Μετάβαση στο περιεχόμενο

Γιαν Πίτερσζοον Σβέελινκ

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Γιαν Σβέελινκ
Πορτρέτο του Γιαν Σβέελινκ (1606), που αποδίδεται στον αδελφό του συνθέτη, Χέριτ Σβέελινκ (Gerrit Pietersz Sweelink, 1566-1612)
Γενικές πληροφορίες
ΓέννησηΜαΐου 1562 ή Μαΐου 1562[1]
Ντέβεντερ[1]
Θάνατος16  Οκτωβρίου 1621[2][3][4]
Άμστερνταμ[5][1]
Τόπος ταφήςOude Kerk
Χώρα πολιτογράφησηςΟλλανδική Δημοκρατία
Εκπαίδευση και γλώσσες
Ομιλούμενες γλώσσεςΟλλανδικά[6]
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότητασυνθέτης[1]
οργανίστας[1]
καθηγητής
μουσικολόγος
μουσικός θεωρητικός
τσεμπαλίστας[7]
ΕργοδότηςOude Kerk
Άμστερνταμ
Οικογένεια
ΤέκναDirk Janszoon Sweelinck
ΓονείςPieter Sywertszoon[8]
ΑδέλφιαGerrit Pietersz Sweelink
ΟικογένειαSweelinck family
Αξιώματα και βραβεύσεις
Αξίωμαtitular organist (Oude Kerk)
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Ο Γιαν Πίτερ(σ)ζοον Σβέελινκ [i] ή Σβέλινκ (Jan Pieterszoon Sweelinck ή Swelingh ή Swelinck, ολλανδικά: /ˈjɑːn ˈpiːtərsoʊn ˈsweɪlɪŋk/, Ντέβεντερ, 1562Άμστερνταμ 16 Οκτωβρίου 1621) ήταν Ολλανδός συνθέτης, οργανίστας και μουσικοπαιδαγωγός, ο σπουδαιότερος της επονομαζομένης πρώιμης νεότερης περιόδου [9] και, σύμφωνα με αρκετούς ερευνητές, ο σημαντικότερος Ολλανδός συνθέτης όλων των εποχών, γενικότερα. [ii] Με το έργο του γεφυρώνει το μεσοδιάστημα μεταξύ Αναγέννησης και Μπαρόκ. Υπήρξε από τους πρώτους μεγάλους Ευρωπαίους συνθέτες που έγραψαν μουσική για πληκτροφόρα όργανα, ενώ με το διδακτικό του έργο συνεισέφερε στην καθιέρωση της περίφημης Βορειογερμανικής Σχολής για το εκκλησιαστικό όργανο, επηρεάζοντας ακόμη και τον Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ.

Ο Γιαν Σβέελινκ γεννήθηκε στο Ντέβεντερ της κεντρικής Ολλανδίας, τον Απρίλιο ή Μάιο του 1562. Ήταν το μεγαλύτερο από τα τέσσερα παιδιά του Πέτερ Σβίμπερτς (Peter Swibberts) και της Έλσγκεν ή Έλσκε (Elsgen ή Elske) Σβέελινκ, θυγατέρας του χειρουργού του Ντέβεντερ, Γιαν Χέντρικζοον Σβέελινκ (jan Hendrickszoon Sweelinck) και της Μάρε Σνόικ (Mare Snoick).[10][11]

  • Είναι αξιοσημείωτο ότι, τα παιδιά της οικογένειας κράτησαν το όνομα της μητέρας τους ως επώνυμο. Αυτό δεν ήταν μόνο λόγω της εξέχουσας θέσης της οικογενείας της στην χανσεατική πόλη του Ντέβεντερ, αλλά ακόμη περισσότερο εξαιτίας του ότι, ο πατέρας ήταν γιος ρωμαιοκαθολικού κληρικού. Η κοινωνική θέση των παιδιών των ιερέων εκείνης της εποχής, ειδικά στα αστικά κέντρα, ήταν χαμηλή.

