Μετάβαση στο περιεχόμενο

Βασίλειο των Μήδων

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Η μέγιστη έκταση του βασιλείου των Μήδων. Υποθετικός χάρτης.

 

Η Μηδία, παλαιά περσικά: 𐎶𐎠𐎭 Māda, ακκαδικά: Mādāya ήταν μια πολιτική οντότητα με κέντρο τα Εκβάτανα, που υπήρχε από τον 7ο αι. π.Χ. έως τα μέσα του 6ου αι. π.Χ. Πιστεύεται ότι κυριαρχούσε σε σημαντικό μέρος του ιρανικού υψίπεδου, και προηγήθηκε της ισχυρής Αχαιμενιδικής Αυτοκρατορίας. Οι συχνές παρεμβάσεις των Ασσυρίων στην περιοχή του Ζάγκρου οδήγησαν στη διαδικασία ενοποίησης των Μηδικών φυλών. Το 612 π.Χ., οι Μήδοι έγιναν αρκετά ισχυροί, ώστε, σε συμμαχία με τους Βαβυλώνιους, να ανατρέψουν την παρακμάζουσα Ασσυριακή Αυτοκρατορία. Ωστόσο, η σύγχρονη επιστήμη τείνει να είναι δύσπιστη σχετικά με την ύπαρξη ενός ενωμένου βασιλείου ή κράτους των Μήδων, τουλάχιστον για το μεγαλύτερο μέρος του 7ου αι. π.Χ.[1]

Σύμφωνα με την κλασική ιστοριογραφία, η Μηδία εμφανίστηκε ως μια σημαντική δύναμη της αρχαίας Μέσης Ανατολής μετά την κατάρρευση της Ασσυρίας. Κάτω από τον Κυαξάρη (βασ. 625-585 π.Χ.), τα σύνορα του βασιλείου επεκτάθηκαν προς τα ανατολικά και τα δυτικά μέσω της υποταγής γειτονικών λαών, όπως οι Πέρσες και οι Αρμένιοι. Η εδαφική επέκταση των Μήδων οδήγησε στο σχηματισμό της πρώτης Περσικής αυτοκρατορίας, η οποία στην ακμή της θα είχε ασκήσει εξουσία σε περισσότερα από δύο εκατομμύρια τετρ. χλμ., εκτεινόμενη από τις ανατολικές όχθες τού ποταμού Άλυος στη Μ. Ασία μέχρι την Κεντρική Ασία. Την περίοδο αυτή, η Μηδική αυτοκρατορία ήταν μία από τις μεγάλες δυνάμεις στην αρχαία Μέση Ανατολή, μαζί με τη Βαβυλώνα, τη Λυδία και την Αίγυπτο. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του, ο Αστυάγης (585-550 π.Χ.) εργάστηκε για να ενισχύσει και να κάνει επίκεντρο το κράτος των Μήδων, πηγαίνοντας ενάντια στη θέληση των ευγενών από τις φυλές, το οποίο μπορεί να συνέβαλε στην πτώση του βασιλείου. Το 550 π.Χ. η μηδική πρωτεύουσα, τα Εκβάτανα, κατακτήθηκαν από τον Πέρση βασιλιά Κύρο Β΄, σηματοδοτώντας την αρχή της Αυτοκρατορίας των Αχαμενιδών.[1]

Ενώ είναι γενικά αποδεκτό ότι οι Μήδοι έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην αρχαία Μέση Ανατολή μετά την πτώση της Ασσυρίας, οι ιστορικοί διαφωνούν για την ύπαρξη μιας Μηδικής αυτοκρατορίας ή ακόμη και ενός βασιλείου. Μερικοί μελετητές αποδέχονται την ύπαρξη μιας ισχυρής και οργανωμένης αυτοκρατορίας, που θα είχε επηρεάσει τις πολιτικές δομές της μεταγενέστερης Αυτοκρατορίας των Αχαμενιδών. Άλλοι υποστηρίζουν ότι οι Μήδοι είχαν σχηματίσει μια χαλαρή ομοσπονδία φυλών, και όχι ένα κεντρικό κράτος.

Όχι μόνο κατά τη διάρκεια της νεο-ασσυριακής περιόδου του 9ου έως 7ου αι. π.Χ., αλλά και για τις επόμενες νεο-βαβυλωνικές και πρώιμες Περσικές εποχές, οι πηγές εκθέτουν μια εξωτερική άποψη των Μήδων. Δεν υπάρχει ούτε μία πηγή των Μήδων, που να αντιπροσωπεύει μια Μηδική άποψη για την ιστορία τους.[2] Οι διαθέσιμες κειμενικές πηγές στη Μηδία αποτελούνται κυρίως από σύγχρονα Ασσυριακά και Βαβυλωνιακά κείμενα,[3] καθώς και από την περσική επιγραφή του Μπεχιστούν, έργα μεταγενέστερων Ελλήνων συγγραφέων όπως ο Ηροδότος και ο Κτησίας, και ορισμένα βιβλικά κείμενα.[4] Πριν από τις αρχαιολογικές ανακαλύψεις των ασσυριακών και βαβυλωνικών ερειπίων και των κειμενικών αρχείων στα μέσα του 19ου αι., η ιστορία των πολιτισμών στην Εγγύς Ανατολή πριν από την Αυτοκρατορία των Αχαμενιδών βασίστηκε αποκλειστικά σε κλασικές και Βιβλικές πηγές. Οι πληροφορίες για τους Μήδους, καθώς και για τους Ασσύριους και τους Βαβυλώνιους, προέρχονταν από τα έργα κλασικών συγγραφέων, όπως ο Ηροδότος και οι διάδοχοί του. Συγκέντρωσαν πληροφορίες από επιστημονικούς κύκλους μέσα στην αυτοκρατορία των Αχαιμενιδών, αλλά αυτές οι πληροφορίες δεν ήταν ούτε άμεσες ούτε σύγχρονες, ούτε βασίστηκαν σε στερεά αρχεία ή ιστορικά υλικά. Αν και δεν έχει ανακαλυφθεί καμία σύγχρονη κειμενική πηγή στα Μηδικά, οι πληροφορίες που υπάρχουν στις ασσυριακές και Βαβυλωνικές πηγές είναι αρκετά σχετικές.[5]

Εικόνα του κόσμου σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, 5ος αι. π.Χ.

Λόγω της απουσίας γραπτών αρχείων από την προ-Αχαιμενιδική Μηδία, και μέχρι πρόσφατα, της έλλειψης αρχαιολογικών στοιχείων, ο «Μηδικός λόγος» του Έλληνα ιστορικού Ηροδότου (Α΄.95-106) ήταν για μεγάλο χρονικό διάστημα η πρωταρχική και γενικά αποδεκτή ιστορική περιγραφή των αρχαίων Μήδων. [6] Στην αφήγησή του στο πρώτο βιβλίο των Ιστοριών του, ο Ηρόδοτος εντοπίζει την ανάπτυξη ενός ενοποιημένου Μηδικού κράτους ή αυτοκρατορίας με κύρια πρωτεύουσα τα Εκβάτανα και γεωγραφική εμβέλεια δυτικά ως τον ποταμό Άλυ στην κεντρική Μ. Ασία. [7] Αν και αυτό που περιγράφει συνέβη αιώνες νωρίτερα, και πιθανότατα βασίστηκε σε αναξιόπιστες προφορικές αφηγήσεις, η περιγραφή του μπορεί να συσχετιστεί σε κάποιο βαθμό με τις ασσυριακές και βαβυλωνιακές πηγές. [8] Ο Έλληνας ιστορικός Κτησίας εργάστηκε ως ιατρός στην υπηρεσία του βασιλιά των Αχαιμενιδών Αρταξέρξη Β' και έγραψε για την Ασσυρία, τη Μηδία και την αυτοκρατορία των Αχαιμενιδών στο έργο του Περσικά [9], που αποτελείται από 23 βιβλία, που υποτίθεται ότι βασίζονται σε περσικά βασιλικά αρχεία. [10] Παρά τη σφοδρή κριτική του Ηρόδοτου και την κατηγορία ότι είπε πολλά ψέματα, ο Κτησίας ακολουθεί τον Ηρόδοτο, και αναφέρει επίσης μια μακρά περίοδο κατά την οποία οι Μήδοι κυβέρνησαν μια τεράστια αυτοκρατορία. [9] Ό,τι έχει διασωθεί από το έργο του είναι γεμάτο με ρομαντικές ιστορίες, εξωτικά ανέκδοτα, κουτσομπολιά της Αυλής και λίστες αμφισβητήσιμης αξιοπιστίας [10], καθιστώντας τον Κτησία έναν από τους λίγους αρχαίους συγγραφείς, που θεωρούνται όχι πολύ αξιόπιστοι. Ωστόσο, άλλοι τον θεωρούν σημαντική πηγή. [9] [11]

Οι ασσυριακές βασιλικές επιγραφές, που χρονολογούνται από τον Σαλμανεσέρ έως τον Εσαρχαντδών (π. 850-670 π.Χ.), περιέχουν τις πιο σημαντικές ιστορικές πληροφορίες για τους Μήδους. Η Ηροδότειος αφήγηση που ασχολείται με την περίοδο πριν από τον βασιλιά της Μηδίας Κυαξάρη, έχει σε μεγάλο βαθμό απορριφθεί υπέρ των σύγχρονων ασσυριακών αρχείων. [5] Οι ασσυριακές πηγές που παρέχουν πληροφορίες για τους Μήδους, δεν αναφέρουν ποτέ ένα ενιαίο Μηδικό κράτος. Αντίθετα, αυτές οι πηγές υποδεικνύουν ένα κατακερματισμένο πολιτικό τοπίο, που περιλαμβάνει οντότητες μικρής κλίμακας, με επικεφαλής διάφορους άρχοντες των πόλεων. Ενώ οι μελετητές έχουν προτείνει συνδέσεις μεταξύ ορισμένων ατόμων σε αυτό το περιβάλλον, και των ονομάτων που αναφέρονται στις κλασικές πηγές, όλες οι ταυτοποιήσεις που βασίζονται στην ομοιότητα των ονομάτων είναι αμφισβητήσιμες. [12] Οι ασσυριακές πηγές προσφέρουν καθαρή εικόνα μόνο μέχρι το π. 650 π.Χ. Για την επόμενη περίοδο, υπάρχει ένα κενό σε ποσότητα και ποιότητα των ασσυριακών πηγών. [13] Ιστορικές μαρτυρίες για ένα ενοποιημένο Μηδικό κράτος έρχονται πολύ αργά στην περίοδο, όταν το 615 π.Χ. οι Μήδοι επανεμφανίστηκαν στις βαβυλωνιακές πηγές με επικεφαλής τον Κυαξάρη. Μετά από αυτό το γεγονός, οι Μήδοι υποχωρούν για άλλη μια φορά από την ιστορία μέχρι το 550 π.Χ., όταν ο Πέρσης βασιλιάς Κύρος Β' νικά τον βασιλιά της Μηδίας Αστυάγη, για να γίνει η κορυφαία πολιτική προσωπικότητα στο Ιράν. [7] Η ιστορία της περιόδου π. 650–550 π.Χ. -το προφανές ζενίθ της Μηδικής δύναμης- παραμένει ελάχιστα κατανοητό. [14] Ενώ οι κλασικές ελληνικές πηγές υποστηρίζουν την ύπαρξη μιας Μηδικής Αυτοκρατορίας κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, απτές αποδείξεις που να υποστηρίζουν την ύπαρξη μιας τέτοιας αυτοκρατορίας, δεν έχουν ακόμη βρεθεί, και σύγχρονες πηγές αυτής της περιόδου σπάνια αναφέρονται στους Μήδους. [15]

Αρχαιολογικές πηγές

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Μηδική περίοδος είναι μια από τις λιγότερο κατανοητές περιόδους στην ιρανική αρχαιολογία, και η γεωγραφία των Μήδων παραμένει σε μεγάλο βαθμό ασαφής. [16] Οποιαδήποτε προσπάθεια εντοπισμού διακριτικών στοιχείων του Μηδικού υλικού πολιτισμού από την Εποχή του Σιδήρου ΙΙΙ (περίπου 800-550 π.Χ.) στη δυτική περιοχή του Ιράν, επικεντρώνεται κυρίως σε τοποθεσίες κοντά στην αρχαία πρωτεύουσα της Μηδίας, τα Eκβάτανα (σύγχρονο Χαμαντάν). [17] Επιπλέον, η έλλειψη σαφήνειας στα αρχαιολογικά αρχεία καθιστά δύσκολο να καθοριστεί, εάν ορισμένα αρχαιολογικά υλικά πρέπει να αποδοθούν στον Μηδικό ή Αχαιμενιδικό πολιτισμό. [4] [18] Η σύγχρονη αρχαιολογική δραστηριότητα στην κεντρική περιοχή των αρχαίων Μήδων ήταν ιδιαίτερα έντονη και καρποφόρα τις δεκαετίες του 1960 και του 1970, με τις ανασκαφές στο Γκοντίν Τεπέ, στο Tεπέ Nουσ-ι Τζαν και στο Μπαμπά Τζαν. Επιπλέον, στην παρακείμενη περιοχή του αρχαίου βασιλείου της Mανέα, οι ανασκαφές στο Χασανλού και στο Zιβιγιέ απέδωσαν επίσης παραγωγικά αποτελέσματα. Η αρχαιολογική δραστηριότητα αποκάλυψε ότι, κατά τον 8ο και 7ο αι. π.Χ., οι μεσαίες τοποθεσίες γνώρισαν σημαντική ανάπτυξη, αλλά ερημώθηκαν στο πρώτο μισό του 6ου αι. π.Χ., περίοδος που υποτίθεται ότι ήταν το ζενίθ της ανάπτυξης για την υποτιθέμενη αυτοκρατορία των Μήδων.

Η φάση Nουσ-ί Τζαν I, με κατά προσέγγιση ημερομηνία 750-600 π.Χ., αποκάλυψε μια σειρά από πολλά κτίρια στην τοποθεσία. Το «Κεντρικό Κτήριο» κατασκευάστηκε νωρίς σε αυτή τη φάση, τον 8ο αι. π.Χ., ενώ το «Οχυρό» και το «Δυτικό Κτίριο», το τελευταίο με μια αξιοσημείωτη με κίονες αίθουσα, προστέθηκαν στον χώρο κατά τον 7ο αι. π.Χ. Αυτά τα δημόσια κτίρια αργότερα εγκαταλείφθηκαν, και στο πρώτο μισό του 6ου αι. π.Χ., η τοποθεσία καταλήφθηκε από λιγότερο θεσμοθετημένους πληθυσμούς. Σε μια από τις αναφορές τους, οι ανασκαφείς Ντέιβιντ Στρόναχ και Mάικλ Ρόαφ υπέθεσαν, ότι η κατάρρευση της Ασσυρίας και η σταδιακή διάβρωση της δύναμης των Σκυθών μπορεί να επηρέασαν την εγκατάλειψη διαφόρων φρουρίων, ειδικά εκείνων που βρίσκονται κοντά στον εδαφικό πυρήνα της Μηδίας. Σε μια άλλη αναφορά, προτάθηκε ότι τα διάφορα κτίρια εγκαταλείφθηκαν με διαφορετικούς τρόπους κατά την περίοδο που η μεσαία δύναμη ήταν ακόμα σε άνοδο. Το Επίπεδο II του Γκοντίν Τεπέ, που ανασκάφηκε από τους T. Κάυλερ Γιάνγκ και Λούις Λέβιν, περιέχει αρχιτεκτονικές δομές παρόμοιες με αυτές του Nουσ-ί Τζαν I, και παρουσιάζει μια παρόμοια αφήγηση: την προοδευτική ανάπτυξη των δημόσιων κτιρίων κατά τη διάρκεια των φάσεων 1 έως 4, ακολουθούμενη από μια περίοδο «ειρηνικής εγκατάλειψης» και «κατάληψη καταπάτησης» στη Φάση 5. Μια παρόμοια ιστορία αφηγούνται επίσης τα αποτελέσματα των ανασκαφών στο Μπαμπά Τζαν, αν και ο ανασκαφέας υποστηρίζει μια υψηλότερη χρονολογία με την ακμάζουσα Φάση III τον 9ο-8ο αι. και την ακανόνιστη κατοχή τον 7ο αι., κυρίως για ιστορικούς λόγους (υποτιθέμενες Ασσύριοι και Σκυθικοί επιθέσεις). Σε κάθε περίπτωση, ο χώρος φαίνεται να εγκαταλείφθηκε εντελώς στο πρώτο μισό του 6ου αι. π.Χ.

Οι αρχαιολογικές εξελίξεις στη Μάναε φαίνεται να ήταν ακριβώς οι ίδιες με αυτές στη Μηδία: ακμάζοντες οικισμοί με δημόσια κτίρια στο δεύτερο μισό του 8ου αι. π.Χ. και σε όλο τον 7ο αι. π.Χ., ακολουθούμενη από μια περίοδο παράνομης κατοχής στο πρώτο μισό του τον 6ου αι. π.Χ. Μια τέτοια εικόνα δεν ευθυγραμμίζεται με την ανοικοδόμηση μιας αυτοκρατορίας των Μήδων, που βασίζεται σε κλασικούς ιστορικούς. [5] Ο ιστορικός Mάριο Λιβεράνι υποστηρίζει, ότι οι αρχαιολογικές μαρτυρίες από αυτές τις μεσαίες τοποθεσίες ευθυγραμμίζονται καλά με τις μαρτυρίες από τις πηγές της Μεσοποταμίας. [19] Ορισμένοι μελετητές προτείνουν ότι η εγκατάλειψη του Τεπί Νουσ-ί Τζαν και άλλων τοποθεσιών στο βορειοδυτικό Ιράν, μπορεί να σχετίζεται με τη συγκέντρωση της εξουσίας στα Eκβάτανα. Σε αυτό το πλαίσιο, η παρατήρηση του Ηροδότου για τον Δηιόκη που εξανάγκαζε τους Μήδους ευγενείς να εγκαταλείψουν τις μικρές πόλεις τους, για να ζήσουν κοντά στην πρωτεύουσα, γίνεται επίκαιρη. [20] Ένα πιθανό σενάριο υποδηλώνει ότι το Tεπέ Νουσ-ί Τζαν έκλεισε επίσημα γύρω στο 550 π.Χ. Η αναθεωρημένη χρονολόγηση υποδηλώνει ότι το Tεπέ Νουσ-ί Τζαν και πιθανώς άλλες τοποθεσίες από την περίοδο του Σιδήρου III διατήρησαν επίσημη κατοχή μέχρι την έναρξη της περιόδου των Αχαιμενιδών. Εάν συμβαίνει αυτό, τότε δεν θα υπήρχε διακοπή στην κατάληψη των περιοχών της Μηδικής περιόδου μεταξύ 600 και 550 π.Χ., όπως προτείνουν ορισμένοι μελετητές, υπονοώντας μια κατάρρευση της κεντρικής εξουσίας σε αυτήν την περίοδο. [21] Σύμφωνα με τον Στιούαρτ Μπράουν, η άνοδος της περσικής κυριαρχίας μπορεί να ήταν ένας παράγοντας, που συνέβαλε στην εγκατάλειψη διαφόρων περιοχών της Μηδείας, συμπεριλαμβανομένου του Γκοντίν Τεπέ. [20]

Χάρτης της Μηδίας, από το 1839.

