Βυζαντινές πολεμικές τακτικές
Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν. |
Ο βυζαντινός στρατός αποτέλεσε την εξέλιξη αυτού της ύστερης Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Η γλώσσα του στρατού αρχικά ήταν ακόμα η Λατινική (αν κι αργότερα και κυρίως μετά τον έκτο αιώνα η Ελληνική επικράτησε, αφού αυτή έγινε η επίσημη γλώσσα ολόκληρης της αυτοκρατορίας) αλλά πιο εμπλουτισμένη σε ορολογίες σχετικές με στρατηγική, τακτικές και οργάνωση. Για παράδειγμα, ο βυζαντινός στρατός ήταν ο πρώτος στρατός στον κόσμο που υιοθέτησε δυνάμεις συνδυασμένων όπλων ως μέρος του πολεμικού του δόγματος, ανάλογες των γερμανικών Kampfgruppen του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Αντίθετα από τις ρωμαϊκές λεγεώνες, η δύναμή του στηρίζονταν στους Καταφράκτους του βαρέως ιππικού, που εξελίχθηκαν από τους υστερορωμαϊκούς Clibanarii. Το πεζικό συνέχισε να χρησιμοποιείται αλλά κυρίως σε ρόλο υποστήριξης και ως βοηθητικό μέσο για την εκτέλεση ελιγμών από το ιππικό. Οι πεζοί, στην πλειοψηφία τους ήταν Σκουτάτοι του βαρέως πεζικού και αργότερα Κοντάριοι, οι δε υπόλοιποι ήταν ελαφρύ πεζικό και ψιλοί τοξότες.
Οι Δυτικοί συχνά περιέγραφαν τους Βυζαντινούς στρατιώτες σαν θηλυπρεπείς και απρόθυμους για μάχη, μα αυτή είναι μια εσφαλμένη εντύπωση. Οι Βυζαντινοί εκτιμούσαν τη στρατιωτική ευφυΐα και πειθαρχία περισσότερο από τη γενναιότητα και τη ρώμη. Οι «Ρωμαίοι» στρατιώτες ήταν μια ευπειθής δύναμη αποτελούμενη από πολίτες πρόθυμους να πολεμήσουν μέχρι τέλους για να υπερασπιστούν τα σπίτια τους και την πατρίδα τους, ενισχυμένοι από μισθοφόρους. Η στρατολογία πεζικού συνέχιζε να εφαρμόζεται όπως και στον ρωμαϊκό στρατό, για όλους τους ικανούς να υπηρετήσουν πολίτες. Η εκπαίδευση ήταν παρόμοια με αυτή των λεγεωνάριων, και οι στρατιώτες διδάσκονταν την τεχνική της μάχης εκ του συστάδην με τα ξίφη τους. Όμως με τον καιρό καθιερώθηκε και η συστηματική άσκηση στην τοξοβολία.
Πεζικό
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Κατηγορίες και εξοπλισμός πεζικού
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Σκουτάτοι
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο κύριος όγκος του βυζαντινού πεζικού ήταν οι σκουτάτοι, που πήραν το όνομά τους από τη λέξη σκούτος, όπως λέγονταν η μεγάλη ελλειψοειδής ασπίδα τους. Ήταν επαγγελματίες στρατιώτες που πληρώνονταν από το κράτος. Ο οπλισμός τους περιελάμβανε:
- κρεσάματα: Μία φούστα που κρέμονταν από τον θώρακα του στρατιώτη για προστασία των μηρών.
- κλιβάνιον: Ο χαρακτηριστικός βυζαντινός θώρακας πλακιδίων, συνήθως χωρίς μανίκια. Πτέρυγες (δερμάτινες λωρίδες) φοριόταν επιπρόσθετα σαν προστασία των ώμων και των γοφών.
- ζάβα ή λωρίκιον: Αλυσιδωτό χιτώνιο, χρησιμοποιούμενο κυρίως από τους καταφράκτους. Στους ώμους της ζάβας υπήρχαν μικρά φλάμπουρα, τα λεγόμενα φλαμουλίσκια.
- βαμβάκιον: Ένα παραγεμισμένο βαμβακερό υποκάμισο, που φοριόταν κάτω από τον θώρακα.
- επιλωρίκιον: Μία παραγεμισμένη δερμάτινη ή βαμβακερή επένδυση, που φοριόταν πάνω από τον θώρακα.
- σπαθίον: Η τυπική εωμαϊκή σπάθα, ένα μακρύ ξίφος (περίπου 90cm), δίκοπο και πολύ βαρύ.
- παραμέριον: Ένα μονόκοπο κυρτό ξίφος, ζωσμένο στη μέση.
