Αφσάρι
Το λήμμα παραθέτει τις πηγές του αόριστα, χωρίς παραπομπές. |
Αυτό το λήμμα παρουσιάζει το θέμα από ελληνική οπτική γωνία ή δίνει δυσανάλογο βάρος στην ελληνική πτυχή ενός παγκόσμιου θέματος. Προσπαθήστε να το ανασκευάσετε ή και να προσθέσετε πληροφορίες έτσι ώστε να καλύπτει πληρέστερα και περισσότερο ουδέτερα το θέμα. Παρακαλούμε δείτε τη σχετική συζήτηση στη σελίδα συζήτησης του λήμματος. |
Το Αφσάρι (ή Ασφάρι και τουρκ. Avsar-koy) είναι χωριό της Καππαδοκίας, το οποίο βρίσκεται 75 χλμ. νότια-νοτιοανατολικά της Καισάρειας και 22 χλμ. βορειοανατολικά του Βαρασού μέσα σε ρεματιά των δυτικών πλαγιών του Τσαμμπάζ-ντάγ, πρόβουνου του Κοζάν-ντάγ στον Αντίταυρο. Οι κάτοικοί του το 1924 ήταν μόνο Έλληνες ελληνόφωνοι (44 οικογένειες – 186 άτομα). Το Αφσάρι διοικητικά ήταν μουχταρλίκι και υπαγόταν στο μουδουρλίκι της Κίσκας, στο καϊμακαμλίκι του Φέκε, στο μουτεσαριφλίκι του Κοζάν (Σίσι) και στο βαλελίκι των Αδάνων ενώ εκκλησιαστικά ανήκε στην μητρόπολη της Καισάρειας.
Ιστορία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ν.Σ. Ρίζος «Καππαδοκικά, ἤτοι, δοκίμιον ἰστορικῆς περιγραφῆς τῆς ἀρχαίας Καππαδοκίας, καί ἰδίως τῶν ἐπαρχιῶν Καισαρείας καί Ἰκονίου.», σελ. 80
Ιωάν. Ιωαννίδης («Μητροπολίται Καισαρείας και διάφοραι πληροφορίαι», σελ. 68)
Κατά την τοπική παράδοση το χωριό αποικίστηκε σε άγνωστη εποχή από τον Βαρασό (κατ’ ορισμένους οι πρώτοι κάτοικοί του ήταν από τον παλαιό οικισμό «Κουδζούξιο» ή Κουτζούκ σουγιού που γειτονεύει με την «Πάρτσα» και κατόπιν ακολούθησαν και άλλες οικογένειες από τον Βαρασό) για να εκμεταλλευτούν τα πλούσια κοιτάσματα σιδήρου που είχαν τα βουνά ανατολικά του και κυρίως στην τοποθεσία «Γήργαγια» κι από αυτό πάλι αποσπάσθηκαν και ιδρύθηκαν αργότερα και τα χωριά Σατί, Κίσκα και Τζουχούρι.
Κωνσταντίνος Αναστασιάδης (Γρεβενά 1966) «Χωρίον Ἀφσάρι τῆς Καππαδοκίας», σελ. 16)
Οι Αφσαριώτες ήταν παλαιότερα «ματεντζήδες» (μεταλλωρύχοι), όμως επειδή σιγά – σιγά ο τόπος γυμνώθηκε από τα δάση που τα έκοβαν για την λειτουργία των καμινιών που έλιωναν το σίδερο, απαγορεύτηκε η εκμετάλλευση του μεταλλείου και οι κάτοικοι στράφηκαν στην γεωργία, την κτηνοτροφία, την μελισσοκομία και το «ἀβτζηλίκι» (κυνήγι) θηραμάτων για γούνες (αλεπούδες, λαγούς, κουνάβια) που απέφερε σημαντικά έσοδα στο χωριό εφόσον μόνο τον χειμώνα από την γούνα των κουναβιών είχαν εισόδημα ως και 3000 χρυσές λίρες.
Το Αφσάρι πρέπει να είναι αρχαίος οικισμός διότι σε βράχο εκεί υπήρχαν σκαλισμένα μεγάλα ανθρωπόμορφα ομοιώματα υπερφυσικού μεγέθους και διάφορα άλλα λαξεύματα. Το όνομα πρέπει να προέρχεται από την νομαδική φυλή των παλαιών Ισαύρων που τους αποκαλούσαν Αφσάρ (Αφσάρους) και να δόθηκε στον οικισμό είτε γιατί ίσως ήταν παλαιότερα ένα από τα μέρη που κατοικούσαν, είτε γιατί ερχόμενοι οι φαρασιώτες εδώ να κατοικήσουν βρήκαν σθεναρή αντίσταση από τους γείτονες τους Τούρκους και επεκράτησαν κατά τρόπο αφσαρικό (παλικαρίσιο).