Αρκετές ανασκαφικές τοποθεσίες όπως το Γκοντίν Τεπέ, το Tεπέ Νουσ-ί Τζαν, το Moυς Τεπέ, το Γκουνεσπάν, το Μπαμπά Τζαν και το Tεπέ Οζμπακί, παρουσιάζουν σημαντικά κοινά στοιχεία στην αρχιτεκτονική, την κεραμική και τα μικρά ευρήματα, που πρέπει να θεωρηθούν αναμφισβήτητα Μηδικά. Ο διάμεσος οικισμός μπορεί να συνοψιστεί ως διάσπαρτος με οχυρούς κόμβους, που ελέγχουν μεγάλες πεδιάδες, κοιλάδες και περάσματα. [7] Οι μεγαλύτερες τοποθεσίες που εντοπίστηκαν στη Μηδία έχουν έκταση μόνο 3-4 εκτάρια, όσο το μέγεθος των μικρών χωριών. Αξίζει να σημειωθεί ότι η μνημειακή αρχιτεκτονική, που βρήκε πολλές μηδικές τοποθεσίες, δεν φαίνεται να είναι ενσωματωμένες σε μεγαλύτερους οικισμούς. Είναι δύσκολο να συμφιλιωθεί αυτή η αρχαιολογική εικόνα με το σύστημα των «αρχηγικών πόλεων» που αναφέρεται στις ασσυριακές πηγές. [22] Η πρωτεύουσα της Μηδίας, τα Εκβάτανα, είναι ένας τόπος με μεγάλο ενδιαφέρον για αρχαιολογική μελέτη, αλλά οι μέχρι τώρα ανασκαφές έχουν αποκαλύψει λείψανα που ανήκουν στη Σασσανιδική περίοδο . [5] Η πρώιμη πρωτεύουσα στα Εκβάτανα απλώς θάφτηκε ή καταστράφηκε από την ουσιαστικά μετέπειτα κατάληψη της τοποθεσίας. [22] Ο εντοπισμός των μεσαίων τοποθεσιών πέρα από το Ιράν είναι δύσκολος, αλλά ορισμένα κεραμικά και αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά μπορεί να υποδηλώνουν διάσπαρτη μεσαία παρουσία ή τουλάχιστον κάποια επιρροή σε τοποθεσίες όπως το Nορ Aρμαβίρ και το Aρινμπέντ στην Αρμενία, το Aλτιντεπέ, το Βαν και το Tιλέ Χογιούκ στην Τουρκία, το Κιζκαπάν και το Tαλ Γκουμπά στην Ιράκ και Ουλούγκ Τεπέ στο Τουρκμενιστάν. [7] Τα αρχαιολογικά ευρήματα στην ουραρτική τοποθεσία Eρεμπουνί, στην Αρμενία, έδειξαν ότι μια αίθουσα με κίονες, που χρονολογείται αρχικά στην Αχαιμενιδική περίοδο, είναι τώρα πιθανό να κατασκευάστηκε στα τέλη του 7ου αι. Αυτή είναι η περίοδος μετά την πτώση της Ασσυρίας, όταν οι Μήδοι θα είχαν αρχίσει την επέκτασή τους προς τα βόρεια, σύμφωνα με τον Ηρόδοτο. Μια παρόμοια αίθουσα με κίονες στο Aλτιντεπέ, στην ανατολική Τουρκία, μπορεί επίσης να χρονολογηθεί σε αυτήν την περίοδο. Η εξάπλωση της μορφής της αίθουσας με κίονες πριν από την άνοδο της αυτοκρατορίας των Αχαιμενιδών υποδηλώνει κάποια μορφή Μηδικής παρουσίας ή επιρροής σε γειτονικές περιοχές κατά τα τέλη του 7ου και τις αρχές του 6ου αι. π.Χ. [22] Τα στοιχεία από πρόσφατες ανασκαφές και έρευνες υποδηλώνουν, ότι η μόνιμη εγκατάσταση στη Μηδία παρέμεινε και μετά τα τέλη του 7ου αι. π.Χ. Η κατασκευή μνημείων φαίνεται να συνεχίστηκε σε διάφορες τοποθεσίες, και μια πρώιμη μορφή χρημάτων προφανώς χρησιμοποιήθηκε στην καρδιά των Μήδων γύρω στο 600 π.Χ. [6] Ωστόσο, η αυτοκρατορία των μήδων εξακολουθεί να μην είναι ένα συγκεκριμένο αρχαιολογικό γεγονός, και η ιστορία της βασίζεται σε μεγάλο βαθμό σε πληροφορίες, που παρέχονται από τον Ηρόδοτο και άλλα κείμενα, που επηρεάζονται άμεσα ή έμμεσα από αυτόν. [23]

Εκστρατείες των Ασσυρίων στη Μηδία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Χάρτης της Νεο-Ασσυριακής αυτοκρατορίας.

Στα τέλη της 2ης χιλιετίας π.Χ. οι Μηδικές φυλές άρχισαν να εγκαθίστανται στην επικράτεια των μελλοντικών Μήδων στο δυτικό Ιράν. Από τον 9ο αι. π.Χ. οι Ασσύριοι εισέβαλαν και λεηλατούσαν τακτικά περιοχές στο βορειοδυτικό Ιράν, όπου υπήρχαν πολλά μικρά πριγκιπάτα εκείνη την εποχή. Η πρώτη αναφορά των Μήδων στα ασσυριακά κείμενα χρονολογείται από το 834 π.Χ., όταν ο Ασσύριος βασιλιάς Σαλμανεσέρ Γ' (βασ. 858–824 π.Χ.) επέστρεψε από μια στρατιωτική εκστρατεία, περνώντας από τη Μηδική επικράτεια στην πεδιάδα του Χαμαντάν. [24] Οι Μήδοι σχημάτισαν πολυάριθμες μικρές οντότητες υπό τους αρχηγούς των φυλών [25], και παρά το γεγονός ότι υπέταξαν αρκετούς Μήδους αρχηγούς, οι Ασσύριοι βασιλείς δεν κατέκτησαν ποτέ όλη τη Μηδία. [4] Το 815 π.Χ., ο Σαμσί-Αντάντ Α΄ (βασ. 823–811 π.Χ.) βάδισε εναντίον της Σαγκμπίτα, της «βασιλικής πόλης» του αρχηγού της Μηδίας Χανασιρούκα, και την κατέκτησε. Σύμφωνα με την ασσυριακή επιγραφή, 2.300 Μήδοι σκοτώθηκαν και η Σαγκμπίτα, μαζί με 1.200 οικισμούς κοντά, καταστράφηκαν. Αυτή η εκστρατεία ήταν σημαντική, καθώς η Ασσυρία επέβαλε στο εξής τακτικό φόρο υποτέλειας στις Μηδικές φυλές σε άλογα, βοοειδή και προϊόντα χειροτεχνίας. Οι Ασσύριοι μετατόπισαν τώρα την κύρια κατεύθυνση των επιθέσεών τους στη Μηδία, εν μέρει επηρεασμένοι από τα γεγονότα γύρω από τη λίμνη Ούρμια, όπου, στα τέλη του 9ου αι. π.Χ., οι Ουράρτιοι είχαν κατακτήσει τις δυτικές και νότιες όχθες της λίμνης Ούρμια και άρχισαν να προελαύνουν προς τη Μανέα. Η Ασσυρία απέτυχε να σταματήσει την προέλαση των Ουραρτίων και σταδιακά έγινε σύμμαχος της Μανέας στον αγώνα της ενάντια στην Ουραρτού. Οι Ασσύριοι δεν μπόρεσαν να εξασφαλίσουν νίκες στις έξι εκστρατείες (το 809, 800, 799, 793, 792 και 788 π.Χ.) που διεξήγαγε εναντίον των Μήδων ο Aντάντ-Νιραρί Γ΄ (βασ. 810–781 π.Χ.), και στη συνέχεια μια μακρά πολιτική κρίση άρχισε να αναπτύσσεται στην Ασσυρία. Αργότερα, κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Tιγκλάθ-Πιλεσέρ Γ΄ (βασ. 745–728 π.Χ.), η Ασσυρία άρχισε να οργανώνει επαρχίες σε κατακτημένα εδάφη, εξασφαλίζοντας μια τακτική πηγή εισοδήματος και παρέχοντας βάση για περαιτέρω εδαφικές κατακτήσεις. Τα ασσυριακά σύνορα πλησίασαν τη Μηδία, όταν το 744 π.Χ., οι Ασσύριοι δημιούργησαν, εκτός από την ήδη εγκατεστημένη επαρχία Ζαμούα, δύο ακόμη επαρχίες που ονομάζονταν Μπιτ Χαμπάν και Παρσούα, όπου εγκατέστησαν κυβερνήτες και φρουρές. Την ίδια χρονιά, οι Ασσύριοι έλαβαν φόρο υποτέλειας από τους Μήδους και τους Μαναίους και το 737 π.Χ., ο Τιγλάθ-Πιλεσέρ Γ΄ εισέβαλε στη Μηδία, φτάνοντας στα απομακρυσμένα μέρη της και απαιτώντας φόρο υποτέλειας από τους «άρχοντες της πόλης» των Μήδων μέχρι την έρημο της αλμυρής και το όρος Μπίκνι. Σε μια αφήγηση αυτής της εκστρατείας, ο Tιγκλάθ-Πιλεσέρ Γ΄ αναφέρει «τις επαρχίες των ισχυρών Μήδων», και ισχυρίζεται ότι απέλασε 6.500 ανθρώπους από το βορειοδυτικό Ιράν στη Συρία και τη Φοινίκη. [24]

Επί Σαργών Β' (722–705 π.Χ.), η παρουσία των Ασσυρίων στη Μηδία έφτασε στο ζενίθ της. Ο Σαργών Β΄ είχε ως στόχο να καθιερώσει άμεσο διοικητικό έλεγχο σε αυτές τις απομακρυσμένες περιοχές, ακολουθώντας το επαρχιακό σύστημα που είχε ήδη εφαρμοστεί σε πιο προσβάσιμες και κοντινές περιοχές. Οι Ασσύριοι κυβερνήτες συνυπήρχαν με τους τοπικούς άρχοντες των πόλεων: οι πρώτοι πιθανότατα ήταν υπεύθυνοι για την επίβλεψη του εμπορίου μεγάλων αποστάσεων και της είσπραξης φόρων, ενώ οι δεύτεροι διατήρησαν την εξουσία για το χειρισμό των τοπικών υποθέσεων. [5] Το 716 π.Χ., ο Σαργών έκανε το Χαρχάρ και το Κισεσίμ κέντρα νέων ασσυριακών επαρχιών, προσθέτοντας σε αυτά ορισμένες άλλες περιοχές της δυτικής Μηδίας, συμπεριλαμβανομένης της Σαγκμπίτα, και μετονόμασε αυτές τις επαρχίες Kαρ-Σαρουχίν και Kαρ-Νεργκάλ, αντίστοιχα. [24] Παρά το γεγονός ότι δραστηριοποιήθηκε στην περιοχή του Ζάγκρου, ο Σενναχερίμπ (βασ. 704-681 π.Χ.) λειτούργησε μόνο σε πολύ χαμηλό επίπεδο, σε σύγκριση με τους προκατόχους του Τιγλάθ-Πιλέσερ Γ' και Σαργών Β'. Αυτό μπορεί να υποδηλώνει ότι, μετά τα αρχικά προβλήματα ελέγχου των νέων επαρχιών Kαρ-Σαρουκίν και Kαρ-Νεγκάλ, τα πράγματα εξελίχθηκαν ομαλά στα ανατολικά ασσυριακά εδάφη μετά το 713 π.Χ. Το καθιερωμένο διττό σύστημα, στο οποίο εμπλέκεται η ασσυριακή επαρχιακή διοίκηση και οι τοπικοί άρχοντες των πόλεων, φαίνεται ότι βρήκε μια ισορροπία, που ήταν αμοιβαία επωφελής. Οι διαθέσιμες πηγές δείχνουν τον συνεχή έλεγχο των Ασσυρίων στις επαρχίες που ίδρυσαν οι Tιγκλάθ-Πιλεσέρ Γ΄ και Σαργών, τουλάχιστον μέχρι τη βασιλεία του Eσαρχαντόν. Το 702 π.Χ., ο Σενναχερίμπ συμμετείχε με τους Μήδους κατά τη διάρκεια μιας εκστρατείας εναντίον τού βασιλείου των Ελλίπων του Ζάγκρου. Αυτό σηματοδότησε τη μοναδική καταγεγραμμένη άμεση επαφή του με τους Μήδους στην επικράτειά τους, λαμβάνοντας φόρο υποτέλειας από τους Μήδους που κατοικούσαν εκτός περιοχών, που ελέγχονταν από τους Ασσύριους. [26]

Οι Ασσύριοι αναφέρονταν με συνέπεια στους Μήδους ότι ζούσαν σε οικισμούς που διοικούνταν από bēl ālāni («άρχοντες των πόλεων»). Η συνένωση της ευρύτερης εξουσιαστικής εξουσίας προφανώς είχε τις ρίζες της στις διαπροσωπικές σχέσεις μεταξύ αυτών των Mήδων μπελ αλάνι. [14] Η εφαρμογή ενός μοντέλου σχηματισμού δευτερογενούς κράτους στην περίπτωση των Μήδων προτείνει ότι, υποκινούμενοι από δεκαετίες επιθετικής ασσυριακής εισβολής, οι Μήδοι μπελ αλάνι έμαθαν με το παράδειγμα, πώς να οργανώνονται και να αυτοδιαχειρίζονται πολιτικά και οικονομικά, έτσι ώστε να αποκτήσουν πολιτειακό καθεστώς. [7] Οι συχνές επιθέσεις των Ασσυρίων ανάγκασαν διάφορους κατοίκους των Μήδων να συνεργαστούν και να αναπτύξουν πιο αποτελεσματική ηγεσία. Οι Ασσύριοι εκτιμούσαν τα αγαθά από την Ανατολή, όπως το βακτριανικό λάπις λάζουλι, και η εμπορική οδός ανατολής-δύσης μέσω της Μηδίας γινόταν όλο και πιο κρίσιμη. Το εμπόριο θα μπορούσε να εξηγήσει την άνοδο των Εκβατάνων ως κεντρικής πόλης των Μήδων, και θα μπορούσε να είχε πυροδοτήσει τη διαδικασία ενοποίησης. [4]

Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, ο Δηιόκης σχεδίαζε στρατηγικά να εγκαθιδρύσει αυταρχική κυριαρχία στους Μήδους. Σε μια εποχή εκτεταμένης ανομίας στη Μηδία, ο Δηιόκης εργάστηκε επιμελώς για την εγκαθίδρυση δικαιοσύνης, κερδίζοντας τη φήμη του αμερόληπτου και δίκαιου δικαστή. Τελικά, έπαψε να απονέμει τη δικαιοσύνη, οδηγώντας σε χάος τη Μηδία. Αυτό ώθησε τους Μήδους να συγκεντρωθούν και να αποφασίσουν να εκλέξουν έναν βασιλιά, με αποτέλεσμα τελικά ο Δηιόκης να γίνει ηγεμόνας τους. Στη συνέχεια κατασκευάστηκε μια πόλη-φρούριο με το όνομα Εκβάτανα, όπου συγκεντρώθηκε όλη η κυβερνητική εξουσία. [27] [22] Ωστόσο αυτό δεν αναφέρεται σε σύγχρονες πηγές κειμένου ή αρχαιολογικά ευρήματα. [28] Κρίνοντας από τις ασσυριακές πηγές, στις αρχές του 7ου αι. π.Χ., δεν υπάρχει ενοποιημένο Μηδικό κράτος, όπως περιγράφεται στον Ηρόδοτο: η αφήγησή του είναι -στην καλύτερη περίπτωση- ένας Μηδικός θρύλος για την ίδρυση του βασιλείου τους. [29] [30] [26] Αντίθετα ο Κτησίας παρουσιάζει μια διαφορετική αφήγηση, που επικεντρώνεται γύρω από έναν Μήδο που ονομάζεται Aρβάκης. Ο Αρβάκης υπηρέτησε ως στρατηγός στον ασσυριακό στρατό, και ως κυβερνήτης των Μήδων για λογαριασμό του Ασσύριου βασιλιά. Συνάντησε τον μετέπειτα σύμμαχό του, τον Βαβυλώνιο Μπελεσύ, στη Νινευή, όπου και οι δύο διοικούσαν τα βοηθητικά στρατεύματα της Ασσυρίας και των Βαβυλωνίων κατά τη διάρκεια ενός έτους στρατιωτικής θητείας. Ενθαρρυμένοι από την αδυναμία του βασιλιά των Ασσυρίων Σαρδανάπαλου, ο Αρβάκης και ο Βελεσύς επαναστάτησαν εναντίον της Ασσυρίας, και ο Αρβάκης αναδείχθηκε ο πρώτος βασιλιάς της Μηδίας. Ονόματα παρόμοια ή πανομοιότυπα με το Δηιόκης και Aρβάκης εμφανίζονται στις ασσυριακές πηγές, αλλά επίσης αυτά τα ονόματα φαίνεται να ήταν κοινά μεταξύ των ανθρώπων στο ιρανικό οροπέδιο κατά την ασσυριακή περίοδο. Έτσι, κανένα από τα άτομα με αυτά τα ονόματα δεν μπορεί να αναγνωριστεί οριστικά ως οι πρωταγωνιστές, που περιγράφουν οι Έλληνες ιστορικοί. Αν και ορισμένοι χαρακτήρες στον Ηρόδοτο και τον Κτησία μπορούν να ταυτιστούν με πρόσωπα γνωστά στις ασσυριακές και βαβυλωνιακές πηγές, οι αφηγήσεις που παρουσιάζονται από αυτούς τους Έλληνες ιστορικούς αποκλίνουν από την πορεία των γεγονότων, που βρίσκονται στις πηγές της Εγγύς Ανατολής. Κατά συνέπεια παραμένει άγνωστο σε ποιο βαθμό πολλές λεπτομέρειες στις ιστορίες τους αντικατοπτρίζουν την ιστορική πραγματικότητα. [31]

Ο Ασσύριος βασιλιάς Eσαρχαντόν (βασ. 680–669 π.Χ.) διεξήγαγε αρκετές αποστολές στο ιρανικό έδαφος. Σε σύγκριση με τις κατακτήσεις του Σαργώνος, τα αποτελέσματα της εκστρατείας του Eσαρχαντόν ήταν μάλλον ασήμαντα. [24] Πιθανότατα το 676 π.Χ., και σίγουρα πριν από το 672 π.Χ., οι άρχοντες των πόλεων Ούπις της Παρτάκα, Ζανασάνα της Παρτούκκα και Ραμάτεια της Ουρακαζαμπάρνα έφεραν άλογα και λάπις λάζουλι ως φόρο τιμής στη Νινευή. Αυτοί οι ηγεμόνες, που προέρχονταν από περιοχές πέρα από τις ασσυριακές επαρχίες του Ζάγκρου, υποτάχθηκαν στον Εσαρχαντδών και ζήτησαν τη βοήθειά του ενάντια στους αντίπαλους άρχοντες των πόλεων. Αυτό το επεισόδιο ακολουθείται από την εκτόπιση δύο αρχόντων πόλεων από τη χώρα του Πατουσάρι στην Ασσυρία, εδώ οι δραστηριότητες του Eσαρχαντόν εναντίον των «μακρινών» Μήδων έφτασαν στην Κασπία Θάλασσα και στην Αλμυρά έρημο, κοντά στο όρος ΄Μπίκνι. Ωστόσο, σε αντίθεση με τους προκατόχους του, ο Eσαρχαντόν δεν φαίνεται να έχει επεκτείνει την ασσυριακή επικράτεια στο Ιράν. [26] Ο Ραμάτεια αναφέρεται επίσης στους λεγόμενους «όρκους πίστης», που συνήφθησαν με την ευκαιρία του διορισμού του διαδόχου του Ασσυριακού θρόνου το 672 π.Χ. Εκείνο το έτος, έγιναν συμφωνίες μεταξύ του Εσαρχαντόν και των αρχηγών από διάφορες δυτικές περιοχές της Μηδίας, διασφαλίζοντας την πίστη τους στον Ασσύριο βασιλιά και την ασφάλεια των κτημάτων τους. Οι μελετητές θεωρούν γενικά αυτή τη συμφωνία ως μια «συνθήκη υποτέλειας», που επιβλήθηκε από την ασσυριακή διοίκηση στους πρόσφατα υποταγμένους υποτελείς. Ωστόσο ο Mάριο Λιβεράνι υποστήριξε, ότι αυτή η συμφωνία προέκυψε από εσωτερικούς αγώνες μεταξύ διαφόρων ομάδων της Μηδίας, και την παρουσία ένοπλων Μήδων πολεμιστών στο ασσυριακό παλάτι, που υπηρετούσαν ως σωματοφύλακες του διαδόχου. Οι Μήδοι αρχηγοί έπρεπε να ορκιστούν, ότι οι άνδρες τους στην Ασσυριακή Αυλή θα ήταν πιστοί στον Εσαρχαντόν και στον γιο του, Ασουρμπανιπάλ. [24]