- τζικούριον: Ένας δίστομο τσεκούρι, με μορφή σπάθας από τη μία και λόγχης από την άλλη, με μία κοίλη επιφάνεια και μία κοφτερή επιφάνεια ή σαν μορφή δίστομου πέλεκυ.
- κοντάριον: Μία μακριά λόγχη (περίπου 2 με 3 m), το κοντάριον, χρησιμοποιούνταν από τους πρώτους ζυγούς κάθε χιλιαρχίας προς απόκρουση του εχθρικού ιππικού.
- σφενδόβολα: Σφεντόνα.
- κασίδιον: Ένα κράνος που ποικίλε ανάλογα με την περιοχή και την περίοδο, αλλά συνήθως ήταν ένα απλό, κωνικό, χαλύβδινο εξάρτημα, συχνά με επιπρόσθετο επιτραχήλιο.
- σκούτος: Μία μεγάλη, ελλειπτική ασπίδα από ξύλο, καλυμμένη με δέρμα κι ενισχυμένη με χάλυβα. Κάθε μονάδα είχε ξεχωριστή διακόσμηση ασπίδας.
- χειρόψελλα: Προστατευτικά χεριών από ξύλο ή μέταλλο.
- ποδόψελλα: Προστατευτικά ποδιών από ξύλο ή μέταλλο.
Αθωράκιστοι ελαφροί πεζοί, συχνά οπλισμένοι με ριπτάρια ή ρικτάρια (ακόντια) ονομάζονταν όπως και στην αρχαιότητα πελτασταί.
Τοξόται ή ψιλοί
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το ελαφρύ πεζικό της αυτοκρατορίας αποτελούσε τους τελευταίους τρεις ζυγούς κάθε χιλιαρχίας. Αυτοί οι στρατιώτες, άριστα εκπαιδευμένοι στην τέχνη του δοξαρίου ήταν εξαιρετικοί τοξότες. Οι περισσότεροι αυτοκρατορικοί τοξότες προέρχονταν από τη Μικρά Ασία και κυρίως από τον Πόντο. Ο οπλισμός τους περιελάμβανε:
- σύνθετο τόξο με τοξοφαρέτρα μακριά και τριάντα με σαράντα βέλη.
- ξύλινο σωληνάριον με τοξοφαρέτρα κοντή και κοντά βέλη τα οποία χρησιμοποιούσαν και στο τόξο.
- ρικτάρια
- βαμβάκιον
- σπαθίον ή τζικούριον (μικρός πέλεκυς) για αυτοπροστασία.
- σφενδόβολα
- επιλώρικα: χιτώνιο πάνω από το λωρίκιο, χωρίς μανίκια και κοντό μέχρι το γόνατο.
- μικρά σκουτάρια
Παρότι τα στρατιωτικά εγχειρίδια προέτρεπαν στη χρήση ελαφράς θωράκισης για τους τοξότες, το κόστος και η ανάγκη για ευκινησία θα είχαν αποτρέψει την ευρεία χορηγία της. Τα υποδήματά τους δεν έπρεπε να είναι μυτερά, αλλά να έχουν πριτσίνια ή καρφιά για μεγαλύτερη διάρκεια, ικανά για πεζοπορίες.
Επίσης το πεζικό ανά δεκαρχία δηλαδή δέκα άνδρες είχαν στη διάθεσή τους μία ελαφριά και γρήγορη άμαξα, μέσα στην οποία είχαν ένα μύλο χειρός, τσεκούρια, πριόνια και άλλα εργαλεία ξυλουργικής, δύο αξίνες, ένα σφυρί, δύο φτυάρια, ένα καλάθι, ορισμένους τάπητες από κατσικίσιο μαλλί, δρεπάνια, ρόπαλα και γενικά οποιοδήποτε όπλο χρησίμευε στο πεζικό. Επίσης τρίβαλα (καρφιά ενωμένα μεταξύ τους ανά τρία) τα οποία συνδέονταν με ψιλά νήματα για να συλλέγονται εύκολα, βαλλίστρες με τα τόξα τους και αλακάτια (είδος περιστρεφόμενης βαλλίστρας, βάλλουσα προς όλες τις κατευθύνσεις). Για τη διατροφή τους κουβαλούσαν ψωμί και δίπυρο άρτο (διπλοφουρνιστό ψωμί όμοιο με παξιμάδι). Στην περίπτωση που χρησίμευε το πεζικό να προωθηθεί σε δύσβατη θέση, χρησιμοποιούσαν άλογα ή γαϊδούρια για να μεταφέρουν προμήθειες οκτώ με δέκα ημερών.[1]
Βαράγγια φρουρά
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η βαράγγεια φρουρά ήταν μία ξένη μισθοφορική δύναμη που αποτελούσε το επίλεκτο βυζαντινό πεζικό. Συνίστατο κυρίως από Βίκινγκς, Σλάβους και Γερμανούς. Οι Βάραγγοι υπηρετούσαν ως σωματοφυλακή και συνοδεία του αυτοκράτορα από τα χρόνια του Βασιλείου Β΄. Γενικά ήταν πειθαρχικοί και αξιόπιστοι εφόσον τουλάχιστον εξακολουθούσαν να πληρώνονται καλά. Αν και οι περισσότεροι έφεραν τα δικά τους όπλα όταν έμπαιναν στην υπηρεσία του αυτοκράτορα, σταδιακά προσεταιρίζονταν τον βυζαντινό στρατιωτικό εξοπλισμό. Το πιο χαρακτηριστικό τους όπλο ήταν ένας βαρύς πέλεκυς, απ’ όπου προέρχονταν κι ο χαρακτηρισμός τους πελεκυφόρος φρουρά.
