Βαρωνία της Βελιγοστής
Η Βαρονία της Βελιγοστής ή Βελίγοστης ή Βελιγούρτ (1209 - 1382) ήταν μια υποτελής βαρονία στο Πριγκιπάτο της Αχαΐας που ιδρύθηκε το 1209 από τον πρίγκιπα Γουλιέλμο Σαμπλίτη. Η πρωτεύουσα της ήταν η Βελιγοστή Αρκαδίας, σήμερα είναι ένα μικρό χωριό που απέχει 11 περίπου χιλιόμετρα από τη Μεγαλόπολη και 3 χλμ. από το δρόμο Μεγαλόπολης-Καλαμάτας. (Ελληνικά : Βελίγοστι ή Βελιγόστη, Γαλλικά : Veligourt, Ισπανικά : Viligorda, Ιταλικά : Villegorde.) Η βαρονία απέκτησε αργότερα και την Αργολική Τροιζήνα (Ελληνικά : Δαμαλᾶ, Γαλλικά : Damalet), την δεκαετία του 1250 την διοικούσε ένας πλάγιος κλάδος του Οίκου ντε Λα Ρος που κυβερνούσε το Δουκάτο των Αθηνών. Μετά την πτώση της Βελιγοστής στους Βυζαντινούς (1330) η βαρονία εξακολουθούσε να υπάρχει αλλά περιορίστηκε μόνο στην Τροιζήνα.[1]
Προέλευση του ονόματος
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το Κάστρο της Βελιγοστής που προϋπήρχε και κατακτήθηκε έπειτα από πολιορκία, έγινε η κατοικία και η έδρα του βαρόνου· γύρω του αναπτύχθηκε ο φραγκικός οικισμός της Βελιγοστής. Η Βελιγοστή, που βρίσκεται στο κέντρο περίπου της σημερινής Αρκαδίας κοντά στην αρχαία Μεγαλόπολη, έπεσε στους Σταυροφόρους γύρω στο 1206 χωρίς αντίσταση.[2] Η προέλευση του ονόματος είναι ασαφής: ο ιστορικός Καρλ Χοπφ τον 19ο αιώνα αναφέρει, ότι το όνομα προέρχεται από το Γαλλικό "Βελιγούρτ" που είναι παραφθορά του Γαλλικού χωριού "Βαλινκούρ", το οποίο ο Χοπφ υποθέτει σαν πατρίδα του Οίκου ντε Μον. Η οικογένεια Βελιγούρτ συμμετείχε στην Δ΄ Σταυροφορία· πάντως ο μεσαιωνολόγος Αντουάν Μπον γράφει, ότι το Ελληνικό και το Γαλλικό χωριό δεν έχουν καμιά σχέση πέρα από την ομοιότητα των ονομάτων τους. Ο Μπο υποθέτει ότι η ομοιότητα ίσως να οφείλεται, στο ότι οι δύο κώμες έχουν κοινή μακρινή καταγωγή από τους Σλάβους.[3]
Οίκος ντε Μον
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Όταν το πριγκιπάτο χωρίστηκε σε 12 υψηλές βαρονίες, φέουδα και τιμάρια, η υψηλή βαρονία της Βελιγοστής μαζί με 4 φέουδα δόθηκε στον Φράγκο ιππότη Ματθαίο ντε Μον (1209).[4][5] Η Συνθήκη της Σαπιέντζας καταγράφει σαν πρώτο βαρόνο τον Ούγο ντε Μον (1209), τον οποίο διαδέχθηκε πριν το 1230 ο Ματθαίος ντε Μον, ο πρώτος βαρόνος που αναφέρεται στο Χρονικόν του Μορέως με καταγωγή από το νησί Μον της Δανίας. Ο Ματθαίος κράτησε τη βαρονία μέχρι τον γάμο του με μια Βυζαντινή πριγκίπισσα, κόρη του Θεόδωρο Β΄ Λάσκαρη, που τη νυμφεύτηκε σε μια αποστολή του στην Αυτοκρατορία της Νίκαιας στα μέσα της δεκαετίας του 1250.[6] Ο Καρλ Χοπφ, που αγνόησε τη Συνθήκη της Σαπιέντζας, καταγράφει δύο βαρόνους με το όνομα Ματθαίος για να καλύψει το κενό ανάμεσα στο 1209 και το 1260: τον Ματθαίο Α΄ και τον Ματθαίο Β΄, με τον τελευταίο να παντρεύτηκε την Βυζαντινή πριγκίπισσα.[7]
Οίκος ντε Λα Ρος
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο Ματθαίος ντε Μον εξαφανίζεται από τις πηγές μετά τον γάμο του και η βαρονία πέρασε σε έναν νεότερο κλάδο του Οίκου ντε Λα Ρος, που κυβερνούσε το Δουκάτο των Αθηνών: σε έγγραφο που χρονολογείται το 1256 ο Γουλιέλμος ντε Λα Ρος καταγράφεται σαν κύριος της Βελιγοστής. Ο τρόπος που μεταβιβάστηκε η βαρονία στον Γουλιέλμο δεν είναι γνωστός· ο Χοπφ υποθέτει ότι νυμφεύτηκε μία αδελφή του Ματθαίου ντε Μον.[8] Ο Γουλιέλμος, σαν μικρότερος αδελφός του δούκα των Αθηνών Γκυ Α΄ ντε Λα Ρος, είχε πάρει δώρο τη χερσόνησο της Τροιζήνας· από την ημέρα που έγινε βαρόνος της Βελιγοστής, οι δυο περιοχές ενώθηκαν στην ίδια βαρονία.[9][10] Ο Γουλιέλμος ντε Λα Ρος συμμετείχε στη μάχη του Καρυδίου στο πλευρό του αδελφού του Γκυ ντε Λα Ρος και πολέμησε εναντίον του πρίγκιπα που ήταν υποτελής.