Αν κρίνουμε από τα ασσυριακά κείμενα από την εποχή του Εσαρχαντόν, η κατάσταση στα ανατολικά σύνορα της Ασσυρίας ήταν εξαιρετικά τεταμένη. [24] Ενώ η μετάβαση στις ασσυριακές επαρχίες στο Ζάγκρος για τη συλλογή φόρου, αποτελεί ρουτίνα των διαφόρων κυβερνητών μετά το 713 π.Χ. Αυτός ο αυξημένος κίνδυνος προήλθε, όχι μόνο από παραδοσιακούς αντιπάλους όπως οι Μήδοι και οι Μαναίοι, αλλά και από τους Κιμμέριους και τους Σκύθες, που δραστηριοποιούνται στο Ιράν. Η πρωταρχική απειλή στα ανατολικά προήλθε από τις ενέργειες του Kασταρίτου, του άρχοντα της πόλης του Kαρ-Κασί, ο οποίος αναφέρεται σε εξέχουσα θέση σε ερωτήσεις χρησμών σχετικά με τις Μηδικές υποθέσεις. Οι Ασσύριοι αντιλαμβάνονταν τον Kασταρίτου ως πολιτικό ηγέτη με σημαντική επιρροή και μια υπολογίσιμη δύναμη. Ο Eσαρχαντόν ανησυχούσε μήπως ο Kασταρίτου συνωμοτούσε με άλλους άρχοντες των πόλεων της Μηδίας, κινητοποιώντας κατά της Ασσυρίας και επιτίθεντο στα οχυρά και τις πόλεις των Ασσυρίων. Οι διαθέσιμες πηγές δεν αποκαλύπτουν, εάν επιτεύχθηκε μια ειρηνική ή στρατιωτική λύση για το πρόβλημα με τον Κασταρίτου, αυτή η σιωπή μπορεί να υποδηλώνει αρνητικό αποτέλεσμα. Οι επιθέσεις στα οχυρά των Ασσυρίων δείχνουν, ότι η Ασσυρία άρχισε να χάνει τον έλεγχο του εδάφους στα ανατολικά υπό τη βασιλεία του Εσαρχαντόν. Η Σαπάρντα, η οποία έγινε μέρος της επαρχίας Χαρχάρ το 716 π.Χ., δεν βρισκόταν πια υπό τον έλεγχο των Ασσυρίων και ο άρχοντας της πόλης Ντουσάνι αναφέρεται, μαζί με το Kασταρίτου, ως εχθρός της Ασσυρίας σε διάφορες ερωτήσεις του χρησμού. [26] Κατά τη βασιλεία του Ασουρμπανιπάλ (βασ. 668–630 π.Χ.), οι αναφορές στους Μήδους γίνονται πολύ αραιές. Ο Ασουρμπανιπάλ αναφέρει ότι τρεις άρχοντες των πόλεων της Μηδίας που είχαν επαναστατήσει ενάντια στην ασσυριακή κυριαρχία, ηττήθηκαν και μεταφέρθηκαν στη Νινευή κατά την πέμπτη εκστρατεία του το 656 π.Χ. Αυτή είναι η τελευταία αναφορά των Μήδων στις ασσυριακές πηγές. Το γεγονός ότι οι τρεις ηγεμόνες της Μηδίας περιγράφονται ως άρχοντες των πόλεων, μπορεί να υποδηλώνει ότι η δομή των εξουσιών μεταξύ των Μήδων αυτή την εποχή ήταν η ίδια με τον 8ο αι. Είναι άγνωστο εάν οι ασσυριακές επαρχίες στο Zάγκρος, Παρσούα, Μπιτ-Χαμπάν, Kισεσίμ (Kαρ-Nεργκάλ) και Χαρχάρ (Kαρ-Σαρουκίν), εξακολουθούσαν να αποτελούν μέρος της αυτοκρατορίας κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Aσουρμπανιπάλ. [26] Αν και οι Ασσυριακές πηγές τηρούν σιωπή για τους Ιρανούς κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, υποδηλώνοντας ότι η Ασσυρία ασχολούνταν λιγότερο με αυτούς από ό,τι κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Εσαρχαντδών [32], όλα δείχνουν ότι οι Ασσύριοι έχαναν τον έλεγχο των επαρχιών, που είχαν δημιουργηθεί στο Ζάγκρος. Αυτό θα μπορούσε να είχε δημιουργήσει χώρο για την ανάπτυξη ενός ενιαίου μηδικού κράτους [33], και παρόλο που οι ασσυριακές πηγές δεν κάνουν κάποια αναφορά σε ένα ενιαίο μηδικό εδαφικό κράτος που θα ήταν συγκρίσιμο με την ίδια την Ασσυρία ή άλλα σύγχρονα πριγκιπάτα όπως το Eλάμ, η Mανέα ή το Ουραρτού, πολλοί μελετητές παραμένουν απρόθυμοι να αποδώσουν κάποια ιστορική συνάφεια με την αφήγηση του Ηροδότου. [26]

Οι Μήδοι επανεμφανίζονται στις σύγχρονες πηγές περίπου σαράντα χρόνια αργότερα το 615 π.Χ., υπό την ηγεσία του Κυαξάρη, εξαπολύοντας επίθεση στην καρδιά των Ασσυρίων και συμμαχώντας με τους Βαβυλώνιους. Τίποτε στις υπάρχουσες ασσυριακές πηγές δεν παρέχει πληροφορίες, για το πώς ο Κυαξάρης ανέλαβε την ηγεσία μιας ενοποιημένης Μηδικής δύναμης, αφού οι προηγούμενες δεκαετίες χαρακτηρίζονται από σπανιότητα πηγών σχετικά με την εσωτερική και εξωτερική πολιτική της Ασσυρίας, δημιουργώντας μια κατακερματισμένη κατανόηση του δεύτερου μισού του 7ου αι. π.Χ. [26] Ο τρέχων συλλογισμός υποδηλώνει, ότι η μετάβαση προς ένα ενιαίο κράτος μπορεί να συνέβη την περίοδο από το 670 έως το 615 π.Χ., κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Ασουρμπανιπάλ ή των διαδόχων του. Η έλλειψη ασσυριακών αρχείων ή άλλων σύγχρονων πηγών γι' αυτή την περίοδο, άφησε περιθώρια για την αποδοχή της αφήγησης του Ηροδότου. Ενώ οι πληροφορίες του Έλληνα ιστορικού για παλαιότερες περιόδους στερούνται αξιοπιστίας, στην περίπτωση του Κυαξάρη, η ύπαρξη και ο ρόλος του στην πτώση της Νινευή επιβεβαιώνονται από το Βαβυλωνιακό Χρονικό. Έτσι, άλλες λεπτομέρειες σχετικά με τη χρονολογία της βασιλείας του και την ιδιότητά του ως βασιλιά ενός ενιαίου κράτους, έχουν μεγαλύτερη αξιοπιστία. [5] Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, τον Δηιόκη διαδέχθηκε ο γιος του Φραόρτης. Ο Ηρόδοτος μπορεί να προώθησε τα γεγονότα που συνδέονται με τους βασιλείς της Μηδίας κατά μία βασιλεία. Έτσι, ο ιδρυτής του Μηδικού βασιλείου, που ένωσε όλες τις Μηδικές φυλές και έκτισε τη νέα πρωτεύουσα της Μηδίας, θα μπορούσε να ήταν ο διάδοχος του Δηιόκη. [34] Ο Φραόρτης συνήθως ταυτίζεται με τον Kασταρίτου, ο οποίος ηγήθηκε της εξέγερσης των Μήδων κατά των Ασσυρίων το 672 π.Χ., αν και ορισμένοι μελετητές τείνουν να απορρίπτουν ή να θεωρούν αυτή την ταύτιση αμφίβολη. [24] Άλλοι μελετητές πιστεύουν ότι οι Μήδοι ήταν ενωμένοι μόνο υπό τον Κυαξάρη, ο οποίος, σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, ήταν γιος του Φραόρτη και άρχισε τη βασιλεία του γύρω στο 625 π.Χ. [35] [25] [36] Από το 627 π.Χ. και μετά, οι Ασσύριοι αντιμετώπιζαν σίγουρα σοβαρά προβλήματα, τόσο στο εσωτερικό όσο και στη Βαβυλωνία, και ως εκ τούτου, το βασίλειο της Μηδίας εμφανίστηκε πιθανότατα μετά το 627, ή πιθανώς ήδη μετά το 631 π.Χ. [31]

Σκυθική μεσοβασιλεία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Σκύθες τοξότες βάλλουν με σύνθετο τόξο, 4ος αι. π.Χ. Κέρτς, Ουκρανία.

Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, ο βασιλιάς Φραόρτης οδήγησε μια επίθεση κατά της Ασσυρίας, αλλά ο Ασσύριος βασιλιάς κατάφερε να αποκρούσει την εισβολή, και ο Φραόρτης, μαζί με μεγάλο μέρος τού στρατού του, απεβίωσε στη μάχη. [37] Ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι ο Κυαξάρης, θέλοντας να εκδικηθεί το τέλος τού πατέρα του, βάδισε με το στρατό προς την πρωτεύουσα της Ασσυρίας, τη Νινευή, με σκοπό να καταστρέψει την πόλη. Ενώ πολιορκούσαν τη Νινευή, οι Μήδοι δέχθηκαν επίθεση από έναν μεγάλο σκυθικό στρατό υπό τη διοίκηση του Mάδυες, γιου του Bαρτατούα. Ακολούθησε μάχη, στην οποία οι Μήδοι ηττήθηκαν, χάνοντας τη δύναμή τους στην Ασία, την οποία κατέλαβαν εξ ολοκλήρου οι Σκύθες. [38] Ο σκυθικός ζυγός λέγεται ότι ήταν αφόρητος, χαρακτηριζόταν από θηριωδία, αδικία και υψηλούς φόρους. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, ο Κυαξάρης κάλεσε τους Σκύθες ηγέτες σε ένα γλέντι, τους παρότρυνε να πιουν μέχρι να μεθύσουν τελείως, τους επιτέθηκε, και τους σκότωσε εύκολα. Στη συνέχεια ακολούθησε πόλεμος, που είχε ως αποτέλεσμα την ήττα των Σκυθών. [39] Ωστόσο, είναι πιο πιθανό, κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, οι Σκύθες να αποσύρθηκαν οικειοθελώς από το δυτικό Ιράν για να επιδράμουν αλλού, ή απλώς να απορροφηθούν από μια ταχέως αναπτυσσόμενη συνομοσπονδία υπό τη Μηδική ηγεμονία. [29]

Ο Ηρόδοτος πίστευε ότι η περίοδος από τη νίκη των Σκυθών επί των Μήδων μέχρι τη δολοφονία των Σκυθών ηγετών ήταν ακριβώς 28 χρόνια, αλλά αυτή η χρονολογία είναι προβληματική. [39] Είναι πολύ απίθανο οι Σκύθες να είχαν κυριαρχήσει στους Μήδους για σχεδόν τρεις δεκαετίες. Οι Σκύθες, όντας νομάδες, ήταν σκληροί πολεμιστές, αλλά ανίκανοι να κυβερνήσουν μεγάλα εδάφη για μεγάλο χρονικό διάστημα. [38] Αυτός, και άλλοι λόγοι, οδηγούν στο συμπέρασμα, ότι η κυριαρχία των Σκυθών ήταν πολύ μικρότερη. Δεν θα μπορούσε να περάσει πολύς καιρός μετά την επίθεση των Σκυθών, για να αρχίσουν οι Μήδοι να ανακτούν και να καθαρίζουν τα εδάφη τους από τους Σκύθες. Αν η εισβολή έγινε κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Κυαξάρη, και όχι του Φραόρτη, είναι πιθανό ότι λιγότερο από μια δεκαετία μετά την εμφάνισή τους, οι Μήδοι ήταν αρκετά ισχυροί για να επαναλάβουν τα παλαιά τους σχέδια, και για δεύτερη φορά, να οδηγήσουν στρατό στην Ασσυρία. [39] Αν και η αφήγηση του Ηροδότου για τη μεσοβασιλεία των Σκυθών δεν είναι απίθανη, εκτός από τη διάρκεια της σκυθικής κυριαρχίας [38], η αφήγησή του έχει θρυλικό χαρακτήρα, και δεν είναι αξιόπιστη. [24] Παρά την αμφίβολη ιστορικότητα της Σκυθικής μεσοβασιλείας, οι Σκύθες αναφέρονται στις ασσυριακές πηγές την ίδια περίοδο της υποτιθέμενης μεσοβασιλείας. [40]

Πτώση της Ασσυριακής Αυτοκρατορίας

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

 

Χάρτης της Νεο-ασσυριακής αυτοκρατορίας.

Μετά το τέλος του Ασουρμπανιπάλ το 631 π.Χ., η αυτοκρατορία των Ασσυρίων εισήλθε σε μια περίοδο πολιτικής αστάθειας. [41] Το 626 π.Χ. οι Βαβυλώνιοι επαναστάτησαν ενάντια στην κυριαρχία των Ασσυρίων. Ο Ναβοπολάσαρ, κυβερνήτης των νότιων περιοχών και ηγέτης της εξέγερσης, σύντομα αναγνωρίστηκε ως βασιλιάς της Βαβυλώνας. [24] Ο Ναβοπολάσαρ απέκτησε τον έλεγχο της Βαβυλώνας, αλλά όχι όλη τη Βαβυλωνία από τους Ασσύριους, και επιδόθηκε σε σοβαρές μάχες: πρέπει να έψαχνε για πιθανούς συμμάχους. Είναι ενδιαφέρον ότι ο Ηρόδοτος αναφέρει, ότι ο βασιλιάς της Μηδίας Φραόρτης σκοτώθηκε γύρω στο 625 π.Χ., κατά τη διάρκεια μιας ανεπιτυχούς εισβολής στην Ασσυρία. Δεν υπάρχουν στοιχεία σχετικά με τις σχέσεις μεταξύ Μήδων και Ασσυρίων από το 624 έως το 617 π.Χ. Είναι άγνωστο εάν οι Μήδοι εξακολουθούσαν να χωρίζονται γεωγραφικά από την καρδιά της Ασσυρίας από τα βουνά του Ζάγκρος και τους γύρω λαούς, ή αν είχαν ήδη επιβληθεί στις ορεινές ασσυριακές επαρχίες, ιδιαίτερα στη Μαζαμούα (σημερινή Σουλεϊμανίγια). Ωστόσο, για τα επόμενα χρόνια από το 616 έως το 595, μεγάλο μέρος του Βαβυλωνιακού Χρονικού διατηρείται και παρέχει αρκετά αξιόπιστη περιγραφή των γεγονότων. Η πηγή δεν αποτελεί πλήρη καταγραφή της ιστορίας της περιόδου, [42] και επικεντρώνεται αποκλειστικά σε γεγονότα στη Μεσοποταμία. [31] Αφού εξασφάλισε τον πλήρη έλεγχο της βαβυλωνιακής επικράτειας, ο Ναβοπολάσαρ (π. 626–605 π.Χ.) βάδισε εναντίον της Ασσυρίας. [24]

Το 616 π.Χ. οι Βαβυλώνιοι νίκησαν έναν ασσυριακό στρατό στον μέσο Ευφράτη, και αιχμαλώτισαν τις δυνάμεις των Μανέων που βοηθούσαν τους Ασσύριους. Το αν το βασίλειο των Μαννέων υπήρχε ακόμη μέχρι τότε, παραμένει αβέβαιο. Την ίδια χρονιά, οι Βαβυλώνιοι νίκησαν τους Ασσύριους κοντά στην Aρράφα (σημερινό Κιρκούκ). Τον 3ο μήνα του 615 π.Χ., οι Βαβυλώνιοι βάδισαν κατευθείαν στον Τίγρη, και επιτέθηκαν στην Ασούρ, αλλά εκδιώχθηκαν πίσω. Τον 8ο μήνα, οι Μήδοι ήταν ενεργοί κοντά στην Αρράφα, γεγονός που υποδηλώνει μια αμοιβαία συμφωνία μεταξύ Μήδων και Βαβυλωνίων. [42] Δεδομένου ότι η Αράφα ήταν πολύ κοντά στα κύρια κέντρα της ασσυριακής καρδιάς (Ασούρ, Νινευή και Αρμπέλα), όλες οι θέσεις της αυτοκρατορίας στο δυτικό Ιράν πιθανότατα είχαν ήδη χαθεί. [31] Οι Μήδοι έφτασαν στη Νινευή τον 5ο μήνα του 614 π.Χ., λεηλατώντας την περιοχή μεταξύ Αρράφα και Νινευή. Στα μέσα του 614 π.Χ., οι Μήδοι κατέλαβαν την Ταρμπίσου, μια πόλη λίγο βόρεια της ασσυριακής πρωτεύουσας Νινευή, και στη συνέχεια κατέβηκαν στον Τίγρη για να επιτεθούν στην Ασούρ, την οποία κατέλαβαν πριν από την άφιξη του βαβυλωνιακού στρατού, που ερχόταν σε βοήθεια. Αυτή η συλλογική προσπάθεια υποδηλώνει μια προϋπάρχουσα συμμαχία μεταξύ του Ναβοπολάσαρ και του βασιλιά της Μηδίας Κυαξάρη (βασ. 625–585 π.Χ.), στη συνέχεια συναντήθηκαν προσωπικά και επισημοποίησαν τη σχέση τους. [42] Ο Βαβυλώνιος ιστορικός Βηρωσσός αναφέρει, ότι αυτή η συμμαχία μεταξύ της Βαβυλώνας και της Μηδίας επισφραγίστηκε με το γάμο της Αμύτης, πιθανώς της κόρης του Κυαξάρη, με τον γιο του Ναβοπολάσαρ, τον Ναβουχοδονόσορ Β'. [38] Μετά ο Κυαξάρης και ο στρατός του επέστρεψαν στην χώρα τους. Το 613 π.Χ. οι Μήδοι δεν αναφέρονται στο χρονικό. Ωστόσο το 612 π.Χ. εμφανίζεται στη σκηνή ένας βασιλιάς της ουμάν-μαντά: είναι σίγουρα πανομοιότυπος με τον βασιλιά των Μήδων, αν και είναι περίεργο το γεγονός, ότι μια μόνο σφηνοειδής πλάκα περιγράφει έναν λαό με δύο διαφορετικούς όρους. Οι συνδυασμένες στρατιωτικές δυνάμεις Κυαξάρης και Ναβοπολάσαρ πολιόρκησαν τη Νινευή, με αποτέλεσμα την πτώση της μετά από τρεις μήνες. Μετά την λεηλασία της ασσυριακής πρωτεύουσας, μόνο οι Βαβυλώνιοι φαίνεται ότι συνέχισαν την εκστρατεία, και ένα μέρος του βαβυλωνιακού στρατού βάδισε στη Νασιβίνα και τη Ρασάπα, ενώ ο Κυαξάρης και ο στρατός του επέστρεψαν στη Μηδία. Εν τω μεταξύ οι Ασσύριοι ανασυγκροτήθηκαν υπό έναν νέο βασιλιά δυτικότερα στο Χαρράν. Οι Μήδοι φαίνεται να απουσιάζουν από την αφήγηση του 611 π.Χ., ενώ οι Βαβυλώνιοι δραστηριοποιούνται στρατιωτικά προχωρώντας προς τη Συρία και τον άνω Ευφράτη. [42] Ο Αιγύπτιος φαραώ Nεχώ Β΄ έστειλε βοήθεια στον ασσυριακό στρατό που είχε εδραιωθεί στη Χαρράν. Έτσι ο Ναβοπολάσαρ φαίνεται ότι ζήτησε βοήθεια από τους Μήδους. [43] Οι Μήδοι επανεμφανίστηκαν στη σκηνή το 610 π.Χ., όταν ενώθηκαν με τους Βαβυλώνιους για μια επίθεση στη Χαρράν. Αντιμέτωποι με την τρομερή συμμαχία, οι Ασσύριοι και οι Αιγύπτιοι σύμμαχοί τους εγκατέλειψαν τη Χαρράν, η οποία κατελήφθη. Μετά από αυτό, οι Μήδοι αναχώρησαν για τελευταία φορά [42], και γνωρίζουμε τις δραστηριότητές τους σε μεγάλο βαθμό από κλασικές πηγές. [44] Το 605 π.Χ. οι Βαβυλώνιοι βάδισαν στο Καρχεμίς και το κατέκτησαν, νικώντας εντελώς τους Ασσύριους και τους Αιγύπτιους. Δεν είναι ξεκάθαρο αν και οι Μήδοι συμμετείχαν στην τελική αυτή ήττα των Ασσυρίων. [24]

Το αποτέλεσμα της πτώσης της Ασσυρίας για τη Μηδική εδαφική επέκταση είναι άγνωστο, αλλά το Βαβυλωνιακό Χρονικό και άλλα στοιχεία υποδηλώνουν, ότι το μεγαλύτερο μέρος της πρώην ασσυριακής επικράτειας τέθηκε υπό τον έλεγχο της Βαβυλωνίας. [45] Ο Mάριο Λιβεράνι υποστηρίζει την αντίληψη, ότι οι Μήδοι και οι Βαβυλώνιοι μοιράζονταν την ασσυριακή επικράτεια. Αντίθετα, οι Μήδοι απλώς κατέλαβαν το Ζάγκρος, το οποίο η Ασσυρία είχε ήδη χάσει νωρίτερα. [5] Μέχρι πρόσφατα ήταν κοινή άποψη, ότι μετά την πτώση της Ασσυρίας, οι Μήδοι κατέλαβαν τα ασσυριακά εδάφη ανατολικά του ποταμού Τίγρη, καθώς και την περιοχή Χαρράν. Αυτή η άποψη βασίζεται εν μέρει σε ένα κείμενο του βασιλιά της Βαβυλώνας Ναβονίδη, που δείχνει ότι οι Μήδοι κυριάρχησαν στη Χαρράν για 54 χρόνια μέχρι το 3ο έτος της βασιλείας του, και αργότερα σε κλασικές πηγές. Σε αυτή την περίπτωση, οι Μήδοι κατείχαν το Χαρράν από το 607 έως το 553 π.Χ. Ωστόσο, ορισμένοι μελετητές υποστηρίζουν ότι η καρδιά της Ασσυρίας και της Χαρράν παρέμεινε υπό τον έλεγχο της Βαβυλωνίας από το 609 π.Χ. μέχρι την πτώση της Νεο-Βαβυλωνιακής αυτοκρατορίας το 539 π.Χ. Είναι αλήθεια ότι, αν κρίνουμε από το Βαβυλωνιακό Χρονικό, η Χαρράν παρέμεινε υπό την κυριαρχία των Βαβυλωνίων ενώ οι Μήδοι επέστρεψαν στη γη τους. Ωστόσο, είναι πιθανό ότι λίγο καιρό μετά το 609 π.Χ., οι Μήδοι πήραν ξανά τη Χαρράν και παρέμειναν εκεί για μεγάλο χρονικό διάστημα. [24]

Υποθετικός χάρτης της μέγιστης έκτασης της αυτοκρατορίας των Μήδων.