Οργάνωση και σχηματισμοί πεζικού
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η κύρια μονάδα του βυζαντινού πεζικού ήταν η χιλιαρχία, αποτελούμενη από χίλιους μάχιμους άνδρες. Μια χιλιαρχία αποτελούνταν συνήθως από 650 σκουτάτους και 350 τοξότες. Οι σκουτάτοι σχημάτιζαν μία φάλαγγα με βάθος 15-20 ζυγών, σε πυκνές τάξεις, ώμο με ώμο. Οι τελευταίοι ζυγοί σχηματίζονταν από τοξότες. Τρεις ή τέσσερις χιλιαρχίες σχημάτιζαν ένα τάγμα κατά την ύστερη περίοδο (μετά το 750), αλλά μονάδες μεγέθους χιλιαρχίας χρησιμοποιούνταν καθ’ όλη τη διάρκεια της αυτοκρατορίας. Οι χιλιαρχίες αναπτύσσονταν απέναντι στον αντίπαλο με το ιππικό αναπτυγμένο στα κέρατα της φάλαγγας. Το πεζικό θα παρέλαυνε για να σχηματίσει ένα αμυντικό κέντρο παράταξης, ενώ το ιππικό θα προστάτευε τα πλευρά ή θα επέλαυνε για να υπερφαλαγγίσει τον αντίπαλο. Αυτή η τακτική ακολουθούσε το πρότυπο του Αννίβα στις Κάννες. Οι χιλιαρχίες δεν παρατάσσονταν κατά το κλασικό χιαστί πρότυπο της λεγεώνας αλλά συνήθως σε επιμήκη φάλαγγα με αναδιπλούμενες πτέρυγες. Ωστόσο κάθε χιλιαρχία μπορούσε να εκτελέσει διάφορους σχηματισμούς μάχης, ανάλογα με την κατάσταση, οι πιο συνήθεις από τους οποίους ήταν:
- η γραμμική παράταξη,
- παράταξη βάθους, όπως η αρχαία ελληνική φάλαγγα, που συνήθως χρησιμοποιούνταν ενάντια σε άλλο πεζικό ή για την αποτελεσματική αναχαίτιση επελαύνοντος ιππικού,
- σφηνοειδής, που χρησιμοποιούνταν για να διασπάσει τις εχθρικές γραμμές,
- αψιμαχίας, με τους τοξότες προωθημένους στην πρώτη γραμμή, ανάμεσα σε σκουτάτους, να παρέχουν κάλυψη με τα βέλη τους ενώ προστατεύονταν από τους σκουτάτους κατά την εκ του συστάδην μάχη,
- φούλκω, παρόμοια με την ρωμαική παράταξη τεστούδο ή σχηματισμός χελώνας, για την αποφυγή βελών και ακοντίων.
