Μετάβαση στο περιεχόμενο

Βρεφική θνησιμότητα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Παγκόσμια βρεφική θνησιμότητα το 2008[1]
Κοιμητήριο στο Κέιντς Κόυβ (Cades Cove) με τρεις (3) τάφους βρεφών γεννημένων από τους ίδιους γονείς το 1916, το 1917 και το 1918.

Ως βρεφική θνησιμότητα ή δείκτης βρεφικής θνησιμότητας (Infant mortality rate, IMR) ορίζεται (αναλογικά) ο αριθμός των θανάτων βρεφών ηλικίας κάτω του ενός έτους ανά 1.000 ζωντανές γεννήσεις. Παραδοσιακά, ο πιο συνηθισμένος λόγος παγκοσμίως ήταν η αφυδάτωση από διάρροια. Ωστόσο, η διάδοση της πληροφόρησης σχετικά με το Στοματικό Διάλυμα Επανυδάτωσης (Oral Re-hydration Solution, ένα διάλυμα νερού, αλάτων και ζάχαρης), σε μητέρες σε όλον τον κόσμο, μείωσε το ρυθμό θανάτων βρεφών από αφυδάτωση. Προς το παρόν, η πιο συχνή αιτία θανάτου βρεφών είναι η πνευμονία. Άλλες αιτίες βρεφικής θνησιμότητας περιλαμβάνουν τον υποσιτισμό, την ελονοσία, τη συγγενή δυσπλασία, διάφορες λοιμώξεις και το σύνδρομο του ξαφνικού θανάτου. Η βρεφοκτονία, η βρεφική κακοποίηση, η βρεφική εγκατάλειψη και παραμέληση επίσης συνεισφέρουν στη βρεφική θνησιμότητα, αλλά σε μικρότερο βαθμό από τις προηγούμενες αιτίες. Σχετικές στατιστικές κατηγορίες είναι οι ακόλουθες:

  1. Περιγεννητική θνησιμότητα: Περιλαμβάνει τη θνησιμότητα των εμβρύων από την 22η εβδομάδα της εγκυμοσύνης μέχρι και την 7η ημέρα μετά τη γέννηση των νεογνών.
  2. Νεογνική θνησιμότητα: Περιλαμβάνει τη θνησιμότητα των νεογνών στις πρώτες 28 ημέρες μετά τη γέννησή τους.
  3. Μετανεογνική θνησιμότητα: Περιλαμβάνει τη θνησιμότητα των βρεφών μετά την 28η ημέρα, αλλά πριν συμπληρωθεί το 1ο έτος από γέννησή τους.
  4. Παιδική θνησιμότητα: Περιλαμβάνει τη θνησιμότητα των νηπίων από το 1ο μέχρι το 5ο έτος από τη γέννησή τους.

Ιστορικά, η βρεφική θνησιμότητα, αφορούσε ένα σημαντικό ποσοστό των βρεφών που γεννιόταν. Στη δεκαετία του 1850 στην Αμερική εκτιμώντας σε 216,8 για τους λευκούς και σε 340,0 για τους Αφροαμερικανούς, αλλά ο δείκτης μειώθηκε σημαντικά, ιδιαίτερα στο Δυτικό Κόσμο, τις τελευταίες δεκαετίες. Το γεγονός αυτό αποδίδεται στην πρόοδο της βασικής υγιεινή και την πρόοδο της ιατρικής τεχνολογίας. Η βρεφική θνησιμότητα γενικά περιλαμβάνεται ως μέρος των προτύπων - δεικτών για την εκτίμηση της ποιότητας ζωής, στην Οικονομία.[2]

Παγκόσμια ιστορική και προβλεπόμενη βρεφική θνησιμότητα (1950–2050) - Έκδοση 2008 ΟΗΕ[3]
Έτη Βρεφική θνησιμότητα Έτη Βρεφική θνησιμότητα
1950–1955 152 2000–2005 52
1955–1960 136 2005–2010 47
1960–1965 116 2010–2015 43
1965–1970 100 2015–2020 40
1970–1975 91 2020–2025 37
1975–1980 83 2025–2030 34
1980–1985 74 2030–2035 31
1985–1990 65 2035–2040 28
1990–1995 61 2040–2045 25
1995–2000 57 2045–2050 23

