Αριασσός
Αρχαία είσοδος στην πόλη | |
Τοποθεσία | Επαρχία Αττάλειας, Τουρκία |
---|---|
Περιοχή | Πισιδία |
Συντεταγμένες | 37°10′52″N 30°28′21″E / 37.18111°N 30.47250°EΣυντεταγμένες: 37°10′52″N 30°28′21″E / 37.18111°N 30.47250°E |
Είδος | Οικισμός |
Σημειώσεις | |
Κατάσταση | Ερειπωμένη |
Η Αριασσός ή Ααρασσός ήταν πόλη στη Μικρά Ασία ανεγερθείσα επί απότομης λοφώδους πλαγιάς και σε απόσταση περίπου 50 χιλιομέτρων προς την ενδοχώρα από την Αττάλεια (σημερινή Αντάλια).
Ιστορία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η πόλη ιδρύθηκε στη διάρκεια της ελληνιστικής περιόδου, τον 3ο αιώνα π.Χ.[1] Το όνομά της αναφέρεται (ως Ααρασσός) περίπου προς το 100 π.Χ. από τον Αρτεμίδωρο τον Εφέσιο, τον οποίον και χρησιμοποιεί ως πηγή του ο Στράβων έναν αιώνα αργότερα. Οι μοναδικές περαιτέρω αναφορές προς το όνομα της πόλης γίνονται από τον Πτολεμαίο στη διάρκεια του 2ου αιώνα μ.Χ., καθώς και εντός των καταλόγων των Χριστιανικών διακονιών (Notitiae Episcopatuum).[2]
Αποτελούσε τμήμα της Πισιδίας και ανήκε αρχικά στην Αυτοκρατορία των Σελευκιδών. Το 189 π.Χ. πέρασε υπό τον έλεγχο του ελληνιστικού βασιλείου της Περγάμου, ο τελευταίος βασιλέας του οποίου, Άτταλος Γ΄, κληροδότησε το βασίλειό του στη Ρώμη το 133 π.Χ.[3]
Υπό τον Οκταβιανό Αύγουστο η Αριασσός κατέστη μέρος της ρωμαϊκής επαρχίας της Γαλατίας.[2] Στους εκκλησιαστικούς καταλόγους εμφανίζεται ως τμήμα της ύστερης ρωμαϊκής επαρχίας της Παμφυλίας Σεκούντας, της οποίας πρωτεύουσα ήταν η Πέργη, καθώς και έδρα επισκοπής της μητρόπολης της τελευταίας.
Ερείπια
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Νομίσματα τα οποία έχουν κοπεί στην Αριασσό έχουν ανακαλυφθεί από τις ανασκαφές στην περιοχή.[4][5]
Τα ερείπια χρονολογούνται κυρίως από τη ρωμαϊκή και βυζαντινή περίοδο, με, ωστόσο, την ύπαρξη ορισμένων χρονολογούμενων από την πρότερη ελληνιστική περίοδο. Καλύτερα διατηρημένο εξ' αυτών είναι η χρονολογούμενη από τον 3ο αιώνα μ.Χ. τρίτοξη είσοδος της πόλης, την οποία παλαιότερα κοσμούσαν τέσσερα αγάλματα. Μεταξύ των υπολοίπων κτιρίων περιλαμβάνονται ένα μεγάλου μεγέθους νυμφαίο και λουτρά, καθώς και μια εκτεταμένη περιοχή κατοικιών. Επίσης υπάρχει μεγάλος αριθμός ταφικών μνημείων.[6][7]
Επισκοπή
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Τα ονόματα τριών εκ των επισκόπων της επισκοπικής έδρας της Αριασσού είναι γνωστά: του Παμμένιου (συμμετείχε στην Α΄ Σύνοδο της Κωνσταντινούπολης το 381), του Θεόφιλου (συμμετείχε στη Σύνοδο τη Χαλκηδόνας το 451) και του Ιωάννη (υπογράφων από κοινού επιστολής των επισκόπων της επαρχίας προς τον Αυτοκράτορα Λέοντα Α΄ τον Θράκα το 458).[8][9]
Τιμητική επισκοπή
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Μην αποτελώντας, πλέον, έδρα επισκόπου, η Αριασσός είναι, σήμερα, καταχωρημένη από την Καθολική Εκκλησία ως τιμητική επισκοπή.[10]
Ονομαστικά αποκατασταθείσα ως Λατινική τιμητική επισκοπή το 1911, παραμένει χηρεύουσα, ενώ είχε στη διάρκεια της ιστορίας της τους παρακάτω κατόχους, όλους εκ του χαμηλότερου (επισκοπικού) βαθμού:
- Ζυλ-Ζοζέφ Μουρί, Εταιρεία Αφρικανικών Αποστολών (S.M.A.) (17 Ιανουαρίου 1911 - 29 Μαρτίου 1935)
- Λεόνσιο Φερνάντεθ Γαλιλέα, Κλαρετιανοί (C.M.F.) (18 Ιουνίου 1935 - 15 Φεβρουαρίου 1957)
- Ζαν Φρινς, C.S.Sp. (12 Απριλίου 1957 - 10 Νοεμβρίου 1959)
- Θέσαρ Γεράρδο Βιέλμο Γκέρα, Σέρβιτες (O.S.M.) (19 Δεκεμβρίου 1959 - 16 Ιουνίου 1963)
- Ιγνάσιο Μαρία δε Ορμπεγόθο ι Γκοϊκοετσέα (29 Οκτωβρίου 1963 - 26 Απριλίου 1968)
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ Kemer Turkey Info, "Ariassos"
- ↑ 2,0 2,1 Stephen Mitchell, Edwin Owens and Marc Waelkens, "Ariassos and Sagalassos 1988" in Anatolian Studies, Vol. 39, 1989
- ↑ S. Rinaldi Tufi, "Ariassos" in Enciclopedia dell'Arte Antica (1994)
- ↑ Ancient Coinage of Pisidia, Ariassus
- ↑ «Asia Minor Coins: Ariassos». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 15 Μαρτίου 2017. Ανακτήθηκε στις 24 Δεκεμβρίου 2016.
- ↑ Sarah H. Cormack, "The Roman-Period Necropolis of Ariassos, Pisidia" in Anatolian Studies, vol. 46, Dec. 1996, pp. 1-25
- ↑ Antik Şehirler: Ariassos
- ↑ Michel Lequien, Oriens christianus in quatuor Patriarchatus digestus, Paris 1740, Vol. I, coll. 1023-1024
- ↑ Pius Bonifacius Gams, Series episcoporum Ecclesiae Catholicae, Leipzig 1931, p. 450
- ↑ Annuario Pontificio 2013 (Libreria Editrice Vaticana 2013 ISBN 978-88-209-9070-1), p. 838