Στα τέλη του 7ου αι. π.Χ., οι Μήδοι φαίνεται να έχουν συγχωνευθεί σε μια σημαντική πολιτική οντότητα υπό έναν μονάρχη, όπως αποδεικνύεται από τη μηδο-βαβυλωνιακή κατάκτηση της Ασσυρίας. Τίποτε δεν είναι γνωστό για τη Μηδική κοινωνικοπολιτική δομή, και οι μελετητές διαφέρουν έντονα σε ό,τι συμπεραίνουν από ορισμένα μάλλον διφορούμενα στοιχεία. Ορισμένοι υποστηρίζουν την ύπαρξη μιας πολύ ανεπτυγμένης αυτοκρατορίας, επηρεασμένης έντονα από τις ασσυριακές αυτοκρατορικές πρακτικές. Αντίθετα, άλλοι, υπογραμμίζοντας την έλλειψη συγκεκριμένων αποδεικτικών στοιχείων, κλίνουν να θεωρούν τους Μήδους ως σίγουρα μια ισχυρή δύναμη, αλλά που ποτέ δεν ανέπτυξαν κρατικούς θεσμούς. [45] Είναι η περίοδος μεταξύ της πτώσης της Νινευή το 612 π.Χ. και της κατάκτησης της πρωτεύουσας των Μηδικών Εκβάτανων από τους Πέρσες το 550 π.Χ., που εικάζεται η ύπαρξη μιας ισχυρής αυτοκρατορίας των Μήδων. Ωστόσο, οι σύγχρονες πηγές για τους Μήδους αυτής της περιόδου είναι σπάνιες. [5] Σε κάθε περίπτωση, τα διαθέσιμα στοιχεία σε βαβυλωνιακές και βιβλικές πηγές δείχνουν, ότι οι Μήδοι έπαιξαν σημαντικό πολιτικό ρόλο στην αρχαία Εγγύς Ανατολή μετά την πτώση της Ασσυρίας. [46] Τέσσερις δυνάμεις κυριάρχησαν στην αρχαία Εγγύς Ανατολή από τότε: Βαβυλώνα, Μηδία, Λυδία και, νοτιότερα η Αίγυπτος. [24]

Οι Μήδοι φαίνεται ότι σύντομα δημιούργησαν κοινά σύνορα με τη Λυδία στην κεντρική Μ. Ασία. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, οι εχθροπραξίες μεταξύ των Μήδων και των Λυδών ξεκίνησαν πέντε χρόνια πριν από μια μάχη, που χρονολογείται ακριβώς από την έκλειψη του 585 π.Χ. Αν αυτή η αφήγηση ισχύει, υπονοείται ότι πριν από το 590 π.Χ., οι Μήδοι είχαν ήδη υποτάξει τη Μανέα και την Ουραρτού. Ο Τζούλιαν Ρηντ πρότεινε ότι το λήμμα του Βαβυλωνιακού Χρονικού για το 609 π.Χ. θα μπορούσε να αναφέρεται σε μια επίθεση της Μηδίας κατά της Ουραρτού, και όχι σε μια Βαβυλωνιακή επίθεση. Αυτό το γεγονός, που συνέβη λίγο πριν από τις επιθέσεις των Βαβυλωνίων το 608 και πιθανώς το 607 π.Χ., θα μπορούσε να υποδηλώνει ότι οι Βαβυλώνιοι παρείχαν υποστήριξη για την επέκταση των Μήδων προς τα δυτικά, στο οροπέδιο της Μ. Ασίας. Μια άλλη υπόθεση είναι ότι, ήδη από το 615 π.Χ., ο Κυαξάρης και ο Ναβοπολάσαρ είχαν σφυρηλατήσει ένα σχέδιο για την καταστροφή τόσο της Ουραρτού όσο και της Ασσυρίας. [42] Λίγα είναι γνωστά για το τέλος της Ουραρτού, καθώς οι γραπτές πηγές τελειώνουν μετά το 640 π.Χ. Ενώ οι Κιμμέριοι και οι Μήδοι θεωρούνται υπεύθυνοι για το τέλος της Ουραρτού, η γενική συναίνεση είναι ότι η Ουραρτού καταστράφηκε από τους Μήδους στα τέλη του 7ου αι. π.Χ. [47]

Στις αρχές του 7ου αι. π.Χ. οι Κιμμέριοι εισέβαλαν στον Καύκασο και τη Μ. Ασία. Ενώ οι Κιμμέριοι εγκαταστάθηκαν στις πεδιάδες της Καππαδοκίας, το βασίλειο της Λυδίας αναδυόταν στη Μ. Ασία, με πρωτεύουσα τις Σάρδεις. Οι Λυδοί βασιλείς απέκρουσαν την εισβολή των Κιμμέριων, και ξεκίνησαν μια επίθεση προς τα ανατολικά, πλησιάζοντας σταδιακά την Καππαδοκία. [48] Η Κιμμέρια δύναμη, κάποτε μεγάλη και σημαντική στην Καππαδοκία, κατέρρευσε σχεδόν ταυτόχρονα με την Ουραρτού. Αυτό δημιούργησε μια ευκαιρία στους Μήδους, οι οποίοι, αφού κατέκτησαν την Ουραρτού, εισήλθαν στη Μ. Ασία, υποτάσσοντας την Καππαδοκία. Αυτή η περιοχή μπορεί να τους ήταν οικεία, καθώς τα ασσυριακά κείμενα από τον 7ο αι. π.Χ. περιγράφουν την κατάσταση στη Μ. Ασία δυτικά του Ευφράτη, παρόμοια με την περιοχή του Ζάγκρου. [47] Ο Ηρόδοτος αφηγείται ότι ο Κυαξάρης έστειλε μια πρεσβεία στη Λυδία για να απαιτήσει την έκδοση των Σκύθων φυγάδων από τη Μηδία, αλλά ο Λυδός μονάρχης Αλυάττης Β΄ αρνήθηκε, οδηγώντας σε πόλεμο μεταξύ των δύο βασιλείων. Ο πόλεμος μεταξύ των Μήδων και των Λυδών οδήγησε σε μια σειρά συγκρούσεων για πέντε χρόνια, με τις δύο πλευρές να βιώνουν εναλλασσόμενες νίκες. Κατά το 6ο έτος της σύγκρουσης, μια έκλειψη Ηλίου διέκοψε μια μάχη, οδηγώντας και τις δύο πλευρές να συνάψουν μια συνθήκη ειρήνης με τη μεσολάβηση του Λαβύνητου της Βαβυλώνας και του Συενέση Α' της Κιλικίας . Ως αποτέλεσμα, ο ποταμός Άλυς καθιερώθηκε ως το σύνορο μεταξύ των δύο δυνάμεων. Η συνθήκη επισφραγίστηκε με το γάμο της Αρυένης, κόρης του Αλυάττη, και του Αστυάγη, γιου του Κυαξάρη [39] δημιουργώντας μια νέα ισορροπία δυνάμεων μεταξύ των κρατών της Εγγύς Ανατολής. [29]

Με λίγα λόγια, ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι ο Κυαξάρης υπέταξε όλη την Ασία ανατολικά του ποταμού Άλυ, προτείνοντας να εμπλακεί σε μια σειρά μαχών με διάφορους λαούς της περιοχής, για να τους υποτάξει. Αυτός ο ισχυρισμός μπορεί να υπονοεί, ότι εκτός από την Καππαδοκία και την Ουραρτού, οι Iβενάνοι, Mάκρωνες, Mούσκοι, Mάρες, Mοσύνοικοι και Tιβαρενοί υποτάχθηκαν από τον Κυαξάρη. [39] Αργότερα έμμεσα στοιχεία υποδηλώνουν, ότι οι Μήδοι μπορεί να κατέκτησαν τις περιοχές Υρκανία, Παρθία, [24] Σαγαρτία, [49] Δρανγκιανή, [50] Aρία [51] και Βακτρία, αποτελώντας μια αυτοκρατορία, που εκτεινόταν από τη Μ. Ασία στα δυτικά έως την Κεντρική Ασία στα ανατολικά. [24] Όποιος και αν είναι ο πολιτικός ρόλος των Μήδων στα ανατολικά, η εκπροσώπηση μιας ινδικής πρεσβείας στην αυλή τού Κυαξάρη (Ξενοφών, Κύρου Παιδεία 2.4.1) φαίνεται εύλογο αποτέλεσμα εμπορικών επαφών. [49]

Αρχαία Μέση Ανατολή το 600 π.Χ.

Ο Κυαξάρης απεβίωσε λίγο μετά τη συνθήκη με τους Λυδούς, αφήνοντας τον θρόνο στον γιο του Αστυάγη. [38] Σε σύγκριση με τον Κυαξάρη, λίγα είναι γνωστά για τη βασιλεία του Αστυάγη. [29] Ο γάμος του με την Αρυένη τον έκανε κουνιάδο του μελλοντικού βασιλιά της Λυδίας Κροίσου, και ο γάμος της αδελφής του Αμύτης με τον βασιλιά της Βαβυλώνας Ναβουχοδονόσορα Β' (βασ. 605–562 π.Χ.) τον έκανε κουνιάδο τού τελευταίου επίσης. [38] Ωστόσο, δεν ήταν όλα καλά με τη συμμαχία με τη Βαβυλώνα, και υπάρχουν ορισμένα στοιχεία που υποδηλώνουν, ότι η Βαβυλώνα μπορεί να φοβόταν τη δύναμη των Μήδων. [29] Οι σχέσεις μεταξύ Βαβυλωνίας και Μηδίας φαίνεται να έχουν επιδεινωθεί, αφού στη δεκαετία του 590 π.Χ. αναμενόταν ότι οι Μήδοι θα εισέβαλαν στη βαβυλωνιακή επικράτεια, όπως φαίνεται από τις ομιλίες του Ιερεμία. [52] Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, ο Αστυάγης πάντρεψε την κόρη του Μανδάνη με τον Πέρση βασιλιά Καμβύση Α', με τον οποίο θα αποκτήσει έναν γιο, τον Κύρο Β', συνδέοντας τη δυναστεία των Μήδων με τη δυναστεία των Αχαιμενιδών. Αυτός ο γάμος θα είχε γίνει πριν από το 576 π.Χ., αλλά υπάρχει κάποια αμφιβολία για την ιστορικότητά του. [53]

Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του, ο Αστυάγης μπορεί να εργάστηκε, για να ενισχύσει και να συγκεντρώσει το Μηδικό κράτος, σε αντίθεση με τη θέληση των φυλετικών ευγενών. Αυτό μπορεί να συνέβαλε στην πτώση του βασιλείου. [1] Σύμφωνα με τον Κτησία, οι βασιλείς της Μηδίας πολέμησαν επίσης εναντίον των Καδουσίων και των Σακαίων, αν και δεν υπάρχουν αδιάσειστα στοιχεία που να το υποστηρίζουν. Ωστόσο, η αναφορά σε πόλεμο κατά των Σακαίων μπορεί να υποδηλώνει συνεχείς προκλήσεις από τις νομαδικές επιδρομές, ενώ η αφήγηση για τον πόλεμο κατά των Καδουσίων μπορεί να υποδηλώνει, ότι οι Μήδοι είχαν περιορισμένο έλεγχο στις νότιες ακτές της Κασπίας Θάλασσας, όπου ζούσαν οι Καδούσιοι. [15] Προφανώς, η βασιλεία του Αστυάγη ήταν σχετικά αδιατάρακτη μέχρι λίγο πριν το τέλος της. Ο Μωυσής της Χορηνής ισχυρίζεται, ότι συμμετείχε σε μακροχρόνιο αγώνα με έναν Αρμένιο βασιλιά ονόματι Τιγράνη, αλλά ελάχιστη αξία μπορεί να δοθεί σε αυτές τις δηλώσεις. [39]

Κατάκτηση από τους Πέρσες

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τόσο ο Ηρόδοτος, όσο και ο Κτησίας, απεικονίζουν τη Μηδο-Περσική σύγκρουση ως μια παρατεταμένη εξέγερση υπό την ηγεσία του Πέρση βασιλιά Κύρου Β' εναντίον του άρχοντα των Μήδων. Ωστόσο, η έννοια της Μηδικής κυριαρχίας στην Περσία δεν υποστηρίζεται από τα σύγχρονα στοιχεία. Σύμφωνα με το Χρονικό του Ναβονίδη, το 550 π.Χ., ο βασιλιάς της Μηδίας Αστυάγης βάδισε με τα στρατεύματά του εναντίον του Κύρου της Περσίας "για κατάκτηση". Όμως, οι δικοί του στρατιώτες επαναστάτησαν, τον αιχμαλώτισαν και τον παρέδωσαν στον Κύρο. Στη συνέχεια, ο Κύρος κατέλαβε τη Μηδική πρωτεύουσα των Εκβάτανων. Οι βασικές λεπτομέρειες αυτής της αφήγησης ευθυγραμμίζονται με τη λεπτομερή αφήγηση της προδοσίας και του δεσποτισμού του βασιλιά της Μηδίας στον Ηρόδοτο. Το ότι η αντιπαράθεση είναι πιθανό να ήταν μεγαλύτερη από ό,τι αναφέρει το συνοπτικό λήμμα του χρονικού, υποδηλώνεται από μια επιγραφή από τη Σιπάρ, όπου ο βασιλιάς της Βαβυλώνας Ναβόνιδος φαίνεται να αναφέρεται σε μια σύγκρουση μεταξύ Περσών και Μήδων ήδη το 553 π.Χ. [54]

Στην αφήγηση του Ηροδότου, ο Κύρος, εκτός από υποτελής της Μηδίας, ήταν και εγγονός του Αστυάγη. Ωστόσο, οι βαβυλωνιακές πηγές δεν το αναφέρουν. Αναφέρονται στον Κύρο μόνο ως «ο βασιλιάς της Ανσάν» (δηλαδή της Περσίας), ενώ ο Αστυάγης ονομάζεται «βασιλιάς των Μήδων». Ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι ο Μήδος στρατηγός Άρπαγος οργάνωσε συνωμοσία κατά του Αστυάγη, και κατά τη διάρκεια μιας μάχης αυτομόλησε με μεγάλο μέρος των στρατευμάτων στο πλευρό του Κύρου. Ο ίδιος ο Αστυάγης διέταξε τον στρατό στη μάχη, αλλά οι Μήδοι ηττήθηκαν και ο βασιλιάς τους αιχμαλωτίστηκε. [24] Η βαθύτερη αιτία της εξέγερσης του Μηδικού στρατού μπορεί να ήταν η δυσαρέσκεια με τις πολιτικές του Αστυάγη. Τον 6ο αι. π.Χ., οι ιρανικές φυλές εγκαθίστανται όλο και περισσότερο και οι ηγέτες τους δεν έμοιαζαν πλέον με τους αρχηγούς των πρώτων φυλών, αλλά άρχισαν να συμπεριφέρονται σαν βασιλείς. Όταν ο Αστυάγης άρχισε να τιμωρεί μερικούς από αυτούς τους ηγέτες των φυλών, μια εξέγερση έγινε αναπόφευκτη. [53]

Μετά την κατάληψη του Αστυάγη, ο Κύρος βάδισε στα Εκβάτανα και μετέφερε τα τιμαλφή της πόλης στο Ανσάν. [24] Καθώς η έκταση της επικράτειας που έλεγχαν οι Μήδοι αμφισβητείται, δεν γνωρίζουμε τι ακριβώς κέρδισε ο Κύρος με τη νίκη του. [54] Η ανάληψη του ελέγχου των Μήδων μπορεί να συνεπαγόταν την ανάληψη του ελέγχου υποτελών κρατών, όπως η Αρμενία, η Καππαδοκία, η Παρθία, η Δρανγιανή και η Αρία. Αν ο Κύρος ήταν πράγματι εγγονός του Αστυάγη, όπως ισχυρίζεται ο Ηρόδοτος, τότε αυτό θα εξηγούσε, γιατί οι Μήδοι αποδέχτηκαν τη βασιλεία του. Ωστόσο, είναι επίσης πιθανό ότι η σύνδεση μεταξύ του Κύρου και του Αστυάγη επινοήθηκε, για να δικαιολογήσει την περσική κυριαρχία στους Μήδους. [55] Σύμφωνα με τον Κτησία, ο Αστυάγης είχε μια κόρη την Αμύτη, η οποία ήταν παντρεμένη με τον Σπιτάμα, ο οποίος στη συνέχεια έγινε ο υποτιθέμενος διάδοχος τού πεθερού του. Αφού σκότωσε τον Σπιτάμα, ο Κύρος θα είχε νυμφευτεί την Αμύτη για να αποκτήσει νομιμότητα. Αν και η αυθεντικότητα της αφήγησης του Κτησία είναι αμφισβητήσιμη, είναι πολύ πιθανό ο Κύρος να νυμφεύτηκε μια κόρη του βασιλιά της Μηδίας. [56]

ανάγλυφο των Αχαιμενιδών από τον 5ο αι. π.Χ. που δείχνει έναν Μήδο στρατιώτη πίσω από έναν Πέρση στρατιώτη.

Μετά την ήττα του Αστυάγη, ο Λυδός βασιλιάς Κροίσος διέσχισε τον ποταμό Άλυ, με την ελπίδα να επεκτείνει τα σύνορά του προς τα ανατολικά. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα έναν πόλεμο, που οδήγησε τη Λυδία να κατακτηθεί από τους Πέρσες. [53] Στη συνέχεια ο Κύρος κατέκτησε τη Βαβυλώνα, βάζοντας τέλος σε τρεις δυνάμεις στην Αρχαία Εγγύς Ανατολή: τη Μηδία, τη Λυδία και τη Βαβυλώνα, όλες μέσα σε μια δεκαετία. [4] Στην αυτοκρατορία των Αχαιμενιδών, η Μηδία διατήρησε μια προνομιακή θέση, καταλαμβάνοντας τη δεύτερη θέση μετά την ίδια την Περσία. Η Μηδία ήταν μια μεγάλη επαρχία, και η πρωτεύουσά της, τα Εκβάτανα, έγινε μια από τις πρωτεύουσες των Αχαιμενιδών, και η θερινή κατοικία των Περσών βασιλέων. [24] Η περσική κυριαρχία στη Μηδία κλονίστηκε από μια μεγάλη εξέγερση στις αρχές της βασιλείας του Δαρείου Α΄, ο οποίος κατέλαβε την εξουσία, αφού σκότωσε τον σφετεριστή Γαυμάτα. Το γεγονός αυτό ακολούθησε μια σειρά εξεγέρσεων στις σατραπείες των Αχαιμενιδών. Όταν ο Δαρείος κατέστειλε αυτές τις εξεγέρσεις και έμεινε στη Βαβυλώνα, κάποιος Φραόρτης προσπάθησε να καταλάβει την εξουσία, και να αποκαταστήσει τη Μηδική ανεξαρτησία. Ισχυρίστηκε ότι ήταν απόγονος του Κυαξάρη, και κατάφερε να καταλάβει τα Εκβάτανα τον Δεκέμβριο του 522 π.Χ. Περίπου την ίδια εποχή σημειώθηκε μια νέα εξέγερση στο Ελάμ, και εξεγέρσεις σημειώθηκαν σε γειτονικές επαρχίες όπως η Αρμενία, η Ασσυρία και η Παρθία. Την άνοιξη, ο Πέρσης ηγέτης εισέβαλε στη Μηδία από τα δυτικά, και τον Μάιο του 521 π.Χ. νίκησε τον Φραόρτη. Η περσική νίκη ολοκληρώθηκε, και ο Φραόρτης κατέφυγε στην Παρθία, αλλά αιχμαλωτίστηκε στο Ράγες (σημερινή Τεχεράνη). Αργότερα, ο επαναστάτης βασανίστηκε και σταυρώθηκε στα Εκβάτανα. Μετά τη νίκη του, ο Δαρείος μπορούσε να στείλει στρατεύματα στην Αρμενία και την Παρθία, όπου οι στρατηγοί του κατάφεραν να νικήσουν τους εναπομείναντες επαναστάτες. [57] Ένας Σαγκάρτιος ονόματι Τριταντέχμης, ο οποίος ισχυρίστηκε επίσης ότι ήταν απόγονος του Κυαξάρη, συνέχισε την εξέγερση, αλλά και ηττήθηκε. Αυτή είναι η τελευταία εξέγερση των Μήδων κατά της κυριαρχίας των Αχαιμενιδών. Μετά το τέλος της αυτοκρατορίας των Αχαιμενιδών, η Μηδία συνέχισε να έχει μεγάλη σημασία στις μεταγενέστερες αυτοκρατορίες των Σελευκιδών και των Πάρθων. [58]

Χάρτη της αυτοκρατορίας των Μήδων, όπως γενικά έχει γίνει αποδεκτό, κατά τη διάρκεια της περιόδου της μέγιστης έκτασης της, αλλά στην πραγματικότητα πολύ υποθετικά.