Τακτική και στρατηγική πεζικού
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Αν και οι Βυζαντινοί ανέπτυξαν ιδιαίτερα περίπλοκες τακτικές πεζικού, πρωταγωνιστής της μάχης ήταν το ιππικό. Το πεζικό ωστόσο έπαιζε ένα σπουδαίο ρόλο όταν η αυτοκρατορία έπρεπε να κάνει επίδειξη δυνάμεων. Μάλιστα πολλές μάχες, καθ’ όλη τη διάρκεια της βυζαντινής ιστορίας, ξεκίνησαν με μια μετωπική επίθεση των σκουτάτων, υποστηριζόμενων από μονάδες ιπποτοξοτών. Κατά τις εφόδους αυτές, το πεζικό παρατασσόταν στο κέντρο, που αποτελούνταν από δύο χιλιαρχίες σε σφηνοειδή σχηματισμό, για να διασπάσουν την εχθρική γραμμή, πλαισιωμένες από άλλες δύο χιλιαρχίες, σε παράταξη αμυντικών πτερύγων, που προστάτευαν τα πλευρά του κέντρου και υπερφαλάγγιζαν τον αντίπαλο. Αυτή η τακτική χρησιμοποιήθηκε από τον Νικηφόρο Φωκά εναντίον των Βουλγάρων το 967. Κάθε έφοδος καλύπτονταν από τοξότες που εγκατέλειπαν την παράταξη και προηγούνταν των σκουτάτων για να προσβάλουν τον αντίπαλο. Συχνά, καθώς το πεζικό προσέγγιζε τον αντίπαλό του, οι κλιβανοφόροι θα αναλάμβαναν να εξουδετερώσουν το εχθρικό ιππικό (αυτή η τακτική χρησιμοποιούνταν κυρίως ενάντια στους Φράγκους, τους Λομβαρδούς ή άλλα γερμανικά φύλα που διέθεταν βαρύ ιππικό). Κάποιες φορές το πεζικό προσποιούνταν σύγκρουση με ραβδιά ή ακόμα και στομωμένες σπάθες για να ξεγελάσουν τον εχθρό. Το βυζαντινό πεζικό ήταν εκπαιδευμένο να συνεργάζεται με το ιππικό και να εκμεταλλεύεται οποιοδήποτε χάσμα το ιππικό προκαλούσε στην αντίπαλη παράταξη. Μια αποτελεσματική αλλά ριψοκίνδυνη τακτική ήταν να σταλεί μια χιλιαρχία να καταλάβει και να υπερασπιστεί έναν λόφο, σαν αντιπερισπασμό, ενώ οι κατάφρακτοι ή οι κλιβανοφόροι, υποστηριζόμενοι από το υπόλοιπο πεζικό, υπερφαλάγγιζαν την εχθρική παράταξη. Το πεζικό συχνά αναπτυσσόταν μπροστά από το ιππικό. Την κατάλληλη στιγμή, με μια εντολή, οι πεζικάριοι άνοιγαν κενά στις γραμμές τους, μέσα από τα οποία το ιππικό επέλαυνε κατά του εχθρού.
Ιππικό
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Κατηγορίες και εξοπλισμός ιππικού
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Κατάφρακτοι
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο αυτοκρατορικός κατάφρακτος ήταν ένας βαριά θωρακισμένος έφιππος τοξότης ή λογχοφόρος, που συμβόλιζε την ισχύ της Κωνσταντινούπολης, όπως ο λεγεωνάριος αντιπροσώπευε την ισχύ της Ρώμης. Ο κατάφρακτος φορούσε ένα κωνικό κράνος, με ένα λοφίο από τρίχες αλόγου στην κορυφή, βαμμένο με το χρώμα της μονάδας του. Φορούσε ένα χιτώνιο από δύο στρώσεις πλεκτού ή φολιδωτού θώρακα, που εκτείνονταν ως τους μηρούς του. Δερμάτινες μπότες ή περικνημίδες προστάτευαν τις κνήμες τους, ενώ γάντια προστάτευαν τα χέρια του. Διέθετε μία μικρή στρογγυλή ασπίδα, τον θυρεό, που έφερε τα χρώματα και διακριτικά της μονάδας του, δεμένη στον αριστερό του βραχίονα, αφήνοντας και τα δυο του χέρια ελεύθερα για να χρησιμοποιεί τα όπλα του και να χαλιναγωγεί το άλογό του. Πάνω από τον θώρακα, φορούσε ένα ελαφρύ, βαμβακερό κάλυμμα και μία βαριά κάπα, επίσης βαμμένα με τα χρώματα της μονάδας του. Επίσης τα άλογα συχνά φορούσαν πλεκτό θώρακα και κάλυμμα, για να προστατεύουν τα τρωτά τους μέρη, όπως κεφάλι, λαιμό και στήθος.
Τα όπλα του καταφράκτου περιελάμβαναν:
- Σύνθετο τόξο: Σαν αυτό των τοξοτών.
- Κοντάριον: Λίγο μικρότερο και λεπτότερο από αυτό που χρησιμοποιούσαν οι σκουτάτοι, που μπορούσε να χρησιμοποιηθεί και σαν ακόντιο.
- Σπαθίον: Επίσης παρόμοιο με το αντίστοιχο του πεζικού.
- Εγχειρίδιο
- Πολεμικό πέλεκυ: Συνήθως δεμένο στη σέλα σαν εφεδρικό όπλο κι εργαλείο.
- Βαμβάκιον: Παρόμοιο με του πεζικού αλλά με δερμάτινη επένδυση.
