυρέλη. σελ. 320-321. 
  16. Θουκυδίδου Ιστορίαι, Γ, 94. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 27 Μαΐου 2017. Ανακτήθηκε στις 13 Ιανουαρίου 2017. 
  17. «Ευρυτάνας Ιχνηλάτης». 
  18. «24 γράμματα Εβδομαδιαίο Περιοδικό Πολιτισμού». 
  19. Σάθας, Κωνσταντίνος Ν. (1869). Τουρκοκρατούμενη Ελλάς, Ιστορικόν δοκίμιον περί των προς αποτίναξιν του Οθωμανικού ζυγού επαναστάσεων του Ελληνικού έθνους (1453-1821). Αθήναι: Τέκνα Ανδρέου Κορομηλά. σελ. 341. 
  20. Ξευγένης, Κωνσταντίνος. «Η μάχη παρά την Αράχωβα Παρακαμπυλίων (1685)» (PDF). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 16 Αυγούστου 2021. Ανακτήθηκε στις 16 Αυγούστου 2021. 
  21. «Γρηγόρης Νικηφ. Κοσσυβάκης». 
  22. «eyrytanika.blogspot.gr». 
  23. ΦΕΚ 12Α (1833). Διοικητικές μεταβολές ΟΤΑ (PDF). Ναύπλιον. σελ. 77-78. [νεκρός σύνδεσμος]
  24. ΦΕΚ 28Α (1836). Διοικητικές μεταβολές ΟΤΑ (PDF). Αθήναι. [νεκρός σύνδεσμος]
  25. ΦΕΚ 62Α (1836). Διοικητικές μεταβολές ΟΤΑ. Αθήναι. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 13 Απριλίου 2016. Ανακτήθηκε στις 13 Ιανουαρίου 2017. 
  26. ΦΕΚ 282Α (1909). Διοικητικές Μεταβολές ΟΤΑ. Αθήναι. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 13 Απριλίου 2016. Ανακτήθηκε στις 13 Ιανουαρίου 2017. 
  27. 261Α (1912). Διοικητικές Μεταβολές ΟΤΑ. Αθήναι. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 13 Απριλίου 2016. Ανακτήθηκε στις 13 Ιανουαρίου 2017. 
  28. ΦΕΚ 143Α (1922). Διοικητικές Μεταβολές ΟΤΑ. Αθήναι. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 13 Απριλίου 2016. Ανακτήθηκε στις 13 Ιανουαρίου 2017. 
  29. ΦΕΚ 304Α (1927). Διοικητικές Μεταβολές ΟΤΑ. Αθήναι. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 13 Απριλίου 2016. Ανακτήθηκε στις 13 Ιανουαρίου 2017. 
  30. ΦΕΚ 231, τ. 1 (1930). Διοικητικές;Μεταβολές ΟΤΑ. Αθήναι. σελ. 2123. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 13 Απριλίου 2016. Ανακτήθηκε στις 13 Ιανουαρίου 2017. 
  31. 352Α (1932). Διοικητικές Μεταβολές ΟΤΑ. Αθήναι. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 13 Απριλίου 2016. Ανακτήθηκε στις 13 Ιανουαρίου 2017. 
  32. ΦΕΚ 171Α (1950). Διοικητικές Μεταβολές ΟΤΑ. Αθήναι. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 13 Απριλίου 2016. Ανακτήθηκε στις 13 Ιανουαρίου 2017. 
  33. ΦΕΚ 244 (1997). Διοικητικές Μεταβολές ΟΤΑ (PDF). Αθήνα. [νεκρός σύνδεσμος]
  34. ΦΕΚ 87 (2010). Διοικητικές Μεταβολές ΟΤΑ (PDF). Αθήνα. [νεκρός σύνδεσμος]
  35. «Dhmos.gr». [νεκρός σύνδεσμος]
  36. «Κώστας Ξευγένης».