Μέχρι τα τέλη του 20ου αι. οι επιστήμονες συμφωνούσαν γενικά ότι η κατάρρευση της αυτοκρατορίας της Ασσυρίας ακολουθήθηκε από την εμφάνιση μιας αυτοκρατορίας της Μηδίας. Η αυτοκρατορία της Μηδίας λέγεται ότι έμοιαζε με την μετέπειτα αυτοκρατορία των Αχαιμενιδών, και κυβέρνησε ένα τεράστιο κομμάτι της Αρχαίας Εγγύς Ανατολής για μισό αιώνα, έως ότου ο τελευταίος βασιλιάς της, ο Αστυάγης, ανατράπηκε από τον ίδιο τον υποτελή του, τον Κύρο Β΄ τον Μεγάλο. [6] Το 1988, το 1994 και το 1995, η ιστορικός Χέλλεν Σάνκισι-Βέερντενμπουργκ αμφισβήτησε την ύπαρξη μιας αυτοκρατορίας των Μήδων ως πολιτικής οντότητας που διαθέτει δομές συγκρίσιμες με τις Νεο-Ασσυριακές, Νεο-Βαβυλωνιακές ή Αχαιμενιδικές αυτοκρατορίες. Έφερε αμφιβολίες για τη συνολική εγκυρότητα της πιο σημαντικής πηγής μας, δηλαδή του Μηδικού Λόγου του Ηροδότου, και επεσήμανε τα κενά στις μη κλασικές πηγές, ειδικά για το πρώτο μισό του 6ου αι. π.Χ. [46] [59] Η Σάνκισι-Βέερντενμπουργκ τόνισε ότι ουσιαστικά μόνο οι ελληνικές κλασικές πηγές χρησιμοποιήθηκαν από τη σύγχρονη ιστοριογραφία για την κατασκευή της Μηδικής ιστορίας και ότι οι αρχαίες πηγές της Εγγύς Ανατολής αγνοήθηκαν σχεδόν πλήρως. [60] Υποστήριξε ότι δεν υπάρχουν άμεσες ή ουσιαστικές έμμεσες αποδείξεις, όχι από τον Ηρόδοτο, που να υποστηρίζουν την ύπαρξη μιας Μηδικής Αυτοκρατορίας, και ότι μια τέτοια αυτοκρατορία είναι ελληνική κατασκευή. [47] Το 2001, πραγματοποιήθηκε ένα διεθνές συμπόσιο στην Πάντοβα της Ιταλίας, με επίκεντρο το θέμα της αυτοκρατορίας των Μήδων. Αν και δεν επιτεύχθηκε συναίνεση για την ύπαρξη της αυτοκρατορίας των Μήδων, έγινε γενικά αποδεκτό ότι δεν υπήρχε οριστική απόδειξη για την ύπαρξή της. Η συζήτηση συνεχίζεται μέχρι σήμερα. [60] [59] [61]

Γύρω στο 650 π.Χ. οι πληροφορίες για τις ασσυριακές επαρχίες στο Ζάγκρος μειώθηκαν σημαντικά, και οι ασσυριακές πηγές δεν αναφέρουν πλέον τους Μήδους. Όταν οι Μήδοι επανεμφανίζονται στα σύγχρονα αρχεία το 615 π.Χ., επιτίθενται στην Ασσυρία. Δεν υπάρχει καμία ένδειξη για το πώς ο Κυαξάρης έφερε μια ενοποιημένη Μηδική δύναμη σε τόσο αποτελεσματική και καταστροφική χρήση. Επί του παρόντος, υπάρχουν δύο αντικρουόμενες ακαδημαϊκές απόψεις: η παραδοσιακή προοπτική βλέπει τον Κυαξάρη ως τον βασιλιά ενός ενοποιημένου Μηδικού κράτους, που αντιμετωπίζει την Ασσυρία ως ισότιμη δύναμη, ενώ η εναλλακτική άποψη θεωρεί τους Μήδους ως στρατιωτική δύναμη, που συνέβαλε στην πτώση της Ασσυρίας αλλά δεν είχε πολιτική συνοχή. [19] Η απουσία σχετικών ασσυριακών στοιχείων μετά το 650 π.Χ. δεν αποκλείει την ύπαρξη μιας ευρύτερης Μηδικής αρχής με κέντρο τα Εκβάτανα. Ορισμένες θεωρίες προτείνουν, ότι οι απαιτήσεις για φόρο τιμής και η εμπορική εκμετάλλευση κατά μήκος του Μεγάλου Δρόμου Χορασάν μπορεί να συνέβαλαν στη συσσώρευση πλούτου από τους αρχηγούς των Μήδων, ωθώντας ένα φιλόδοξο άτομο να αναζητήσει ευρύτερη εξουσία. Εναλλακτικά, οι συγκρούσεις μεταξύ των Μήδων αρχηγών, οδήγησαν στην επέμβαση των Ασσυρίων το 676 π.Χ. και στον όρκο πίστης το 672 π.Χ. Οι ανησυχίες των Ασσυρίων για πιθανές απειλές από τους Μήδους, τους Σκύθες και τους Κιμμέριους κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, μπορεί να δημιούργησαν μια ευκαιρία για την ανάδειξη ενός κυρίαρχου ηγέτη. Η επίθεση στην Ασσυρία από το 615 έως το 610 π.Χ. πιθανότατα έπαιξε κρίσιμο ρόλο στην εδραίωση της εξουσίας αυτού του ηγέτη. [47] Ο Ντέιβιντ Στρόναχ υποστηρίζει, ότι δεν υπάρχει αρκετός λόγος για να υποτεθεί η ύπαρξη ενός ισχυρού, ανεξάρτητου και ενοποιημένου βασιλείου της Μηδείας, σε οποιαδήποτε ημερομηνία πριν από το 615 π.Χ. Ωστόσο, διαφωνεί με την επέκταση αυτής της αρνητικής εκτίμησης στην περίοδο από το 615 έως τα μέσα του 6ου αι. π.Χ. [22] Για την περίοδο από το 615 έως το 550 π.Χ., οι βαβυλωνιακές πηγές περιέχουν δύο σημαντικές πληροφορίες, που ευθυγραμμίζονται με την αφήγηση του Ηροδότου: το 615-610 π.Χ. οι Μήδοι ενώθηκαν υπό την ηγεσία του Κυαξάρη, και κατέστρεψαν τις ασσυριακές πρωτεύουσες. Επίσης το 550 π.Χ. ο Μηδικός στρατός, με επικεφαλής τον Αστυάγη, αυτομόλησε στον Πέρση βασιλιά Κύρο, και ακολούθησε η κατάκτηση των Εκβάτανων. Έτσι, η αρχή και το τέλος ενός ανεξάρτητου βασιλείου της Μηδίας φαίνεται να είναι υπαρκτά, αν και η φύση ενός τέτοιου βασιλείου δεν είναι απαραίτητα ίση, με αυτή που περιγράφει ο Ηρόδοτος ως μια αληθινή αυτοκρατορία, που προμηνύει την αυτοκρατορία των Αχαιμενιδών. [5] Είναι πιθανό ότι ένα ενοποιημένο μηδικό βασίλειο άσκησε έλεγχο σε σημαντικό τμήμα του βόρειου Ιράν, τουλάχιστον στο πρώτο μισό του 6ου αι. π.Χ. Ωστόσο, ορισμένοι μελετητές έχουν επίσης εγείρει αμφιβολίες για την ύπαρξη ενός ενοποιημένου, βραχύβιου βασιλείου της Μηδίας. [6] Ο ιστορικός Mάριο Λιβεράνι πρότεινε, ότι δεν υπήρχε μετάβαση από άρχοντες των πόλεων σε περιφερειακούς ηγεμόνες ή βασιλείς. Αντίθετα, υπήρξε μια σύντομη ενοποίηση υπό τον πρωταρχικό βασιλιά της Μηδίας, ειδικά για την αντιμετώπιση μιας αποδυναμωμένης Ασσυρίας τη δεκαετία του 610 π.Χ., ακολουθούμενη από μια ταχεία επιστροφή στο προηγούμενο status quo. [14] [5] Ωστόσο, αυτή η άποψη δεν είναι ευρέως αποδεκτή. [22] [6]

Ενώ ορισμένοι μελετητές εξακολουθούν να θεωρούν τη Μηδία μια ισχυρή και δομημένη αυτοκρατορία, που θα είχε επηρεάσει την αυτοκρατορία των Αχαιμενιδών [62], λείπουν συγκεκριμένα αρχαιολογικά στοιχεία για μια τέτοια αυτοκρατορία. [63] Άλλοι βλέπουν την αυτοκρατορία των Μήδων ως μια μυθοπλασία, που δημιουργήθηκε από τον Ηρόδοτο για να καλύψει ένα κενό μεταξύ της Ασσυριακής και της Περσικής αυτοκρατορίας, στο όραμά του για μια ακολουθία ανατολικών αυτοκρατοριών. [62] [46] [5] Η Κάρεν Ράντνερ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, χωρίς τον Ηρόδοτο και την ελληνική παράδοση, είναι «πολύ αμφίβολο» ότι οι σύγχρονοι ερευνητές θα έθεταν την ύπαρξη μιας αυτοκρατορίας των Μήδων. Η Χέελεν Σάνκισι-Βέερενμπουργκ εξέφρασε αυτή την άποψη, όταν είπε ότι «η αυτοκρατορία των Μήδων υπάρχει για εμάς, επειδή ο Ηρόδοτος λέει ότι υπήρχε». [26] Μια εναλλακτική άποψη προτείνει μια χαλαρή συνομοσπονδία φυλών, ικανών να προκαλέσουν καταστροφικά αποτελέσματα, όπως η κατάκτηση της Ασσυρίας, αλλά χωρίς κεντρικές αυτοκρατορικές δομές, μηχανισμούς και γραφειοκρατίες ελέγχου. [7] [13] Αυτή η συνομοσπονδία θα λειτουργούσε μέσω χαλαρών συμμαχιών και εξαρτήσεων, που οδηγούνται από στιγμιαία αλληλοεπικαλυπτόμενους στόχους και φιλοδοξίες. Εάν υπήρχε κάποια οργανωμένη και σταθερή αρχή, πιθανότατα θα επικεντρωνόταν στην κεντρική περιοχή του Ζάγκρος, μεταξύ της λίμνης Ουρμία και του Eλάμ. Αν και αυτή η υπόθεση είναι βιώσιμη και εύλογη, παραμένει μια πιθανότητα, καθώς τα κειμενικά στοιχεία δεν είναι πειστικά. [63] Αν και τα αρχαιολογικά στοιχεία υποστηρίζουν πολλές κρίσεις, που βασίζονται σε πηγές κειμένου, τουλάχιστον για την περίοδο μέχρι περίπου το 650 π.Χ., εξακολουθεί να υπάρχει αρκετή αβεβαιότητα για την περίοδο μετά το 650 π.Χ. Η επανεξέταση των Μήδων ως συνομοσπονδίας ή συνασπισμού, αντί για μια «παραδοσιακή» αυτοκρατορία, ευθυγραμμίζεται με τα περιορισμένα στοιχεία, αλλά μια τέτοια επανεξέταση δεν μειώνει απαραίτητα τη σημασία τους στην ιστορία της Αρχαίας Εγγύς Ανατολής. [13]

Σύμφωνα με τον Ματ Γουότερς, τα υπάρχοντα στοιχεία δείχνουν, ότι ένας βασιλιάς της Μηδίας ασκεί επιρροή ή εξουσία άμεσα ή έμμεσα σε πολλούς λαούς, μέσω ενός ιεραρχικού και άτυπου συστήματος διακυβέρνησης, χωρίς την ύπαρξη μιας επίσημης «αυτοκρατορίας των Μήδων», που σημαίνει μια συγκεντρωτική και γραφειοκρατική δομή. [14] Στη δεκαετία του 590 π.Χ., ο Ιερεμίας αναφέρει «τους βασιλείς των Μήδων» (51:11) και «τους βασιλείς των Μήδων, τους κυβερνήτες τους (pechah), όλους τους αξιωματούχους τους (sagan) και όλες τις χώρες (eretz) της κυριαρχίας τους (memshalah)» (51:27-28). Η πληθώρα των «βασιλέων» είναι αξιοσημείωτη (αν και οι Εβδομήκοντα χρησιμοποιούν τον ενικό «βασιλιάς»). Το αν το γεγονός ότι ο Ιερεμίας (25:25) απαριθμεί επίσης "όλους τους βασιλείς του Ελάμ και της Μηδίας" μεταξύ των καταδικασμένων εθνών, δείχνει ότι ο πληθυντικός και ο ενικός είναι ρητορικά εναλλάξιμα, είναι συζητήσιμο. Μια πιθανή εξήγηση μπορεί να βρεθεί στις αναφορές του Ναβονίδη στους «Ουμμαν-μάντα, τη χώρα τους και τους βασιλείς που βαδίζουν στο πλευρό τους». Ο Ναβονίδης υποδεικνύει μια ενιαία απειλή, που αποτελείται από στοιχεία που περιλαμβάνουν μια πλειάδα βασιλέων. Η φόρμουλα του Ιερεμία μπορεί να είναι ένας εναλλακτικός τρόπος έκφρασης, ειδικά εφόσον ο Εβραίος προφήτης δεν ενδιαφέρεται για την πολυπλοκότητα της κατάστασης. Οι περιγραφές από τον Ναβονίδη και τον Ιερεμία συνάδουν με την απεικόνιση της Μηδικής κυριαρχίας του Ηροδότου στο 1.134: [47]

  1. 1,0 1,1 Dandamaev 1989.
  2. Rollinger 2021, σελ. 338-344.
  3. Muscarella, Oscar White (1 Ιανουαρίου 2013). «Median Art and Medizing Scholarship». Archaeology, Artifacts and Antiquities of the Ancient Near East. Brill. σελίδες 999–1023. ISBN 978-90-04-23669-1. 
  4. 4,0 4,1 4,2 4,3 4,4 «Medes». Livius.org. Ανακτήθηκε στις 15 Ιουνίου 2020. 
  5. 5,00 5,01 5,02 5,03 5,04 5,05 5,06 5,07 5,08 5,09 5,10 Liverani, Mario (2003). «The Rise and Fall of Media». Στο: Lanfranchi, Giovanni B. Continuity of Empire (?) Assyria, Media, Persia. Padua, Italy: S.a.r.g.o.n. Editrice e Libreria. σελίδες 1–12. ISBN 978-9-990-93968-2. 
  6. 6,0 6,1 6,2 6,3 6,4 Rollinger 2021, σελ. 213-214.
  7. 7,0 7,1 7,2 7,3 7,4 7,5 Matthews, Roger· Nashli, Hassan Fazeli (30 Ιουνίου 2022). The Archaeology of Iran from the Palaeolithic to the Achaemenid Empire. Taylor & Francis. ISBN 978-1-000-57091-5. 
  8. Prods Oktor Skjærvø, “IRAN vi. IRANIAN LANGUAGES AND SCRIPTS (1) Earliest Evidence,” Encyclopaedia Iranica, XIII/4, pp. 345-348, available online at http://www.iranicaonline.org/articles/iran-vi1-earliest-evidence (accessed on 30 December 2012).
  9. 9,0 9,1 9,2 «Ctesias of Cnidus». Livius.org. Ανακτήθηκε στις 18 Ιουλίου 2021. 
  10. 10,0 10,1 «Ctesias | Greek physician and historian». Ctesias | Greek physician and historian. https://www.britannica.com/biography/Ctesias. Ανακτήθηκε στις 2020-06-30. 
  11. Waters, Matt (24 Ιανουαρίου 2017). Ctesias' Persica in Its Near Eastern Context. University of Wisconsin Pres. ISBN 978-0-299-31090-5. 
  12. Rollinger, Robert; Wiesehöfer, Josef; Schottky, Martin (2011-12-01). «VII. Iranian Empires and their vassal states» (στα αγγλικά). Brill's New Pauly Supplements I - Volume 1: Chronologies of the Ancient World - Names, Dates and Dynasties (Brill). https://referenceworks.brillonline.com/entries/brill-s-new-pauly-supplements-i-1/vii-iranian-empires-and-their-vassal-states-COM_0008. Ανακτήθηκε στις 2024-02-06. 
  13. 13,0 13,1 13,2 Waters, Matt. «Cyrus and the Medes». Ανακτήθηκε στις 9 Ιανουαρίου 2024. 
  14. 14,0 14,1 14,2 14,3 Waters, Matt. «Notes on the Medes and Their 'Empire' from Jer. 25.25 to Hdt. 1.134». Ανακτήθηκε στις 9 Ιανουαρίου 2024. 
  15. 15,0 15,1 Nijssen, Daan. «The Median Dark Age». Ανακτήθηκε στις 18 Ιανουαρίου 2024. 
  16. «ART IN IRAN ii. Median Art and Architecture». Encyclopaedia Iranica. Ανακτήθηκε στις 8 Οκτωβρίου 2022. 
  17. «ARCHEOLOGY ii. Median and Achaemenid – Encyclopaedia Iranica». iranicaonline.org. Ανακτήθηκε στις 30 Ιουλίου 2020. 
  18. Σφάλμα αναφοράς: Σφάλμα παραπομπής: Λανθασμένο <ref>. Δεν υπάρχει κείμενο για τις παραπομπές με όνομα :23.
  19. 19,0 19,1 Σφάλμα αναφοράς: Σφάλμα παραπομπής: Λανθασμένο <ref>. Δεν υπάρχει κείμενο για τις παραπομπές με όνομα :28.
  20. 20,0 20,1 Zaghamee, Reza (25 Σεπτεμβρίου 2015). Discovering Cyrus: The Persian Conqueror Astride the Ancient World (στα Αγγλικά). Mage Publishers. ISBN 978-1-933823-79-9. 
  21. Curtis, Vesta Sarkhosh· Stewart, Sarah (8 Ιανουαρίου 2010). Birth of the Persian Empire (στα Αγγλικά). Bloomsbury Publishing. ISBN 978-0-85771-092-5. 
  22. 22,0 22,1 22,2 22,3 22,4 22,5 Gopnik, Hilary (22 Ιανουαρίου 2021). The Median Confederacy. Academia.edu. σελίδες 39–62. ISBN 978-90-04-46064-5. Ανακτήθηκε στις 19 Δεκεμβρίου 2023. 
  23. «Tepe Nush-e Jan». Livius.org. Ανακτήθηκε στις 29 Νοεμβρίου 2021. 
  24. 24,00 24,01 24,02 24,03 24,04 24,05 24,06 24,07 24,08 24,09 24,10 24,11 24,12 24,13 24,14 24,15 24,16 24,17 Dandamayev & Medvedskaya 2006.
  25. 25,0 25,1 "Medos, Média". Estudo Perspicaz das Escrituras. 2. Escritura-Mísia. Sociedade Torre de Vigia de Bíblias e Tratados (1998).
  26. 26,0 26,1 26,2 26,3 26,4 26,5 26,6 26,7 K. Radner, « An Assyrian View of the Medes », em Lanfranchi, Roaf & Rollinger 2003, σελίδες 37–64
  27. «DEIOCES – Encyclopaedia Iranica». iranicaonline.org. Ανακτήθηκε στις 9 Αυγούστου 2020. 
  28. A. Panaino, « Herodotus I, 96-101: Deioces' conquest of power and the foundation of sacred royalty », in Lanfranchi, Roaf & Rollinger 2003, σελίδες 327–338
  29. 29,0 29,1 29,2 29,3 29,4 «Historic Personalities of Iran: Median Empire». Iranchamber.com. Ανακτήθηκε στις 5 Ιουνίου 2020. 
  30. «Ancient Iran». Encyclopedia Britannica. Ανακτήθηκε στις 7 Αυγούστου 2020. 
  31. 31,0 31,1 31,2 31,3 Radner, Karen· Moeller, Nadine (14 Απριλίου 2023). The Oxford History of the Ancient Near East: Volume IV: the Age of Assyria. Oxford University Press. ISBN 978-0-19-068763-2. 
  32. «AŠŠURBANIPAL – Encyclopaedia Iranica». iranicaonline.org. Ανακτήθηκε στις 7 Νοεμβρίου 2020. 
  33. Brown 1990, σελίδες 621–622
  34. Diakonoff 1985, σελ. 109.
  35. (Young 1988)
  36. "Media (ancient region, Iran)" Encyclopædia Britannica. Pesquisa em 28/04/17
  37. Herodotus, Histories, Livro I, Clio, 102 (pt) (el) (el/en) (ael/fr) (en) (en) (en) (es)
  38. 38,0 38,1 38,2 38,3 38,4 38,5 «Cyaxares». Livius.org. Ανακτήθηκε στις 8 Ιουνίου 2020. 
  39. 39,0 39,1 39,2 39,3 39,4 39,5 Rawlinson 2007.
  40. «IRAN vi. IRANIAN LANGUAGES AND SCRIPTS (1) Ear – Encyclopaedia Iranica». iranicaonline.org. Ανακτήθηκε στις 5 Αυγούστου 2020. 
  41. «Assyria». World History Encyclopedia. Ανακτήθηκε στις 23 Σεπτεμβρίου 2021. 
  42. 42,0 42,1 42,2 42,3 42,4 42,5 Reade, Julian E. «2003. Why did the Medes invade Assyria?». Ανακτήθηκε στις 12 Ιανουαρίου 2024. 
  43. M. Dandamaiev e È. Grantovski, “ASSYRIA i. The Kingdom of Assyria and its Relations with Iran,” Encyclopaedia Iranica, II/8, pp. 806-815, available online at http://www.iranicaonline.org/articles/assyria-i (accessed on September 2, 2021).
  44. Curtis, John· Collon, Dominique (1989). Excavations at Qasrij Cliff and Khirbet Qasrij. British Museum Publications. ISBN 978-0-7141-1123-0. 
  45. 45,0 45,1 Kuhrt, Amélie (15 Απριλίου 2013). The Persian Empire: A Corpus of Sources from the Achaemenid Period. Routledge. ISBN 978-1-136-01694-3. 
  46. 46,0 46,1 46,2 Σφάλμα αναφοράς: Σφάλμα παραπομπής: Λανθασμένο <ref>. Δεν υπάρχει κείμενο για τις παραπομπές με όνομα :8.
  47. 47,0 47,1 47,2 47,3 47,4 Tuplin, Christopher. «Medes in Media, Mesopotamia and Anatolia: empire, hegemony, devolved domination or illusion?». Ancient West & East 3 (2004) [published 2005], 223-251. https://www.academia.edu/8102970. Ανακτήθηκε στις 2020-10-18. 
  48. «Cappadocia». Livius.org. Ανακτήθηκε στις 11 Νοεμβρίου 2020. 
  49. 49,0 49,1 «IRAN v. PEOPLES OF IRAN (2) Pre-Islamic». Encyclopaedia Iranica. Ανακτήθηκε στις 7 Οκτωβρίου 2021. 
  50. «Drangiana». Livius.org. Ανακτήθηκε στις 3 Δεκεμβρίου 2020. 
  51. «Arians». Livius.org. Ανακτήθηκε στις 3 Δεκεμβρίου 2020. 
  52. Diakonoff 1985, σελ. 125-127.
  53. 53,0 53,1 53,2 «Astyages». Livius.org. Ανακτήθηκε στις 5 Ιουνίου 2020. 
  54. 54,0 54,1 Jacobs, Bruno· Rollinger, Robert (31 Αυγούστου 2021). A Companion to the Achaemenid Persian Empire, 2 Volume Set. John Wiley & Sons. ISBN 978-1-119-17428-8. 
  55. «Cyrus the Great». Livius.org. Ανακτήθηκε στις 28 Δεκεμβρίου 2020. 
  56. «Amytis median and persian female name». iranicaonline.org. Ανακτήθηκε στις 7 Απριλίου 2021. 
  57. «Phraortes». Livius.org. Ανακτήθηκε στις 9 Αυγούστου 2020. 
  58. «Medes (2)». Livius.org. Ανακτήθηκε στις 2 Ιουνίου 2020. 
  59. 59,0 59,1 Rollinger, Robert. «R. Rollinger, The Median "Empire", the End of Urartu and Cyrus' the Great Campaign in 547 BC (Nabonidus Chronicle II 16). In: Ancient West & East 7, 2009, 49-63». Ανακτήθηκε στις 16 Δεκεμβρίου 2023. 
  60. 60,0 60,1 Rollinger 2021, σελ. 337–338.
  61. Rollinger, Robert· Degen, Julian (4 Ιουνίου 2020). Short-term Empires in World History. Springer Nature. ISBN 978-3-658-29435-9. 
  62. 62,0 62,1 Гумбатов, Гахраман. «Тюрки Передней Азии в эпоху Мидийской империи». Ανακτήθηκε στις 8 Ιανουαρίου 2023. 
  63. 63,0 63,1 Rollinger 2021, σελ. 344-345.