Στην κορυφή της λόγχης υπήρχε μια μικρή σημαία ιδίου χρώματος με το λοφίο, την κάπα και την ασπίδα. Όταν δεν χρησιμοποιούνταν, η λόγχη προσαρμόζονταν σε μια θήκη στη σέλα, περίπου όπως οι καραμπίνες του σύγχρονου ιππικού. Το τόξο κρέμονταν από τη σέλα όπως και η φαρέτρα. Οι βυζαντινές σέλες, που περιελάμβαναν και αναβολείς (που αντέγραψαν από τους Αβάρους), αποτέλεσαν μεγάλη πρόοδο σε σχέση με το πρώιμο εωμαϊκό ή ελληνικό ιππικό, που χρησιμοποιούσαν πολύ απλοϊκές σέλες χωρίς αναβολείς ή καθόλου σέλες. Ακόμη, το βυζαντινό κράτος ανέδειξε την ιπποτροφία ως προτεραιότητα για την ασφάλεια της χώρας. Εάν δε μπορούσαν να εκτρέψουν αρκετούς ίππους υψηλών προδιαγραφών, θα έπρεπε να τους αγοράσουν ακόμη και από βαρβάρους.
Ελαφρύ ιππικό
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Οι Βυζαντινοί χρησιμοποιούσαν διάφορους τύπους ελαφρού ιππικού προς υποστήριξη των καταφράκτων τους, περίπου όπως οι και Ρωμαίοι υποστήριζαν τους λεγεωνάριούς τους με ελαφρύ πεζικό. Λόγω της μακράς εμπειρίας της αυτοκρατορίας, απέφευγαν να στηρίζονται υπερβολικά σε ξένους βοηθητικούς ή μισθοφόρους (με εξαίρεση τη βαράγγεια φρουρά). Τα αυτοκρατορικά στρατεύματα συνήθως αποτελούνταν κατά κύριο λόγο από πολίτες και έμπιστους υπηκόους. Η βυζαντινή στρατιωτική παρακμή κατά τον 11ο αιώνα συμπίπτει με την παρακμή του χωρικού-στρατιώτη, που οδήγησε στην εκτενή χρήση αναξιόπιστων μισθοφόρων.
Εάν υπήρχε μεγάλη ανάγκη ελαφρού ιππικού, η Κωνσταντινούπολη θα στρατολογούσε επιπλέον τοξότες, θα τους προμήθευε με άλογα και θα τους εκπαίδευε ως ιπποτοξότες. Όταν η χρήση ξένου ελαφρού ιππικού ήταν αναπόφευκτη, οι Βυζαντινοί προτιμούσαν να στρατολογούν από τις νομαδικές φυλές της Στέπας, όπως Σαρμάτες, Σκύθες, Πεσενέγους, Χαζάρους ή Κουμάνους. Περιστασιακά, στρατολογούσαν κι από τους αντιπάλους τους, όπως Βούλγαρους, Αβάρους, Μαγυάρους ή Σελτζούκους. Οι Αρμένιοι επίσης εκτιμούνταν σαν ελαφροί ιππείς.
Το ελαφρύ ιππικό χρησιμοποιούνταν κυρίως για αναγνώριση και αψιμαχίες. Ακόμη χρησίμευαν για δίωξη του αντιπάλου ελαφρού ιππικού που ήταν πιο γρήγορο από τους καταφράκτους. Το ελαφρύ ιππικό ήταν πιο εξειδικευμένο από τους καταφράκτους, αποτελούμενο είτε από τοξότες και σφενδονίτες (ψιλοί ιππευτές) είτε λογχοφόροι και ακοντιστές (ψιλοί καταφράκτες). Οι διάφοροι τύποι ελαφρού ιππικού, ο εξοπλισμός και η προέλευσή τους ποίκιλλαν ανάλογα με την εποχή και τις περιστάσεις.
Οργάνωση και σχηματισμοί ιππικού
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Οι βυζαντινοί ιππείς και οι ίπποι τους ήταν άψογα εκπαιδευμένοι και ικανοί να εκτελούν περίπλοκους ελιγμούς. Αν κι ένα μέρος των καταφράκτων φαίνεται πως ήταν αποκλειστικά λογχοφόροι ή τοξότες, οι περισσότεροι είχαν και λόγχη και τόξο. Η κύρια τακτική μονάδα τους ήταν το Νούμερο (λέγονταν και Αριθμός ή Μπάντα) 300-400 ανδρών. Το αντίστοιχο της παλαιάς ρωμαϊκής Κοόρτεος και του σύγχρονου τάγματος, τα Νούμερα συνήθως παρατάσσονταν με βάθος 8-10 ζυγών, σαν ένα είδος έφιππης φάλαγγας. Οι Βυζαντινοί αναγνώριζαν πως αυτός ο σχηματισμός ήταν λιγότερο ευέλικτος για το ιππικό απ’ ό,τι για το πεζικό, αποδέχονταν όμως το αντίτιμο αυτό σε αντάλλαγμα για τα μεγάλα φυσικά και ψυχολογικά πλεονεκτήματα που προσέφερε το βάθος.