Στην περιφέρεια του Αφσαριού προς τα ανατολικά και σε απόσταση δύο περίπου ωρών πεζοπορίας βρίσκονταν οι τοποθεσίες «Γιενί-κιόϊ» και «Γαλάς» (Κάστρο). Εκεί πάνω σε βραχώδη πλαγιά ύψους περίπου πενήντα μέτρων βρίσκονταν λαξευμένα τα «μαγαράδε», μία τεχνιτή σπηλιά με δύο θαλάμους και μέσα ήταν σκαλισμένα καθίσματα τύπου «σεκμέ» ενώ η πόρτα ήταν πέτρινη και στηριζόταν με στερεωμένους στην παραστάδα σιδερένιους κρίκους. Πάνω από τα «μαγαρᾶδε» στον βράχο της πλαγιάς ήταν σκαλισμένος ένας δικέφαλος αετός που το ένα κεφάλι του κοιτούσε προς την ανατολή και το άλλο προς την δύση ενώ στα πόδια του είχε τυλιγμένο ένα φίδι. Μπροστά από τα «μαγαρᾶδε» περνούσε ένα αυλάκι με αστείρευτη όλο το χρόνο ποσότητα νερού και παρακάτω και ολόγυρα από τον «Γαλά» υπήρχε πλήθος ερειπίων και θεμέλια σπιτιών από άσπρη πέτρα. Όλα αυτά μας δείχνουν ότι σε άγνωστη εποχή εκεί βρισκόταν ένας μεγάλος και ακμαίος οικισμός που προστατευόταν από κάστρο όπως φανερώνει και το τοπωνύμιο. Σύμφωνα με μία παράδοση, από τον οικισμό αυτό που καταστράφηκε από επιδρομείς σε άγνωστη χρονικά εποχή κατάγονταν οι κάτοικοι των τουρκόφωνων φαρασιώτικων χωριών Χοστσά (ή Χοτζτζά) και Μπεσκαρντάς (ή Πές-καρτάς) που διατηρούσαν επιγαμίες με το Αφσάρι.
Πηγές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Αναστασιάδη Κωνσταντίνου, «Χωρίον Ἀφσάρι τῆς Καππαδοκίας», Γρεβενά 1966, βιβλιοθήκη Κ.Μ.Σ.
- ΠΡΟΣΟΧΗ: Η παραπάνω πηγή είναι ανύπαρκτη. Ο συγγραφέας ονομάζεται Αναστασιάδης Βασίλειος και αναφέρει ότι του αφηγήθηκε ο πατέρας του Κωνσταντίνος Αναστασιάδης.
- Ασβέστη Β. Μαρίας, «Ἐπαγγελματικές ἀσχολίες τῶν κατοίκων τῆς Καππαδοκίας», Επικαιρότητα, Αθήνα 1980.
- Ιωαννίδη Ιωάννου, «Μητροπολίται Καισαρείας καί Διάφοροι πληροφορίαι», Κωνσταντινούπολη 1895 (δακτυλογραφημένη μετάφραση από τα καραμανλήδικα Τουργούτη Χρ., 1958, βιβλιοθήκη Κ.Μ.Σ.)
- Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών,«Ἡ Ἕξοδος. Τόμος Β΄. Μαρτυρίες ἀπό τίς ἐπαρχίες τῆς Κεντρικῆς καί Νότιας Μικρασίας», Αθήνα 1982.
- Λαμπρόπουλου Αναστ. Ευάγγελου, "Καππαδοκία - Φάρασα. Τα τραγούδια και χοροί των Φαράσων της Καππαδοκίας, μαζί με διάφορα λαογραφικά στοιχεία.", Μεσσήνη, Α΄ έκδοσις 1995, Δ΄ έκδοσις επαυξημένη 2005.
- Ρίζου Σ. Ν., «Καππαδοκικά, ἤτοι δοκίμιον ἰστορικῆς περιγραφῆς τῆς ἀρχαῖας Καππαδοκίας καί ἰδίως τῶν ἐπαρχιῶν Καισάρειας καί Ἰκονίου», Κωνσταντινούπολη 1856.