Συγκρίνοντας δείκτες βρεφικής θνησιμότητας

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο δείκτης βρεφικής θνησιμότητας συσχετίζεται πολύ έντονα με την κρατική αποτυχία (state failure) και μάλιστα είναι ανάμεσα στους δείκτες που την προβλέπουν καλύτερα.[4] Ο δείκτης βρεφικής θνησιμότητας είναι γι' αυτό μια χρήσιμη ένδειξη για την εκτίμηση του επιπέδου υγιεινής και γενικότερα συντελεστής εκτίμησης της φυσικής ποιότητας ζωής μιας χώρας ή περιοχής. Ωστόσο, η μέθοδος υπολογισμού του δείκτη συχνά κυμαίνεται σημαντικά σε διάφορες χώρες, και βασίζεται στο πώς ορίζονται οι ζωντανές γεννήσεις και πόσα πρόωρα βρέφη γεννιόνται στη χώρα. Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (World Health Organization, WHO) ορίζει ως ζωντανή γέννηση τη γέννηση οποιουδήποτε ανθρώπινου όντος που δείχνει σημεία αυτοδύναμης ζωής, που περιλαμβάνουν την αναπνοή, την εκούσια μυϊκή κίνηση και τον καρδιακό παλμό. Σε πολλές χώρες, ωστόσο, που περιλαμβάνουν αρκετές Ευρωπαϊκές και την Ιαπωνία, μετρούνται ως ζωντανές γεννήσεις και περιπτώσεις που τα έμβρυα απλά φτάνουν ζωντανά ως τη γέννησή τους, γεγονός που ελαττώνει κάπως τους υπολογιζόμενους με αυτήν τη μέθοδο δείκτες περιγεννητικής θνησιμότητας.[5]

Η εξαίρεση κάποιων κινδύνων για τη ζωή των βρεφών από τον αριθμητή ή τον παρονομαστή του δείκτη, μπορεί να είναι προβληματική για συγκρίσεις. Πολλές χώρες, που περιλαμβάνουν τις ΗΠΑ, τη Σουηδία και τη Γερμανία, μετρούν ως ζωντανή γέννηση κάθε βρέφος που γεννιέται με σημεία ζωής, χωρίς να λαμβάνουν υπόψη το μήνα της εγκυμοσύνης κατά τον οποίο πραγματοποιήθηκε η γέννηση. Αλλά σύμφωνα με ερευνητές του Κέντρου Ελέγχου Ασθενειών των ΗΠΑ (United States Centers for Disease Control, CDC),[6] κάποιες άλλες χώρες εφαρμόζουν άλλες πρακτικές. Όλες οι χώρες ονομαστικά υιοθέτησαν τους ορισμούς του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας στο τέλος της δεκαετίας του 1980 ή στις αρχές αυτής του 1990,[7] που χρησιμοποιούνταν σε όλην την Ευρωπαϊκή Ένωση.[8] Ωστόσο, το 2009, το Κέντρο Ελέγχου Ασθενειών των ΗΠΑ ανακοίνωσε μια αναφορά, σύμφωνα με την οποία, οι δείκτες βρεφικής θνησιμότητας στις ΗΠΑ επηρεάζονταν από τους υψηλούς δείκτες πρόωρων τοκετών τους, σε σύγκριση με τις Ευρωπαϊκές χώρες. Επίσης, υπογράμμισε τις διαφορές στις ανακοινωμένες προδιαγραφές ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Ευρώπη, σημειώνοντας ότι η Γαλλία, η Τσεχία, η Ιρλανδία, η Ολλανδία και η Πολωνία δεν ανέφεραν όλες τις ζωντανές γεννήσεις τους σε βρέφη με βάρος κάτω από 500 γραμμάρια ή και κάτω από 22 εβδομάδων εγκυμοσύνης.[6][9][10] Ωστόσο, η ίδια αναφορά, κατέληγε στο ότι οι διαφορές αυτές είναι απίθανο να είναι η κύρια εξήγηση για τις ΗΠΑ σχετικά με τους χαμηλούς διεθνείς δείκτες.[10]