Όταν οι Βυζαντινοί έπρεπε να εκτελέσουν μετωπική έφοδο ενάντια σε μια ισχυρή παράταξη πεζικού, προτιμούσαν τον σχηματισμό της σφήνας. Κάθε Νούμερο καταφράκτων σχημάτιζε μια σφήνα 400 περίπου ανδρών σε 8-10 ζυγούς, κλιμακωτά αυξανόμενου πλάτους. Οι πρώτοι τρεις ζυγοί ήταν οπλισμένοι με λόγχη και τόξο, ενώ οι υπόλοιποι με λόγχη κι ασπίδα. Ο πρώτος ζυγός συνίστατο από 25 στοιχεία, ο δεύτερος από 30, ο τρίτος από 35 και οι υπόλοιποι από 40, 50, 60 κτλ προσθέτοντας δέκα σε κάθε ζυγό. Κατά την έφοδο, οι πρώτοι τρεις ζυγοί έριχναν βέλη για να προκαλέσουν κενό στην εχθρική παράταξη και κατόπιν, στα 100 περίπου μέτρα από τον εχθρό, αναλάμβαναν το κοντάριον και επιτίθονταν με μέγιστη ταχύτητα, ακολουθούμενοι από το υπόλοιπο Νούμερο. Συχνά αυτές οι έφοδοι κατέληγαν με τον εχθρό να τρέπεται σε φυγή, οπότε το πεζικό προωθούνταν για να εξασφαλίσει την περιοχή και να επιτρέψει τη σύντομη ανάπαυση και αναδιοργάνωση του ιππικού.
Τακτική και στρατηγική ιππικού
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Όπως και το πεζικό, οι κατάφρακτοι επέλεγαν τακτικές και εξοπλισμό ανάλογα με τον εχθρό που αντιμετώπιζαν. Σε μια τυπική παράταξη, τέσσερα Νούμερα αναπτύσσονταν γύρω από τις γραμμές του πεζικού. Ένα σε κάθε κέρας κι από ένα ακόμη πίσω δεξιά και πίσω αριστερά. Έτσι τα Νούμερα του ιππικού όχι μόνο προστάτευαν τα πλευρά και καιροφυλακτούσαν προς υπερκερασμό του αντιπάλου αλλά αποτελούσαν παράλληλα την οπισθοφυλακή και την εφεδρεία.
Οι Βυζαντινοί γενικά προτιμούσαν να χρησιμοποιούν το ιππικό για υπερκερασμό και περικύκλωση του εχθρού, αντί για μετωπικές επιθέσεις και σχεδόν πάντα, οι επιθέσεις τους προπαρασκευάζονταν και υποστηρίζονταν από τοξοβολία. Οι πρώτοι ζυγοί ξεκινούσαν με το τόξο και συνέχιζαν με τη λόγχη, ενώ οι επερχόμενοι ζυγοί τους κάλυπταν τοξεύοντας τον εχθρό από πάνω τους. Αυτός ο συνδυασμός τοξοβολίας και κρούσης έφερνε τον αντίπαλο σε μειονεκτική θέση. Εάν πύκνωναν τις τάξεις τους για να αμυνθούν καλύτερα απέναντι στα Κοντάρια, εκτίθονταν περισσότερο στον καταιγισμό από βέλη κι αν αραίωναν για να αποφύγουν τα βέλη, διευκόλυναν το έργο των λογχοφόρων στο να διασπάσουν λεπτότερες γραμμές. Πολλές φορές η τοξοβολία και η έναρξη μιας επίθεσης ήταν αρκετά για να διαλύσουν τον εχθρό χωρίς να χρειαστεί εκ του συστάδην μάχη.
