Τα παρακάτω διαγράμματα παρουσιάζουν τον τρόπο με τον οποίο το Διεθνές Φωνητικό Αλφάβητο (ΔΦΑ) αντιπροσωπεύει τις προφορές των αρχαίων ελληνικών και των νέων ελληνικών στα λήμματα της Βικιπαίδειας. Η αρχαία ελληνική προφορά που παρουσιάζεται εδώ είναι μια ανακατασκευή της αττικής διαλέκτου του 5ου αι. Π.Χ.
↑ 1,01,1Τα αρχαία ελληνικά είχαν διπλά σύμφωνα που προφέρονταν μαρκόσυρτα, τα οποία μπορούν να μεταγραφούν με ένα διπλό σύμφωνο ⟨ss⟩ ή το μακρόσυρτο σύμβολο ⟨sː⟩. Η νέα ελληνική δεν έχει διπλά σύμφωνα, αλλά σε ορισμένες σπάνιες διαλέκτους υπάρχουν.
↑ 3,03,13,23,3⟨ζ⟩ αντιπροσωπεύει το σύμπλεγμα [[zd]] στην κλασσική αττική, αλλά αντιπροσωπεύει το [[z]] στα νέα ελληνικά. Και στα αρχαία και στα νεά ελληνικά, ⟨σ⟩ προφέρεται όπως εκφράζεται [[z]] πριν από έμφωνο σύμφωνο, και ⟨ξ, ψ⟩ αντιπροσωπεύει το [[ks ps]].
↑ 4,04,14,2Στα αρχαία ελληνικά, δίφθογγο πριν από φωνήεν εκλαμβάνεται ως φωνήεν και διπλή ημιακολουθία φωνηέντων: [[jj, ww]].
↑ 6,06,16,2Στα νέα ελληνικά, ⟨υ⟩, in ⟨αυ ευ ηυ⟩, προφέρεται ως [[f]] πριν από άφωνο σύμφωνο και αλλιώς [[v]]. Στα αρχαία ελληνικά, ⟨αυ ευ ηυ⟩ ήταν οι δίφθογγοι [[au̯ eu̯ ɛːu̯]].
↑Η δασεία ⟨῾⟩ αντιπροσωπεύει το [[h]] πριν από φωνήεν, και η ψιλή ⟨᾿⟩ αντιπροσωπεύει την απουσία του [[h]].
↑ 9,09,19,29,3Στα νέα ελληνικά, ⟨ε, αι⟩ αντιπροσωπεύει το [[e]], και ⟨ο, ω⟩ αντιπροσωπεύει το [[o]]. Στα αρχαία ελληνικά, ⟨ε, ο⟩ αντιπροσωπεύει το [[e, o]], ⟨ω⟩ αντιπροσωπεύει το [[ɔː]] και ⟨αι⟩ αντιπροσωπεύει το δίφθογγο [[ai̯]].
↑ 13,013,113,2Στα πρώιμα αρχαία ελληνικά, ⟨ᾳ, ῃ, ῳ⟩ ήταν διφθόγγοι, αλλά το δεύτερο στοιχείο [[i̯]] χάθηκε λίγο μετά την Κλασική περίοδο, και συγχωνεύθηκε με ⟨ᾱ, η, ω⟩.
↑Τα σύμβολα που χρησιμοποιούνται εδώ για την αρχαία ελληνική προφορά πρέπει να προστεθούν ως συνδυασμένοι χαρακτήρες σε ορισμένες περιπτώσεις. Τοποθετήστε την αριθμητική αναφορά χαρακτήρα μετά το γράμμα για το οποίο είναι να τοποθετηθεί η προφορά. ́ είναι η αριθμητική αναφορά χαρακτήρα για το συνδυασμό της οξείας (υψηλός τόνος), ̌̂ για το συνδυασμό της βραχείας (ανοδικός τόνος), ̂ για το συνδυασμό της περισπωμένης (καθοδικός τόνος).