Γαλλίτης
Γενικά | |
---|---|
Κατηγορία | Θειούχα ορυκτά (σουλφίδια) |
Χημικός τύπος | CuGaS2 |
Ορυκτολογικά χαρακτηριστικά | |
Μοριακό βάρος | 197,40 |
Πυκνότητα | 4,2 g/cm³ |
Χρώμα | Γκρίζο |
Σύστημα κρυστάλλωσης | Τετραγωνικό |
Κρύσταλλοι | Σκαληνόεδρα[1] |
Διδυμία | παράλληλη κατά {112} και {111} |
Σκληρότητα | 3-3,5 |
Σχισμός | δεν υφίσταται[2] |
Λάμψη | Μεταλλική |
Γραμμή κόνεως | γκριζα-μαύρη |
Διαφάνεια | Αδιαφανής |
Ο γαλλίτης (gallite) είναι πολύ σπάνιο θειούχο ορυκτό του χαλκού (Cu) και του γαλλίου (Ga). Επειδή ήταν το πρώτο ορυκτό με κύριο συστατικό το γάλλιο που περιγράφηκε, πήρε το όνομά του από το χημικό στοιχείο. Έχει χημικό τύπο CuGaS2 και περιέχει 35,32 % Ga, 32,19 % Cu και 32,49 % θείο (S)[1].
Γενικά
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα, δεν ήταν άγνωστα ορυκτά με κύριο συστατικό το χημικό στοιχείο γάλλιο. Το 1958 απομονώθηκε και περιγράφηκε για πρώτη φορά ο γαλλίτης από τους Γερμανούς Strunz, Geier και Seeliger[3]. Το δείγμα ορυκτού βρέθηκε στην περιοχή Tsumeb της Ναμίμπια (νοτιοδυτική Αφρική), με τα παγκοσμίου φήμης ορυχεία χαλκού που λειτούργησαν από το 1907 έως το 1996 και τα σπάνια και ασυνήθιστα ορυκτά, και στο ορυχείο Kipushi του Ζαίρ (κεντρική Αφρική) και ήταν γνωστό ότι υπήρχε σε ποσοστό 1,85 % στο ορυκτό γερμανίτης της ίδιας περιοχής. Σύμφωνα με τους προηγούμενους ερευνητές, το ορυκτό συνυπήρχε με τα ορυκτά γερμανίτης, ρενιερίτης, σφαλερίτης, γαληνίτης, χαλκοπυρίτης, σιδηροπυρίτης, βορνίτης και χαλκοσίτης[4].
Ορυκτολογικά χαρακτηριστικά
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο γαλλίτης είναι γκρίζο, μη ραδιενεργό, μη φθορίζον, σχετικά μαλακό, μη μαγνητικό, χαμηλής ανισοτροπίας ορυκτό με πυκνότητα 4,2 g/cm³ και μεταλλική λάμψη. Κρυσταλλώνεται στο τετραγωνικό σύστημα και ανήκει στην ομάδα ορυκτών του χαλκοπυρίτη στην οποία ανήκουν ορυκτά του τύπου AmBnXp όπου (m+n):p = 1:1[1] ή του τύπου ΑΒΧ2 όπου A, B = διάφορα μέταλλα όπως π.χ. Cu, Ga, Ag, In, Fe και Χ = S, Se[5]. Εκτός από την Αφρική, εμφανίσεις του γαλλίτη αναφέρονται στη Βουλγαρία, στο Περού και στην Κούβα[6]. Έχουν περιγραφεί[7] δύο παραλλαγές του ορυκτού, η μία φωτεινότερη και ανισότροπη και η άλλη σκοτεινότερη και ισότροπη.
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ 1,0 1,1 1,2 Mineralogy Database
- ↑ «Queensland University of Technology. VIBRATIONAL SPECTROSCOPY AND PHOTO ATLAS OF MINERALS». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 28 Ιουλίου 2011. Ανακτήθηκε στις 24 Ιουλίου 2011.
- ↑ Strunz, H., Geier, B.H., and Seeliger, E. (1958) Gallite, CuGaS2, das erste selbständige Galliummineral, und seine Verbreitung in den Erzen der Tsumeb- und Kipushi-Mine. Neues Jahrbuch für Mineralogie (1958), Monatshefte: 241-264 Περίληψη στα αγγλικά
- ↑ TEIICHI UENO, KATSUYOSHI NAGASAKI, TOMOMASA HORIKAWA, MUTSUNORI KAWAKAMI AND KATSUHIKO KONDO (2005). «PHASE EQUILIBRIA IN THE SYSTEM Cu–Ga–S AT 500° AND 400°C» (PDF). The Canadian Mineralogist 43: 1653-1661. http://rruff.geo.arizona.edu/doclib/cm/vol43/CM43_1653.pdf. Ανακτήθηκε στις 24/7/2011.
- ↑ mindat.org - the mineral and locality database
- ↑ Handbook of Mineralogy
- ↑ W. Uytenbogaardt, Ernest Alexander Julius Burke (1985). Courier Dover Publications, επιμ. Tables for microscopic identification of ore minerals (2η έκδοση). ISBN 0486648397.