Μια αγαπημένη τακτική ενάντια σε ισχυρό εχθρικό ιππικό περιελάμβανε προσποιητή υποχώρηση και ενέδρα. Τα Νούμερα στις πτέρυγες θα επιτίθονταν στους αντιπάλους ιππείς, θα έκαναν αναστροφή και θα τόξευαν κατά του αντιπάλου καθώς θα υποχωρούσαν (το Πάρθιον Βέλος). Αν το εχθρικό ιππικό δεν τους ακολουθούσε, θα συνέχιζαν να τους παρενοχλούν με βέλη μέχρι να τους καταδιώξουν. Φτάνοντας κοντά στις Βυζαντινές γραμμές, τα Νούμερα της οπισθοφυλακής θα επιτίθονταν στο εχθρικό ιππικό που θα εξαναγκάζονταν να σταματήσει την καταδίωξη και να αντιμετωπίσει αυτή τη νέα αναπάντεχη απειλή, μα τότε τα υποχωρούντα Νούμερα θα ανέστρεφαν και θα επιτίθονταν ολοταχώς κατά των πρώην διωκτών τους. Ο εξασθενημένος εχθρός, περικυκλωμένος από τους καταφράκτους που πριν καταδίωκε θα διαλύονταν. Τότε τα Νούμερα της οπισθοφυλακής που είχαν ενεδρεύσει το εχθρικό ιππικό, θα προωθούνταν για να υπερφαλαγγίσουν εκατέρωθεν τον απροστάτευτο εχθρό. Αυτή η τακτική είναι παρόμοια με εκείνη που εφάρμοσε ο Ιούλιος Καίσαρ στα Φάρσαλα το 48 π.Χ., όταν το συμμαχικό του ιππικό χρησιμοποιήθηκε σαν δόλωμα για να παρασύρει το υπέρτερο ιππικό του Πομπήιου σε μιαν ενέδρα έξι επίλεκτων Κοόρτεων της εφεδρικής «Τετάρτης Γραμμής» του. Το αραβικό και μογγολικό ιππικό επίσης θα χρησιμοποιούσαν παραλλαγές της τακτικής αυτής αργότερα με μεγάλη επιτυχία ενάντια σε υπεράριθμο και βαρύτερα οπλισμένο εχθρό. Ενάντια σε αντιπάλους όπως οι Βάνδαλοι ή οι Άβαροι, με ισχυρό βαρύ ιππικό, το ιππικό αναπτύσσονταν πίσω από το βαρύ πεζικό, που αναμετρούνταν πρώτο με τον εχθρό. Θα προσπαθούσαν να ανοίξουν ένα χάσμα στην εχθρική παράταξη, στο οποίο θα επιτίθονταν κατόπιν το ιππικό.
Βυζαντινή τέχνη του πολέμου
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Αιώνες πολέμου επέτρεψαν στους Βυζαντινούς να γράψουν πολλές πραγματείες πάνω στα πρωτόκολλα του πολέμου, που τελικά περιείχαν στρατηγικές για την αντιμετώπιση των παραδοσιακών εχθρών της αυτοκρατορίας. Μέσα από αυτά τα εγχειρίδια η σοφία των προηγούμενων γενεών έφτασε στις νέες γενεές στρατιωτικών ηγετών. Ένα τέτοιο εγχειρίδιο, τα φημισμένα Τακτικά του Λέοντα ΣΤ΄ του Σοφού, προσφέρει οδηγίες για την αντιμετώπιση διάφορων εχθρών.
Έτσι, οι Φράγκοι και οι Λομβαρδοί χαρακτηρίζονταν σαν βαρύ ιππικό, που σε μια μετωπική έφοδο μπορούσαν να καταστρέψουν τον αντίπαλο. Έτσι συνίστατο να αποφεύγεται η ευθεία αντιπαράθεση μαζί τους. Το εγχειρίδιο ωστόσο σημείωνε πως πολεμούσαν χωρίς πειθαρχεία, με ελάχιστη ή καμία τάξη και γενικά δε συνήθιζαν να εκτελούν αναγνωρίσεις. Ακόμη, δεν οχύρωναν τους νυκτερινούς καταυλισμούς τους. Ο βυζαντινός στρατηγός ως εκ τούτου προτρέπονταν να πολεμήσει ένα τέτοιον αντίπαλο μάλλον με μια σειρά από ενέδρες και νυκτερινές εφόδους. Εάν υποχρεώνονταν σε μάχη, θα έπρεπε να προσποιηθεί υποχώρηση, παρασύροντας τους ιππείς να κυνηγήσουν το υποχωρούντα του στρατεύματα, προκειμένου να τον οδηγήσουν σε ενέδρα.
