Μετάβαση στο περιεχόμενο

Γεώργιος Β΄ της Σαξονίας-Μάινινγκεν

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Γεώργιος Β΄ της Σαξονίας-Μάινινγκεν
Γενικές πληροφορίες
Όνομα στη
μητρική γλώσσα
Georg II von Sachsen-Meiningen (Γερμανικά)
Γέννηση2  Απριλίου 1826[1][2][3]
Μάινινγκεν[4]
Θάνατος25  Ιουνίου 1914[1][2][3]
Μπαντ Βίλντουνγκεν[5]
Τόπος ταφήςParkfriedhof Meiningen
Χώρα πολιτογράφησηςΔουκάτο της Σαξονίας-Μάινινγκεν
ΘρησκείαΛουθηρανισμός
Εκπαίδευση και γλώσσες
Ομιλούμενες γλώσσεςΓερμανικά
ΣπουδέςΠανεπιστήμιο της Βόννης
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταμονάρχης
Οικογένεια
ΣύζυγοςΚαρλόττα της Πρωσίας (1850–1855)[6]
Φεοντόρα του Χοενλόε-Λάνγκενμπουρκ (1858–1872)[6]
Έλεν Φραντς (1873–1914)[6]
ΤέκναΒερνάρδος Γ΄ της Σαξονίας-Μάινινγκεν
Μαρία Ελισάβετ της Σαξονίας-Μάινινγκεν
Ερνέστος της Σαξονίας-Μάινινγκεν
Φρειδερίκος της Σαξονίας-Μάινινγκεν
Γεώργιος Αλβέρτος της Σαξονίας-Μάινινγκεν[7]
unnamed son von Sachsen-Meiningen[7]
Βίκτωρ της Σαξονίας-Μάινινγκεν[7]
ΓονείςΒερνάρδος Β΄ και Μαρία Φρειδερίκη της Έσσης-Κάσσελ
ΑδέλφιαΑυγούστα της Σαξονίας-Μάινινγκεν
ΟικογένειαΔουκάτο της Σαξονίας-Μάινινγκεν
Στρατιωτική σταδιοδρομία
Βαθμός/στρατόςστρατηγός
Πόλεμοι/μάχεςΓαλλοπρωσικός πόλεμος
Αξιώματα και βραβεύσεις
Βραβεύσειςτάγμα του Αγίου Ανδρέα
Μεγαλόσταυρος του Τάγματος του Αγίου Στεφάνου της Ουγγαρίας[8]
Θυρεός
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Ο Γεώργιος Β΄ (γερμ. Georg II, 2 Απριλίου 1826 - 25 Ιουνίου 1914) από τον Οίκο των Βέττιν ήταν δούκας της Σαξονίας-Μάινινγκεν (1866 - 1914). Ήταν γνωστός για τον θεατρικό θίασο του Μάινινγκεν (στα αγγλικά γνωστός ως Meiningen Ensemble, στα γερμανικά ως Schauspielensemble des Meininger Hoftheaters), του οποίου διετέλεσε διευθυντής. Ο θίασος αυτός ήταν ένας από τους πρώτους θιάσους που ανέδειξε την αναγκαιότητα του σκηνοθέτη στο ανέβασμα μιας θεατρικής παράστασης.[9]

Ήταν ο μόνος γιος του Βερνάρδου Β΄ της Σαξονίας-Μάινινγκεν και της Μαρίας Φρειδερίκης, κόρης του Γουλιέλμου Β΄ της Έσσης.

Το 1914 απεβίωσε στο Μπαντ Βίλντουνγκεν σε ηλικία 88 ετών και τον διαδέχθηκε ο πρωτότοκος γιος του, Βερνάρδος Γ΄.