Ο Γιαν πρέπει να είχε λάβει τα πρώτα μαθήματα μουσικής από τον πατέρα του, ο οποίος είχε χρηματίσει οργανίστας στην -τότε ολλανδόφωνη- περιοχή της πόλης Κάιζερβερτ. Αφού χειροτονήθηκε ιερέας, εγκαταστάθηκε στο Ντέβεντερ, όπου συνέχισε να εργάζεται ως οργανίστας. Σύντομα, η οικογένεια εγκαταστάθηκε στο Άμστερνταμ όπου, από το 1564, ο Πέτερ Σβίμπερτς διορίστηκε οργανίστας στην περίφημη Παλαιά Εκκλησία (Oude Kerk) της πόλης, ακολουθώντας την παράδοση της οικογένειας (ο παππούς από την πλευρά της μητέρας και ο θείος τού Γιαν ήσαν, επίσης, οργανίστες)· πέθανε το 1573.[9]

Στη συνέχεια, ο Γιαν, έλαβε εγκύκλια εκπαίδευση από τον Γιάκομπ Μπούικ (Jacob Buyck),[12] καθολικό πάστορα της Παλαιάς Εκκλησίας. Όμως αυτά τα μαθήματα σταμάτησαν το 1578 μετά την Μεταρρύθμιση του Άμστερνταμ και την επακόλουθη αλλαγή θρησκεύματος στον Καλβινισμό, οπότε ο Μπούικ έφυγε από την πόλη.[9] Λίγα είναι γνωστά για τη μουσική εκπαίδευση του Σβέελινκ μετά τον θάνατο του πατέρα του. Στους δασκάλους μουσικής του συμπεριλαμβάνονταν ο Γιαν Βίλελμσζοον Λόσι (Jan Willemszoon Lossy), ένας ελάχιστα γνωστός κόντρα-τενόρος και εκτελεστής σαλιμό στο Χάαρλεμ ή/και ο Κορνέλις Μπόσκοοπ (Cornelis Boskoop), ο οργανίστας που διαδέχτηκε τον πατέρα τού Σβέελινκ στην Παλαιά Εκκλησία. Εάν ο Σβέελινκ μελετούσε πράγματι στο Χάαρλεμ, πιθανότατα επηρεάστηκε σε κάποιο βαθμό από τους οργανίστες της Μεγάλης Εκκλησίας της πόλης, Κλάας Άλμπρεχτσζοον φαν Βίρινγκεν (Claas Albrechtszoon van Wieringen) και Φλόρις φαν Άντριχεμ (Floris van Adrichem), οι οποίοι αυτοσχεδίαζαν καθημερινά εκεί.[9] Πάντως, άγνωστο παραμένει, κοντά σε ποιον δάσκαλο ανέπτυξε ο Σβέελινκ την τεράστια ικανότητα του να συνθέτει. Το υψηλό επίπεδο των συνθέσεών του -συμπεριλαμβανομένων των πολυφωνικών ψαλμών του Ψαλτηρίου του εκκλησιαστικού τυπικού- δεν μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσω αυτοδιδασκαλίας. [εκκρεμεί παραπομπή]

Σύμφωνα με τον Κορνέλις Πλεμπ (Cornelis Plemp), μαθητή και φίλο του, ο Σβέελινκ ξεκίνησε την 44χρονη καριέρα του ως οργανίστας της Παλιάς Εκκλησίας, το 1577, όταν ήταν μόλις 15 ετών. Αυτή η ημερομηνία, ωστόσο, είναι αβέβαιη επειδή τα αρχεία της εκκλησίας από το 1577 έως το 1580 λείπουν, και ο Σβέελινκ εμφανίζεται καταχωρημένος από το 1580 και εφεξής· κατείχε το σημαντικότατο αυτό πόστο για το υπόλοιπο της ζωής του.[9] Η χήρα μητέρα του, πέθανε το 1585 και ο νεαρός Γιαν ανέλαβε την ευθύνη για τον μικρότερο αδελφό και την αδελφή του. Ο μισθός του, 100 φλωρίνια, διπλασιάστηκε τον επόμενο χρόνο, πιθανώς για να βοηθήσει επί τούτου. Μάλιστα, του προσφέρθηκαν επιπλέον 100 φιορίνια σε περίπτωση που νυμφευόταν,[13] κάτι που συνέβη το 1590. Αργότερα, τού προσφέρθηκε να επιλέξει ανάμεσα σε άλλα 100 φιορίνια ή δωρεάν κατάλυμα σε ένα σπίτι που ανήκε στον δήμο, κάτι που τελικά επέλεξε.[13]