Ένα άλλο καλά τεκμηριωμένο παράδειγμα επίσης επισημαίνει αυτό το πρόβλημα. Μέχρι τη δεκαετία του 1990, η Ρωσία και η Σοβιετική Ένωση δεν μετρούσε στις ζωντανές γεννήσεις και στους βρεφικούς θανάτους τα πολύ πρόωρα βρέφη (ελαφρύτερα από 1.000 γραμμάρια ή πριν από τις 28 εβδομάδες εγκυμοσύνης ή κοντύτερα από 35 εκατοστόμετρα) που γεννήθηκαν ζωντανά, αλλά διατηρούνταν στη ζωή μόνο για λιγότερες από 7 ημέρες.[11] Παρόλο που τέτοια εξαιρετικά πρόωρα βρέφη τυπικά μετρούσαν μόνο για το περίπου 0,005% του συνόλου των ζωντανών κατά τη γέννηση βρεφών, ο αποκλεισμός τους από τον υπολογισμό του ονομαστή και του παρονομαστή του δείκτη βρεφικής θνησιμότητας, οδηγούσε σε αναφορά δείκτη κατά 22%-25% χαμηλότερο.[12] Σε κάποιες περιπτώσεις, επίσης, ίσως γιατί τα νοσοκομεία ή άλλες τοπικές διοικήσεις υγείας κρατούσαν χαμηλότερες τις αναφορές βρεφικής θνησιμότητας στην περιοχή υπευθυνότητάς τους, βρεφικοί θάνατοι που συνέβαιναν κατά το 12ο μήνα της ζωής των βρεφών, μετρούνταν στατιστικά ότι συνέβαιναν κατά το 13ο μήνα και έτσι δεν ταξινομούνταν ως βρεφικοί θάνατοι.[13][14]

Η UNICEF χρησιμοποιεί μια στατιστική μεθοδολογία για τον υπολογισμό των αναφερόμενων διαφορών ανάμεσα στις χώρες:
«Η UNICEF μεταφράζει σε βρεφική θνησιμότητα χώρας εκτιμήσεις που παρελήφθησαν από όλες τις πηγές και τις μεθόδους εκτίμησης που παρατηρήθηκαν είτε από κανονικές αναφορές, απευθείας εκτίμηση από σύνολα μικροδεδομένων, είτε από την ετήσια εμπειρία της UNICEF. Με σκοπό να εξομαλυνθούν οι διαφορές που παράγονται ανάμεσα σε διαφορετικές πηγές, με διαφορετικές μεθόδους, η UNICEF ανέπτυξε, σε συνεργασία με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (WHO), την Παγκόσμια Τράπεζα (WB) και το Κοινωνικό Τμήμα των Ηνωμένων Εθνών (UNSD), μια μεθοδολογία εκτίμησης που να ελαχιστοποιεί τα ενσωματωμένα σφάλματα σε κάθε εκτίμηση και να τα εναρμονίζει με την πάροδο του χρόνου.».[15]

Μια άλλη πρόκληση για τη συγκρισιμότητα είναι στην πράξη η μέτρηση αδύναμων ή πρόωρων βρεφών που πεθαίνουν πριν την κανονική ημερομηνία ως (αυτόματες) αποβολές, καθώς και αυτών που πεθαίνουν κατά τη διάρκεια την γέννησής τους, ή αμέσως μετά, ως νεκρογεννήσεις. Γι' αυτό, η ποιότητα μιας τεκμηρίωσης χώρας για την περιγεννετική θνησιμότητα μπορεί να αφορά σε σημαντικό αριθμό την ακρίβεια των στατιστικών της για τη βρεφική θνησιμότητα. Αυτό το σημείο έχει ενισχυθεί από το δημογράφο Άνσλεϋ Κόαλ (Ansley Coale), που βρίσκει δύσπιστα υψηλές αναλογίες ανάμεσα στις αναφερόμενες αποβολές και τους βρεφικούς θανάτους στο Χονγκ Κονγκ και την Ιαπωνία στις πρώτες 24 ώρες μετά από τη γέννηση, μια κατάσταση που είναι συνεπής με τις υψηλές καταγεγραμμένες αναλογίες φύλων κατά τις γεννήσεις σε αυτές τις χώρες. Προτείνει πως όχι μόνο ότι πολλά θηλυκά βρέφη που πεθαίνουν στις πρώτες 24 ώρες μετά τη γέννησή τους αναφέρονται ως αποβολές αντί για βρεφικούς θανάτους, αλλά ότι επίσης αυτές οι χώρες δεν ακολουθούν τις υποδείξεις του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας για την αναφορά των ζωντανών γεννήσεων και των βρεφικών θανάτων.[16]