Νυμφεύτηκε πρώτα το 1850 την Καρλόττα, κόρη του Αλβέρτου της Πρωσίας, και είχε τέσσερα τέκνα:

Το 1855 απεβίωσε η Καρλόττα μετά τη γέννα του τέταρτου παιδιού τους. Ο Γεώργιος Β΄ δεν ξεπέρασε ποτέ το θάνατό της, αλλά έψαξε για νέα σύζυγο, ώστε τα παιδιά του να έχουν μια μητέρα. Έκανε το 1858 δεύτερο γάμο με τη δεύτερη εξαδέλφη του, Θεοδώρα, κόρη του Ερνέστου Α΄ του Χοενλόε-Λάνγκενμπουργκ,[10] και είχε τρία τέκνα:

  • Ερνέστος (1859 - 1941), Πρίγκιπας της Σαξονίας-Μάινινγκεν.
  • Φρειδερίκος (1861 - 1914), Πρίγκιπας της Σαξονίας-Μάινινγκεν.
  • Βίκτωρ (14 - 17 Μάϊου 1865).

Ο δεύτερος γάμος δεν ήταν ευτυχισμένος και σταδιακά το ζευγάρι απομακρύνθηκε, κυρίως μετά το θάνατο του τρίτου γιους τους. Το 1872 η Θεοδώρα απεβίωσε από οστρακιά και ο Γεώργιος Γ΄ έκανε τρίτο γάμο με την Έλλεν Φραντς, πρώην ηθοποιό, το 1873. Ο γάμος ήταν μοργανατικός και της δόθηκε ο τίτλος της βαρόνης φον Χόλντμπουργκ. Δεν απέκτησαν απογόνους.

Ο θίασος του Μάινινγκεν

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Γεώργιος Β' διέθετε πλούσια καλλιτεχνική παιδεία, αφού είχε παρακολουθήσει όλους τους μεγάλους ηθοποιούς και θιάσους της εποχής του: το πρωσσικό θέατρο του Βερολίνου της εποχής του Tieck, τις παραστάσεις με έργα του Σαίξπηρ του Charles Kean στο Λονδίνο. Το ενδιαφέρον του για το θέατρο ήταν αυξημένο, πριν ακόμη διαδεχτεί τον πατέρα του στο θρόνο.

Μόλις διαδέχτηκε τον πατέρα του, άλλαξε το ρεπερτόριο του αυλικού θεάτρου που επικρατούσε μέχρι τότε στον θίασο του Μάινινγκεν. Για την διοίκηση του θεάτρου στηρίχθηκε κυρίως στον Friedrich von Bodenstedt και από το 1871 και μετά στον Ludwig Chronegk. Ο Chronegk είχε αρχικά προσληφθεί στον θίασο σαν κωμικός ηθοποιός- ο διορισμός του στην διοίκηση του θεάτρου, αποτέλεσε μεγάλη έκπληξη. Από το 1873 και μετά, μεγάλη επιρροή στην επιλογή των έργων του ρεπερτορίου, άσκησε και η Elen Franz, ηθοποιός και σύζυγος του Δούκα. Εκείνη επέβλεπε τις διασκευές των έργων αλλά και την εκφορά του λόγου από τους ηθοποιούς επί σκηνής: η συμβολή της στην επιτυχία του θιάσου δεν πρέπει να παραβλεφθεί.

Από το 1866 έως το 1874 ο θίασος έπαιζε στο Μάινιγκεν , το 1874 στο Βερολίνο, και από το 1874 έως το 1890 έπαιζε σε 38 πόλεις 9 χωρών, ανάμεσα στις οποίες ήταν η Ρωσία, η Σουηδία, η Αυστρία, η Δανία, το Βέλγιο, η Ολλανδία, και η Αγγλία, δίνοντας 2.600 παραστάσεις 41 έργων. Το 1890 ήταν ο πιο σημαντικός θίασος με το μεγαλύτερο κύρος πανευρωπαϊκά.

Το ρεπερτόριο του θιάσου συμπεριλάμβανε έργα του Σαίξπηρ, του Σίλλερ, του Γκριλλπάρτσερ και διάφορων ρομαντικών συγγραφέων του 19ου αιώνα. Επέλεγαν κατά κύριο λόγο έργα του ποιητικού-ρομαντικoύ δράματος, χωρίς όμως να λείπει η παρουσίαση σύγχρονων έργων, όπως οι Βρυκόλακες του Ίψεν.