 

Η διαχείριση της διοίκησης

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι ομιλίες του Ιερεμία που χρονολογούνται από το 593 π.Χ. αναφέρουν τους «βασιλείς της Μηδίας» στον πληθυντικό, μαζί με σατράπες και κυβερνήτες. Ο Ηρόδοτος δίνει αυτόν τον χαρακτηρισμό της δομής του Μηδικού βασιλείου (1, 134): «... ο ένας λαός κυβέρνησε τον άλλον, αλλά οι Μήδοι κυριάρχησαν επάνω σε όλους, και ιδιαίτερα σε αυτούς που κατοικούσαν πλησιέστερα τους, και αυτοί κυριαρχούσαν στους γείτονές τους, και αυτοί πάλι επάνω από τους δικούς τους». [1] Ορισμένοι μελετητές υποθέτουν, ότι η μεταγενέστερη Μηδική διοικητική δομή εξελίχθηκε σε πιο ανεπτυγμένη μορφή στο διοικητικό σύστημα της αυτοκρατορίας των Αχαιμενιδών. [2]

Πιθανώς, δεν υπήρξε ποτέ μια Μηδική Αυτοκρατορία strictu sensu. [3] Επομένως, ο όρος «αυτοκρατορία» για να αναφέρεται στην πολιτική οντότητα που κατασκεύασαν οι Μήδοι, μπορεί να μην είναι κατάλληλος. [4] Το βασίλειο τής Μηδίας ήταν πιθανώς απλώς μια χαλαρή ομοσπονδία δυτικών ιρανών οπλαρχηγών και βασιλέων, και η ενότητά τους διατηρήθηκε από τους προσωπικούς δεσμούς τους με τον βασιλιά της Μηδίας, ο οποίος ήταν λιγότερο απόλυτος μονάρχης, παρά πρώτος μεταξύ ίσων. Αυτό ταιριάζει με την περιγραφή άλλων ηγεμόνων, «που βαδίζουν στο πλευρό» του βασιλιά της Μηδίας, που αναφέρεται στις βαβυλωνιακές πηγές. [5] Η Μαρία Μπρόσιους φαντάζεται τη Μηδία ως μια επικράτεια ηγεμόνων, που μεταξύ 614 και 550 π.Χ. ένωσαν τις στρατιωτικές τους δυνάμεις υπό έναν άρχοντα της πόλης, με τα Εκβάτανα ως βάση ισχύος τους. [6]

Καλλιτεχνική απεικόνιση ευγενών Μήδων.

Οι διαθέσιμες πληροφορίες σχετικά με την Αυλή των Μήδων είναι περιορισμένες, και όχι απολύτως αξιόπιστες. Στη γοητευτική αφήγηση του για τη νεολαία του Κύρου Β', ο Ηρόδοτος προτείνει ότι η Μηδική Αυλή περιλάμβανε σωματοφύλακες, αγγελιοφόρους, το «μάτι του βασιλιά» (ένα είδος μυστικού πράκτορα) και οικοδόμους. Ο Κτησίας αναφέρει τον βασιλικό οινοχόο ως μία από τις θέσεις στη Μηδική αυλή. Όταν ίδρυσε την αυτοκρατορία των Αχαιμενιδών, ο Κύρος πιθανότατα συνέχισε την οργάνωση και τις πρακτικές της Μηδικής Αυλής, συμπεριλαμβανομένων μορφών εθιμοτυπίας, τελετών και διπλωματικού πρωτοκόλλου, που οι Μήδοι με τη σειρά τους, κληρονόμησαν από την Ασσυρία. [7]

Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, μόλις ανέβηκε στον θρόνο ο Δηιόκης, διέταξε να κτιστεί μια πόλη-φρούριο ως πρωτεύουσά του, και όλη η κυβερνητική εξουσία ήταν συγκεντρωμένη σε αυτή την πόλη, τα Εκβάτανα. [8] Καθιέρωσε μια βασιλική φρουρά και ένα πολύ αυστηρό πρωτόκολλο Αυλής με τέτοιον τρόπο, που οι αρχηγοί των μεγάλων οικογενειών της Μηδείας "τον θεωρούσαν ένα ον διαφορετικής φύσης από τους εαυτούς τους". [9] Υπό κανονικές συνθήκες, ο μονάρχης παρέμενε απομονωμένος στο παλάτι του, και κανείς δεν μπορούσε να τον δει, εκτός αν ζητούσε επίσημα ακρόαση, και παρουσιαζόταν στη βασιλική παρουσία από έναν αξιωματούχο. Ήταν περικυκλωμένος από σωματοφύλακες για προσωπική ασφάλεια, και σπάνια έφευγε από το παλάτι του, βασιζόμενος σε αναφορές για την κατάσταση του βασιλείου του, που του μεταδίδονταν περιστασιακά από τους αξιωματούχους του. [10] Κανείς δεν μπορούσε να γελάσει ή να φτύσει στη βασιλική παρουσία, ή στην παρουσία οποιουδήποτε άλλου, καθώς τέτοιες πράξεις θεωρούνταν ανάξιες και επαίσχυντες. Έχοντας εδραιώσει τη βασιλική εξουσία, ο Δηιόκης προχώρησε στην απονομή δικαιοσύνης με αυστηρότητα. Του στέλνονταν νομικές υποθέσεις εγγράφως, τις έκρινε και τις επέστρεψε με την ποινή. [11] Καθιέρωσε τον νόμο και την τάξη, εισάγοντας «παρατηρητές και ακροατές» σε όλο το βασίλειό του, παρακολουθώντας τις ενέργειες των υπηκόων του. [8] Όπως και άλλοι ανατολικοί ηγεμόνες, ο μονάρχης της Μηδίας είχε πολλές συζύγους και παλλακίδες, και η πολυγαμία ασκούνταν συνήθως μεταξύ των πλουσιότερων και επιφανών τάξεων. Τα κύρια χαρακτηριστικά της Μηδικής Αυλής μπορεί να ήταν παρόμοια με την Ασσυριακή Αυλή. [10]

Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, οι Μάγοι ήταν μια ιερατική κάστα με μεγάλη επιρροή στην Αυλή, που θεωρούνταν τιμητική τόσο από τον βασιλιά, όσο και από τον λαό. Χρησιμοποιούνταν ως διερμηνείς ονείρων, θαυματοποιοί και σύμβουλοι σε διάφορα θέματα, συμπεριλαμβανομένων των πολιτικών υποθέσεων. Ήταν υπεύθυνοι για τις θρησκευτικές τελετές, και πιθανότατα τους παραχωρήθηκαν υψηλά κρατικά αξιώματα. Η κύρια διασκέδαση της Αυλής ήταν το κυνήγι, που συχνά γινόταν σε ένα δάσος όπου μπορούσαν να βρεθούν λιοντάρια, λεοπαρδάλεις, αρκούδες, κάπροι, αντιλόπες, γαζέλες, άγριοι γαϊδούρια και ελάφια. Ως συνήθως, αυτά τα ζώα τα καταδίωκαν έφιπποι, και τα στοχοποιούσαν με τόξα ή δόρατα. [10]

Ανάγλυφο των Αχαιμενιδών ενός Μήδου στρατιώτη, που βρέθηκε στην Περσέπολη.

Λίγα είναι γνωστά για τον Μηδικό στρατό, αλλά σίγουρα έπαιξε σημαντικό ρόλο στη Μηδική ιστορία. [10] Στα τέλη του 7ου αι. π.Χ., οι Μήδοι σημείωσαν αξιοσημείωτη στρατιωτική πρόοδο υπό τον Κυαξάρη, ο οποίος, σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, οργάνωσε το στρατό σε ειδικές μονάδες: πεζικό, ακοντιστές, τοξότες και ιππείς, καθώς τα προηγούμενα μεικτά φύλα οδήγησαν σε σύγχυση στο στρατό στις το πεδίο της μάχης. Πριν από τον Κυαξάρη, φαίνεται ότι οι Μήδοι πήγαν στον πόλεμο με φυλετική οργάνωση, με κάθε αρχηγό να φέρνει και να οδηγεί το πεζικό και τα έφιππα στρατεύματά τους. Ο βασιλιάς εκπαίδευε τις δυνάμεις σε έναν στρατό χωρισμένο σε τακτικές ομάδες με ενοποιημένα όπλα. Οι Μήδοι χρησιμοποιούσαν άρματα λιγότερο συχνά, και βασίζονταν κυρίως σε ιππικό εξοπλισμένο με άλογα της Νισέας. Ο πολεμικός εξοπλισμός τους περιελάμβανε το δόρυ, το τόξο, το σπαθί και το στιλέτο. Η ορεινή φύση της χώρας τους και ο πολεμικός χαρακτήρας της συνέβαλαν στην ανάπτυξη κατάλληλης ενδυμασίας για το ιππικό: στενό παντελόνι από δέρμα με επιπλέον ζώνη για κοντό σπαθί, μακρύ στενό δερμάτινο χιτώνα, στρογγυλό κράνος από τσόχα με πτερύγια στα μάγουλα και προστατευτικό λαιμού, πιθανόν να καλύπτει και το στόμα, και μακρύς ποικιλόχρωμος μανδύας ριγμένος στους ώμους και στερεωμένος στο στήθος με άδεια μανίκια να κρέμονται στα πλάγια. Η μεσαία ενδυμασία κέρδισε γρήγορα δημοτικότητα μεταξύ άλλων ιρανικών λαών. [12] Η παρουσία Μήδων στρατιωτών στα ασσυριακά ανάκτορα, προφανώς επηρέασε σημαντικά την αναδιάρθρωση των στρατιωτικών τακτικών της Μηδίας, υιοθετώντας πιο προηγμένες τεχνικές. [13] Το ιππικό της Μηδίας ήταν άρτια εκπαιδευμένο και καλά εξοπλισμένο, διαδραματίζοντας κρίσιμο ρόλο στις μάχες κατά των Ασσυρίων. [14]

Καταλαμβάνοντας τη δεύτερη πιο σημαντική θέση στην αυτοκρατορία των Αχαιμενιδών, οι Μήδοι πλήρωναν λιγότερο φόρο τιμής, αλλά παρείχαν περισσότερους στρατιώτες στον στρατό των Αχαιμενιδών από άλλους λαούς. Αυτό αποδεικνύεται από τα ανάγλυφα της Περσέπολης και του Ηροδότου, καθώς και το γεγονός ότι πολλοί Μηήδοι στρατηγοί, όπως ο Άρπαγος, ο Μάζαρης και ο Δάτης, υπηρέτησαν στον περσικό στρατό. [12] Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, κατά τους Ελληνο-Περσικούς Πολέμους, οι Μήδοι στρατιώτες δεν διέφεραν πολύ από τους Πέρσες. Και οι δύο πολέμησαν έφιπποι ή πεζοί, χρησιμοποιώντας δόρατα, τόξα και στιλέτα, μεγάλες ψάθινες ασπίδες και φέροντας φαρέτρα στις πλάτες τους. Τα αρχικά χαρακτηριστικά του Μηδικού στρατού, όπως υποδεικνύονται στην Εβραϊκή Βίβλο και στον Ξενοφώντα, είναι απλούστερα από την περιγραφή του Ηροδότου. Ο Μηδικός στρατός φαίνεται να βασιζόταν στην τοξοβολία ιππέων. Εκπαιδευμένοι σε μια ποικιλία ιππικών ασκήσεων και στη χρήση του τόξου, οι Μήδοι προχώρησαν εναντίον των εχθρών τους έφιπποι, παρόμοια με τους Σκύθες, και επέτυχαν τις νίκες τους κυρίως μέσω της ικανότητάς τους να εκτοξεύουν βέλη, ενώ προχωρούσαν ή υποχωρούσαν. Χρησιμοποιούσαν επίσης ξίφη και δόρατα, αλλά ο τρόμος που ενέπνεαν οι Μήδοι προέκυψε από τις εξαιρετικές τους ικανότητες στην τοξοβολία. [10]

Η αναπαραγωγή αλόγων ήταν ένα από τους κύριους κλάδους της οικονομίας της Μηδίας.

Το αρχαιολογικό υλικό από τοποθεσίες όπως το Tεπέ Νουσ-ί Τζαν και το Γκοντίν Τεπέ, καθώς και τα ασσυριακά ανάγλυφα, καταδεικνύουν, ότι στο πρώτο μισό της πρώτης χιλιετίας π.Χ., υπήρχαν οικισμοί αστικού τύπου σε διάφορες περιοχές της Μηδίας, που χρησίμευαν ως κέντρα χειροτεχνίας. παραγωγή και καθιστική αγροτική και κτηνοτροφική οικονομία. Από τα Μηδικά εδάφη, οι Ασσύριοι έλαβαν φόρο τιμής με τη μορφή αλόγων, βοοειδών, προβάτων, καμηλών της Βακτριανής, λάπις λάζουλι, μπρούτζου, χρυσού, αργύρου και άλλων μετάλλων, καθώς και λινά και μάλλινα υφάσματα. [15] Στις ευνοημένες περιοχές της Μηδίας, στο Ζάγκρος και το Αζερμπαϊτζάν, το έδαφος ήταν σχεδόν εξ ολοκλήρου καλλιεργήσιμο και ικανό να παράγει εξαιρετική συγκομιδή σιτηρών. [10] Νότια της Κασπίας Θάλασσας, υπήρχε μια στενή λωρίδα γόνιμου εδάφους καλυμμένη από ένα πυκνό δάσος, [16] που παρείχε εξαιρετικής ποιότητας ξύλο. [10] Η οικονομία των χωριών στηριζόταν σε καλλιέργειες όπως το κριθάρι, το σιτάρι, το σιταρένιο ψωμί, ο αρακάς, οι φακές και τα σταφύλια. Τα πυκνά δασωμένα βουνά πρόσφεραν μεγάλη γκάμα κυνηγιού, αλλά η κτηνοτροφία παρέμενε ευγενής. Το δείγμα των οικόσιτων οστών στο Nουσ-'ι Τζαν περιλαμβάνει εννέα είδη, με τα πρόβατα, τις κατσίκες, τους χοίρους και τα βοοειδή να είναι τα πιο κοινά. Υπάρχουν επίσης ενδείξεις, σύμφωνα με τη φήμη χιλιετιών των βοσκοτόπων της Mηδίας, ότι η προαναφερθείσα ιπποτροφία έπαιξε σημαντικό ρόλο στην τοπική οικονομία. [17]

Ο Χίλαρυ Γκόπνικ βλέπει το κράτος της Μηδίας ως «κυρίαρχη οικονομική δύναμη» που ήλεγχε τις εμπορικές οδούς του βόρειου Ζάγκρου στα τέλη του 7ου και 6ου αι. [18] Καθώς οι Μήδοι, όντας ο πιο ισχυρός λαός στο ιρανικό οροπέδιο στο πρώτο μισό του 6ου αι. π.Χ., μπορεί να ζήτησαν φόρο τιμής από λαούς όπως οι Πέρσες, οι Αρμένιοι, οι Πάρθοι, οι Δράγγοι και οι Άρειοι. [19] [20] Η σημασία των Mήδων σχετίζεται κυρίως με τον έλεγχο ενός σημαντικού τμήματος της διαδρομής ανατολής-δύσης, που ήταν γνωστή στο Μεσαίωνα ως Δρόμος του Μεταξιού. Αυτή η διαδρομή συνέδεε τον ανατολικό και δυτικό κόσμο, συνδέοντας τη Μηδία με τη Βαβυλώνα, την Ασσυρία, την Αρμενία και τη Μεσόγειο στα δυτικά, καθώς και με την Παρθία, την Αρεία, τη Βακτρία, τη Σογδιανή και την Κίνα στα ανατολικά. Ένας άλλος σημαντικός δρόμος συνέδεε τα Εκβάτανα με τις περσικές πρωτεύουσες, την Περσέπολη και τις Πασαργάδες. Εκτός από τον έλεγχο του εμπορίου ανατολής-δύσης, η Mηδία ήταν πλούσια και σε αγροτικά προϊόντα. Οι κοιλάδες του Ζάγκρου ήταν εύφορες και η Μηδία ήταν γνωστή για τις καλλιέργειες, τα πρόβατα και τα κατσίκια της. Η χώρα μπορούσε να διατηρήσει έναν μεγάλο πληθυσμό, και διέθετε πολλά χωριά και μερικές πόλεις όπως οι Ράγκες και Γκάμπαι. [21]

Τα ασσυριακά κείμενα αναφέρουν πλούσιες πόλεις της Μηδίας, αλλά οι καταγεγραμμένες λεηλασίες αποτελούνταν κυρίως από όπλα, βοοειδή, όνους, άλογα, καμήλες και περιστασιακά λάπις λάζουλι, που αποκτήθηκαν μέσω του Μηδικού εμπορίου πιο ανατολικά. Γύρω στην εποχή της ενοποίησής τους ή λίγο αργότερα, φαίνεται ότι οι Μήδοι απέκτησαν μέσα για να εφοδιαστούν με πιο ουσιαστικό πλούτο. Αυτό συνάγεται από ένα απόσπασμα του Βαβυλωνιακού Χρονικού από τον 6ο αι. π.Χ., το οποίο αναφέρει ότι ο βασιλιάς Κύρος Β' πήρε άργυρο, χρυσό, αγαθά και περιουσίες από τα Εκβάτανα ως λάφυρα στο Ανσάν. [22]

Η εδαφική επέκταση

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Αρχική επικράτεια των Μήδων, πριν από την επέκτασή τους.