Τα πρώτα δημοσιευμένα έργα του Σβέελινκ χρονολογούνται από το 1592-94: τρεις τόμοι με σανσόν, ο τελευταίος από τους οποίους είναι ο μόνος που δημοσιεύθηκε το 1594.[14] Στη συνέχεια, άρχισε να εκδίδει ψαλμούς, με στόχο να δημοσιεύσει ολόκληρο το Ψαλτήριο του εκκλησιαστικού τυπικού («Ψαλτήριο της Γενεύης»). Τελικά, αυτά τα έργα εμφανίστηκαν σε τέσσερις μεγάλους τόμους που δημοσιεύθηκαν στα έτη 1604, 1613, 1614 και 1621. Ο τελευταίος τόμος δημοσιεύθηκε μεταθανάτια, πιθανώς σε ημιτελή μορφή. Ο Σβέελινκ πέθανε από άγνωστη αιτία στις 16 Οκτωβρίου 1621 και ενταφιάστηκε στη Παλαιά Εκκλησία του Άμστερνταμ.[15] Απέκτησε έξι παιδιά, από τα οποία ζούσαν πέντε όταν πέθανε· ο μεγαλύτερος από τους γιους του, Ντιρκ Γιάνσζοον (Dirck Janszoon), τον διαδέχτηκε στη θέση του οργανίστα στην Παλαιά Εκκλησία.

Ο συνθέτης, κατά πάσα πιθανότητα, πέρασε ολόκληρη τη ζωή του στο Άμστερνταμ, επισκεπτόμενος μόνο περιστασιακά άλλες πόλεις για επαγγελματικές δραστηριότητες, κυρίως για να επιθεωρήσει εκκλησιαστικά όργανα και να δώσει συμβουλές για την κατασκευή ή/και ανακαίνισή τους. Αυτά τα καθήκοντα οδήγησαν σε σύντομες επισκέψεις στις πόλεις Ντελφτ, Ντόρντρεχτ (1614), Εκχάουζεν, Χάαρλεμ (1594), Χάρντεβαϊκ (1608), Μίντελμπουρχ (1603), Ναϊμέχεν (1605), Ρότερνταμ (1610) και Ρένεν (1616).[12] Πάντως, το μεγαλύτερο ταξίδι του ήταν στην Αμβέρσα, το 1604, όταν τού ανατέθηκε από τις αρχές του Άμστερνταμ να αγοράσει ένα τσέμπαλο για την πόλη. Δεν βρέθηκαν αποδεικτικά στοιχεία για να στηρίξουν την υπόθεση ότι, ο Σβέελινκ επισκέφθηκε τη Βενετία -ίσως έγινε σύγχυση με τον αδελφό του, τον ζωγράφο Χέριτ Σβέελινκ (Gerrit Pieterszoon Sweelink). Η δημοτικότητά του ως συνθέτη, εκτελεστή και δάσκαλου ήταν, σταθερά, αυξανόμενη κατά τη διάρκεια της ζωής του. Οι σύγχρονοί του τον αποκαλούσαν με το προσωνύμιο, «Ορφέας του Άμστερνταμ», ενώ ακόμη και οι αρχές της πόλης έφερναν συχνά σημαντικούς επισκέπτες για να ακούσουν τους αυτοσχεδιασμούς του.

Τα μόνα καθήκοντα του Σβέελινκ στο Άμστερνταμ ήταν εκείνα του οργανίστα. Σε αντίθεση με την πρακτική της εποχής, δεν έπαιζε καριγιόν ή τσέμπαλο σε επίσημες εκδηλώσεις, ούτε ήταν υποχρεωμένος να συνθέτει έργα, εκ συμβολαίου. Αυτό οφειλόταν στο ότι, οι Κάτω Χώρες ακολουθούσαν το καλβινιστικό τυπικό, που περιόριζε τα λατρευτικά στοιχεία μόνο σε όσα αφορούσε στην Καινή Διαθήκη. Βέβαια, το εκκλησιαστικό συμβούλιο (κονσιστόριο) που συνεδρίασε στο Ντόρντρεχτ (1598), είχε δώσει εντολή στους οργανίστες να παίζουν παραλλαγές στους νέους ψαλμούς, πριν και μετά τη λειτουργία έτσι, ώστε το εκκλησίασμα να εξοικειώνεται μ’ αυτούς.[16] Ωστόσο, ο Σβέελινκ -αν και είχε βαπτιστεί καθολικός- είχε προσληφθεί ως ανεξάρτητος επαγγελματίας από την ίδια την πόλη και, επειδή εργαζόταν για τις προτεσταντικές αρχές του Άμστερνταμ για το υπόλοιπο της ζωής του, είναι πιθανό ότι ακολουθούσε το δόγμα του Καλβινισμού. Άλλωστε, στη δεκαετία του 1590, τρία από τα παιδιά του βαπτίστηκαν στην Παλαιά Εκκλησία.[17]