Οι παραστάσεις του θιάσου του Μάινινγκεν χαρακτηρίζονταν για την ιστορική τους ακρίβεια, παρόλο που δεν ήταν αυτός ο βασικός τους στόχος: ο θίασος επιθυμούσε να αποδίδει σωστά τα κείμενα που ανέβαζε κι αυτό ήταν που οδηγούσε στην επιθυμία για ιστορική ακρίβεια. Ο δούκας, με το ιδιότυπο σύστημα ιστορικής χρονολόγησης που ακολουθούσε, χώριζε του αιώνες σε τρίτα και απαγόρευε στους ηθοποιούς να διαλέγουν μόνοι τους τα κοστούμια τους, σταματώντας την πρακτική που ακολουθούνταν από όλα τα υπόλοιπα θέατρα της εποχής.

Επιπλέον χρησιμοποίησε αυθεντικά σκηνικά αντικείμενα, σπαθιά,πανοπλίες, καθώς και αυθεντικά έπιπλα αντίστοιχα με τον δραματικό χρόνο του κάθε έργου. Ο δούκας σχεδίαζε όλα τα κοστούμια και τα σκηνικά που χρησιμοποιούσε ο θίασος. Τα σκηνικά κατασκευάζονταν από τους αδελφούς Brucker στο Coburg, όπου σχεδιάζονταν και τα σκηνικά του Βάγκνερ. Πολύχρωμα σκηνικά με έντονα χρώματα έκαναν την εμφάνιση τους, εγκαταλείποντας την ως τότε συνήθεια των υποτονικών σκηνικών. Ο δούκας απέφευγε την συμμετρική ισορροπία, καθώς την θεωρούσε αφύσικη και επέμενε ιδιαίτερα στο να εμφανίζεται κάθε λεπτομέρεια με σωστές αναλογίες. Ζητούσε επίσης τη σύνθεση ζωγραφιστών και τρισδιάστατων σκηνικών στοιχείων, ώστε να εξασφαλίζεται η πειστικότητα. Η μεγάλη επιτυχία του θιάσου, οδήγησε στην δημιουργία "οίκων" τροφοδοσίας για αυθεντικά σκηνικά και κοστούμια, που στη συνέχεια θα τροφοδοτούσαν κι άλλους θιάσους.

Βασικός λόγος της επιτυχίας του θιάσου ήταν το ομαδικό παίξιμο. Ο δούκας έλεγχε όλους τους ηθοποιούς και κάθε σημείο της παράστασης. Λόγω οικονομικού κόστους, αδυνατούσε να προσλάβει γνωστούς ηθοποιούς κι έτσι προσέλαβε νέους ή λιγότερο γνωστούς. Μάλιστα, για να εμποδίσει κάθε βεντετισμό, ο δούκας απαιτούσε από τους ηθοποιούς που δεν είχαν σε κάποια παράσταση σημαντικό ρόλο να λαβαίνουν μέρος ως κομπάρσοι. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα σκηνές πλήθους[11] που έκαναν τον θίασο φημισμένο.

Το 1890, όσο ακόμη ο θίασος του Μάινινγκεν ήταν πλήρως δραστήριος, ο Dr. Charles Waldstein, ένας Αμερικάνος ακαδημαϊκός, συγγραφέας και αρχαιολόγος, επισκέφτηκε τον δούκα και έγινε ο ίδιος θεατής των προβών του θιάσου και του μοντέλου διοίκησής του. Ο ίδιος έγραψε τα εξής:

Δεν είναι απλώς ένας εκλεπτυσμένος ερασιτέχνης της ποίησης, της μουσικής και της αρχιτεκτονικής [...] αλλά κάποιος που εφαρμόζει πρακτικές της αρχιτεκτονικής, είναι ζωγράφος και εξαιρετικός στο τεχνικό σχέδιο.Μια από τις βασικές αρχές του είναι πως οι ηθοποιοί πρέπει να παραμένουν απασχολημένοι - αυτό τους ωφελεί ηθικά και γενικότερα, ενισχύει την υποκριτική τους ευελιξία, αντισταθμίζοντας έτσι την τάση για μανιερισμούς που προκύπτουν από την επανηλειμμένη συμμετοχή στους ίδιους ρόλους ξανά και ξανά. Καταπολεμάει επίσης την ματαιοδοξία του ηθοποιού, καλλιεργώντας έτσι ένα δημοκρατικό κλίμα ανάμεσα τους: το λεγόμενο "ομαδικό πνεύμα",  espirit de corps.[12]