Τα όρια των Μήδων άλλαξαν σταδιακά με την πάροδο του χρόνου, με αποτέλεσμα μια γεωγραφική επέκταση, της οποίας οι ακριβείς λεπτομέρειες παραμένουν άγνωστες. Η αρχική επικράτεια της Μηδίας, όπως ήταν γνωστή από τους Ασσύριους από τα τέλη του 9ου αι. έως τις αρχές του 7ου αι. π.Χ., συνόρευε στα βόρεια με την Γκιζιλμπούντα, που βρίσκεται στα βουνά Καφλανκούχ βόρεια της πεδιάδας Χαμαντάν. Στα δυτικά και βορειοδυτικά, η Μηδία δεν εκτεινόταν πέρα από την πεδιάδα του Χαμαντάν και συνόρευε με τα βουνά Ζάγκρος, εκτός από τα νοτιοδυτικά, όπου η Μηδία καταλάμβανε την κοιλάδα του Ζάγκρου και τα σύνορά της εκτείνονταν μέχρι την οροσειρά Γκαρίν, χωρίζοντάς την από το βασίλειο των Ελίπων, που βρίσκεται νότια του Kερμανσάχ. Στα νότια, συνόρευε με την ελαμιτική περιοχή Σιμάσκι, που αντιστοιχεί στη σημερινή επαρχία Λορεστάν. Στα ανατολικά και νοτιοανατολικά, οι Μήδοι φαίνεται να οριοθετήθηκαν από την έρημο Νταστ-έ Καβίρ. Η Πατουσάρα και το όρος Μπίκνι ήταν πιθανώς οι πιο απομακρυσμένες περιοχές της Μηδίας, στις οποίες διείσδυσαν οι Ασσύριοι κατά τη μεγαλύτερη επέκτασή τους στο δεύτερο μισό του 8ου αι. και τις πρώτες δεκαετίες του 7ου αι. π.Χ. Οι μελετητές συνήθως ταυτίζουν το Μπίκνι με το όρος Νταμαβάντ, βορειοανατολικά της Τεχεράνης. Ωστόσο, άλλοι το ταυτίζουν με το όρος Aλβάντ, αμέσως δυτικά του Χαμαντάν. Εάν αυτή η ταύτιση είναι σωστή, σημαίνει ότι οι Ασσύριοι δεν διέσχισαν ποτέ αυτό το βουνό, και ότι όλη η επικράτεια των Μέσων που κατέκτησαν ή γνώριζαν ήταν δυτικά του Χαμαντάν. [15] Τα διαθέσιμα αρχαιολογικά στοιχεία είναι περιορισμένα, αλλά η πιο ανατολική τοποθεσία με δυνητικά μηδική κεραμική είναι το Tεπέ Οσμπακί, που βρίσκεται 75 χλμ. δυτικά της Τεχεράνης, επομένως είναι πιθανό ότι οι Μήδοι εκτείνονται τουλάχιστον τόσο ανατολικά. [23]

Τον 6ο αι. και αργότερα, μεγάλο μέρος του βόρειου Ιράν και ορισμένες γειτονικές περιοχές αποδίδονταν στη Μηδία. Αυτό ήταν το αποτέλεσμα των Μηδικών κατακτήσεων στο δεύτερο μισό του 7ου αι. π.Χ. [24] Συνήθως θεωρείται ότι μετά την πτώση της Ασσυρίας το 612 π.Χ., οι Μήδοι πήραν τον έλεγχο μιας τεράστιας περιοχής, που εκτείνεται από την περιοχή της Τεχεράνης στα ανατολικά έως τον ποταμό Άλυ στα δυτικά. Έτσι, η «αυτοκρατορία των Μήδων» θα είχε κυριαρχήσει στο Ιράν, την Αρμενία, την ανατολική Μ. Ασία και τη βόρεια Μεσοποταμία, ενώ οι Βαβυλώνιοι έλεγχαν τη νότια Μεσοποταμία και το Λεβάντε. Ωστόσο, υπάρχουν αμφιβολίες σχετικά με αυτή την υποτιθέμενη εκτεταμένη εδαφική επέκταση. [25]

Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, ο Φραόρτης μπόρεσε να επεκτείνει το Μηδικό βασίλειο κατακτώντας την Περσίδα, η οποία σε εκείνο το σημείο ήταν πιθανώς ένα αρκετά μικρό κράτος στα νότια της Μηδίας. [23] Το γεγονός περιγράφεται ως μέρος ενός ευρύτερου κύματος κατακτήσεων, όπου ο Φραόρτης και οι διάδοχοί του υπέταξαν συστηματικά διάφορα πριγκιπάτα κατά μήκος της οροσειράς του Ζάγκρου. [9] Ωστόσο, η ιδέα ότι η Περσία ήταν «υποτελής» των Μήδων βασίζεται μόνο σε μεταγενέστερες κλασικές πηγές, και θεωρείται μάλλον απίθανη από ορισμένους μελετητές. [13] [25] Στη Νεοασσυριακή περίοδο, η κύρια οντότητα βόρεια του Ελάμ ήταν το βασίλειο των Ελιπίων, αλλά η ισχύς του φαίνεται να έχει μειωθεί, και εξαφανίστηκε από τα ιστορικά αρχεία γύρω στο 660 π.Χ. Είναι πιθανό ότι, ίσως μετά την πτώση της Ασσυρίας, οι Μήδοι και οι Ελαμίτες να είχαν καλύψει το κενό, που άφησε η μείωση της Ελιπικής ισχύος, αλλά δεν υπάρχουν ιστορικά στοιχεία που να υποδεικνύουν κάτι τέτοιο. Βασιζόμενος σε βιβλικές πηγές, ο Zαβάντσκι πρότεινε τη Μηδική κυριαρχία στο Ελάμ, καθώς το Ελάμ θα ήταν πολύ αδύναμο μετά τις ασσυριακές εκστρατείες τη δεκαετία του 640. Σε ένα παρόμοιο συμπέρασμα, αλλά με την αποδοχή μιας προγενέστερης βαβυλωνιακής κυριαρχίας, κατέληξε ο Ντανταμάγιεφ. Οι ερμηνείες των εδαφίων από τον Ιερεμία (Ιερ. 49:34-38) και τον Ιεζεκιήλ (Ιεζ. 32:24-25), που υπαινίσσονται την υποταγή του Ελάμ, είναι δύσκολες, και πιθανότατα δεν προορίζονται ως ακριβείς ιστορικές δηλώσεις. Δεδομένου ότι τα κείμενα και τα αρχαιολογικά στοιχεία από το Ιράν δεν παρέχουν κάποια υποστήριξη σε μια μεσαία κυριαρχία στο Χουζεστάν, και τόσο οι βιβλικές όσο και οι βαβυλωνιακές πηγές δεν αναφέρουν ρητά την κυριαρχία των Μήδων στο Ελάμ, η ιδέα αυτή αντιμετωπίζεται με πολύ σκεπτικισμό. [3]

Το μηδικό βασίλειο πιθανότατα προσάρτησε τη Μαναία στην επικράτειά του, μετά την ήττα των Ασσυρίων σε μια μάχη το 616 π.Χ. [26] Η εμπλοκή της Μηδίας με την Ασσυρία από το 615 έως το 610 χαρακτηρίζεται από τρεις, πιθανώς τέσσερις, εκστρατείες, καθεμία από τις οποίες ολοκληρώθηκε με την λεηλασία μιας σημαντικής πόλης. Η αποχώρηση των Μήδων μετά από κάθε κατάκτηση υποδηλώνει έλλειψη ενδιαφέροντος για πολιτικό έλεγχο στην καρδιά της πρώην ασσυριακής αυτοκρατορίας. Ο Τζούλιαν Ρηντ υποστηρίζει ότι οι ασσυριακές επαρχίες εντός του Ζάγκρος, όπως η Mαζαμούα, και ίσως οι περιοχές του άνω Τίγρη, Tουσάν και Σουπρία, ήταν οι μόνες πιο κατάλληλες για τη Μηδική επέκταση λόγω της εξοικείωσής τους με τη Μηδική επικράτεια. Ωστόσο, μερικές φορές υποδηλώνεται ότι οι Μήδοι ανέλαβαν τον έλεγχο τού ασσυριακού κέντρου, όπως ισχυρίστηκαν μεταγενέστερες ελληνικές πηγές. Ο Ηρόδοτος (1, 106), γράφοντας περί το 450 π.Χ., ότι ο Κυαξάρης κατέκτησε όλη την Ασσυρία. ό,τι κι αν εννοούσε ως Ασσυρία σε αυτό το πλαίσιο: αυτό μπορεί να σημαίνει το πολύ μια απομακρυσμένη επικυριαρχία, όπως αυτή που περιγράφει ο Ηρόδοτος (1, 134). Ο Κτησίας, γύρω στο 400 π.Χ., αναφέρει την επανεγκατάσταση της Νινευή υπό τη Μηδική κυριαρχία. Ο Ξενοφών, ο οποίος ταξίδεψε στη χώρα το 401 π.Χ., θεωρεί τη μητροπολιτική Ασσυρία ως μέρος της Μηδίας. Λέει επίσης ότι η Νιμρούντ και η Νινευή ήταν πρώην πόλεις της Μηδίας, που κατακτήθηκαν από τους Πέρσες. Η συνάφεια αυτών των πληροφοριών για την κατάσταση στον 6ο αι. π.Χ. είναι αμφίβολη. Το Βαβυλωνιακό Χρονικό αναφέρει, ότι το 547 ο Πέρσης βασιλιάς Κύρος πέρασε από την Αρμπέλα (σημερινό Ερμπίλ) στο δρόμο του, για να επιτεθεί σε ένα βασίλειο, του οποίου το όνομα είναι κατεστραμμένο, αλλά που συχνά υποτίθεται ότι ήταν η Λυδία. [27] Έχει υποστηριχθεί ότι η διέλευση του Τίγρη κατάντη από την Aρμπέλα είναι απόδειξη, ότι αυτή η περιοχή προς το Κάτω Ζαμπ ελεγχόταν από τους Πέρσες, υποδηλώνοντας προηγούμενο έλεγχο της περιοχής από τους Μήδους, ενώ η περιοχή νότια αυτού του ποταμού ήταν Βαβυλωνιακή. Ωστόσο, είναι πιθανό το Χρονικό να αναφέρει μόνο τη διαδρομή που ακολούθησε ο Κύρος, επειδή περνούσε από τη βαβυλωνιακή επικράτεια, με ή χωρίς άδεια. [28] [27] Η ταύτιση από τον Ξενοφώντα για την ανατολική όχθη του Τίγρη βόρεια της Βαγδάτης ως «Μηδικής» και η αναφορά του Ηροδότου για την πεδινή Ματιηνή (5. 52. 5) παραμένουν αμφισβητήσιμες, όσον αφορά τον ιστορικό έλεγχο της Μηδικής περιόδου δυτικά του Ζάγκρου. Η κύρια απόδειξη της παρουσίας της Μηδίας στα πεδινά της Μεσοποταμίας οποιαδήποτε στιγμή μετά το 610 π.Χ. περιστρέφεται γύρω από το Χαρράν. Οι επιγραφές του Ναβονίδη υποδεικνύουν, ότι η Χαρράν ήταν ευάλωτη στις επιδρομές των Μήδων τη δεκαετία του 550 π.Χ., αν και αυτό μπορεί να συνέβη και σε άλλες εποχές. [29] Οι Μήδοι περιγράφονται από τον Ναβονίδη ως υπεύθυνοι για την καταστροφή του Εχουλχούλ στο Χαρράν, και ως εμπόδιο στο επιθυμητό έργο ανοικοδόμησής του εκεί. Αυτό υποδηλώνει ότι οι Μήδοι ήλεγχαν τον ναό και συνεπώς την ίδια τη Χαρράν. Ωστόσο το Βαβυλωνιακό Χρονικό καταγράφει την κατάκτηση της Χαρράν το 610 π.Χ., και υπονοεί τον έλεγχο της Βαβυλωνίας εκεί. Ορισμένοι μελετητές ευνοούν την αφήγηση τού χρονικού, τονίζοντας τα προπαγανδιστικά στοιχεία των επιγραφών του Ναβονίδη. [18] [25] Γύρω στο 550 π.Χ., ο Κύρος κατέκτησε το Γκούτιον, γεγονός που υποδηλώνει ότι υπήρχε μια περιοχή στο Δυτικό Ζάγκρος που δεν ήταν υπό τον έλεγχο της Μέσης εκείνη την εποχή, αν και η ακριβής τοποθεσία του Γκούτιου παραμένει άγνωστη. Ο ρόλος του Ουγκμπαρού του Γκούτιου ως υποστηρικτής του Κύρου, μπορεί να προκύψει από το Γκούτιον που μόλις πρόσφατα απέρριψε τη Μηδική εξουσία. [29]

Με κάποιο τρόπο, η έκταση της υποτιθέμενης Μεδικής Αυτοκρατορίας υποσχέθηκε από την εδαφική έκταση της μεταγενέστερης Αχαεμενιδικής Αυτοκράτορας.[13]

Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, ο έλεγχος της Μηδίας εκτεινόταν δυτικά μέχρι τον ποταμό Άλυ, όπου φέρεται να μοιράζονταν σύνορα με τους Λυδούς. Σε αντίθεση με το πρόβλημα τού ποιος είχε τον πολιτικό έλεγχο τού Χαρράν, δεν υπάρχουν σύγχρονες πηγές, που να επιβεβαιώνουν την παρουσία των Μήδων, που εκτείνεται δυτικά μέχρι τον ποταμό Άλυ. [25] Ο ιστορικός Ρόμπερτ Ρόλινγκερ αναγνωρίζει έναν Λυδο-Μηδικό πόλεμο. Ωστόσο, αμφισβητεί το σύνορο του Άλυ, επισημαίνοντας την προβληματική περιγραφή της πορείας τού ποταμού από τον Ηρόδοτο, και την απουσία ιστορικών λεπτομερειών στην αφήγηση, που εξηγούν πώς ο Άλυς έγινε το σύνορο μεταξύ των περιοχών της Λυδίας και της Μηδίας. [25] Παραδέχεται ότι οι Μήδοι μπορεί να βρίσκονταν στη Μ. Ασία για μια σύντομη περίοδο, και μάλιστα συνήψαν συνθήκη με τους Λυδούς, αλλά απορρίπτει την ιδέα του μόνιμου ελέγχου της Μηδίας στην ανατολική και κεντρική Μ. Ασία τον 6ο αι. π.Χ. [30] Το τέλος τού βασιλείου της Ουραρτού παραμένει ασαφές λόγω της έλλειψης γραπτών πηγών μετά τη δεκαετία του 640 π.Χ. Ωστόσο, φαίνεται να υπάρχει συναίνεση ότι το βασίλειο καταστράφηκε από τους Μήδους, δεδομένου των αποδεκτών συνόρων στον ποταμό Άλυ από πολλούς μελετητές. Υποτίθεται ότι οι Μήδοι κατάφεραν με κάποιο τρόπο να επεκτείνουν την κυριαρχία τους προς τα δυτικά. [25] Η καταστροφή της Ουραρτού από εξωτερικές δυνάμεις χρονολογείται συμβατικά γύρω στο 590 π.Χ., με βάση αναφορές στην Εβραϊκή Βίβλο και στα νεοβαβυλωνιακά χρονικά. Ο Σ. Κρολ, ωστόσο, παρατήρησε ότι τα σχετικά κείμενα μπορεί να αναφέρονται σε μια γεωγραφική περιοχή, και όχι σε ένα πολιτικό κράτος, και προτείνει αντ 'αυτού ότι το κράτος της Ουραρτού διαλύθηκε γύρω στο 640 π.Χ. μετά από μια εισβολή των Σκυθών. [31] Χωρίς καμία περιφερειακή δομή για να αντισταθούν σε στρατιωτικές επιδρομές, οι Βαβυλώνιοι εισέβαλαν στην Ουραρτού το 608-607 π.Χ., και ίσως το 609 π.Χ., και αργότερα οι Μήδοι πρέπει να είχαν επιβεβαιώσει την εξουσία τους στην περιοχή. [29] Το Χρονικό του Ναβονίδη αναφέρει μια εκστρατεία του Κύρου του Μεγάλου το 547 π.Χ. σε μια χώρα, για την οποία μόνο ο πρώτος χαρακτήρας είναι ακόμα αναγνωρίσιμος στο κείμενο. Αν και υπάρχει συνεχής συζήτηση, η επικρατούσα ερμηνεία την προσδιορίζει ως Λυδία, διαβάζοντας τον κατεστραμμένο χαρακτήρα ως Λυ-. Ωστόσο, το 1997, ο Γιόακιμ Έλσνερ αναγνώρισε τον χαρακτήρα ως Ú, το πρώτο γράμμα της Ουραρτού. Είναι πιθανό ότι ο Κύρος, αφού είχε κατακτήσει τη Μηδία, πέρασε αρκετά χρόνια για να εδραιώσει την εξουσία του κάτω από περιοχές που ήταν προηγουμένως υπό τον έλεγχο της Μηδίας. [32] Ωστόσο, λαμβάνοντας υπόψη την άποψη της ευθραυστότητας της Μηδικής δύναμης στη δυτική πλευρά της και τις επιφυλάξεις για την ύπαρξη μιας αυτοκρατορίας των Μήδων, ο Ρόλινγκερ καταλήγει στο συμπέρασμα, ότι η Ουραρτού πιθανότατα επέζησε από το Μηδικό «επεισόδιο», μόνο για να κατακτηθεί από τον Κύρο. Αλλά μπορεί να υπήρχε μια περίοδος της Μηδικής υπεροχής ή κυριαρχίας, αφού η επιγραφή Μπεχιστούν αντιμετωπίζει τις εξεγέρσεις κατά το πρώτο έτος της βασιλείας του Δαρείου στην περιοχή αυτή, ως μέρος των εξεγέρσεων στη Μηδία, χωρίζοντας τη «Μηδία» σε τουλάχιστον τρία μέρη: Σαγκαρτία και Ουραρτού (Αρμενία). [28]

Ο Ηρόδοτος και ο Κτησίας προτείνουν, ότι η Μηδική εξουσία εκτεινόταν προς τα ανατολικά, αλλά η ακριβής έκταση της επιρροής των Μήδων προς τα ανατολικά παραμένει αβέβαιη. Ενώ η ανάγνωση της επιγραφής Μπεχιστούν του Δαρείου για την ανακατασκευή μιας Μηδίας, που υπό τον Αστυάγη περιελάμβανε τη Μηδία, την Αρμενία και τη Σαγαρτία φαίνεται αρκετά λογική, η επιγραφή διαφοροποιεί τις ανατολικές περιοχές, που πολλοί θα υποθέτουν ότι ήταν υπό Μηδική εξουσία με βάση τις κλασικές πηγές. [33] Η Παρθία και η Υρκανία, για παράδειγμα, αντιμετωπίζονται ως ξεχωριστές οντότητες. [29] Πολλές ανατολικές περιοχές που εμφανίζονται ως τμήματα της αυτοκρατορίας των Αχαιμενιδών στην επιγραφή Μπεχιστούν, βρίσκουν ελάχιστη ή καθόλου αναφορά στις πηγές, που σχετίζονται με την πολιτική ιστορία των προηγούμενων πενήντα ετών, για παράδειγμα, μεταξύ άλλων, η Aρία, η Δρανγκιανή και η Aραχωσία. Παραμένει άγνωστο πώς και πότε αυτές οι περιοχές ενσωματώθηκαν στην αυτοκρατορία των Περσών. [33] Ένας πρώιμος κατάλογος των Αχαιμενιδών τοποθετεί τη Μηδία στη δέκατη θέση, ακολουθούμενη από την Αρμενία, την Καππαδοκία και τις επαρχίες του Ανατολικού Ιράν (Παρθία, Δρανγκιανή, Αρία κ.λπ.). Η συμπερίληψη της Αρμενίας και της Καππαδοκίας σε ένα τμήμα που ξεκινά από τη Μηδία και στη συνέχεια εκτείνεται προς τα ανατολικά, μπορεί να ερμηνευθεί ως υπαινιγμός στην πρώην μηδική εδαφική επέκταση. [29] Σύμφωνα με τον Κτησία, η νίκη του Κύρου επί του Αστυάγη οδήγησε στην υποταγή των Υρκανών, των Πάρθων, των Σκυθών και των Βακτριανών στον Κύρο. [33] Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, όταν ο Κύρος κατέκτησε τη Μηδία, βρέθηκε αντιμέτωπος στα ανατολικά με το καθήκον να κατακτήσει τους Mασαγέτες, έναν νομαδικό λαό της Κεντρικής Ασίας, και τη Βακτρία στο σημερινό Βόρειο Αφγανιστάν και το Τατζικιστάν. Αυτό υποδηλώνει ότι οι περιοχές που βρίσκονται πιο δυτικά, η Υρκανία, η Παρθία, η Άρια, η Δραγιανά πρέπει να ανήκαν ήδη στους Μήδους. Το ότι η Υρκανία και η Παρθία ήταν στην κατοχή της αυτοκρατορίας των Μήδων υποδηλώνεται από το γεγονός, ότι κατά τις εξεγέρσεις του 522 π.Χ. και οι δύο περιοχές υποστήριξαν τον Μήδο επαναστάτη Φραόρτη. [1]