Διδασκαλία και επιρροή

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Πορτρέτο του Σβέελινκ (γκραβούρα του 1624, από τον Ολλανδό ζωγράφο και χαράκτη Γιαν Χάρμες Μίλερ, 1571-1628)

Η εργασιακή ενασχόληση του Σβέελινκ τού παρείχε αρκετό χρόνο για διδασκαλία, τομέα για τον οποίο θα γινόταν τόσο διάσημος όσο και για τις συνθέσεις του. Οι μαθητές του Σβέελινκ συμπεριελάμβαναν τον πυρήνα αυτού που επρόκειτο να αποτελέσει την επονομαζόμενη Σχολή της Βόρειας Γερμανίας για το εκκλησιαστικό όργανο, με ονόματα όπως: Γιάκομπ Πρετόριους (Jacob Praetorius II), Χάινριχ Σάιντεμαν (Heinrich Scheidemann), Πάουλ Ζίφερτ (Paul Siefert), Μέλχιορ Σιλτ (Melchior Schildt), Σάμιουελ Σάιτ (Samuel Scheidt) και Γκότφριντ Σάιτ. Οι μαθητές του θεωρήθηκαν ως μουσικοί-μέτρο σύγκρισης για άλλους οργανίστες.[9] Δεν είναι τυχαίο ότι, ο Σβέελινκ ήταν γνωστός στη Γερμανία ως «ο κατασκευαστής (sic) οργανιστών».[18] Κοινωνικός και σεβαστός, είχε μεγάλη ζήτηση ως δάσκαλος.[19] Οι Ολλανδοί μαθητές του ήταν αναμφισβήτητα πολλοί και εξαιρετικοί οργανίστες, αλλά κανένας από αυτούς δεν έγινε μεγάλος συνθέτης. Ο Σβέελινκ, ωστόσο, επηρέασε την εξέλιξη της ολλανδικής σχολής εκκλησιαστικού οργάνου, όπως φαίνεται και στο έργο μεταγενέστερων συνθετών, όπως ήταν ο Άντονι φαν Νόορτ (Anthoni van Noordt). Κατά τη διάρκεια της καριέρας του, έθεσε τη μουσική βάση σε καθολικές, καλβινιστικές και λουθηρανικές λειτουργίες.[19] Ήταν ο σημαντικότερος συνθέτης της -μουσικά πλούσιας- «χρυσής εποχής» των Κάτω Χωρών.[9]

Μουσική και μουσικολογικά στοιχεία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Σβέελινκ αντιπροσωπεύει την υψηλότερη εξέλιξη της ολλανδικής σχολής στα πληκτροφόρα ή, ακόμη καλύτερα, τον κολοφώντα της αντιστικτικής πολυπλοκότητας και τελειοποίησης στα πληκτροφόρα πριν από τον μεγάλο Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ. Εντούτοις, υπήρξε και εξειδικευμένος συνθέτης φωνητικής μουσικής, συνθέτοντας περισσότερα από 250 έργα για φωνή (σανσόν, μαδριγάλια, μοτέτα και ψαλμούς).

Ορισμένες από τις καινοτομίες του Σβέελινκ είχαν βαθιά μουσική σημασία, συμπεριλαμβανομένης της φούγκας. Ήταν ο πρώτος που έγραψε μια φούγκα για εκκλησιαστικό όργανο που ξεκινούσε απλά, με ένα (1) θέμα,[20] προσθέτοντας διαδοχικά υφή και πολυπλοκότητα μέχρι την τελική κορύφωση και λύση, μια ιδέα που άγγιξε την τελειότητα στο τέλος της εποχής του Μπαρόκ από τον Μπαχ, σχεδόν έναν (1) αιώνα αργότερα. Επίσης, γενικά θεωρείται ότι, πολλά από τα έργα για πληκτρολόγιο του Σβέελινκ προορίζονταν για μελέτη από τους μαθητές του.[21] Ήταν επίσης ο πρώτος που χρησιμοποίησε το πεντάλ ως ένα πραγματικό στοιχείο δόμησης της φούγκας.[22]