Οι Μαγυάροι και Πατσινάκες ήταν γνωστό πως πολεμούσαν σε μικρές ομάδες ελαφρού ιππικού, οπλισμένοι με τόξο, ακόντιο και πάλα καθώς και πως ήταν επιδέξιοι στις ενέδρες και την ανίχνευση. Στη μάχη, αναπτύσσονταν σε μικρές διασκορπισμένες ομάδες που παρενοχλούσαν την αντίπαλη παράταξη, επιτιθέμενοι μόνον εάν έβρισκαν κάποιο αδύνατο σημείο. Ο στρατηγός συμβουλεύονταν να παρατάξει τους πεζούς τοξότες του στην πρώτη γραμμή. Τα μεγάλα τους τόξα είχαν ανώτερη εμβέλεια από αυτά των ιππέων κι έτσι μπορούσαν να τους κρατήσουν σε απόσταση. Όταν, φθαρμένοι από τα βυζαντινά βέλη, προσπαθούσαν να πλησιάσουν στην εμβέλεια των τόξων τους, θα τους αναλάμβανε και θα τους εξεδουτέρωνε εύκολα το βυζαντινό βαρύ ιππικό.
Οι Σαρακηνοί θεωρούνταν οι πιο επίφοβοι αντίπαλοι, όπως σημειώνει ο Λέων Στ΄: «Από όλους τους εχθρούς μας, αυτοί φάνηκαν οι πιο συνετοί στην υιοθέτηση των μεθόδων και πολεμικών τακτικών μας και συνεπώς είναι οι πλέον επικίνδυνοι». Κατά την εποχή του Λέοντα Στ΄ (886-912 μ.Χ.) είχαν ήδη θεσπίσει μέρος του οπλισμού και των τακτικών του βυζαντινού στρατού. Το πεζικό τους όμως κρινόταν από τον Λέοντα Στ΄ σαν ένας κακοεξοπλισμένος όχλος που δεν μπορούσε να συγκριθεί με το αντίστοιχο βυζαντινό. Κι ενώ το σαρακηνό ιππικό θεωρούνταν άριστης ποιότητας, στερούνταν της πειθαρχίας κι οργάνωσης των Βυζαντινών, που μ’ έναν συνδυασμό ιπποτοξοτών και βαρέως ιππικού αποτελούσαν μια θανάσιμη απειλή για το ελαφρύ ιππικό των Σαρακηνών.
Βαριές ήττες πέρα από την οροσειρά του Ταύρου ανάγκασαν τους Σαρακηνούς να περιοριστούν σε επιδρομές λεηλασίας αντί να αναζητούν τη μόνιμη κατάκτηση. Εισβάλλοντας από κάποιο πέρασμα, οι ιππείς τους διέτρεχαν τα βυζαντινά εδάφη με καταπληκτική ταχύτητα. Ο βυζαντινός στρατηγός έπρεπε να συγκεντρώσει αμέσως μια δύναμη ιππικού από τα κοντινότερα Θέματα και να καταδιώξει τον εισβολέα. Μια τέτοια δύναμη ίσως να ήταν υπερβολικά μικρή για να απειλήσει τους επιδρομείς μα θα απέτρεπε σε μικρά αποσπάσματα λεηλατητών να αποκολληθούν από τον κύριο κορμό του στρατού τους. Στο μεταξύ, ο κύριος βυζαντινός στρατός θα συγκεντρωνόταν από όλη τη Μικρά Ασία και θα συναντούσε τον εισβολέα στο πεδίο της μάχης.
Άλλη τακτική ήταν να κλείσουν την οδό υποχώρησής τους από τα περάσματα. Το βυζαντινό πεζικό έπρεπε να ενισχύσει τις φρουρές των οχυρών που φύλαγαν τις στενωπούς και το ιππικό θα καταδίωκε τους εισβολείς, απωθώντας τους σε στενές κοιλάδες όπου δε θα είχαν χώρο για ελιγμούς μάχης και όπου θα ήταν εύκολη λεία για τους βυζαντινούς τοξότες.
Μία τρίτη τακτική ήταν η αντεπίθεση σε εδάφη Σαρακηνών αφού κάτι τέτοιο συχνά θα ανάγκαζε τον εισβολέα να επιστρέψει για να υπερασπιστεί τα σύνορά του.
Ο Νικηφόρος Φωκάς αργότερα θα προσέθετε στο δικό του εγχειρίδιο ότι εάν έφταναν τον εισβολέα μόνον κατά την υποχώρησή του, φορτωμένο με λάφυρα, το πεζικό του στρατεύματος θα έπρεπε να τους επιτεθεί κατά τη νύχτα από τρεις πλευρές, αφήνοντας τη μόνη οδό διαφυγής προς την κατεύθυνση της χώρας τους. Η πιθανότερη αντίδρασή τους θα ήταν να υποχωρήσουν ολοταχώς αντί να πολεμήσουν για να κρατήσουν τα λάφυρά τους.
Δείτε επίσης
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ LEONIS VI TACTICA. Washington, D.C.: SERIES WASHINGTONIENSIS,Dumbarton Oaks. 2010. σελ. 90-94, Constitution 6.