Σύμφωνα με μια εκτίμηση, η περιοχή της αυτοκρατορίας των Μήδων θα μπορούσε να καλύπτει μια περιοχή λίγο περισσότερο από 2.800.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα, καθιστώντας την μια από τις μεγαλύτερες αυτοκρατορίες στην ιστορία. [34] Ωστόσο, είναι πιθανό ότι δεν ξεπέρασε ποτέ το μέγεθος της Νεο-Ασσυριακής αυτοκρατορίας, η οποία στην ακμή της κάλυπτε 1.400.000 τετρ.χλμ. [35] Μια πρόσφατη επανεκτίμηση των ιστορικών στοιχείων, τόσο αρχαιολογικών όσο και κειμενικών, οδήγησε πολλούς μελετητές να αμφισβητήσουν προηγούμενες αντιλήψεις σχετικά με την εδαφική έκταση των Μήδων. Ως αποτέλεσμα, ορισμένοι μελετητές αφαιρούν πολλές υποτιθέμενες «επαρχίες» και «εξαρτημένα βασίλεια» από τη σύνθεση της «αυτοκρατορίας των Μήδων», όπως η Περσία, το Ελάμ, η Ασσυρία, η βόρεια Συρία, η Αρμενία, η Καππαδοκία, η Δρανγκιανή, η Παρθία και η Αρία. [18] Έτσι, η επιρροή και η εδαφική έκταση του Μηδικού κράτους περιορίστηκε στο έδαφος, που γειτνιάζει με τα Εκβάτανα. [36] [37]

Ο σχηματισμός του βασιλείου της Μηδίας είναι μια από τις καθοριστικές στιγμές στην Ιρανική ιστορία. Προανήγγειλε την άνοδο των Αρείων στη δυναστική εξουσία, διαμορφώνοντας την πολιτιστική και πολιτική ζωή στο ιρανικό οροπέδιο και σε άλλα εδάφη που κατείχαν οι Ιρανοί. [38] Οι ιρανικοί λαοί ενώθηκαν για πρώτη φορά, δημιουργώντας ένα πολιτικό αντίβαρο στις μεγάλες δυνάμεις της Δύσης, τη Λυδία και τη Βαβυλώνα. Η νίκη των Περσών επί της Μηδίας αποτέλεσε ένα βήμα προς τη δόξα για τον Κύρο Β', ο οποίος στη συνέχεια επέτυχε μια σειρά από νίκες και ίδρυσε την αυτοκρατορία των Αχαιμενιδών, το μεγαλύτερο και ισχυρότερο ιρανικό κράτος στην ιστορία. [21] Σύμφωνα με τις κλασικές πηγές, η περσική νίκη επί των Μήδων το 550 π.Χ. χάρισε στον Κύρο μια ήδη εγκατεστημένη αυτοκρατορία, που εκτεινόταν από τον ποταμό Άλυ έως την Κεντρική Ασία. Έτσι, η αυτοκρατορία των Αχαιμενιδών ιδρύθηκε με βάση μια άμεση κληρονομιά από την αυτοκρατορία των Μήδων. [13] Ορισμένοι ιστορικοί, αναλύοντας το διοικητικό και ανακτορικό λεξιλόγιο των Αχαιμενιδών, προτείνουν ότι τα μεσαία δάνεια ήταν ιδιαίτερα συχνά στη βασιλική ονομασία και στη γραφειοκρατία. Επιπλέον, υποτίθεται ότι οι Μήδοι μετέδωσαν έμμεσα στους Πέρσες τις ασυρο-βαβυλωνιακές και ουραρτιανές παραδόσεις. Το συμπέρασμα είναι ότι ο Κύρος αφομοιώθηκε με τις Μηδικές παραδόσεις, δεδομένης της προηγούμενης πολιτικής υπεροχής της Mηδίας. [9]

Πρόσφατα, αρκετοί μελετητές τόνισαν αντ' αυτού τον κρίσιμο διαμορφωτικό ρόλο, που έπαιξαν οι ανεπτυγμένες αυτοκρατορίες της Εγγύς Ανατολής, ιδιαίτερα η Βαβυλωνία και πιο σημαντικό το Ελάμ, στη άρθρωση της αυτοκρατορίας των Αχαιμενιδών. [39] [18] [3] [9] Η ιδέα ότι η αυτοκρατορία των Μήδων χρησίμευσε ως αγωγός για τη μετάδοση των ασσυριακών παραδόσεων στην αυτοκρατορία των Αχαιμενιδών, επηρεάζοντας διάφορες πτυχές της τέχνης, της αρχιτεκτονικής και της διοίκησης, έχει αμφισβητηθεί λόγω της «νεφελώδους φύσης της Μηδικής πολιτείας». Ενώ η τέχνη και η αρχιτεκτονική παρουσιάζουν λιγότερο προβληματικά στοιχεία γι' αυτή την προτεινόμενη αλυσίδα μετάδοσης, η πτυχή της διοίκησης και της κυβέρνησης είναι εκεί, όπου οι συνεισφορές της Μηδικής συμβολής είναι πιο αμφίβολες. Η υποτιθέμενη μετάδοση των ασσυριακών επιρροών στους Αχαιμενίδες μέσω της αυτοκρατορίας των Μήδων περιλαμβάνει στοιχεία, όπως η ασσυριακή ταχυδρομική υπηρεσία, η βασιλική οδός, μαζικές εκτοπίσεις, βασιλικοί τίτλοι, το ασσυριακό σύστημα επαρχιακής διακυβέρνησης και ένα φεουδαρχικό σύστημα κατοχής γης. Ωστόσο, το νεοβαβυλωνιακό κυβερνητικό και διοικητικό σύστημα φαίνεται να ήταν πολύ παρόμοιο με το νεοασσυριακό σύστημα, καθιστώντας το έναν εύλογο σύνδεσμο για τις ασσυριακές παραδόσεις που επηρέασαν τους Αχαιμενίδες. Τα ασσυριακά πολιτιστικά χαρακτηριστικά μπορεί να έφτασαν στους Πέρσες μέσω του βορειοδυτικού Ιράν, ακόμη και χωρίς την ύπαρξη μιας καλά οργανωμένης αυτοκρατορίας των Μήδων. [40]

Λόγω του εντοπισμού του, οι Πέρσες ήταν πολύ επιρρεπείς στην Ελαμιτική επιρροή, σε σημείο που πιστεύεται ότι οι Πέρσες της εποχής του Κύρου αποτελούσαν έναν πληθυσμό, που προερχόταν από ένα μείγμα Ιρανών και Ελαμιτών. Η μονιμότητα του δανεισμού των Ελαμιτών σε κάθε πτυχή της κοινωνικής και πολιτικής ζωής υποδηλώνει, ότι η οργάνωση του βασιλείου του Κύρου και των διαδόχων του οφείλεται περισσότερο στην Ελαμιτική κληρονομιά, η οποία μπορεί να εντοπιστεί με ακρίβεια, παρά στους Μηδικούς δανεισμούς, που είναι πολύ δύσκολο να απομονωθούν. [9] [13] Ωστόσο, η μεγάλη σημασία του Μηδικού κράτους και η επιρροή του στο Ιράν, όσο συγκεντρωτική ή όχι, ως πρόδρομος της Αχαιμενιδικής Περσίας, δεν μπορεί να υπερτονιστεί. [41] Ο ρόλος των Μήδων στην αυτοκρατορία των Αχαιμενιδών είναι αρκετά περίεργος. Δεν υπάρχει οριστικό συμπέρασμα, αλλά ζητήματα που σχετίζονται με θρησκευτικές και κοινωνικές ιδεολογίες μπορεί να ήταν η αιτία αυτής της ιδιαιτερότητας. [13] Οι Έλληνες είχαν την τάση να συγχέουν τους Μήδους και τους Πέρσες, και ο όρος «Μήδος» χρησιμοποιήθηκε συχνά για να αναφερθεί στον «Πέρση». Αυτή η ορολογία ήταν η αντίδραση των Ελλήνων της Μ. Ασίας στους διαδόχους του Κύρου Β΄, που υιοθετήθηκε αργότερα από άλλους Έλληνες, και είναι επαναλαμβανόμενη στην έννοια του Μηδισμού. Αυτό το φαινόμενο πιθανότατα προέρχεται από τη Μηδική φύση του εδάφους, που προσπάθησε να κατακτήσει ο βασιλιάς της Λυδίας Κροίσος, και τη δικαιολόγησή του για κάτι τέτοιο, ίσως ενισχυμένη από τις αναμνήσεις της τρομερής φύσης των Μήδων, με τους οποίους ο προκάτοχός του είχε καταφέρει να συνάψει συνθήκη. [29] Εκτός από τους Έλληνες, οι Εβραίοι, οι Αιγύπτιοι και άλλοι λαοί του αρχαίου κόσμου αποκαλούσαν επίσης τους Πέρσες ως «Μήδους», και θεωρούσαν την περσική κυριαρχία συνέχεια αυτής των Μήδων. [15]

Μια χειρόγραφη Βίβλος στα Λατινικά, που εκτίθεται στο Μάλμεσμπερι, Ουίλτσαϊρ, Αγγλία. Ο Ιερεμίας και ο Ησαΐας αναφέρονται στους Μήδους.

Τα βιβλικά κείμενα θεωρούν τη Μηδία ως σημαντική δύναμη. Τα βιβλία του Ησαΐα και του Ιερεμία απεικονίζουν τους Μήδους ως έναν δυνητικά μοχθηρό και καταστροφικό εχθρό της Βαβυλώνας. [29] Το βιβλίο του Δανιήλ αναφέρει το όραμα των τεσσάρων θηρίων, που αντιπροσωπεύουν τις αρχαίες μοναρχίες της Αρχαίας Εγγύς Ανατολής, που κυβέρνησαν την πόλη της Βαβυλώνας:

  1. Το λιοντάρι με τα φτερά του αετού: Nεο-Βαβυλωνιακή αυτοκρατορία
  2. Η αρκούδα: αυτοκρατορία των Μήδων
  3. Η τετρακέφαλη φτερωτή λεοπάρδαλη: αυτοκρατορία των Αχαιμενιδών
  4. Το θηρίο με τα δέκα κέρατα και τα σιδερένια δόντια: Μακεδονική Αυτοκρατορία του Μεγάλου Αλεξάνδρου, με τα δέκα κράτη των διαδόχων του.

Δεν υπάρχει αμφιβολία για αυτήν την ερμηνεία, αλλά το πρόβλημα έγκειται ακριβώς στην ερμηνεία της αυτοκρατορίας των Μήδων, η οποία ποτέ δεν κατέκτησε τη Βαβυλώνα, και αναφέρεται μόνο ως σημαντική παγκόσμια αυτοκρατορία στα ελληνικά κείμενα. Το βιβλίο του Δανιήλ αναφέρει έναν ηγεμόνα που ονομάζεται Δαρείος ο Μήδος, ο οποίος υποτίθεται ότι κατέκτησε τη Βαβυλώνα, αλλά αυτή η μορφή είναι άγνωστη σε άλλες ιστορικές πηγές. Είναι πολύ πιθανό ότι ο συγγραφέας του Δανιήλ, ο οποίος έγραψε γύρω στο 165 π.Χ., επηρεάστηκε από την ελληνική θεώρηση της ιστορίας και ως εκ τούτου έδωσε στη Μηδία υπερβολική σημασία. [42]

Στη θεωρία της αυτοκρατορικής διαδοχής, η Μηδία έρχεται μετά την Ασσυρία και πριν από την Περσία, καλύπτοντας την περίοδο μεταξύ 612 και 550 π.Χ. Στην ελληνική ιστοριογραφία, αυτό το σχήμα περιελάμβανε την αυτοκρατορία των Ασσυρίων, την αυτοκρατορία των Μήδων, την αυτοκρατορία των Αχαιμενιδών και αργότερα προστέθηκε σε αυτήν η Αυτοκρατορία των Σελευκιδών. Μετά τη νίκη του Πομπήιου επί των Σελευκιδών το 63 π.Χ., οι Ρωμαίοι ιστορικοί ολοκλήρωσαν την ιδέα των τεσσάρων αυτοκρατοριών, συμπεριλαμβανομένης της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας ως πέμπτης και τελευταίας. Οι Έλληνες θεωρούσαν το Μηδικό κράτος ως μια οικουμενική αυτοκρατορία, το μοντέλο της οποίας αντιστοιχούσε στο Αχαιμενιδικό, και, γενικά, στο ανατολικό πρότυπο του κράτους. Στην εβραϊκή παράδοση, η Βαβυλωνιακή αυτοκρατορία παίρνει τη θέση της αυτοκρατορίας των Ασσυρίων. Ωστόσο, ούτε οι ελληνο-ρωμαϊκές ούτε οι εβραϊκές παραδόσεις στέρησαν από τη Mηδία τον εξέχοντα ρόλο της στην ιστορία. Μόνο στην ύστερη εβραϊκή και χριστιανική λογοτεχνία το δεύτερο κράτος αναγνωρίστηκε ως η Μηδο-Περσική αυτοκρατορία, στερώντας έτσι από τους Μήδους έναν ανεξάρτητο ρόλο στην παγκόσμια ιστορία. [36]

Σημειώσεις και παραπομπές

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  1. 1,0 1,1 Diakonoff 1985, σελ. 125-127.
  2. «Ancient Persian Government». World History Encyclopedia. Ανακτήθηκε στις 26 Οκτωβρίου 2021. 
  3. 3,0 3,1 3,2 W. Henkelman, « Persians, Medes and Elamites, Acculturation in the Neo-Elamite Period », in Lanfranchi, Roaf & Rollinger 2003, σελίδες 181–231
  4. «BC 788 - 550 BC - Empire Median». globalsecurity.org. Ανακτήθηκε στις 30 Ιουλίου 2020. 
  5. Σφάλμα αναφοράς: Σφάλμα παραπομπής: Λανθασμένο <ref>. Δεν υπάρχει κείμενο για τις παραπομπές με όνομα :27.
  6. Brosius, Maria (29 Οκτωβρίου 2020). A History of Ancient Persia: The Achaemenid Empire. John Wiley & Sons. ISBN 978-1-119-70253-5. 
  7. «COURTS AND COURTIERS I. In the Median and Achaemenid periods». Encyclopaedia Iranica. Ανακτήθηκε στις 7 Οκτωβρίου 2021. 
  8. 8,0 8,1 Σφάλμα αναφοράς: Σφάλμα παραπομπής: Λανθασμένο <ref>. Δεν υπάρχει κείμενο για τις παραπομπές με όνομα :Dj.
  9. 9,0 9,1 9,2 9,3 9,4 Briant, Pierre (1 Ιανουαρίου 2002). From Cyrus to Alexander: A History of the Persian Empire (στα Αγγλικά). Eisenbrauns. ISBN 978-1-57506-120-7. 
  10. 10,0 10,1 10,2 10,3 10,4 10,5 10,6 Rawlinson 2007.
  11. Herodotus, Histories, Livro I, Clio, 99-100 (pt) (el) (el/en) (ael/fr) (en) (en) (en) (es)
  12. 12,0 12,1 Shahbazi, A. Sh. «ARMY i. Pre-Islamic Iran». Encyclopaedia Iranica. σελίδες 489–499. Ανακτήθηκε στις 15 Αυγούστου 2021. 
  13. 13,0 13,1 13,2 13,3 13,4 13,5 Liverani, Mario (2003). «The Rise and Fall of Media». Στο: Lanfranchi, Giovanni B. Continuity of Empire (?) Assyria, Media, Persia. Padua, Italy: S.a.r.g.o.n. Editrice e Libreria. σελίδες 1–12. ISBN 978-9-990-93968-2. 
  14. A. Sh. Shahbazi, “ASB i. In Pre-Islamic Iran,” Encyclopedia Iranica, 2/7, pp. 724-730, disponível online em http://www.iranicaonline.org/articles/asb-pre-islamic-iran (accessed on November 5, 2021).
  15. 15,0 15,1 15,2 Dandamayev & Medvedskaya 2006.
  16. Σφάλμα αναφοράς: Σφάλμα παραπομπής: Λανθασμένο <ref>. Δεν υπάρχει κείμενο για τις παραπομπές με όνομα :9.
  17. Σφάλμα αναφοράς: Σφάλμα παραπομπής: Λανθασμένο <ref>. Δεν υπάρχει κείμενο για τις παραπομπές με όνομα :19.
  18. 18,0 18,1 18,2 18,3 Waters, Matthew (2005). Lanfranchi, Giovanni B., επιμ. «Media and Its Discontents». Journal of the American Oriental Society 125: 517–533. ISSN 0003-0279. https://www.academia.edu/1040674. 
  19. Σφάλμα αναφοράς: Σφάλμα παραπομπής: Λανθασμένο <ref>. Δεν υπάρχει κείμενο για τις παραπομπές με όνομα :18.
  20. Σφάλμα αναφοράς: Σφάλμα παραπομπής: Λανθασμένο <ref>. Δεν υπάρχει κείμενο για τις παραπομπές με όνομα :12.
  21. 21,0 21,1 Σφάλμα αναφοράς: Σφάλμα παραπομπής: Λανθασμένο <ref>. Δεν υπάρχει κείμενο για τις παραπομπές με όνομα :3.
  22. Σφάλμα αναφοράς: Σφάλμα παραπομπής: Λανθασμένο <ref>. Δεν υπάρχει κείμενο για τις παραπομπές με όνομα :20.
  23. 23,0 23,1 Σφάλμα αναφοράς: Σφάλμα παραπομπής: Λανθασμένο <ref>. Δεν υπάρχει κείμενο για τις παραπομπές με όνομα :29.
  24. Σφάλμα αναφοράς: Σφάλμα παραπομπής: Λανθασμένο <ref>. Δεν υπάρχει κείμενο για τις παραπομπές με όνομα :14.
  25. 25,0 25,1 25,2 25,3 25,4 25,5 R. Rollinger, « The Western Expansion of the Median “Empire”: A Re-Examination », in Lanfranchi, Roaf & Rollinger 2003, σελίδες 289–320
  26. Hassanzadeh, Yousef (2023-01-25). An Archaeological View to the Mannaean Kingdom. 4, σελ. 13–46. doi:10.36253/asiana-1746. ISSN 2611-8912. https://riviste.fupress.net/index.php/asiana/article/view/1746. Ανακτήθηκε στις 2024-01-21. 
  27. 27,0 27,1 Σφάλμα αναφοράς: Σφάλμα παραπομπής: Λανθασμένο <ref>. Δεν υπάρχει κείμενο για τις παραπομπές με όνομα :36.
  28. 28,0 28,1 Σφάλμα αναφοράς: Σφάλμα παραπομπής: Λανθασμένο <ref>. Δεν υπάρχει κείμενο για τις παραπομπές με όνομα :25.
  29. 29,0 29,1 29,2 29,3 29,4 29,5 29,6 Σφάλμα αναφοράς: Σφάλμα παραπομπής: Λανθασμένο <ref>. Δεν υπάρχει κείμενο για τις παραπομπές με όνομα :1.
  30. Rollinger 2021, σελ. 344-345.
  31. Steele, Laura. «Urartu and the Medikos Logos of Herodotus». Ανακτήθηκε στις 28 Ιανουαρίου 2024. 
  32. «The End of Lydia: 547? - Livius». Livius.org. Ανακτήθηκε στις 19 Ιανουαρίου 2024. 
  33. 33,0 33,1 33,2 Σφάλμα αναφοράς: Σφάλμα παραπομπής: Λανθασμένο <ref>. Δεν υπάρχει κείμενο για τις παραπομπές με όνομα :32.
  34. Turchin, Peter; Adams, Jonathan M.; Hall, Thomas D. (December 2006). «East-West Orientation of Historical Empires». Journal of World-Systems Research 12 (2): 219–229. doi:10.5195/jwsr.2006.369. ISSN 1076-156X. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2020-07-07. https://web.archive.org/web/20200707181315/http://peterturchin.com/PDF/Turchin_Adams_Hall_2006.pdf. Ανακτήθηκε στις 2020-07-07. 
  35. Taagepera, Rein (1979). «Size and Duration of Empires: Growth-Decline Curves, 600 B.C. to 600 A.D.». Social Science History 3: 115–138. doi:10.2307/1170959. ISSN 0145-5532. https://www.jstor.org/stable/1170959. Ανακτήθηκε στις 2020-10-11. 
  36. 36,0 36,1 Σφάλμα αναφοράς: Σφάλμα παραπομπής: Λανθασμένο <ref>. Δεν υπάρχει κείμενο για τις παραπομπές με όνομα :22.
  37. Lanfranchi, Roaf & Rollinger 2003.
  38. Ehsan Yarshater, “IRAN ii. IRANIAN HISTORY (1) Pre-Islamic Times,” Encyclopædia Iranica, XIII/2, pp. 212-224 and XIII/3, p. 225, disponível online em http://www.iranicaonline.org/articles/iran-ii1-pre-islamic-times (accessed on October 25, 2021).
  39. Σφάλμα αναφοράς: Σφάλμα παραπομπής: Λανθασμένο <ref>. Δεν υπάρχει κείμενο για τις παραπομπές με όνομα :38.
  40. Jursa, Michael (2004-01-01). Observations on the Problem of the Median Empire on the Basis of Babylonian Sources. https://www.academia.edu/951549. Ανακτήθηκε στις 2024-01-19. 
  41. Σφάλμα αναφοράς: Σφάλμα παραπομπής: Λανθασμένο <ref>. Δεν υπάρχει κείμενο για τις παραπομπές με όνομα :39.
  42. Σφάλμα αναφοράς: Σφάλμα παραπομπής: Λανθασμένο <ref>. Δεν υπάρχει κείμενο για τις παραπομπές με όνομα :2.