Η Τροιζήνα, σε αντίθεση με τις γειτονικές πόλεις Άργος και Ναύπλιο που αντιστάθηκαν μέχρι το 1212, ήταν από τις πρώτες περιοχές της Πελοποννήσου που αλώθηκαν από τους Σταυροφόρους.[11] Η Τροιζήνα δεν εμφανίζεται στις πρώτες βαρονίες του πριγκιπάτου της Αχαΐας στη Γαλλική και την Ελληνική έκδοση των Χρονικών του Μορέα (1230). Η Αραγονική έκδοση καταγράφει μόνο έναν ευγενή με το όνομα Γουλιέλμος Β΄ ντε Λα Ρος, που είχε έξι φέουδα στην περιοχή και είχε ανεγείρει ένα κάστρο και τρία φέουδα από την Οικογένεια Φουτσερόλ.[12] Οι αναφορές αυτές χρονολογούνται το δεύτερο μισό του 13ου αιώνα· τότε η περιοχή είχε απαλλαγεί από την Φραγκική παρουσία.[13] Ο Ιάκωβος ντε Λα Ρος, γιος του Γουλιέλμου, αναφέρεται στην Αραγονική έκδοση ως "κύριος της Βελιγοστής" και στις αρχές του 14ου αιώνα ο Ρεϋνάλδος/Ρενώ ντε Λα Ρος, γιος του Ιακώβου με τη [Μαρία Αλλαμάν, κόρη του Βαρόνου της Πάτρας Γουλιέλμου Β΄ Αλλαμάνου αναφέρεται σαν "κύριος της Τροιζήνας".[14]
Οίκος Ζαχαρία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η Βελιγοστή έγινε από την δεκαετία του 1260 η σημαντικότερη στρατιωτική βάση των Φράγκων εναντίον του Δεσποτάτου του Μυστρά στη νοτιοανατολική Πελοπόννησο. Η βαρωνία της Βελιγοστής και η βαρωνία του Νικλίου κρατούσαν τα στενά στα οροπέδια της κεντρικής Αρκαδίας, στην καρδιά της Πελοποννήσου, από τους Βυζαντινούς.[15] Οι Φράγκοι δέχτηκαν στη Βελιγοστή μετά το 1272 σημαντικές απειλές από τους Βυζαντινούς· από τότε εξαφανίστηκαν σταδιακά από τις πηγές.[16] Η οικογένεια εξακολουθούσε να κατέχει τον τίτλο του βαρόνου της Βελιγοστής (ή Βελιγούρτ σύμφωνα με την Γαλλική έκδοση) χάρη στην κατοχή της Τροιζήνας.[10][17] Ο Ρενάλδος έπεσε στην Μάχη του Αλμυρού (1311) και η διάδοχός του Ζακλίν ντε Λα Ρος παντρεύτηκε τον Μαρτίνο Ζαχαρία, που ήταν κύριος της Χίου και έγινε βαρόνος της Χαλανδρίτσας λίγο πριν το 1325.[10][18] Τον Μαρτίνο διαδέχθηκαν οι δυο γιοί του: πρώτα ο μεγαλύτερος Βαρθολομαίος και μετά τον θάνατό του (1336) ο μικρότερος Κεντυρίων Α΄ Ζαχαρίας. Μετά τον θάνατο του Κεντυρίωνος (1382) η οικογένεια Ζαχαρία φαίνεται ότι έχασε την Τροιζήνα.[18] Η βαρωνία έπεσε πιθανότατα το 1382 εξ' ολοκλήρου στα χέρια του Δεσπότη του Μυστρά[19].