Στυλιστικά, η μουσική του Σβέελινκ συνδυάζει επίσης τον πλούτο, την περιπλοκότητα και την «αίσθηση χώρου» των Αντρέα και Τζοβάνι Γκαμπριέλι, καθώς και τα διανθίσματα και τις «ενδόμυχες» φόρμες των άγγλων συνθετών για τα πλκτροφόρα. Σε μερικά από τα έργα του, ο Σβέελινκ εμφανίζεται ως συνθέτης μπαρόκ, με εξαίρεση τα σανσόν του, που προσεγγίζουν περισσότερο την αναγεννησιακή γαλλική παράδοση.[23] Στην διαδικασία εξέλιξης της φόρμας, ειδικά στη χρήση του αντιθέματος, του στρέτο και της κρατημένης νότας στο πεντάλ (σημείο πεντάλ), η μουσική του «ρίχνει ματιές» στον Μπαχ (ο οποίος ήταν, πιθανότατα, εξοικειωμένος με τη μουσική του Σβέελινκ).[22] [iii]

Ο Σβέελινκ ήταν εξαιρετικός στον αυτοσχεδιασμό, γι’ αυτό άλλωστε απέκτησε τον ανεπίσημο τίτλο του «Ορφέα του Άμστερνταμ».[24] Σώζονται περισσότερα από 70 έργα του για πληκτροφόρα και, πολλά από αυτά, μπορεί να είναι ακριβώς ίδια με τις αυτοσχεδιαστικές συνθέσεις που, οι κάτοικοι του Άμστερνταμ, πιθανόν να είχαν ακούσει περί το 1600. Κατά τη διάρκεια της ζωής του, ο Σβέελινκ ασχολήθηκε με τη μουσική επεξεργασία τριών διαφορετικών λειτουργικών παραδόσεων: Καθολική, Καλβινιστική και Λουθηρανική, οι οποίες αντικατοπτρίζονται στο έργο του.[25] Ακόμα και η φωνητική του μουσική, η οποία είναι πιο «συντηρητική» από εκείνη για το πληκτρολόγιο, εμφανίζει εντυπωσιακή ρυθμική πολυπλοκότητα και έναν ασυνήθιστο πλούτο αντιστικτικών επινοήσεων.

Κατά τη διάρκεια της ζωής του, δεν υπήρχαν δημοσιευμένα έργα του Σβέελινκ και, παρόλο που υπάρχουν στοιχεία ότι ο μαθητής του, Σάμιουελ Σάιτ, παρείχε μια συλλογή από φαντασίες για 3 φωνές, αντίγραφο δεν έχει βρεθεί ακόμα σε βιβλιοθήκη ή αρχείο. Αν και είναι γνωστό ότι ο Σβέελινκ είχε γράψει πολύ περισσότερη μουσική από την υπάρχουσα, ακόμη και για άλλα όργανα ή / και φωνητικά σύνολα, τίποτα δεν φαίνεται να έχει διατηρηθεί.

  • 13 Κοράλ Παραλλαγές πάνω σε μελωδίες του «Ψαλτηρίου της Γενεύης»
  • 14 Μονοθεματικές Φαντασίες (μεταξύ των οποίων η περίφημη Χρωματική Φαντασία, SwWV 258)
  • 6 Ηχοφαντασίες
  • 15 Τοκάτες
  • 8 Σειρές Παραλλαγών πάνω σε παραδοσιακά τραγούδια
  • Τέσσερις συλλογές για 4 έως 8 φωνές a cappella, όλων των γαλλόφωνων ψαλμωδιών από το «Ψαλτήριο της Γενεύης» του 16ου αιώνα.
  • De Cantiones Sacrae, για 5 φωνές, πάνω σε κείμενα της Καθολικής Λειτουργίας (ο εκδότης προσέθεσε μπάσο κοντίνουο για εμπορικούς λόγους)
  • De Rîmes, επεξεργασίες ιταλικών μαδριγαλίων άλλων συνθετών, σανσόν και μαδριγάλια σε κοσμικά, γαλλικά και ιταλικά κείμενα
  • Κανόνες και μοτέτα

i. ^ Ορθότερη προφορά στα ολλανδικά, Σβέιλινκ

ii. ^ O Ορλάντο ντι Λάσσο παρά την κοινή γλώσσα, θεωρείται γαλλοφλαμανδικής καταγωγής

iii. ^ Ο νεαρός Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ θαύμαζε τη μουσική των Ράινκεν και Μπουξτεχούντε, οι οποίοι υπήρξαν μαθητές του Χάινριχ Σάιντεμαν που, με τη σειρά του, ήταν μαθητής του Σβέελινκ