Το δουκάτο του Μάινινγκεν, καθότι μικρό, με μόλις 8000 κατοίκους, άφηνε στον Γεώργιο Β' άπλετο χρόνο για πρόβες, κάτι ασυνήθιστο για τα δεδομένα της εποχής. Παραστάσεις ανέβαιναν 2 φορές την εβδομάδα, για έξι μήνες τον χρόνο. Κάθε έργο είχε τον χρόνο να προβαριστεί με έτοιμα σκηνικά και κοστούμια και οι πρόβες διαρκούσαν 5-6 ώρες ημερησίως.

Η δουλειά του Δούκα Γέωργιου Β' του Μάινινγκεν, θα επηρεάσει αργότερα τον Αντουάν και τον Στανισλάφσκι.



  1. 1,0 1,1 1,2 Εθνική Βιβλιοθήκη της Γερμανίας: (Γερμανικά) Gemeinsame Normdatei. Ανακτήθηκε στις 3  Μαΐου 2014.
  2. 2,0 2,1 2,2 (Αγγλικά) Find A Grave. 45015217. Ανακτήθηκε στις 9  Οκτωβρίου 2017.
  3. 3,0 3,1 3,2 «Encyclopædia Britannica» (Αγγλικά) biography/George-II-duke-of-Saxe-Meiningen. Ανακτήθηκε στις 9  Οκτωβρίου 2017.
  4. Εθνική Βιβλιοθήκη της Γερμανίας: (Γερμανικά) Gemeinsame Normdatei. Ανακτήθηκε στις 15  Δεκεμβρίου 2014.
  5. Εθνική Βιβλιοθήκη της Γερμανίας: (Γερμανικά) Gemeinsame Normdatei. Ανακτήθηκε στις 31  Δεκεμβρίου 2014.
  6. 6,0 6,1 6,2 p10400.htm#i103992. Ανακτήθηκε στις 7  Αυγούστου 2020.
  7. 7,0 7,1 7,2 Darryl Roger Lundy: (Αγγλικά) The Peerage.
  8. Ανακτήθηκε στις 24  Ιανουαρίου 2022.
  9. «Meiningen Company | German Theatre, History & Legacy | Britannica». www.britannica.com (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 16 Σεπτεμβρίου 2024. 
  10. Η Θεοδώρα του Χόενλοε-Λάνγκενμπουργκ ήταν κόρη της Θεοδώρας του Λάινινγκεν, ετεροθαλούς αδελφής της Βικτωρίας του Ηνωμένου Βασιλείου.
  11. Carlson, Marvin (1961). «Meiningen Crowd Scenes and the Theatre-Libre». Educational Theatre Journal 13 (4): 245–249. doi:10.2307/3204344. ISSN 0013-1989. https://www.jstor.org/stable/3204344. 
  12. Johnson, Albert E. (1953-12). «The first modern stage director: Some undiscovered sources about the Meininger» (στα αγγλικά). The Southern Speech Journal 19 (2): 144–150. doi:10.1080/10417945309371302. ISSN 0038-4585. http://www.tandfonline.com/doi/abs/10.1080/10417945309371302. 
  • Eckersley, M. (1995). It's All a Matter of Style – Naturalistic Theatre Forms. Melbourne: Mask. Drama Victoria.
  • Koller, Ann Marie (1984). The Theater Duke: George II of Saxe-Meiningen and the German Stage. Stanford University Press. ISBN 0-8047-1196-8.
  • Brockett, Oscar G και Hildy, Franklin J. (1991). History of the theatre. 6η έκδοση. Boston, Allyn and Bacon. Απόδοση: Πλάτων Μαυρομούστακος