Βαρώνοι της Βελίγοστης
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Βαρώνος | Διάρκεια |
---|---|
Οίκος Μον | |
Ούγο ντε Μον | περί 1209; |
Ματθαίος ντε Μον |
περί 1230; -1264 |
Οίκος ντε Λα Ρος | |
Γουλιέλμος ντε Λα Ρος (κύριος της Βελιγοστής) σύζυγος κόρης του Ματθαίου Α΄ και ανηψιός του Όθωνα ντε Λα Ρος |
1264- ; |
Ιάκωβος ντε Λα Ρος γιος του Γουλιέλμου Β΄ |
|
Ρενάλδος ντε Λα Ρος γιος του Ιάκωβου |
|
Ζακλίν ντε Λα Ρος (Jacqueline de La Roche)[20] κόρη του Ιάκωβου |
1311-1327 |
Οίκος Ζαχαρία | |
Μαρτίνος Ζαχαρίας σύζυγος της Ζακλίν |
1320- |
Κεντυρίων Α΄ Ζαχαρίας γιος του Μαρτίνου |
1345- |
Ανδρόνικος Ασάν Ζαχαρίας γιος του Κεντυρίων Α΄ |
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ Bon 1969, pp. 487ff., 518ff.
- ↑ Bon 1969, p. 68.
- ↑ Bon 1969, pp. 111, 518.
- ↑ Bon 1969, p. 518.
- ↑ Miller 1921, pp. 71–72.
- ↑ Bon 1969, pp. 110–111, 518–519.
- ↑ Bon 1969, pp. 110, 518.
- ↑ Bon 1969, pp. 111, 519.
- ↑ Bon 1969, pp. 110, 519.
- ↑ 10,0 10,1 10,2 Topping 1975, p. 120.
- ↑ Bon 1969, pp. 487, 490.
- ↑ Bon 1969, pp. 110, 487.
- ↑ Bon 1969, pp. 487–488.
- ↑ Bon 1969, pp. 106, 110, 488.
- ↑ Bon 1969, pp. 130, 132, 142, 144.
- ↑ Bon 1969, pp. 146, 181–182, 519.
- ↑ Bon 1969, p. 146.
- ↑ 18,0 18,1 Bon 1969, p. 488.
- ↑ Δήμος Τροιζήνας, ιστορική αναδρομή[νεκρός σύνδεσμος], ανακτήθηκε 5 Μαρτίου 2013
- ↑ Women in power 1300-1350, ανακτήθηκε 28 Μαρτίου 2013
Πηγές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Chroniques greco-romanes : inedites ou peu connues avec notes et tables genealogiques / par Charles Hopf. -- Berlin : Weidmann, 1873. -- xlviii, 538 p. : fold. geneal. tables
- Κάρολος Μπούσαλης, History report, Πριγκιπάτο, δεσποτάτο και οι Τούρκοι, ανακτήθηκε 4 Μαρτίου 2013
- Το Χρονικόν του Μωρέως
- Ανέκδοτα νομίσματα και μολυβδόβουλλα των κατά τους μέσους αιώνας Δυναστών της Ελλάδος / υπό Παύλου Λάμπρου, Εν Αθήναις : Εκ του Τυπογραφείου αδελφών Πέρρη, 1880
- Πέτρος Καλονάρος, Το Χρονικόν του Μορέως, Αθήναι, Αρχαίος Εκδοτικός οίκος Δημ. Δημητράκου Α.Ε., εισαγωγή σελίδα : λα΄
- Bon, Antoine (1969). La Morée franque. Recherches historiques, topographiques et archéologiques sur la principauté d’Achaïe (in French). Paris: De Boccard.
- Miller, William (1921). Essays on the Latin Orient. Cambridge: Cambridge University Press.
- Topping, Peter (1975). "The Morea, 1311–1364". In Hazard, Harry W. A History of the Crusades, Volume III: The fourteenth and fifteenth centuries. University of Wisconsin Press.
Αυτό το λήμμα σχετικά με τις Σταυροφορίες χρειάζεται επέκταση. Μπορείτε να βοηθήσετε την Βικιπαίδεια επεκτείνοντάς το. |