  1. 1,0 1,1 1,2 1,3 1,4 1,5 (Αγγλικά) ECARTICO. 9632. Ανακτήθηκε στις 12  Ιουλίου 2023.
  2. Εθνική Βιβλιοθήκη της Γερμανίας: (Γερμανικά) Gemeinsame Normdatei. Ανακτήθηκε στις 26  Απριλίου 2014.
  3. Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας: (Γαλλικά) καθιερωμένοι όροι της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Γαλλίας. 13900214c. Ανακτήθηκε στις 10  Οκτωβρίου 2015.
  4. (Αγγλικά) Discogs. 971603. Ανακτήθηκε στις 9  Οκτωβρίου 2017.
  5. Εθνική Βιβλιοθήκη της Γερμανίας: (Γερμανικά) Gemeinsame Normdatei. Ανακτήθηκε στις 30  Δεκεμβρίου 2014.
  6. CONOR.SI. 54818403.
  7. Ανακτήθηκε στις 24  Ιουνίου 2019.
  8. 8,0 8,1 (Αγγλικά) ECARTICO. 9632. Ανακτήθηκε στις 24  Αυγούστου 2023.
  9. 9,0 9,1 9,2 9,3 9,4 9,5 9,6 Sadie
  10. Arnold
  11. Westrop
  12. 12,0 12,1 Tollefsen & Dirksen
  13. 13,0 13,1 Noske, 10
  14. Noske, 12
  15. Noske, 17
  16. Kobald, 36
  17. Noske, 9
  18. Oxford Studies of Composers, vol. 22: Sweelinck. Oxford England: Oxford University Press. Pg. 14–15
  19. 19,0 19,1 Noske, 16
  20. ΠΛΜ
  21. Noske, 98
  22. 22,0 22,1 Noske, 130
  23. Resse
  24. http://www.dbnl.org/tekst/mand001schi01_01/mand001schi01_01_0266.php
  25. Noske, 66
  • «Λεξικό Μουσικής και Μουσικών» (Dictionary of Music and Musicians) του George Grove, D. C. L (Oxford, 1880)
  • Baker’s biographical dictionary of musicians, on line
  • Rob. Eitner, Biographisch-bibliographisches Quellen-LexiKon, on line
  • Kennedy, Michael Λεξικό Μουσικής της Οξφόρδης (Oxford University Press Αθήνα: Γιαλλέλης, 1989) ISBN 960-85226-1-7
  • Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα (ΠΛΜ), έκδοση 1992, τόμος 53, σ. 247
  • Enciclopedia Bompiani-Musica, Milano (εκδ. ΑΛΚΥΩΝ, 1985)
  • Enciclopedia Treccani, on line
  • Eric Blom The New Everyman Dictionary of Music (Grove Weidenfeld, N. York, 1988)
  • Denis Arnold, ed. (1983). The New Oxford companion to music. 2. Oxford University Press
  • Kobald, Norma "Reformed Music Journal" Vol. 9, No. 2. 1997. Langley, BC. Canada. Brookside Publishing
  • Noske, Frits. 1988. Oxford Studies of Composers, vol. 22: Σβέελινκ. Oxford England: Oxford University Press
  • Sadie, Stanley. 1980. The New Grove Dictionary of Music and Musicians. Vol.8. Macmillan Publishers Limited, London. Pg. 406–407
  • Randall H. Tollefsen, Pieter Dirksen. "Jan Pieterszoon Σβέελινκ", Grove Music Online, ed. L. Macy
  • Reese, Gustave. 1959. Music in the Renaissance. New York: W. W. Norton & Co.
  • Stephen Westrop, liner notes for "Christopher Herrick: Σβέελινκ: Organ Music", Hyperion CDA67421/2