  1. «World Infant Mortality Rates in 2008». Population Reference Bureau. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 27 Ιουλίου 2011. 
  2. Sullivan, Arthur· Steven M. Sheffrin (2003). Economics: Principles in action. Upper Saddle River, New Jersey 07458: Prentice Hall. σελ. 474. ISBN 0-13-063085-3. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 20 Δεκεμβρίου 2016. Ανακτήθηκε στις 1 Μαρτίου 2021. 
  3. «UNdata: Infant mortality rate (per 1,000 births)». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 27 Νοεμβρίου 2015. Ανακτήθηκε στις 16 Απριλίου 2011. 
  4. Gary King; Langche Zeng (Ιούλιος 2001). «Improving forecasts of state failure» (PDF). World Politics 53 (4): 623–658. doi:10.1353/wp.2001.0018. http://muse.jhu.edu/journals/world_politics/v053/53.4king02.pdf. Ανακτήθηκε στις 2007-05-26. 
  5. Bernadine Healy (2006-09-24). «Behind the Baby Count». US News & World Report. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2007-08-24. https://web.archive.org/web/20070824012048/http://health.usnews.com/usnews/health/articles/060924/2healy.htm. Ανακτήθηκε στις 2007-06-25. 
  6. 6,0 6,1 Bill Hendrick (2009-11-04). «Preemies Raise U.S. Infant Mortality Rate». WebMD. http://www.webmd.com/baby/news/20091103/preemies-raise-us-infant-mortality-rate. Ανακτήθηκε στις 2009-11-04. 
  7. Gabriel Duc, "The crucial role of definition in perinatal epidemiology," Sozial- und Präventivmedizin/Social and Preventive Medicine, Vol. 40, No. 6 (November 1995): 357-360.
  8. Definition of data collected in the European Union, see item 8
  9. Mike Stobbe (2009-11-03). «Premature births worsen US infant death rate». Associated Press. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2009-11-13. https://web.archive.org/web/20091113123000/http://www.google.com/hostednews/ap/article/ALeqM5gmPQMZ-AHwLe9mBCuGaXWve3F28wD9BO6LDG1. Ανακτήθηκε στις 2009-11-04. 
  10. 10,0 10,1 CDC (Νοέμβριος 2009). «Behind International Rankings of Infant Mortality: How the United States Compares with Europe». Centers for Disease Control. Ανακτήθηκε στις 4 Νοεμβρίου 2009. 
  11. Barbara A. Anderson; Brian D. Silver (Δεκέμβριος 1986). «Infant Mortality in the Soviet Union: regional differences and measurement issues». Population and Development Review (Population and Development Review) 12 (4): 705–737. doi:10.2307/1973432. http://links.jstor.org/sici?sici=0098-7921%28198612%2912%3A4%3C705%3AIMITSU%3E2.0.CO%3B2-E. Ανακτήθηκε στις 2007-05-26. 
  12. In 1990, the Baltic states moved to the WHO standard definition; in 1993 Russia also moved to this definition.
  13. Alain Blum; Roland Pressat (Νοέμβριος–Δεκέμβριος 1987). «Une nouvelle table de mortalité pour l'URSS (1984–1985)» (στα French). Population 42 (6): 843–862. doi:10.2307/1532733. http://links.jstor.org/sici?sici=0032-4663%28198711%2F12%2942%3A6%3C843%3AUNTDMP%3E2.0.CO%3B2-U. Ανακτήθηκε στις 2007-05-26. 
  14. N. Yu. Ksenofontova (1994). «Trends in infant mortality in the USSR». Στο: W. Lutz· S. Scherbov· A. Volkov, επιμ. Demographic Trends and Patterns in the Soviet Union before 1991. London: Routledge. σελίδες 359–378. 
  15. «Series Metadata». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 3 Μαΐου 2011. , σε μετάφραση
  16. Ansley J. Coale; Judith Banister (Δεκέμβριος 1996). «Five decades of missing females in China». Proceedings of the American Philosophical Society 145 (4): 421–450. http://links.jstor.org/sici?sici=0003-049X%28199612%29140%3A4%3C421%3AFDOMFI%3E2.0.CO%3B2-O. Ανακτήθηκε στις 2007-05-26.